Μισανθρωπίας προλεγόμενα
Όταν οι επικλήσεις προς την αγάπη για τον πλησίον αποδείχνονται ανεδαφικές τότε η μισανθρωπία καταλήγει η μόνη ένδειξη του ουσιαστικού ενδιαφέροντος προς τον άλλον, υποστηρίζει περίπου ο Κωστής Παπαγιώργης. Ο μισάνθρωπος- βαριά κι ασήκωτη κατηγόρια- είναι λέει ο δοκιμιογράφος -πρώην φιλάνθρωπος, πρώην ανθρωπιστής που απογοητεύτηκε οικτρά.
Η βυθομέτρηση της ανθρώπινης φύσης
Η μισανθρωπία αποδόθηκε από συγχρόνους και μεταγενέστερους και στον θεατρικό συγγραφέα με εκτεταμένο επίσης πεζογραφικό, δοκιμιακό αλλά και ζωγραφικό έργο Αύγουστο Στρίντμπεργκ [1849-1912]. Από το Λουκιανό ως τον Νίτσε- ο ένας γνώριζε το έργο του άλλου- μια μεγάλη γκάμα φιλοσόφων και καλλιτεχνών που ασχολήθηκαν στα έργα τους με τον άνθρωπο και την ανθρωπιά του κατάντησαν να μη πιστεύουν παρά πως ο άνθρωπος για τον άνθρωπο αποδείχνεται στο τέλος λύκος.
Ο Στρίντμπεργκ μελέτησε βαθιά την ανθρώπινη φύση κι έζησε στο πετσί του την ύπουλη και μ’ όλα τα μέσα μάχη των φύλων που αποβαίνει ένας αγώνας επικράτησης του ενός απέναντι στον άλλο, μια ανελέητη μάχη κυριαρχίας. Θα μπορούσαμε ωστόσο να αποφανθούμε πως ο μισάνθρωπος ή ο μισογύνης είναι εκείνος που αγαπά απελπισμένα τον άνθρωπο αφού πρώτα αγαπά κανείς κι ύστερα μισεί, και μόνο όταν ανακαλύψει πως απατήθηκε οικτρά.
Το καλύτερο και καλλιτεχνικά αρτιότερο μέρος του έργου του στηρίζεται σ’ αυτή την επιθυμία επικράτησης του άντρα ή της γυναικάς στο αντίθετό της, αφού συνήθως δεν μπορούν να συμβιώσουν αρμονικά.
Στους τρεις αποτυχημένους γάμους του στη διάρκεια των οποίων φθάρηκε ανεπανόρθωτα φοβόταν πως η γυναίκα θα αποδεικνυόταν πιο δυνατή και θα κέρδιζε τη μάχη καταβροχθίζοντας συζύγους ή εραστές.
Η μάχη των φύλων
Οι «Δανειστές», ο «Πατέρας», η «Δις Τζούλια», το αριστουργηματικό μονόπρακτο «η πιο δυνατή» όπου η σύζυγος κι η ερωμένη διεκδικούν τον απόντα από το έργο σύζυγο κι εραστή τα έγραψε από το 1886 ως το 1888, όταν απογοητεύτηκε από την αποτυχία των πρώτων του δραμάτων που τον οδήγησε στη ζωγραφική και την πεζογραφία [το «Κόκκινο δωμάτιο» είναι ένα μείζον νατουραλιστικό μυθιστόρημα]. Στο« ο Χορός του Θανάτου» [1901], μεταγενέστερο κι ωριμότερο από τα συναφούς θέματος προηγούμενα έργα του καταδείχνει και τον άντρα και τη γυναίκα ως θύτες και θύματα. Ο τίτλος παραπέμπει στη γνωστή σουίτα του Σαινς Σανς, «Μακάβριος Χορός» κι ο Φρίντριχ Ντύρενματ στο έργο του «Πλαίη Στρίντμπεργκ» το διασκεύασε μ’ ένα μπρεχτικό στυλ.
Στον «Πατέρα» οι τρεις γυναίκες, σύζυγος, κόρη και υπηρέτρια οδηγούν το κεντρικό ήρωα στο φρενοκομείο. Αλλά και στην πραγματικότητα κι ο ίδιος ο συγγραφέας μετά από αλλεπάλληλα ψυχωτικά επεισόδια νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική.
«Άμα γράφω όλη μέρα το βράδυ με ζώνει το κενό της απελπισίας», γράφει στο πεζό «Μόνος» που έγραψε μετά την έξοδό του από την κλινική.
Στους «Δανειστές» η πρωταγωνίστρια θέλει να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς της με το νυν και τον πρώην, ενώ στη «δις Τζούλια», η κυρία κι ο υπηρέτης κονταροχτυπιούνται μέχρις εσχάτων.
Η καταγωγή, οι σπουδές, οι επήρειες
Στο πεζό ο «Γιος της δούλας» διεκτραγωδεί τη δυστυχία που τον κατείχε γιατί ήταν γιος μιας δούλας –όπως απαξιωτικά αποκαλούσαν τότε τις ‘οικιακές βοηθούς’ που σήμερα τις ντύνουμε στο ρούχο της υποκριτικής ‘πολιτικής ορθότητας’.
Σ’ ένα άλλο πεζό με τίτλο «Μαύρες σημαίες» τα βάζει μ’ όσους τον έθιξαν, τον κατηγόρησαν, τον συκοφάντησαν χρησιμοποιώντας οξείς τόνους.
Εξάλλου η ύπαρξη και μόνο του μεγάλου πρωτοπόρου Ερρίκου Ίψεν δεν τον άφηνε ν’ ανασάνει, λένε μάλιστα πως κάποια έργα του ήταν απαντήσεις στα έργα του πρεσβύτερού του εικονοκλάστη συγγραφέα.
Ο Στρίντμπεργκ δεν κατάφερε να τελειώσει τις πανεπιστημιακές του σπουδές λόγω οικονομικών δυσκολιών. Υπήρξε κι αυτός αυτοδίδακτος, όπως πολλοί ασπούδαχτοι μεγάλοι συγγραφείς με γνωστότερο τον Σαίξπηρ.
Στα 40 χρόνια [1870-1910] της δημιουργικής σταδιοδρομίας του μετήλθε όλα τα κινήματα του καιρού του: ρομαντισμό, νατουραλισμό, εξπρεσιονισμό, συμβολισμό, σουρεαλισμό, ακόμα και υπαρξισμό. Από την επήρεια του Νίτσε αφέθηκε στις αγκάλες του μυστικισμού του Σβέτεμποργκ. Πολέμησε την υποκρισία και τις προλήψεις της αστικής τάξης αλλά κι εκείνους που την υπονομεύουν, τους φεμινιστές, τους μεταρρυθμιστές, τους προοδευτικούς, τις γυναίκες, τους άντρες, το γάμο, τον αρχαίο κόσμο αλλά και το σύγχρονο, τη θρησκεία, την αθεΐα, τη δημοκρατία, την πρόοδο, τη στενοκεφαλιά, τον καθολικισμό, τον προτεσταντισμό. «Δεν υπάρχει ιδέα ή θεσμός που να μη γνώρισε τη συμπάθεια αλλά και την οργή του, σημειώνει ο Μάριος Πλωρίτης, γυρεύει με ασίγαστη δίψα ένα ιδανικό – στην επιστήμη, στην τέχνη, στην κοινωνία, στον έρωτα, στο γάμο- κι όλα τον απογοητεύουν, όλα τον οδηγούν στην τραγική κατάληξη: «Η γη είναι ένα στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων, όπου όλοι εκτίουμε ποινές για εγκλήματα που κάναμε σε προηγούμενη ζωή» λέει στο έργο του «Κόλαση» θυμίζοντας έντονα το σωρευτικό τόνο απαισιοδοξίας του Σάμιουελ Μπέκετ και του «στη γη βρισκόμαστε σωτηρία δεν υπάρχει».
Το σταθερό σημείο σημείο αναφοράς του Στρίντμπεργκ είναι ο Πόνος. Σ’ αυτή την «κοιλάδα των δακρύων» που είναι η ζωή κι ο κόσμος, ο άνθρωπος υποφέρει και πονά. Και ένα γιατρικό είναι η δημιουργία κι η αλαζονεία καμιά φορά πως μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο, να διευθύνει τις τύχες των λαών, να κηρύξει πολέμους και να ρίξει δυναστείες, όπως λέει πάλι στο «Μόνος», αλλά γρήγορα αυτή η θηριώδης ισχύς τον εγκαταλείπει, η πραγματικότητα τον επαναφέρει στο σύγχρονο κόσμο όπου το αλώνι του αγώνα τον περιμένει. Πότε χαλαστής, πότε χτίστης, πότε δυνατός, πότε χωρίς πεποίθηση πορεύτηκε ο μεγάλος συγγραφέας.
Το όνειρο
«Προσπαθώ να μιμηθώ την ασύνδετη αλλά επιφανειακά λογική μορφή του ονείρου. […] Χώρος και χρόνος δεν υπάρχουν… Και καθώς υπάρχει περισσότερος πόνος παρά χαρά στα όνειρα, ένας τόνος μελαγχολίας και συμπόνιας για όλα τα ζωντανά όντα διατρέχει την αβέβαιη αφήγηση. […] [ όμως] όσο οδυνηρή κι αν είναι η πραγματική ζωή, μοιάζει χαρούμενη άμα τη συγκρίνεις με τα μαρτύρια του ονείρου…» ισχυρίζεται στο «Ονειρόδραμα» [1902], όπου εκθέτει τις φιλοσοφικές του ιδέες, επηρεασμένες από τον Πλάτωνα, τον Σονπενχάουερ και την ’αιώνια επιστροφή’ του Νίτσε.
Χωρίς τη βοήθεια του Φρόυντ ανακαλύπτει την ψυχανάλυση και την ψυχοπαθολογία.
Πρωτοποριακές «ανακαλύψεις»
Με το εισιτήριο αυτό εισέρχεται στην αυγή του 20ου αιώνα και παρότι δεν προλαβαίνει να ζήσει παρά τα πρώτα δώδεκα χρόνια του, αφήνει χιλιόμετρα πίσω του τους άλλους στην ασφάλεια του ρεαλισμού τους και αυτός ξενιτεύεται στο υποσυνείδητο και ξενυχτάει στις απίστευτες παραμέτρους του ονείρου, τον παραλογισμό της ύπαρξης, το σουρεαλισμό, πολλά χρόνια πριν τον Μπρετόν και το «Θέατρο του Παραλόγου», πριν τις ιλαροτραγωδίες του Ιονέσκο. Ενδιαφέρεται για όλα τα στάδια της θεατρικής διαδικασίας και κυρίως για τη σκηνοθεσία, γι’ αυτό ιδρύει πέντε χρόνια πριν το θάνατό του το 1907, το μικροσκοπικό «Intima Teater» για το οποίο έγραψε το σπουδαιότερο έργο ονειρικής ατμόσφαιρας τη «Σονάτα των φαντασμάτων». Η ζωή στο έργο αυτό δεν είναι παρά ένας εφιάλτης και διαδραματίζεται ανάμεσα σε ένα φρενοκομείο και ένα νεκροτομείο. Όμως το Intima Teater κλείνει επειδή ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για κάτι τόσο πρωτοποριακό. Αυτή είναι και η ύστατη αποτυχία του.
«Μονάχα η πίστη και η καρτερία μπορούν να δώσουν τέλος σ’ αυτό τον τραγικό κύκλο των φαντασιώσεων, της ενοχής και του πόνου …».
Το τέλος
Λίγο πριν τον εγκαταλείψουν η ευφυία και η δημιουργικότητά του, αφού είναι πια έρημος και απογοητευμένος, γράφει στο «Μεγάλο δρόμο»: «ο πιο μεγάλος μου πόνος είναι ότι δεν μπόρεσα να γίνω εκείνο που ήθελα …». Ενώ τρία χρόνια αργότερα, πεθαίνοντας από καρκίνο του στομάχου, ψέλλισε: ”όλα εξιλεώθηκαν”, πιστεύοντας ίσως με τον πιο απόλυτο τρόπο, ότι γίνεσαι αυτό που είσαι, όπως θα έλεγε ο κάποτε φίλος του, Φρειδερίκος Νίτσε.
Το όνομα που άφησε είναι τεράστιο αν αναλογιστεί κανείς πως πριν απ’ αυτόν και τον Ίψεν δεν υπήρχαν ούτε έργα ούτε θέατρο άξια λόγου στη Σκανδιναβία. Ο δε Μπέρναρ Σω αν και φειδωλός σε επαίνους, τον ανακήρυξε ως τον μόνο γνήσια σαιξπηρικό δραματουργό της εποχής του και ο Ευγένιος Ο’ Νηλ που ήταν επηρεασμένος από κείνον, τον θεωρούσε πρόδρομο όλων των νεωτερισμών του σύγχρονου θεάτρου.