ΑΦΟΣΙΩΣΗ ΣΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ
Ένας συγγραφέας προχωρεί πάρα πέρα. Πιο κάτω. Ανηφορίζοντας ή κατηφορίζοντας. Αναλόγως.
Ο Σαρτρ –άλλος ένας εξαιρετικά αντιφατικός συγγραφέας– λέει πως αυτός που γράφει δίνει. Εννοώντας, φαντάζομαι, πως ο συγγραφέας σκέπτεται για λογαριασμό της ανθρωπότητας γράφοντας. Επιχειρώντας να ολοκληρώσει το έργο.
Das Schreiben. Αυτή τη λέξη προτιμούσε ο Κάφκα για την γραφή. Η ίδια λέξη είναι το ρήμα: γράφω, συνθέτω.
“Ο συγγραφέας είναι ένας τυφλός που κάποια στιγμή είδε καθαρά. Εκτυφλωτικά θα έλεγα. Από κείνη τη στιγμή τυφλώθηκε, κουφάθηκε, βουβάθηκε κι άρχισε να δημιουργεί. Έχει ένα δικό του γλωσσικό κώδικα. Γιατί δεν βλέπει πια σίγουρα- όμως κάποτε είδε” έλεγε ο Γιάννης Κουνέλης.
Πότε είδε ο Κάφκα ζώντας μέσα στην περιορισμένη εβραϊκή κοινότητα της Πράγας; Τι θα μπορούσε να διαλέξει να κάνει; Να γίνει έμπορος, νομικός, φυσικός; Συνάντησε τη γραφή πριν την ανάγνωση; Είναι κάτι τέτοιο δυνατό; Όταν είσαι ενάμιση πάτωμα ψηλότερα από τους άλλους. Ναι μπορείς. Δεν εννοώ με τρόπο μεταφυσικό. Δεν μιλάω για μια θρησκευτική εμπειρία. Για μια επιφοίτηση. Αλλά για ένα φυσικό ταλέντο. Μια σφραγίδα δωρεάς. Αυτήν την είχε κι έπιασε την πέννα νωρίς, αλλά τα πρώιμα γραφτά του χάθηκαν. Γρήγορα γνώρισε τον Μπροντ, θεματοφύλακα των γραφτών του, εκδότη του αλλά και λογοκριτή του. Βρέθηκε σε παρέες αναρχικών και γοητεύτηκε. Δεν είχε όμως τίποτα άλλο ν’ αντιπαραθέσει στη γραφή και την αρχαιολογία της.
Όταν οι άνθρωποι ανακάλυψαν τη γραφή είχαν ήδη αρχίσει να γράφουν. Ο συγγραφέας είναι ένα εμμονικό, μαζοχιστικό, μοναχικό, ιδιόρρυθμο πλάσμα. Που δεν επικοινωνεί με τους Άλλους δια ζώσης, αλλά μαζικά μέσω της γραφής. Γυμνός, ανάμεσα στα βιβλία του τις νύχτες όταν δεν τον τάραζαν, δεν τον αναστάτωναν τα γέλια και οι κουβέντες των αδελφών του στο πλαϊνό δωμάτιο χάιδευε τις ράχες των βιβλίων του σαν να ήταν ράχες γάτων, κι αυτά γουργούριζαν σαν γάτες ευτυχισμένες, κι αυτός συμμεριζόταν κάπως αυτήν την ευτυχία τους, την ικανοποίησή τους. Τα βιβλία ήταν γι’ αυτόν ζωντανά πλάσματα. Το ίδιο και τα γραφτά του που πότε τα διόρθωνε, πότε τα έσκιζε, πότε τα έκαιγε. Τα φοβήθηκαν οι Ναζί και κάποια εναπομείναντα τα εξαφάνισαν. Τα βιβλία του ήταν λοιπόν επικίνδυνα, δεν έπρεπε να υπάρχουν.
ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ, ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Ο Κάφκα ήταν ένας ”Άγγελος του Παράξενου”. Έγραφε, δεν ζούσε. Το δεύτερο προϋπόθεση για το πρώτο. Αλλά δεν ήταν κάτι που ήξερε να κάνει. Μόνο να γράφει ήξερε καλά. Αν κι έγραφε δύσκολα. Δεν είχε την ευχέρεια που διέθετε ο Φλωμπέρ ούτε την ελευθερία του. Η έκφραση και η αποτύπωσή της είναι δυσχερής. Ο Φλωμπέρ όμως ήταν αποστασιοποιημένος και βιωματικός. Τουλάχιστον ως νεαρός καλλιτέχνης. Τολμηρός, ελευθεριάζων. Υπόχρεος στην έμπνευση που την έθετε υπεράνω της πειθαρχίας, υπεράνω της οργάνωσης μιας σύνθεσης.
Ο Φλωμπέρ μετατοπίστηκε από την εμπνευσμένη κατάσταση, την έκσταση των πρώιμων γραπτών του στην απόλυτη μορφή έκφρασης της ”Μποβαρύ”, της ”Αισθηματικής Αγωγής” του ”Μπουβάρ και Πεκυσέ”. ”Οι Πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου” είναι εντελώς ιδιαίτερη, ξεχωριστή περίπτωση.
Ο Κάφκα, σαν κάργια που χτυπιόταν στους τόμους της βιβλιοθήκης του αντέγραφε τα όνειρά του. Αλλά το ύφος της γραφής του δεν ήταν ονειρικό. Και ο Κάφκα και ο Φλωμπέρ προτίμησαν να μην δεσμευτούν. Να μην παντρευτούν. Δεν έζησαν μια μικροαστική ζωή.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΦΛΩΜΠΕΡ ΣΤΟΝ ΚΑΦΚΑ
Ο Κάφκα –όσο κι αν ο Μαλρώ πάντα αρνιόταν να το παραδεχθεί– πολύ περισσότερο να πεισθεί γι’ αυτό, ήταν πάντα προσανατολισμένος στο έργο του Φλωμπέρ. Θαύμαζε απεριόριστα και εξακολουθητικώς τον ρεαλιστή, νατουραλιστή, μυθιστοριογράφο που διάβαζε μανιωδώς στη γλώσσα του.
Ο Φλωμπέρ δεν είχε συγγράψει μανιφέστο αλλά μεταστράφηκε από υπερασπιστής–αν και κάτι τέτοιο μπορεί να μην υπήρξε ποτέ– της έμπνευσης σε φανατικό αποδομητή της μεθοδικής, της συστηματικής, της προμελετημένης, της υπολογισμένης συγγραφικής εργασίας. Πίστευε στο δόγμα “η τέχνη για την τέχνη”, την υπεροχή της μορφής, την αντικειμενικότητα, την απάθεια, την απρόσωπη δημιουργία στη λογοτεχνία, την κυριαρχία –λεκτική και μορφική– της ομορφιάς. Η ιδέα δεν υπάρχει παρά μόνο “δυνάμει της μορφής της”
Πίστευε ακόμη πως ένα στοχαστής δεν πρέπει να έχει ούτε θρησκεία ούτε πατρίδα ούτε κοινωνικές πεποιθήσεις. Κι όλα αυτά συντελέστηκαν μετά μια μάλλον μακρά διακοπή του συγγράφειν όταν έπαθε μια φοβερή νευρική κρίση. Έλεγε πως προσανατολιζόταν προς ένα βιβλίο που σχεδόν δεν θα είχε θέμα. Ή το θέμα του δεν θα ήταν ορατό. Όσο για τον συγγραφέα αυτός “πρέπει να είναι όπως ο Θεός στο σύμπαν, πανταχού παρών και πουθενά ορατός.”
Και το επιστέγασμα: “Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα, το έργο είναι το παν.”
Ο Κάφκα ίσως δεν είχε τόσο απόλυτες απόψεις και πάντως δεν ήταν εστέτ ή οπαδός της Decadanse. Ο Κάφκα αντλούσε την έμπνευσή του από την Γραφή και τις παραβολές της. Είχε αφετηρία του την οδύνη της ύπαρξης και έθυε στη φαντασία, τη φαντασίωση, το φανταστικό. Ο Κάφκα μιλούσε και στις επιστολές του στη Φελίτσε για τον Φλωμπέρ, προβάλλοντας το παράδειγμα της ζωής του πέραν του συγγραφικού του αναστήματος.
Αυτό όμως ήταν μια κίνηση στρατηγικής απέναντι στην αρραβωνιαστικιά του, την οποία δεν παντρεύτηκε ποτέ και δυό φορές αθέτησε το λόγο που έδωσε στον πατέρα της και τον ανάγκασαν ν’ απολογηθεί γι’ αυτό. Έτσι ισχυρίζεται ο Ελίας Κανέτι σ’ ένα δοκίμιο του για το πώς προέκυψε η “Δίκη”. Δηλαδή μια βιωματική εμπειρία έδωσε ένα αποστασιοποιημένο από αυτήν έργο. Ακόμη κι αν δεν υπάρχουν έργα παρά μόνο ερμηνείες, αυτή η ερμηνεία μοιάζει πειστική αφού ο Κανέτι την τεκμηριώνει με σοβαρά επιχειρήματα.
15 Νοεμβρίου (1910) ώρα δέκα.
Δεν θα αφεθώ να κουραστώ. Θα πηδήξω μέσα στην νουβέλα μου, ακόμα κι αν μου κόψει το πρόσωπο κομμάτια.
19 Φεβ. 1911.
Καθώς πήγαινα σήμερα να σηκωθώ από το κρεβάτι, ξαφνικά σωριάστηκα κάτω.
Υπερκόπωση. Ήταν η εποχή που πήγαινε για ύπνο στις 2 το πρωί.
ΑΠΟΤΥΧΙΕΣ- ΚΡΙΣΕΙΣ
Αποτυχίες κι ετοιμάζεται για τις επόμενες. Επωάζονται αποτυχίες στις ζωές και των δύο.
Ο Φλωμπέρ θυσίασε τη ζωή του στη λογοτεχνία. Ποτισμένος μελάνι αντί για αίμα ο Κάφκα. Ωστόσο ο Φλωμπέρ αμφέβαλε αν αυτή η θυσία θα είχε ένα καλό τέλος, και δεν είχε. Τον κυνηγάει η αποτυχία. Ζωή και Τέχνη τελειώνουν ταυτόχρονα.
Ο Κάφκα ήξερε πως πρόλαβε πολύ λιγότερα από όσα είχε σχεδιάσει. Απ’ όσα μπόρεσε να κάνει. Ήθελε να κάψει ο Μπροντ, όλα τα μη δημοσιευμένα έργα του. Αλλά δεν το έκανε ο ίδιος, παρά μόνο σε μικρή κλίμακα. Σ’ αυτή την απόφαση, που ο Μπροντ δεν εκτέλεσε, έφτασε από το συναίσθημα της αποτυχίας απέναντι στη γραφή την οποία θεωρούσε ένα είδος προσευχής. Κι ας μην μπορούσε πια να προσευχηθεί.
”Ο δρόμος είναι δισταγμός” κι όταν πια αρχίζεις να τον διασχίζεις δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει. Δρόμος γεμάτος στροφές κι εμπόδια, ελάχιστα ορατά. Σαν να πλέεις σε μια θάλασσα γεμάτη ύπουλους υφάλους. Γι’ αυτό κλείνονται κι οι δυο τους στο δικό τους δωμάτιο, που η Βιρτζίνια Γουλφ προόριζε για τις ομόφυλές της.
Πολλή σιωπή. Κλειστές κουρτίνες κι οι φαντασίες, τα θέματα και η πλοκή να ίπτανται ή να ’ναι ξαπλωμένες στο πάτωμα σαν οδαλίσκες έτοιμες για όργια.
Σ’ αυτό το παράξενα επιπλωμένο δωμάτιο, που αντί για έπιπλα είχε όνειρα και τολμηρά φανταστικά πετάγματα έγραψε ο Φλωμπέρ τ’ αριστουργήματά του υποφέροντας από νευρικές κρίσεις κι αγωνίες.
Στο δικό του δωμάτιο ο Κάφκα αφηγήθηκε τη ζωή του στα ”Ημερολόγια” και στα γράμματά του. “Το μόνο που κάνω είναι να ονειρεύομαι, πράγμα που είναι πιο εξοντωτικό από το να αγρυπνώ” εκμυστηρεύεται ο Κάφκα.
“…είναι ότι διαρκώς αλλάζαμε, εσύ γινόσουν εγώ, κι εγώ γινόμουν εσύ […] εσύ πήρες φωτιά. Μα είχες γίνει διαφορετική, σαν φάντασμα ζωγραφισμένη με την κιμωλία μες στο σκοτάδι.” Όνειρο που αφηγείται ο ίδιος σε κάποια σελίδα του ημερολογίου του.
Ενώ ο Φλωμπέρ στο με ύφος μπαρόκ ”Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου” –που κάποτε εθεωρείτο μη κατορθωμένο έργο κατάφορτο με γνώσεις και βουλιαγμένο σε τολμηρές φαντασιώσεις αλλά και διαπνεόμενο από διαβολική έμπνευση επικαλείται την φαντασία και την παρακαλεί να τον λυτρώσει από τη θλίψη του. Ποθεί να διαλυθεί αυτή η ομιχλώδης, ύπουλη μελαγχολία που τον βασανίζει από τα νιάτα του. Αλλά και τον βοηθά να γράφει, να συνθέτει τα έργα του.
Ο “Πειρασμός…” προεικονίζει την μοναξιά, την έσχατη κατάπτωση των μοντέρνων καιρών.
Και σήμερα που οι μοντέρνοι καιροί κοιτούν πίσω μπορούν να ξαναανακαλύψουν αυτά τα θεία δώρα της γραφής τους.