You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Έντγκαρ Άλαν Πόε – Στην Άβυσσο της Νύχτας

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Έντγκαρ Άλαν Πόε – Στην Άβυσσο της Νύχτας

”Δεν είμαι κανείς,

εσύ ποιος είσαι;”

”Η ψυχή επιλέγει τη δική της κοινωνία

κι έπειτα κλείνει την πόρτα”

Έμιλι Ντίκινσον

 

Λένε πως τα σκοτάδια του κόσμου είναι παντοδύναμα. Λένε πως η νύχτα ακολουθεί διαβολική πορεία, αντίθετα με τη μέρα που το φως της επιβεβαιώνει τη ζωή. Λένε πως η νύχτα είναι θάνατος, αφού κι αυτός σκοτεινός είναι. Λένε πως η νύχτα είναι το Κακό. Αν και η νύχτα είναι η μισή μέρα. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Λένε πως η νύχτα δεν έχει χρώμα, επειδή είναι μαύρη. Λένε πως η νύχτα κρύβει τους δολοφόνους, τους αιμομίκτες, τους μονομανείς, τους παθιασμένους, τους παρείσακτους, τους εκδικητικούς, τους αισθησιακούς, τους αμαρτωλούς, τους μέθυσους, τους παραβάτες, τους καταραμένους. Λένε πως η νύχτα σκεπάζει κάθε έγκλημα, πνίγει κάθε φωνή στο λαρύγγι της. Λένε πως η νύχτα συγγενεύει με τη σιωπή, την τρέλα και το θάνατο.

Την ώρα της νύχτας μπορείς να μεταφερθείς στην ‘’Άλλη πλευρά”. Εκεί απ’ όπου γυρισμός δεν υπάρχει.

Ο Πόε έγραψε μερικά αριστουργηματικά διηγήματα και ποιήματα από αυτά που μόνο νύχτα μπορούν να γραφτούν. Τις άυπνες, δυσοίωνες, λευκές νύχτες όταν βλέπει κανείς τα όνειρα της αϋπνίας. Όταν ο Πόε διαβάζει Πλάτωνα, γάλλους moralistes, μεταφυσικούς ποιητές, γοτθικά μυθιστορήματα είναι νύχτα. Ύστερα άυπνος, σχεδόν υπνοβατώντας γράφει τις ιστορίες του, ενώ ένα μαύρο σύννεφο πλακώνει το στήθος του, ένα αιχμηρό σίδερο σαν αυτά που μπήγουν στους βρικόλακες για να τους εξοντώσουν μοιάζει να είναι μπηγμένο στο στέρνο του.

Ο Πόε όπως κάθε συγγραφέας, εκτός από τους ήρωές του, επινόησε και τον εαυτό του. Μήπως και προλάβει εκείνους που θα έσπευδαν – και ήταν πολλοί – να τον χαρακτηρίσουν; μοναχικό, ψυχρό, χυδαίο, χολερικό, ανεδαφικό. Ίσως μερικές απ’ αυτές τις επινοήσεις των άλλων να είναι αληθινές. Γιατί από ένα σημείο κι έπειτα, μπορεί κανείς να πιστέψει ακόμα και τα ίδια του τα ψέματα και να πείσει και τους άλλους γι’ αυτά.

Εντέλει, δεν ξέρουμε και πολλά πράγματα για το τι είδους άνθρωπος ήταν ο Πόε. Γιατί δε μπορούμε να γνωρίζουμε τίποτα για κανέναν, εκτός ίσως μόνο για το μέγεθος της μύτης του, το χρώμα των ματιών του – και αυτό όχι με απόλυτη σιγουριά – το σουλούπι του και το σκυθρωπό του ύφος ή το τραβηγμένο στην άκρη στόμα του που φανέρωνε ίσως μια υποψία χαμόγελου. Αλλά οι επινοητές μας λένε πως δεν χαμογελούσε ποτέ.

Ο Πόε ήταν άνθρωπος του πένθους. Είχε αγαθές σχέσεις με το θάνατο. Όλες οι ιστορίες του τελειώνουν μ’ έναν θάνατο. Κι έπειτα μήπως ξέρουμε πόσες φορές είχε βρεθεί στην ‘’Άλλη πλευρά’’ ή είχε πάρει την άγουσα γι’ αυτήν; Άλλωστε μη ξεχνάμε πως ο Πόε δε ξεχνούσε ποτέ να κουμπώσει το τελευταίο πάνω κουμπί του σακακιού του.

Ακολουθώντας την κατηγορηματική άρνηση της εξαιρετικά μουσικής επωδού: nevermore ο Έντγκαρ Άλαν Πόε δεν προσπάθησε να επιστρέψει ποτέ. Αντίθετα μάλιστα, βιάστηκε να φύγει. Αλλά επιστρέφει διαρκώς. Αν και κανένας συγγραφέας δεν θέλει να ξεχαστεί. Όλοι αρνούνται να ταφούν με την τελευταία τους πνοή, ακόμη και αυτοί που γεύτηκαν τη ζωή τους ως την τελευταία γουλιά. Για την υστεροφημία του Πόε, φρόντισαν δύο ομότεχνοι, και οι δύο Γάλλοι: ο ποιητής των ”Ανθέων του Κακού” Σαρλ Μπωντλαίρ (1821-1867) και ο ποιητής της καθαρής ποίησης Στεφάν Μαλαρμέ (1842-1898). Αυτοί τον εκτίμησαν. Τον αγάπησαν. Τον μετέφρασαν. Τον σχολίασαν. Δεν άφησαν να ξεχαστεί. Αλλά ένας συγγραφέας επιζεί κυρίως όταν συνεχίζουν να τον διαβάζουν οι αναγνώστες. Και τον Πόε αξίζει να τον διαβάσεις ακόμη και διακόσια τόσα χρόνια μετά το θάνατό του.

Ωστόσο ο Πόε υπήρξε ένας παρακμίας, μέθυσος, άφιλος, παρεξηγημένος, εκτεθειμένος στο φθόνο και τις λοιδορίες. Εύκολος στόχος των κακόβουλων και των τυμβωρύχων. Τι έχει λοιπόν να κερδίσει κανείς από ένα συγγραφέα που αδιαφορεί για την ηθική και το συμβατικό γούστο και δοξάζει τη φόρμα; Όπως διεξοδικά αναφέρει στα δοκίμιά του, ”Ποιητική Αρχή’’ (1850 και ‘’Φιλοσοφία της Σύνθεσης” (1846).

Τι πιστεύει όμως πως είναι ποίηση; Τι θεωρεί πως είναι ποίημα; 

”Η πραγματική ποιητική αξία και δύναμη είναι ότι ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει έργο βαθύτερα αξιόλογο – πιο υπέρτερα ευγενικό από το ίδιο το ποίημα – το ποίημα καθ’ αυτό – το ποίημα που είναι ποίημα και τίποτε περισσότερο – το ποίημα που γράφτηκε αποκλειστικά χάριν του ποιήματος”.

Πιστεύει ακόμα πως ποίηση και αλήθεια είναι πράγματα ασυμβίβαστα. Οι απόψεις του αυτές επηρέασαν εξαιρετικά τις απόψεις περί ποιήσεως στον αγγλόφωνο τουλάχιστον κόσμο και ο ίδιος υπήρξε ο πρώτος αξιόλογος εκπρόσωπος των αισθητικών απόψεων στην αγγλόφωνη ποίηση. Και ο πιο πρωτότυπος.

Ωστόσο, δεν δοξάστηκε για την ποίησή του για την οποία ήταν ο ίδιος πολύ υπερήφανος, αλλά για τα πεζά του. Για τις ιστορίες τρόμου, μυστηρίου, τις αλλόκοτες ιστορίες, τις ιστορίες εκδίκησης και φόνου αλλά και τις ιστορίες λογικής ανάλυσης.

Ο Πόε έψαχνε πάντα να βρει αυτό που του έλειπε: την αγάπη, και τη βρήκε στο πρόσωπο μιας αντρογυναίκας της Μαρίας Κλέμ και της κόρης της Βιρτζίνια που την παντρεύτηκε όταν εκείνη ήταν ακόμη ανήλικη. Αλλά από την άλλη ό,τι αγαπούσε του το στερούσε ο θάνατος που βρισκόταν πάντα ένα βήμα μπροστά απ’ αυτόν. Έτσι έχασε την βιολογική του μητέρα, μια περιπλανώμενη ηθοποιό από φυματίωση, όπως και την θετή του μητέρα από την ίδια αρρώστια, αλλά και την σύζυγό του. Τον ακολουθούσε πάντα μαζί με το θάνατο και τη νύχτα η κατάρα του παρία. Αυτού που απέκτησε γονείς μετά το θάνατο των δικών του, επειδή τον λυπήθηκαν. Και όταν έμεινε μόνος με τον θετό του πατέρα τον κύριο Άλαν, ο τελευταίος βιάστηκε να τον απορρίψει και ο νεαρός Πόε ξεπόρτισε για να γίνει αυτός που ήταν, ο εαυτός του ή κάποιος άλλος. Ο Μπωντλαίρ ήταν κι αυτός ένας παρείσακτος αφότου έχασε τον πατέρα του και η μαμά ξαναπαντρεύτηκε προδίδοντας την αποκλειστικότητα που όφειλε σ’ αυτόν. Και όταν ο πατριός του αποφάσισε να του δείξει το δρόμο που νόμιζε πως του ταίριαζε, ξεπόρτισε κι αυτός και περιπλανήθηκε και ταξίδεψε και δημιούργησε.

Ο Πόε έπασχε από το σύνδρομο της εγκατάλειψης και από ένα σωρό ελλείψεις. Ήταν άνθρωπος χωρίς οικογένεια όχι μόνο ως γιος, αλλά και ως δημιουργός.

Γιατί σε ποια λογοτεχνική οικογένεια μπορεί κανείς να τον κατατάξει, αφού είναι ο εισηγητής της αστυνομικής ιστορίας με τα ”Εγκλήματα της οδού Μοργκ” που είναι η πρώτη αστυνομική ιστορία και ο Ντυπέν ο πρώτος ντετέκτιβ, αφού ”ο Χανς Πφαλ στη Σελήνη” είναι η πρώτη ιστορία επιστημονικής φαντασίας, αφού ”ο δόκτωρ Τζέκυλ και ο κύριος Χάιντ” του Στήβενσον καθώς και ”το Στρίψιμο της Βίδας” του Χένρι Τζέημς προυποθέτουν τον Ουίλιαμ Ουίλσον, ”ο Μόμπι Ντικ” του Μέλβιλ προϋποθέτει την αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ, ακόμα και το ”Εύρηκα” ένα φιλοσοφικό ποιητικό δοκίμιο για τον κόσμο ενέπνευσε στον Μαλαρμέ τον ”Ίγκιντουρ”; και ένας ολόκληρος εσμός δημιουργών του οφείλουν πολλά: από τον Τζόζεφ Κόνραντ και τον Τσέστερτον ως την Πατρίτσια Χάισμιθ και από τον Βαλερύ ως τον Μωρίς Μπλανσώ, από τον Προυστ ως τον Κάφκα, τον Ουίλκι Κόλινς και τον Μπόρχες.

Ο Ε. Α. Πόε, ανήκει στους καταραμένους ποιητές αυτούς δηλαδή που καταστρέφουν αυτό το περισσό, το πολύ, το σπουδαίο, το σημαντικό που έχουν, βρίσκοντας ένα μέσο για να μπορέσουν να το καταστρέψουν π.χ. το αλκοόλ, του οποίου ο Πόε έκανε τεράστια κατάχρηση. Έτσι λοιπόν είχε δύο προσωπικότητες, διαφορετικές: μία όταν ήταν μεθυσμένος και γλιστρούσε στην παραφορά και την παραφροσύνη χωρίς να μπορεί να γράψει και τότε υποσχόταν πως δεν θα ξαναπιεί, Nevermore και την άλλη την νηφάλια στην οποία ήταν αξιοπρεπής, κομψός παρά τη φτώχεια του, γενναιόδωρος και ευγενικός.

Ο Πόε ήταν ανίκανος να διαχειριστεί το παραμικρό σέντς και έτσι σπαταλούσε όποιο ποσό κέρδιζε ή δανειζόταν ζητιανεύοντας όπως ζητιάνευε την προσοχή και την αγάπη των άλλων.

Ο Πόε γεννήθηκε στη Βοστώνη στις 19 Ιανουαρίου το 1809 και πέθανε 40 χρονών στις 3 Οκτωβρίου του 1849 στη Βαλτιμόρη σε νοσοκομείο με χαμένες τις αισθήσεις του από τις συνέπειες που είχε στην υγεία του το αλκοόλ. Την κηδεία του ακολούθησαν επτά άτομα.

Απ’ την άλλη μέρα κιόλας κριτικοί, επιτήδειοι, τάχα ενδιαφερόμενοι, βιογράφοι, τυμβωρύχοι ξεκίνησαν τις αντεγκλήσεις και τις εικασίες γύρω από το έργο του.

   Ο Μπόρχες τον χαρακτηρίζει ”προβολέα πολλαπλών ίσκιων”, ενώ λέει πως ”πέθανε παραδομένος στο πιοτό, στη μελαγχολία και την νευρασθένεια και δεν υπάρχει λόγος να μπούμε στις λεπτομέρειες της νευρασθένειας επειδή ήταν ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος που γεννήθηκε ταγμένος στη δυστυχία”. Και τίποτα δε στάθηκε δυνατό να τον απομακρύνει απ’ αυτή.

‘Εδώ κάποτε, μέσα από μια Τιτάνια στράτα,

Κυπαρισσιών, πλανιόμουνα μαζί με τη ψυχή μου’‘ (”Ουλαλούμ”).

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.