Η Ύβρις και η Νέμεσις
«Μεθυστική Άνοιξη και κοντά στο Οζεβέρ
Παπαρούνες και μαργαρίτες στο ανθόσπαρτο πράσινο
Μας ξεπερνούσαν στο μπόι και το ξέραμε όλο κείνο το ποτάμι
Και τα δυο μας άλογα είχαν περάσει τα λαγκάδια
Τα ξέραμε τα χαμηλά πλημμυρισμένα χτήματα με τις λεύκες στις άκριες
Απ΄τα νειάτα μας ακόμη, τότε που ο βαθύς ουρανός βοηθούσε»
[από τα Lustra]
“Μια μέρα στην Πάφο
Άκουσα πάλι
…με τον Άρη το νέο να μην πας να παίξεις
Αλλά σπλαχνίστη έναν ξεψυχισμένο παλαβό
Συδαύλισε τη φωτιά του
Κράτησε τα κάρβουνά του ζεστά
Το κακό είναι ο καιρός»
[απόσπασμα από το Κάντο XXX σε μετάφραση Γ. Σεφέρη από τις «Αντιγραφές»]
«Κάτασπρα κιόλας
Από δροσιά
Τα σκαλοπάτια
Με το πετράδι
Είναι τόσο αργά, η δροσιά νοτίζει τ’ αραχνοΰφαντα ποδήματά μου
Κατεβάζοντας την κρυστάλλινη κουρτίνα
Κοιτάζω το φεγγάρι μες στο διάφανο φθινόπωρο
Ριχάκου» [από την «Κατάη»]
Οι ραδιοφωνικές εκπομπές και η τιμωρία
Ενώ τα «Άσματα» Lii-lxxi, ίσως τα πλέον αδύναμα από το σύνολο των Cantos, κυκλοφορούν εκείνον τον δεύτερο χρόνο του Πολέμου, ο Πάουντ πραγματοποιεί την πρώτη του ραδιοφωνική εκπομπή στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Ρώμης ενάντια στους Συμμάχους τον Φεβρουάριο του 1940. Η τελευταία ακούστηκε τον Σεπτέμβριο του 1943. Συνολικά εκφώνησε μέσα σ’ αυτό το διάστημα που μαινόταν ο πόλεμος, κι η Ιταλία τον έχανε και την καταλάμβαναν διαδοχικά Γερμανοί και Αμερικανοί, 300 εκπομπές.
Το 1941 ο διευθυντής του Ιταλικού Εθνικού Ινστιτούτου Πολιτιστικών Σχέσεων με τις ξένες χώρες δήλωνε: «Δεν έχω πια καμιά αμφιβολία πως ο Έζρα Πάουντ είναι φρενοβλαβής. Είναι ένας αρκετά ευχάριστος τρελός και σίγουρα είναι φίλος της Ιταλίας, αλλά σε δυο συνεντεύξεις που είχα πρόσφατα μαζί του τον άκουσα να κάνει κριτική και να κατηγορεί. Αυτό με τρόμαξε, όχι επειδή πιστεύω αυτά που μου είπε αλλά επειδή του αρέσει να φλυαρεί…».
Η διακηρυγμένη συμπάθεια του Πάουντ στον Μουσολίνι προκαλούσε αποτροπιασμό στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Μετά την είσοδο στον πόλεμο των ΗΠΑ κι αφού δεν κατάφερε να την αποτρέψει, ζήτησε άδεια από το Ιταλικό Υπουργείο Λαϊκής Καλλιέργειας να συνεχίσει τις εκπομπές υπό τον όρο να μην υπόκεινται σε λογοκρισία.
Κι ήταν αυτές ακριβώς οι εκπομπές που στάθηκαν η αιτία για τη σύλληψή του από τους Αμερικανούς το 1945, οπότε επαναβεβαιώθηκε μια προ έτους καταγγελία για προδοσία σε αμερικανικό δικαστήριο.
Περίπου ένα χρόνο πριν το ζεύγος Πάουντ είχε εκδιωχθεί από την παραλιακή κατοικία τους στο Ράπαλο και φιλοξενούνταν από την Όλγα Ραντζ στο Αμπρόζιο μαζί με έναν κυκεώνα χειρογράφων, εφημερίδων και διάφορων αρχείων που είχε στην κατοχή του ο ποιητής.
Προς το τέλος του πολέμου ο Πάουντ ολοκλήρωσε τα δύο φασιστικά Κάντος και τα έστειλε στο Μουσολίνι στο Σαλό, όπου βρισκόταν μετά την πτώση το, και του έγραψε πως έθετε το ταλέντο του στη διάθεσή του.
Την τελευταία μέρα του Απριλίου του 1945 το Ράπαλο έπεσε στα χέρια των Αμερικανών χωρίς να πέσει ούτε μια τουφεκιά. Οι παρτιζάνοι συνέλαβαν τον Πάουντ αλλά γρήγορα τον άφησαν ελεύθερο.
Στις 3 Μαΐου φυλακίζεται και στις 24 του ίδιου μήνα τον κλείνουν σε κλουβί σιδηρόφρακτο, διαστάσεων 1,80 Χ 1,95 μέτρων, μέσα σε αμερικανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Πίζα. Σ’ αυτό έβαζαν όσους προόριζαν για εκτέλεση. Το κλουβί είχε στέγη από πισσόχαρτο
Και τη νύχτα έπεφτε πάνω του ένας δυνατός προβολέας. Κοιμόταν κατάχαμα στο τσιμέντο, έτρωγε ελάχιστα κι έκανε την ανάγκη του σ’ ένα τενεκεδένιο κουβά. Στην τσέπη του είχε τον Κομφούκιο και το κινέζικο λεξικό του. Μετά από τρεις βδομάδες τον μετέφεραν στο αναρρωτήριο τόσο αδυνατισμένο που ο γιατρός του στρατοπέδου φοβήθηκε πως δεν θα επιβιώσει. Ωστόσο τα κατάφερε και μάλιστα θεωρήθηκε λογικός αν και αρκετά ιδιόρρυθμος. Στη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού μέσα σ’ εκείνο το στρατόπεδο της Πίζας σε μια σκηνή έγραψε στη γραφομηχανή τα έντεκα αριστουργηματικά «Άσματα της Πίζας».
Ο λογοκριτής του στρατοπέδου υποπτεύονταν πως χρησιμοποιούσε κρυπτογραφικό κώδικα, όπως κι οι Ιταλοί θεωρούσαν τις ραδιοφωνικές εκπομπές του ύποπτες και τον ίδιο διπλό πράκτορα.
Τον μετέφεραν στην Ουάσινγκτον να δικαστεί για προδοσία αλλά μια ψυχιατρική εξέταση τον θεώρησε ανίκανο ν’ απολογηθεί.
Ο γιατρός αφού στο πρώτο μέρος της διάγνωσής του εκθειάζει τη λογοτεχνική του παραγωγή – αναγνωρισμένη και βραβευμένη άλλωστε- αποφαίνεται πως κατά τη διάρκεια των συνεδριών τους έδειχνε να μην αντιλαμβάνεται την κατάστασή του, δεν παραδεχόταν πως το περιεχόμενο των εκπομπών του ήταν προδοτικό. Είχε εξάρσεις μεγαλείου, μακρηγορούσε, ο λόγος του ήταν πομπώδης, υπεροπτικός, πληθωρικός, σχεδόν παραληρηματικός και πολλές φορές δεν είχε συνοχή. Ακόμη ήταν ευέξαπτος και εγωπαθής. Φαίνεται, αποφαινόταν ο γιατρός, πως η προσωπικότητά του είχε υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις. Τόνισε πως ήταν παράφρων κι έπρεπε να εγκλειστεί σε ψυχιατρική κλινική. Έτσι γλίτωσε τα ισόβια, ίσως ακόμα και το θάνατο. Να σημειωθεί πως οι εκπομπές του ήταν ένα κήρυγμα μισαλλοδοξίας και έξαλλου αντισημιτισμού.
Παρά τις διαγνώσεις φρενοβλάβειας από τέσσερεις ψυχιάτρους η αμερικανική κυβέρνηση επέμενε να προσαχθεί σε δίκη και ν’ αποδειχτεί σ’ αυτήν η ανικανότητά του να δικαστεί.
Ο Πάουντ στο ψυχιατρείο
Τελικά εγκλείστηκε σ΄ ένα μεγάλο λαϊκό Ψυχιατρείο στα περίχωρα της Ουάσινγκτον. Έμεινε 15 μήνες σ΄ ένα μεγάλο θάλαμο χωρίς παράθυρα και χωρίς έπιπλα. Έπειτα μεταφέρθηκε σε μικρότερο δωμάτιο με εννιά κρεβάτια για 18 μήνες, αλλά είχε τραπέζι και καρέκλες και μπορούσε να δέχεται επισκέψεις. Η Ντόροθυ, η σύζυγος του, μετακόμισε κοντά στο Ψυχιατρείο και τον επισκεπτόταν καθημερινά.
Η περίοδος αυτή υπήρξε εξόχως παραγωγική. Ο έγκλειστος ποιητής εκτός από την συνέχιση των Cantos, μετέφρασε τις σοφόκλειες «Τραχίνιες» και το «Κινέζικο Βιβλίο των Ωδών».
Φίλοι και ομότεχνοι ποιητές και διανοούμενοι κάνουν προσπάθειες να τον βγάλουν από το ψυχιατρικό άσυλο, αλλά έξω καραδοκούσε ο πέλεκυς της Δικαιοσύνης. Του δίδεται βραβείο 1.000 δολαρίων για τα «Άσματα της Πίζας». Ο Έλιοτ, ο Λόουελ, ο Κόνραντ Αίηκεν, ο Ώντεν κι ο, νομπελίστας πλέον, Χέμινγουαίη αιτούνται την απελευθέρωσή του. Ο τελευταίος λέει πως το Νόμπελ άξιζε πιο πολύ στον Πάουντ παρά στον ίδιο.
«Η ποίηση που εκφράζει κακές γνώμες [φασιστικές, αντισημιτικές] δεν μπορεί να είναι πραγματικά μεγάλη. Η καλή ποίηση που εκφράζει κακές γνώμες είναι αμφισβητήσιμη από ηθικής πλευράς».
Στο περιοδικό Life της 6ης Φεβρουαρίου 1956 δημοσιεύεται άρθρο που ζητά απ’ την κυβέρνηση την ακύρωση της κατηγορίας εναντίον του Πάουντ. Είναι ο μόνος τρόπος ν’ απελευθερωθεί ο ποιητής και να τελειώσει μια υπερδεκαετής τιμωρία για μια πολύ σοβαρή κατηγορία.
«Ο θάλαμος του νοσοκομείου της Αγίας Ελισάβετ είναι ένα ντουλάπι που περιέχει έναν εθνικό σκελετό».
Ο πλέον δραστήριος όλων όσων εργάστηκαν για «απελευθέρωση χωρίς δίκη» του Πάουντ, ο Άρτσιμπαλντ Μακ Λης λέει: «Κατέβηκα να δω τον Πάουντ τον Δεκέμβριο του 1955. Δεύτερη φορά που τον έβλεπα. Αυτό που είδα μ’ αηδίασε κι αποφάσισα να μην ησυχάσω ώσπου να βγει έξω. Όχι μόνο για χάρη του, αλλά για το καλό όνομα της χώρας: ύστερα από δέκα χρόνια αρχίζει πια να μοιάζει με εκτέλεση και αν πεθάνει εκεί ποτέ δεν θα μπορέσουμε να ξεπλύνουμε την κηλίδα».
Ο Πάουντ ελεύθερος [1958- 1972]
Το 1958 οι προσπάθειες των φίλων, κάποιων εντύπων, και κάποιων πολιτικών με επιρροή καρποφορούν. Η κατηγορία της προδοσίας αίρεται κι ο ποιητής είναι ελεύθερος. Πηγαίνει στο σπίτι της Μαρίας, της κόρης του, μαζί με τη Ντόροθυ. Λίγες μόλις μέρες πριν επιβιβαστούν στο πλοίο «Χριστόφορος Κολόμβος» για την Ευρώπη επιχειρεί ένα προσκύνημα στον τόπο των παιδικών χρόνων, τη μικρή πόλη της Πενσυλβάνια Γουίνκοτ, όπου με το φίλο του Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς έκαναν όνειρα και συζητούσαν για ποίηση.
Το 1961 σταματά να εργάζεται πάνω στα Cantos που είχε αρχίσει το 1915 κι αρχίζει μια περίοδος μακράς σιωπής. Εγκαταλείπει το γράψιμο και μιλά σπάνια.
Το 1965 ταξιδεύει στο Λονδίνο για το μνημόσυνο του Έλιοτ, ενώ συναντά τη χήρα του Γέητς.
Το Νοέμβρη επισκέπτεται την Αθήνα και συναντά το Σεφέρη στο σπίτι του. Λιγομίλητος πάντα, ρωτά μόνο για τη ράτσα του σκύλου του.
Τα Cantos
Εκδίδονται τα Cantos καθώς και τα αποσπάσματα από τα μισοτελειωμένα «Άσματα». Το λογοτεχνικό παράρτημα των Times γράφει για τα «Κάντος»:
«Το ολοφάνερα συμπτωματικό κολάζ κρύβει μια μελετημένη δεξιοτεχνία και οι ακατανόητες σελίδες σε κεντρίζουν συχνά περισσότερο από την πληκτική ‘’κατανοητότητα’’ που περνάει για ποίηση σήμερα. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της τεχνικής λάμψης που διαθέτουν, καθώς και της ακριβολογίας τους. Η ικανότητα στη μίμηση, η σιγουριά του ρυθμού του, ένας απροσδόκητος λυρισμός λειώνει μέσα στην υπνωτική δομή του έργου».
Η γοητεία των «Κάντος» βασίζεται εν μέρει σ’ ένα σύστημα αντηχήσεων. Ο κάθε στίχος εναρμονίζεται με τον άλλον κι ενσωματώνεται σ’ αυτόν φτιάχνοντας έναν καινούργιο στίχο που αντλεί από τον προηγούμενο και το αντίστροφο. Έτσι ένα τόσο αποσπασματικό έργο αποκτά μια δική του λογική και μια παράδοξη συνοχή, ώστε να μην μπορείς ν’ αποκολλήσεις εύκολα ένα ολιγόστιχο απόσπασμα που να διαθέτει αυτονομία. Η πρόσθεση ενός στίχου σ’ έναν προηγούμενο ρίχνει φως που διαυγάζει το όποιο νόημα.
«Όλο το σώμα των «Κάντος» είναι ένα ιδεόγραμμα γιγαντιαίο που το θέμα του είναι το ανθρώπινο μυαλό που προσπαθεί να δώσει νόημα σε κάτι που ο καλλιτέχνης – πολιτικός φιλοτεχνεί με βάση ένα υλικό που διαρκώς διαφεύγει», γιατί είναι ταυτόχρονα εφήμερο και αιώνιο. Λόγος και πράξη, κάτι φευγαλέο και αμφίσημο που συνταιριάζει το ασήμαντο με το σημαντικό. Το διονυσιακό με το απολλώνιο, το αλληγορικό με το λογικό, την ειρωνεία με τον ορθό λόγο, και εντέλει, την τάξη με το χάος.
«Τα ολόγλυκα μάτια ήσυχα με δίχως περιφρόνηση
Και η βροχή μέρος της μεθόδου.
Αυτό που φεύγεις δεν είναι ο δρόμος
Και η ελιά ολόλευκη από το φύσημα τ’ αγέρα
σαν απολούστηκε στον Κιάγκ και Χαν
τι λευκότητα να βάλεις πάνω σ’ ετούτη τη λευκότητα
τι καθαρότερη καρδιά;»
Το τέλος
Το 1967 πηγαίνει στο Παρίσι. Ταξιδεύει στη Ζυρίχη για ν’ αποτίσει φόρο τιμής στον Τζέημς
Τζόυς.
Το 1969 πραγματοποιεί ένα ταξίδι στις ΗΠΑ. Οι ρίζες είναι πάντα εκεί αξέχαστες, αξεπέραστες.
Ο Πάουντ πεθαίνει στη Βενετία την 1η Νοεμβρίου του 1972 έχοντας ζήσει ογδόντα επτά χρόνια κι έχοντας γράψει χιλιάδες στίχους, έχοντας κάνει λάθη που πλήρωσε ακριβά, αλλά μετάνιωσε και ζήτησε συγχώρεση.
[«Προσπάθησα να γράψω τον Παράδεισο / Μην κουνηθείς / Άσε τον άνεμο να μιλήσει /Αυτό είναι παράδεισος / Οι θεοί ας συγχωρήσουν / ό,τι έ χω κάνει / Αυτοί που αγαπάω ας προσπαθήσουν να συγχωρήσουν ό,τι έχω κάνει»]
Στην κηδεία του δεν παραβρέθηκε κανείς Αμερικανός ή Ιταλός επίσημος. Δεν ήταν εκεί ούτε η Ντόροθυ η σύζυγός του ούτε ο γιος του Ομάρ. Μόνο η Όλγα Ραντζ κι η κόρη του Μαρία Ρατζέλεβιτς ήταν παρούσες.
Το 1975 κυκλοφόρησαν στο Λονδίνο από τις εκδόσεις Faber and Faber τα «Κάντο I–CXVII».
Το τελευταίο σπάραγμα των Cantos λέει:
«Να είμαστε άνθρωποι. Όχι καταστροφείς».