Υπάρχουν μερικοί καλλιτέχνες που όταν έκαναν τα πρώτα τους βήματα είχαν τη τύχη να ζήσουν σε εποχή που ανθούσαν πρωτοπορίες και κινήματα, που ποτέ πριν δεν είχαν υπάρξει. Και υπάρχουν μερικοί καλλιτέχνες που εξαιτίας του ότι εζησαν μέσα σ’ αυτές τις εποχές, αλλά και εξαιτίας των δαιμόνων που τους κατέτρυχαν και του ταλέντου που διέθεταν κατέκτησαν υψηλές κορυφές και ξεπερνώντας αρνητικές συγκυρίες και αντιξοότητες, καθώς και το επικριτικό βλέμμα των άλλων. Η πιο μεγάλη μάχη που έδωσαν ήταν η μάχη με το χρόνο, ”αυτό το κακόηχο ρολόι” για την αθανασία που επιθυμούσαν διακαώς. Άλλοι κάνουν παιδιά, χτίζουν πυραμίδες και Παρθενώνες κι άλλοι δημιουργούν έργα μεγάλα και υψηλά. Τυχαίο ήταν που ο Δαυίδ έλεγε σ’ ένα ψαλμό απευθυνόμενος στον Κύριο: ” τα έργα των χειρών μου μη παρίδης”; Ποιος μπορεί να αντέξει κάτι τέτοιο; Ο ποιητής σίγουρα όχι. Γιατί ο ποιητής δεν είναι ο καθένας. Αν και μπορεί να είναι ο Κανένας. Αυτός που ξεγέλασε τον Πολύφημο που δεν κατάφερε να τον ξετρυπώσει, αντίθετα με τους συντρόφους του.
Ο Κοκτώ με το μεγάλο μέτωπο και το φουντωτό μαλλί πολύ νέος ακόμα, τότε που δεν ήξερε ακριβώς τι ήθελε να γίνει, συνάντησε τον Ντιάγκιλεφ το μεγάλο Ρώσο χορογράφο, ο οποίος όταν κατάλαβε πως ο νεαρός ήθελε να τον γοητεύσει, τον κοίταξε από πάνω ως κάτω με περιφρόνηση και του πέταξε:
-Μπορείς να με καταπλήξεις;
Αυτό το ερώτημα πυροδότησε, θαρρείς, μια εσωτερική διαδικασία και τον έσπρωξε στην περιπέτεια της ζωής, του έρωτα και της τέχνης του. Της έκφρασης και του συναισθήματος. Της λαχτάρας που έτρεφε για το ωραίο και το υψηλό ακόμα και όταν στη διάρκεια της κατοχής ισχυρίζεται δημοσίως πως δεν τον ενδιαφέρει τίποτα απολύτως απ’ ότι συμβαίνει, υποδυόμενος τον αηδιασμένο, αφού είναι ήδη πενήντα ενός ετών και θεωρεί πως έχει ζήσει τη ζωή του και τη τέχνη του. Αυτός είναι ίσως ένας λόγος που δηλώνει θαυμαστής του Άρνο Μπρέκερ αγαπημένου γλύπτη και φίλου του Χίτλερ. Κοντά σ’ αυτό υπήρξε καθοδηγητής δοσίλογων ποιητών και καλλιτεχνών, υμνητών του πολιτεύματος του Βισύ καθώς και της γερμανικής πολιτιστικής πολιτικής. Κάποιοι από αυτούς τους νεαρούς που τον περιτριγύριζαν σαν δορυφόροι τον σύστησε στον Ζαν Ζενέ, τον οποίο βοήθησε μαζί με άλλες προσωπικότητες να αποφυλακιστεί.
Ο Ζενέ εξέτιε μακρόχρονη ποινή για κλοπές και δεν είχε μείνει σχεδόν καθόλου ελεύθερος αφού γεννήθηκε σε ορφανοτροφείο και έπειτα αγάπησε τη παραβατικότητα και το ανδρικό κορμί. Την εποχή εκείνη ο Ζενέ σκόπευε να εκδικηθεί την κοινωνία των αστών που θεωρούσε ότι τον είχε αδικήσει σπρώχνοντάς τον στο περιθώριο. Η εκδίκησή του ήταν να γίνει ένας σπουδαίος συγγραφέας. Ο Κοκτώ θαμπώθηκε από την ”Παναγία των Λουλουδιών”, το πρώτο του μυθιστόρημα, γραμμένο στη φυλακή και σκοτώθηκε να πείσει τους εκδότες να το εκδώσουν.. Ο Κοκτώ παρά τα φαινόμενα είχε λογοκριθεί στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και δεν έχαιρε καμιάς εκτίμησης από τους φασίστες οι οποίοι τον θεωρούσαν έναν ξεπεσμένο ομοφυλόφιλο και οπιομανή.
Μια γνωριμία στο διάσημο Λύκειο Κοντορσέ τον επηρέασε αποφασιστικά. Ο συμμαθητής του Νταρζελός ”πρώτο σύμβολο των άγριων δυνάμεων που στεγάζουμε και που η κοινωνική μηχανή προσπαθεί να σκοτώσει μέσα μας δυνάμεις, που πέρα από το καλό και το κακό, καθοδηγούν τα άτομα που το παράδειγμά τους είναι η παρηγοριά της ζωής μας”. Το κείμενο αυτό δίνει μια ιδέα για το είδος της ζωής που θα ακολουθούσε.
Ισχυρίστηκε πως οι αναμνήσεις από το Λύκειο ήταν ανύπαρκτες και στο ημερολόγιό του γράφει:
”Απότομο ξύπνημα, δάκρυα, βρώμικα τετράδια, βιαστικά διαβάσματα, λεκέδες από μελάνι, ο χάρακας που χτυπά τα δάχτυλα, η κιμωλία που γρατζουνάει, κυριακάτικες άδειες τάξεις που βρωμούσαν”.
Όταν τον ρώτησαν τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει είχε δώσει τρεις διαφορετικές διαδοχικές απαντήσεις: προφήτης (χωρίς να είναι σίγουρος για τη σημασία της λέξης), μηχανικός (πολύ αργότερα έγραψε τη «Δαιμόνια Μηχανή») και πολυμήχανος (σαν τον Οδυσσέα).
Αυτός ”ο γιος της αστραπής”, που δεν προλάβαινε να ξεγελάσει το χρόνο καταδύθηκε μετά το θάνατο του εραστή του Ρεϋμόν Ραντιγκέ που πέθανε στα είκοσί του χρόνια σαν τον Ορφέα στον Άδη. Δοκίμασε όπιο απελπισμένος από την απώλεια. Και τον επόμενο χρόνο το 1925 μπήκε σε κλινική για αποτοξίνωση.
Όταν ο Ραντιγκέ άρχιζε το διάσημο μυθιστόρημά του ‘’Με το Διάβολο στο Κορμί”, ο Κοκτώ διασκεύαζε την ”Αντιγόνη” και τον ”Οιδίποδα Τύραννο” του Σοφοκλή. Άρχισε να γράφει τα δυο του μυθιστορήματα ”Η Μεγάλη Παρέκκλιση” και ”Θωμάς ο Απατεώνας”. Το δοκίμιο ”Επαγγελματικό Μυστικό” προπαγάνδιζε μια πιο επίκαιρη λογοτεχνία. Στο μεταξύ, απομακρύνεται από τον καθολικό φιλόσοφο Μαριταίν που είχε προσπαθήσει να τον προσηλυτίσει στον καθολικισμό και υπερασπίζεται τον Ντε Κίρικο όταν τον αποκήρυξαν οι σουρεαλιστές.
Ο Ζαν Κοκτώ γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου του 1889 χαράματα στα δυτικά περίχωρα του Παρισιού στην περιοχή Μαιζόν – Λαφίτ κοντά στις Βερσαλλίες. Ο πατέρας του ήταν στην αρχή δικηγόρος, μετά εισοδηματίας και καταγόταν από αστική οικογένεια της Χάβρης. Η μητέρα του προερχόταν από οικογένεια χρηματιστών. Ο Ζαν είναι το τρίτο και τελευταίο παιδί μετά από μια αδελφή και έναν αδελφό. Τα παιδικά του χρόνια τα ζει στο μέγαρο του παππού του στο Παρίσι. Στο πατρικό του σπίτι πηγαίνει κάθε καλοκαίρι. Είναι πολύ ευαίσθητο και νευρικό παιδί με πολύ δύσκολο χαρακτήρα και τα πράγματα γίνονται ακόμη δυσκολότερα επειδή το παραχαϊδεύουν. Πέντε χρονών θαμπώνεται από το μαγικό κόσμο του τσίρκου και του θεάτρου. Ο παππούς του από τη μεριά της μητέρας του συγκεντρώνει στο σπίτι του μουσικούς. Ο ίδιος τον πηγαίνει για πρώτη φορά σε συναυλίες, στο θέατρο και στο τσίρκο. Η χαρά του μικρού Ζαν είναι να παίζει με τ’ άλλα παιδιά στην αυλή μιας πολυκατοικίας απέναντι απ’ το σχολείο του. Όταν είναι εννέα ετών ο πατέρας του αυτοκτονεί, άγνωστο γιατί. Οι φήμες λένε ότι ήταν κρυφομοφυλόφιλος. Το 1908 ο νεαρός δανδής Ζαν Κοκτώ, συχνάζει πια στα παρισινά σαλόνια. Ένας κριτικός παρουσιάζει τα ποιήματά του και ο Λυσιέν Ντωντέ τον παρουσιάζει στον Προυστ.
Ο Κλωντ Ρουά ισχυρίζεται μ’ ένα σχεδόν πατρικό ύφος, πως ο έφηβος Κοκτώ, ένας κομψός αδύνατος νεαρός δανδής, που όπως λέει στην αλληλογραφία του ο Προυστ, ήταν ”χωρίς όρεξη, σαν κάποιος που γύρισε όλα τα σπίτια τη Πρωτοχρονιά και δεν έπαψε να τρώει μαρόν-γλασέ”, δεν ήταν κολασμένος ποιητής, αλλά επιλήψιμος ποιητής, ένα παιδί – θαύμα, χωρίς να είναι παιδί και χωρίς να είναι θαύμα, αφού το πρώτο του βιβλίο το κυκλοφόρησε στα είκοσι του χρόνια και ήταν πάντα, ακόμα κι όταν μεγάλωσε μαθητής του Ενδμόνδου Ροστάν και της Άννας ντε Νοάιγ. Ήταν δηλαδή ένας μαθητευόμενος του οποίου το αυτί ένιωσε την ανάγκη να τραβήξει ο Προυστ, γιατί με το αλάνθαστο αισθητήριό του αντιλαμβανόταν πως αυτός ο έφηβος ίσως πήγαινε χαμένος επιμένοντας να χρησιμοποιεί ”την ευγλωττία σαν ένα αμυντικό όργανο που θέλει να καλύψει τις αδυναμίες του χαρακτήρα” και τον εξόρκιζε να μην σκορπίζεται τόσο μέσα στον ”καλό κόσμο”, χάνοντας ίσως τα χαρίσματα που σίγουρα διέθετε και που ο Προυστ αποκαλούσε ”τα εξαίσια και αποστειρωμένα χαρίσματά σας”. Αλλά ο ποιητής ανησυχούσε πάντα, έτρεμε στην ιδέα μήπως δεν τον αγαπήσουν και έτσι πάλευε ασίγαστα για αγάπη παριστάνοντας τον πολυμήχανο. Ήταν ένας νεαρός στα χνάρια του πανούργου Οδυσσέα.
Ο Ραντιγκέ ήταν που τον βοήθησε να γράψει όπως κανένας άλλος και ας καμωνόταν πως έγραφε σαν όλο τον κόσμο. Ποιος αληθινός ποιητής γράφει σαν όλους;
”Ήταν μια βλακεία για το 1926. Να τα λόγια:
”Οι σαλάτες στο Παρίσι
Σουλατσάρουν στο Παρίσι
Νάσου εκεί και ένα ραδίκι
Ποιος μπορεί να το πιστέψει
Το ραδίκι στο Παρίσι”.
Δεν ήταν ακριβώς μια βλακεία, όπως ισχυρίστηκε, ήταν ένα παιχνίδι.
Την πρώτη του συλλογή ποιημάτων την τυπώνει με δικά του έξοδα. Το 1910 μένει πλάι στο τελευταίο στούντιο του Ροντέν ο οποίος έχει γραμματέα του την εποχή τον Ρ. Μ. Ρίλκε. Τον επόμενο χρόνο αρχίζει να σχεδιάζει αφίσες και σκίτσα για να διαφημίσει το ”Φάντασμα του Ρόδου” του Ντιάγκιλεφ. Γνωρίζει τον Στραβίνσκι και δημιουργεί ερωτικό δεσμό μαζί του.
Απαλλάσσεται από την επιστράτευση τον πρώτο χρόνο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και για να βάλει τέλος στα κουτσομπολιά του κόσμου, ακούει τη συμβουλή του Στραβίνσκι και υπηρετεί σε ασθενοφόρο ως νοσοκόμος.
Το 1913 δημοσιεύει κριτική για το ”Από τη μεριά του Σουάν” του Προυστ. Στα ημερολόγιά του αφηγείται ξεκαρδιστικά μια μέρα που ο Προυστ διάβαζε τα χειρόγραφα του ”Αναζητώντας το χαμένο χρόνο” : ”…σταματούσε για να μας εξηγήσει πώς μια χαιρετούρα στο πρώτο κεφάλαιο θ’ αποκτούσε το νόημά της στον τελευταίο τόμο, κι έσκαγε στα γέλια πίσω από το γαντοφορεμένο χέρι του (…) ‘Τι κουταμάρες είναι αυτές, έλεγε και ξανάλεγε, όχι … δεν διαβάζω πια’. Η φωνή του ξαναγινόταν ένα απόμακρο παράπονο μια δακρύβρεχτη μουσική από δικαιολογίες, τσιριμόνιες, τύψεις. Τι κουταμάρες είναι αυτές! (…) Δεν μπορούσε να ξαναδιαβάσει ό,τι έγραφε. Δεν θα έπρεπε ποτέ του να αρχίσει να διαβάζει (…) κι όταν τον είχαμε καταφέρει να συνεχίσει την ανάγνωση άπλωνε το χέρι, τραβούσε ένα φύλλο μέσα από τα ιερογλυφικά του, και πέφταμε κατακόρυφα πάνω στους Γκερμάντ ή τους Βερντυρέν”.
Συχνάζει στην Μονμάρτρη και το Μονπαρνάς, όπου γνωρίζεται με τον Πικάσο, τον Μπρακ, τον Μοντιλιάνι, τον Απολιναίρ, τον Μαξ Ζακόμπ, και τον Μπρετόν.
Για το μπαλέτο ”Παρέλαση”, που δημιουργεί μεγάλο σκάνδαλο στο Παρίσι του 1917 συνεργάζεται με τον μεγάλο Ρώσο χορογράφο Ντιάγκιλεφ, τον Πικάσο και τον Ερίκ Σατί.
”Το σκάνδαλο ήταν τέτοιο που ήθελαν να μας σκοτώσουν. Κάτι κυρίες ορμούσαν κατά πάνω μας με βελόνες από καπέλα. Μας έσωσε ο Απολλιναίρ γιατί είχε ένα επίδεσμο στο κεφάλι, φορούσε στολή και τον σεβάστηκαν. Έμπαινε μπροστά σαν πρόχωμα. Ακούσαμε, ο Πικάσο και εγώ, έναν κύριο που έλεγε σε έναν άλλο: Αν ήξερα πως θα ήταν τόσο κουτό θα είχα φέρει τα παιδιά”. {από ραδιοφωνική συζήτηση του Κοκτώ στις 2 Φεβρουαρίου 1951}.
Πάντως ο Ερίκ Σατί, ο οποίος έκανε πρωτοποριακή μουσική και ήταν ο υπεύθυνος της μουσικής της ”Παρέλασης”, μάζεψε τις παρτιτούρες του και το ‘σκασε μόλις είδε τα σκούρα.
”Ο Νιζίνσκι είναι πιο μικρόσωμος από το κανονικό. Η ψυχή του και το σώμα του δεν ήταν παρά μια επαγγελματική παραμόρφωση. Το πρόσωπό του, μογγολικού τύπου, δενόταν στο σώμα μ’ έναν πολύ ψηλό και πολύ πλατύ λαιμό. Τα μούσκουλα στα μπούτια του και στις γάμπες τσίτοναν το ύφασμα του παντελονιού του, λες και τα πόδια του είχαν στραβώσει προς τα πίσω. Τα δάχτυλά του ήταν κοντά και σαν κομμένα στις φάλαγγες. Κοντολογίς, δεν θα μπορούσες ποτέ να πιστέψεις πως αυτή η μικρή μαϊμού με τα αραιά μαλλιά που φορούσε ένα πανωφόρι σαν φούστα, και ένα καπέλο που ισορροπούσε στη κορυφή του κρανίου του, ήταν το είδωλο του κοινού. (…) Πάνω στη σκηνή, τα πάρα πολύ χοντρά μούσκουλά του αποκτούσαν σβελτάδα. Το μπόι του ψήλωνε (αφού δεν ακουμπούσε ποτέ κάτω τις φτέρνες του), τα χέρια του γίνονταν ένα φύλλωμα κινήσεων, και όσο για το πρόσωπό του, αυτό ακτινοβολούσε. Μια παρόμοια μεταμόρφωση είναι κάτι σχεδόν αφάνταστο, για όσους δεν την έζησαν” ισχυρίζεται ο Κοκτώ για το μεγάλο χορευτή στο κείμενό του με τίτλο ”Η δυσκολία να ζεις”.
Οργανώνει την ομάδα των Έξι μουσικών: Μιγιό, Πουλένκ, Χονεγκέρ, Ταγφιέρ, Ντιρέ, Ωρίκ και γίνεται ο θεωρητικός της. Ανακαλύπτει τη τζαζ σ’ ένα υπόγειο μπαρ.
Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου και με όλες τις τέχνες ανεξαιρέτως. Με την ποίηση, το μυθιστόρημα, το δοκίμιο, το θεατρικό έργο, την ηθοποιία, τη σκηνογραφία, τη σκηνοθεσία θεάτρου, τη σκηνοθεσία και το σενάριο του κινηματογράφου, το μπαλέτο, τη ζωγραφική, τη γλυπτική. Ήταν μια ”Δαιμόνια μηχανή” όπως κι ο τίτλος του σημαντικότερου ίσως θεατρικού του έργου.
Οι σουρεαλιστές και η ομάδα της ‘’Νέας Γαλλικής Επιθεώρησης’’ γύρω από τον Αντρέ Ζιντ, τον κρατούν σε απόσταση.
(συνεχίζεται)