Τα σώματά μας έτρεμαν σαν δύο σειρές δοντιών που χτυπούσε η μία την άλλη
Μπατάιγ
Αναρωτιέμαι πώς είναι να έχεις το πεπρωμένο πίσω σου να σε σπρώχνει αντί εσύ να σέρνεσαι πίσω του.
Αναρωτιέμαι πώς είναι να έχεις προσγειωθεί ανεπίστροφα σε μια βιβλιοθήκη κι αντί για άνθη , ή τη ζωή να τρέχει έξω εσύ να βλέπεις μόνο ράχες βιβλίων που σου έχουν γυρίσει έτσι κι αλλιώς την πλάτη.
Αναρωτιέμαι πώς είναι να στραγγαλίζεις την επιθυμία και να συνεχίζεις τη ζωή σου χωρίς αυτήν, όταν μάλιστα «το ρήμα είναι αποτελεί το όχημα της ερωτικής φρενίτιδας». [1]
υπάρχω
κι ο κόσμος προχωρεί μαζί μου
πέρα από το εφικτό
δεν είναι παρά το γέλιο
και η νύχτα η παιδική
όπου γέρνει να ξανασάνει η οικουμένη [2]
Ο ΣΥΦΙΛΙΔΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ
Η δική του παιδική νύχτα ήταν ταραγμένη. Τον ξυπνούσε ένα εφιαλτικό όνειρο που ήταν αληθινό: ο πατέρας ήταν συφιλιδικός. Στο τελευταίο στάδιο της τρομερής αρρώστιας τυφλώθηκε κι έβγαζε κραυγές. Τον είχε καταλάβει η παράνοια. Στο λύκειο ο νεαρός Ζωρζ φρόντισε να γίνει οικότροφος για να ξεγλιστρήσει από την οικογενειακή Κόλαση. Αλλά όταν ο πατέρας ήταν στα τελευταία του η μητέρα του δεν τον άφησε να τρέξει κοντά του. Ο 18χτάχρονος Μπατάιγ υπάκουσε, αλλά δεν μπορούσε παρά να πει: «Κανείς ούτε στη γη ούτε στον ουρανό δε νοιάστηκε για την αγωνία του πατέρα μου καθώς πέθαινε». Μοιάζει σαν να βάζει και τον εαυτό του μέσα. Ενοχή. Αν κι αυτός ο πατέρας ήταν βρόγχος στο λαιμό του μικρού Ζωρζ κι ύστερα στην εφηβεία όταν τον χρειαζόταν εκείνος έβγαζε κραυγές πόνου. Ο Μπατάιγ σημαδεμένος από αυτή την έλλειψη τον στοίχειωσε ο θάνατος κι η τρέλα. Πίστευε πως ο άνθρωπος πρέπει να πάει πιο πέρα από τη φαινομενικότητα από την ηθική, την ύλη, τον ιδεαλισμό για να καταλάβει τι είναι ζωή, οδύνη, ηδονή, θάνατος.
Προσπαθώντας να στοχαστεί πάνω σ’ αυτές τις έννοιες γράφει αφού προηγουμένως γνωρίζει την ψυχανάλυση και τον Χέγκελ. Μόνο ύστερα από αυτά τα δύο τολμά να γράψει το WC. Το θεωρεί ‘τρελό’και το σκίζει. Γράφει ένα κείμενο με τον παράδοξο τίτλο «Ηλιακός πρωκτός» -που κυκλοφορεί το 1931 – γράφει την τολμηρή «Ιστορία του ματιού» με οκτώ πρωτότυπες κι εξίσου τολμηρές λιθογραφίες του Χανς Μπέλμερ. Μετά το τέλος της «ιστορίας» – μια συνέχεια που σχεδίαζε δεν την έγραψε ποτέ – σ’ ένα κείμενο με τίτλο «Συμπτώσεις» γράφει πως ενώ είναι αντίθετος με τη νοσταλγία έγραψε αυτό το αφήγημα γιατί «στη διάρκεια της μεταμόρφωσής του» είχε πάρει «ένα νόημα που είναι το πιο πρόστυχο που υπάρχει». [3]
Η μανιοκατάθλιψη που χτύπησε τη μητέρα του την οδήγησε μια μέρα να την συναντήσουν οι γιοί της που την έψαχναν να βγαίνει από ένα παγωμένο ποτάμι, χειμώνα καιρό, ίσως γιατί ήθελε ν’ αυτοκτονήσει. Αυτό υποχρέωσε το γιό της τον Ζωρζ να την προσέχει.
Γράφει για τον πατέρα του: «Η τρυφερότητα που ένιωθα για τον πατέρα μου, μετασχηματίστηκε γύρω στα δεκατέσσερά μου, σε βαθύ κι ασυνείδητο μίσος. Άρχισα, λοιπόν, κρυφά μέσα μου να αισθάνομαι ηδονή για τις κραυγές που τον έκαναν να βγάζει χωρίς σταματημό οι σπαραχτικοί πόνοι της σύφιλης που θεωρούνται απ’ τους πιο τρομακτικούς. […] υιοθετούσα στάσεις και απόψεις διαμετρικά αντίθετες σ΄ εκείνες που είχε αυτό το κατεξοχήν βδελυρό πλάσμα». Ίσως έτσι προσπαθούσε να γλιτώσει από το βρόγχο ενός θλιβερού και φρικτού οικογενειακού πεπρωμένου που ήταν όμως αδύνατο να ξεπεράσει ζώντας εντός του.
Τον ίδιο ωμό τόνο υιοθετεί και στο αφήγημα αφηγούμενος ρεαλιστικά την ιστορία χωρίς ψυχολογικές εξηγήσεις, αλλά και χωρίς να ολισθαίνει στην πορνογραφία με την ψυχοφθόρα κι ανιαρή επιφανειακότητά της.
Ο ΝΙΤΣΕ, Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Ο Ζωρζ Μπατάιγ γεννήθηκε το 1897 σε μια επαρχία του Μάρνη και επειδή ήταν φυματικός απαλλάχτηκε από το στρατό.
Από το 1914 που απελευθερώνεται από την οικογένειά του, η ζωή του αλλάζει άρδην κι εν πάση περιπτώσει είναι εκείνος που αποφασίζει για το πώς θα πορευτεί.
1922
Εκδηλώνει μια έντονα μυστικιστική διάθεση. Περνάει ένα διάστημα κοντά σε Βενεδικτίνους μοναχούς. Η οικογένειά του ήταν άθρησκη. Έτσι εκείνος είχε σπεύσει ν’ ασπαστεί τον καθολικισμό. Ωστόσο εγκαταλείπει την ιδέα να μονάσει. Μάλιστα είχε αρχίσει να σκέπτεται να γίνει παπάς. Η πίστη του, παρά τα λεγόμενά του, όχι μόνο κλονίζεται, αλλά την αποστρέφεται πλέον και δεν επανέρχεται σ’ αυτήν.
Γνωρίζεται με τον Ανρί Μπερξόν, συντρώγουν και διαβάζει τη μελέτη του για το «Γέλιο», αλλά δεν τον ικανοποιεί.
Παίρνει δίπλωμα αρχειοθέτη-παλαιογράφου από μια παρισινή σχολή με προορισμό τη σπουδή των γραπτών μνημείων της Γαλλίας.
Έχει παντρευτεί στο μεταξύ από τα τα 23 του χρόνια τη Σύλβια.
Το 1923 έρχεται σε επαφή με τη σκέψη του Νίτσε. Ενθουσιάζεται. «Μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν έμεινε τίποτα να πω εγώ». Όχι μόνο δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ, αλλά θα γράψει τη μελέτη: «Για τον Νίτσε, θέληση για τύχη».
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΑΡΙΟΣ
Το επόμενο έτος διορίζεται στο τμήμα Μεταλλίων της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Παρίσι. Αργότερα θα γίνει βιβλιοθηκάριος όπως ο Μπόρχες ή όπως ο δικός μας Παλαμάς. Θαρρείς πως η βιβλιοθήκη είναι ο καταλληλότερος χώρος για να συγγράψει κανείς. Κι ίσως να είναι είτε για τον Παλαμά που μετά το Σολωμό αναγορεύεται εθνικός ποιητής και γράφει τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου», τη «Φλογέρα του Βασιλιά» ή την «Πολιτεία και μοναξιά», ενώ παρακολουθεί την ξένη λογοτεχνική επικαιρότητα γράφοντας ακατάπαυστα άρθρα μελέτες και κριτικές που ο όγκος τους ξεπερνά ίσως σε όγκο κι αυτόν του Άγρα, του Κλέωνα Παράσχο ή ακόμα και του Σαρτρ.
Ο Μπόρχες είναι ο άνθρωπος της βιβλιοθήκης, φυτό εσωτερικού χώρου, με έργο γύρω από τη λογοτεχνία τη φιλοσοφία και την κριτική που όμως δεν θα μπορούσε να το γράψει πουθενά αλλού. Είναι βγαλμένο από τα σπλάχνα της γνώσης που προσφέρει μοναδικά μια βιβλιοθήκη κι όποιες επιλογές κάνεις. Δηλαδή τι κρατάς για να γράψεις κρίνοντας και συνδυάζοντας.
Ο Μπατάιγ έχει βέβαια την ευκαιρία να μελετήσει παλαιογραφικά έντυπα, να διαβάσει συστηματικά πολλές κατηγορίες βιβλίων . αλλά πετάει κι έξω από τη γνώση και την, σε κάποιες περιπτώσεις, συμβατικότητα που προσφέρει. . Απόδειξη, αν και στην αρχή δεν του πολυαρέσει που όλοι οι φίλοι του προσχωρούν στο σουρεαλιστικό κίνημα, μπαίνει κι αυτός στο χορό και συνδέεται στενά με τον Μπρετόν, άσχετα αν αποχωρεί με το δεύτερο μανιφέστο και τα σπάει με τον Μπρετόν που δέχεται από μέρους του τα πυρά της αμείλικτης πολεμικής του.
ΜΠΡΕΤΟΝ
Ωστόσο θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτούς τους δύο τους συνδέουν περισσότερα από όσα τους χωρίζουν, αλλά το έργο τους είναι ποσοτικά και ίσως ποιοτικά διαφορετικού ύφους και ήθους, αλλά είναι και οι δυο ποιητές υψηλού ύφους με εξαιρετικό ποιητικό ενδιαφέρον. Όμως η γνωστή αρχομανία κι ο αυταρχισμός του Μπρετόν με κάποιο ποσοστό αλαζονείας που τον διέκρινε δεν άφηνε τα πράγματα να του ξεφύγουν, ούτε εννοείται τους καλλιτέχνες που είχε υπό την απόλυτη επιρροή του, και προσπαθούσε απεγνωσμένα να ελέγχει κάθε στιγμή.
Ωστόσο σε μια μεταπολεμική συνάντηση που είχαν οι δυο τους –ο Μπρετόν παρευρισκόταν σε διάλεξη του Μπατάιγ – ο τελευταίος απόντος πλέον του πρώην φίλου και συντρόφου του είπε διαβάζοντας με το γαλάζιο βλέμμα του το χειρόγραφό του αν και με κάπως κουρασμένη φωνή: «Θα απαντήσω τώρα στον Αντρέ Μπρετόν…» και απάντησε – όπως αφηγείται ο Φιλίπ Οντουάν- «στα βασικά σημεία μιας ερώτησης που δεν του είχε υποβληθεί. Η ερώτηση προέκυπτε από την απάντηση: εισήγαγε την Αγάπη στη θλιβερή συζήτηση του Έρωτα και του Θανάτου. Μόνο ο Μπρετόν θα μπορούσε να θέσει μια τέτοια ερώτηση. Ο Μπατάιγ ωστόσο του απαντούσε προκαταβολικά …» κλείνοντας με τους στίχους του Ρεμπώ:
Ξαναβρέθηκε
Τι; Η Αιωνιότητα
Είναι η θάλασσα που συγχέεται
Με τον ήλιο [4 ]
Το 1933 δημοσιεύει στο περιοδικό-όργανο του κομμουνιστικού δημοκρατικού κύκλου- Critique Sociale την «Έννοια της δαπάνης», ένα κείμενο για το ολοκληρωτικό ξόδεμα και την ομαδική καθαρτήρια εκτέλεση μελών μιας φυλής [πότλατς] που επεξεργάστηκε αργότερα στο βιβλίο του «Το καταραμένο απόθεμα» το οποίο θεωρεί το σημαντικότερο βιβλίο του. Δημοσιεύει επίσης μια μελέτη για την «Ψυχολογική δομή του φασισμού».
Στη διάρκεια συχνών και αλλεπάλληλων αδειών λόγω ασθενείας με μια ‘έκλαμψη’ ανακαλύπτει και μυείται στις ανατολικές μεθόδους [γιόγκα, ζεν κ. ά.] και γράφει την «Εσωτερική Εμπειρία».
Την περίοδο του Λαϊκού Μετώπου αρθρογραφεί πολιτικά ανατρεπτικά με ρυθμούς καταιγιστικούς. Ιδρύει την οργάνωση «Αντεπίθεση» ερχόμενος σε μια σύντομη επανασύνδεση με τον Μπρετόν.
Το 1934 παρακολουθεί τα σεμινάρια του Αλεξάντρ Κοζέβ για τη «Φαινομενολογία του πνεύματος» του Χέγκελ. Σχεδιάζει να γράψει ένα βιβλίο με θέμα και τίτλο: «Ο φασισμός στη Γαλλία»
Στις 12 Φεβρουαρίου συμμετέχει στην αντιφασιστική διαδήλωση στη Βιέννη, αλλά η αποτυχία της βιεννέζικης σοσιαλιστικής εξέγερσης τον πείθει πως ο κλοιός του φασισμού περισφίγγεται σαν βρόγχος που δεν μπορεί πια να χαλαρώσει ή να κοπεί. «… σε λίγο ο κόσμος δεν θα μπορεί πια ν’ αναπνεύσει». Η συνέχεια τον δικαιώνει. Η απογοήτευση τον καταλαμβάνει. Δεν αισθάνεται καθόλου καλά.
ΣΟΒΑΡΗ ΚΡΙΣΗ
Μιλάει για σοβαρή προσωπική κρίση. Χωρίζει από τη γυναίκα του. Καταφεύγει στις εφήμερες σχέσεις που ολοένα αυξάνονται. Είναι τακτικός επισκέπτης των πορνείων και των καμπαρέ, πράγμα που έκανε πάντα τα δέκα τελευταία χρόνια. Πίνει περισσότερο απ’ όσο του επιτρέπει η κλονισμένη υγεία του.
«Σπαταλιέται ξενυχτώντας και πίνοντας μέχρι να τον αγγίξει ο θάνατος»
Το 1936 εκδίδει εν μέσω Ισπανικού Εμφυλίου το μυθιστόρημα «Το γαλάζιο τ’ ουρανού» με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος με τα μόνιμα θέματά του: την κοινωνική και ερωτική ηθική διατυπώνοντας τις δικές του απαντήσεις, ενώ προβληματίζεται με το φασισμό, την ψυχοπαθολογία, την έννοια του ιερού, την απουσία του θεού, τον ερωτισμό, την ψυχανάλυση, την κατάθλιψη, την αγωνία για το σύμπλεγμα του ευνουχισμού, τις εμμονές, τη μεγαλομανία, τον φετιχισμό, το σαδομαζοχισμό, αλλά και την δική του ‘τρελή λογοτεχνία’ , την αταξία, τη βία ως βάση της τέχνης που οδηγούν σε αλλεπάλληλες καταστροφές. Δηλαδή ένα καλειδοσκοπικό συνονθύλευμα με ό,τι τον απασχόλησε και αναλώθηκε μ’ αυτό.
Μετά από ένα νέο πνευματικό επεισόδιο φεύγει από το Παρίσι και εγκαθίσταται στη Νορμανδία ως το 1949.
«Δεν είμαι φιλόσοφος, είμαι άγιος μπορεί και τρελός».
«Εκείνος που κάποτε κατάλαβε ότι μόνο η τρέλα μπορεί να ολοκληρώσει τον άνθρωπο», γράφει στον «Ηλιακό πρωκτό», «έφτασε με διαύγεια στο σημείο να διαλέξει-όχι ανάμεσα την τρέλα και τη λογική-αλλά ανάμεσα στην απάτη ενός εφιάλτη που δικαιώνει τη βούληση να αυτοκατευθυνθεί και να νικήσει».
Άλλωστε μια παροιμία του Μπλέηκ λέει πως αν οι άλλοι δεν είναι τρελοί πρέπει να τρελαθούμε εμείς.
Όπως μαρτυρεί ο Λεϊρίς ο Μπατάιγ ζει τη νύχτα. Πίνει, παίζει σε μικρές λέσχες, χάνει σημαντικά ποσά.
Το χάσιμο του εαυτού είναι εκείνο το στοιχείο που τον διαφοροποιεί από τον Μπρετόν που σε ανύποπτο χρόνο τον είχε χαρακτηρίσει: βρώμικο, γεροντικό, ρυπαρό, πρόστυχο.. Ενώ πρόσθετε πως «έχει κάτι που τον φέρνει κοντύτερα στο νεκρό παρά στο ζωντανό».
1949
Εγκαθίσταται πρώτα στο Καρπαντράς όπου διορίζεται βιβλιοθηκάριος κι ύστερα στην Ορλεάνη όπου και θα παραμείνει μέχρι και το θάνατό του.
Γνωρίζει και συνδέεται στενά με τον Μωρίς Μπλανσό. Σχεδιάζουν κι εκδίδουν περιοδικά. Δίνει διαλέξεις φιλοσοφικού χαρακτήρα. Παίρνει διαζύγιο από τη γυναίκα του που παντρεύεται τον Λακάν.
Πέρα από την πολύπλευρη συγγραφική δράση που ανέπτυξε μέσα στα χρόνια του ’40 και του ’50 που γι αυτόν έφερναν τις μεσοπολεμικές και πολεμικές εμπειρίες και μνήμες καθώς και τα τραύματα σύνθεσε δύο σημαντικά θεωρητικά έργα: ο «Ερωτισμός»,[5] είναι μια μελέτη για το θέμα με πολλά πρωτότυπα και τολμηρά στοιχεία. Στο προλόγισμά του «Ερωτισμού» ισχυρίζεται ότι ακολούθησε την «ατραπό» που είχαν διανοίξει όσοι προηγήθηκαν θέλοντας να υπογραμμίσει πως δεν έκανε κάτι αιρετικό. Κάτι τέτοιο όμως δεν ευσταθεί. Εκείνο που μάλλον ευσταθεί είναι πως ο συγγραφέας της μελέτης είναι μέγας αποπλανητής. Και στο βιβλίο δεν ασχολείται με τον αισθησιασμό αλλά με την εσωτερική εμπειρία του ερωτισμού, τη σχέση του με το θάνατο, την απαγόρευση της αναπαραγωγής, το όργιο, τη θυσία, τη σχέση με τη θρησκεία, την εκπόρνευση, το γάμο, τον Σαντ, την αγιότητα και τη μοναξιά. «Η επιθυμία του ερωτισμού ταυτίζεται με την επιθυμία να θριαμβεύσουμε σε βάρος της απαγόρευσης» Το ανθρώπινο πνεύμα φοβάται τον εαυτό του, λέει ο Μπατάιγ. « Οι ερωτικές παρορμήσεις του το τρομοκρατούν. […] Δεν πιστεύω ότι ο άνθρωπος έχει την ευκαιρία κάποιας σαφήνειας προτού υποτάξει αυτό που τον τρομάζει». [6]
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ
Σ’ ένα χαρακτηριστικό σημείο του προλόγου του στο βιβλίο του Σαντ, «Ζυστίν, ή οι ατυχίες της αρετής» γράφει: «Όποιος θέλει να πάει στο βάθος αυτού που είναι ο άνθρωπος η ανάγνωση του Σαντ όχι μόνο συνιστάται αλλά είναι και απαραίτητη». Ο Σαντ είναι ένας από τους συνδαιτυμόνες του δεύτερου σημαντικού θεωρητικού του έργου: «Η λογοτεχνία και το Κακό» [Μπωντλαίρ, Μπλαίηκ, Προυστ, Ζενέ, Μισλέ, Μπροντέ, Κάφκα-οι 3 τελευταίοι δεν περιλαμβάνονται στην ελληνική έκδοση]
Το κείμενό του για τον Προυστ κλείνει με: «τη σύνδεση ανάμεσα στην οργή που κρύβεται μέσα στην υπερβολική σκέψη, και στη σοφία που δίχως αυτή η οργή πάει χαμένη».
Στο Ζενέ γράφει: «Το μέρος του Καλού είναι το μέρος της υπακοής, της υποταγής θυμίζοντας τον Μπλαίηκ που διατείνεται πως η ελευθερία είναι με το μέρος του διαβόλου, χωρίς να το ξέρει.
« Η δημιουργία ενός έργου παντοτινού οδηγεί την ποίηση σε μία κατεύθυνση γοργής αποσύνθεσης, όπου συλλαμβάνει τον εαυτό της ολοένα με πιο αρνητικό τρόπο σαν μια τέλεια σιγή της θέλησης», υποστηρίζει στον Μπωντλαίρ.
«Η αυθεντική λογοτεχνία είναι προμηθεϊκή», λέει.
«Ο αληθινός συγγραφέας τολμά να έρθει σε ρήξη με τους κοινωνικούς κανόνες, τολμά με λύσσα να κατακτήσει το Αδύνατο. Και όπως ακριβώς η επιθυμία του συγγραφέα τοποθετείται πάνω από φραγμούς και αυτονόητες απαγορεύσεις έτσι και το έργο του αρνείται να περιορίσει τον κόσμο μέσα στο στενό πλαίσιο όπου το καθετί είναι δοσμένο εκ των προτέρων». [7]
Ό,τι, δηλαδή, κάνει ο ίδιος ο Μπατάιγ. Δεν πρόκειται για συνταγή ούτε για προγραμματική σκέψη ούτε για μια καταστροφική παρόρμηση ή για ένα κοινωνικό πρέπει. Πρόκειται μόνο για αυτό που είναι η φύση ενός συγγραφέα για αυτό που είναι η φύση της συγγραφής.
«Η γραφή είναι μια αναζήτηση του απόλυτου – και αν δεν είναι αυτό δεν είναι τίποτα. Κι όπως τα σώματα στα έργα του, καθετί που κάνουν, το κάνουν σε συνεχή συνάρτηση με την αδιάλειπτη παρουσία του θανάτου, έτσι και η γραφή του είναι η εγγύτερη και δραματικότερη σσχέση με το θάνατο, δηλαδή με το απολύτως απόλυτο.
Η σχέση με το έργο του Μπατάιγ είναι μια σχέση δύσκολη, όχι μόνο επειδή απαιτεί ανασκευή ριζική όλων των κυρίαρχων απόψεων κι η επανεξέταση ριψοκίνδυνη όλων των συνισταμένων του προβληματισμού πάνω στον άνθρωπο και τον κόσμο, αλλά προπαντός επειδή διεκδικεί ένα βλέμμα που κοιτάει, πίσω από τα παραπλανητικά φαινόμενα την ουσία των γεγονότων τη βαθύτερη αιτιολογία των πράξεων, την εσώτατη προέλευση της ιστορίας του ανθρώπου, το σημείο εκείνο της ανείπωτης φρίκης που κουβαλάμε όλοι ανεξαιρέτως μέσα μας, δεν τολμάμε να το αντικρίσουμε που το απορρίπτουμε ή το παραγράφουμε, γιατί και μόνο η υποψία του μας τρελαίνει, αλλά που είναι η πηγή των ειδεχθέστερων και μεγαλειωδέστερων πράξεων του ανθρώπου». [8]
Από την ψευδώνυμη «Ιστορία του Ματιού» (1927) στα τελευταία «Δάκρυα του έρωτα» [άλλο ένα βιβλίο για την έμμονη ιδέα του ερωτισμού] έχουμε ενδιάμεσα, μεταξύ άλλων, θεωρητικών κυρίως, την ”Μαντάμ Εντουαρντά” (1937) [ένα επίσης ψευδώνυμο, αρχικά, βιβλιαράκι 49 σελίδων], τον μεταθανάτιο «Μικρό» (1963), την επίσης μεταθανάτια «Μητέρα μου» (1966), έχουμε να κάνουμε μ’ ένα τεράστιο σε σημασία και ποιότητα έργο που μιλάει εντέλει μ’ έναν ελευθέριο τρόπο για την βουλητική επιθυμία.
«Όταν ο Εντουάρ έπεσε νεκρός, ένιωσε ένα κενό μέσα της, μια έντονη ανατριχίλα τη διαπέρασε και την ύψωσε σαν άγγελο. Τα γυμνά της στήθη ορθώνονταν μέσα σε μια ονειρική εκκλησία, όπου η αίσθηση του ανεπανόρθωτου την εξαντλούσε. Όρθια, δίπλα στο νεκρό, απούσα, πάνω από τον εαυτό της μέσα σε μια αργή έκσταση, ξαπλωμένη. Ήξερε ότι ήταν απελπισμένη, αλλά κορόιδευε την απελπισία της. Ο Εντουάρ πεθαίνοντας την είχε ικετέψει να γυμνωθεί. Δεν μπόρεσε να το κάνει έγκαιρα! Στεκόταν εκεί ξεμαλλιασμένη, μόνο το στήθος της είχε ξεπεταχτεί από το σκισμένο φόρεμά της». Ένα από τα εξαιρετικά σύντομα 28 κεφάλαια της θαυμάσιας νουβέλας «ο Νεκρός» [1964]
Αλλά ας αφήσουμε τον Μισέλ Φουκώ που προλογίζει την δημοσίευση των ”Απάντων” του Μπατάιγ στις εκδόσεις Γκαλιμάρ, να κάνει τον επίλογο:
«Σήμερα ξέρουμε ότι ο Ζωρζ Μπατάιγ είναι ένας απ’ τους πιο σημαντικούς συγγραφείς του αιώνα του. Η «Ιστορία του Ματιού», Η «Μαντάμ Εντουαρντά», έκοψαν το νήμα των αφηγήσεων για να αφηγηθούν αυτό που ποτέ κανείς ως τότε δεν είχε αφηγηθεί, το «Αθεολογικό άθροισμα» εισήγαγε τη σκέψη στο παιχνίδι – στο παρακινδυνευμένο παιχνίδι – του ορίου, των άκρων, της κορυφής, της παραβίασης. Ο ”ερωτισμός” έφερε πιο κοντά μας τον Σαντ και μας τον έκανε πιο δύσκολο. Στον Μπατάιγ οφείλουμε ένα μεγάλο μέρος αυτού που είμαστε τη στιγμή αυτή. Εκείνο όμως που μένει να κάνουμε, να σκεφτούμε και να πούμε, πάλι σ’ αυτόν σίγουρα το χρωστάμε, και θα του το χρωστάμε για πολύ καιρό. Γιατί το έργο του μέρα με τη μέρα θα μεγαλώνει όλο και περισσότερο».[9]
Τώρα και που οι δυο τους έχουν πεθάνει ο Ζωρζ Μπατάιγ το 1962 στο Παρίσι και ο Μισέλ Φουκώ το 1984, διαπιστώνουμε πόσο δίκιο είχε ο τελευταίος σ’ αυτές τις καίριες εκτιμήσεις του για το έργο του Ζωρζ Μπατάιγ.