«Τα όνειρά μου τα ήθελα υπερβολικά μεγάλα – αλλιώς γιατί να έχεις όνειρα; Και γι αυτό ακριβώς δε με απογοήτευσαν. Αν ξανάρχιζα τη ζωή μου, θα προσπαθούσα να τα κάνω ακόμα μεγαλύτερα, γιατί η ζωή είναι πολύ πιο μεγάλη και πιο όμορφη απ΄ όσο πίστεψα».
Ζωρζ Μπερνανός
Για να τα πραγματοποιήσει βέβαια αυτά τα μεγαλόπνοα, αν όχι μεγαλεπήβολα όνειρα, χρειάστηκε να στρίψει το τιμόνι της ζωής του προκαλώντας τη μοίρα, μέσα στην πολιτική αναταραχή του 20ουαιώνα. Οι ιδεολογικές μεταστροφές του σε πολιτικό επίπεδο, μη όντας κιόλας αμιγώς πολιτικός συγγραφέας, υπήρξαν εξίσου θεαματικές. Πολεμιστής στο Σομ και το Βερντέν, υπερασπίστηκε με σθένος την πατρίδα του τη Γαλλία και τραυματίστηκε πολλές φορές. Στη συνέχεια φιλομοναρχικός, οπαδός ως και το 1930 της Action Francaise, της περιώνυμης ακροδεξιάς οργάνωσης του Σαρλ Μωράς που διακήρυσσε στην ομώνυμη εφημερίδα με ριζοσπαστικό επαναστατικό μένος: «Εκτιμούμε ότι η Γαλλία μπορεί να σωθεί, η δημοκρατία να ανατραπεί και η μοναρχία να αποκατασταθεί με τη βία». Για κάποιον που πίστευε στις αξίες της δικαιοσύνης της τιμής και της ελευθερίες συνδεδεμένες με τον ιερατικό, στρατιωτικό και ιπποτικό Μεσαίωνα δεν ήταν κάτι περίεργο. Εξάλλου προερχόταν από καθολική οικογένεια βασιλοφρόνων με ισπανική ρίζα.
Ο Μπερνανός ρίχτηκε στην αρένα του ταραγμένου 20ου αιώνα που έζησε πιστεύοντας πως αντιμετώπιζε τον ίδιο τον Διάβολο. Στα σημαντικά πολιτικά του κείμενα των δεκαετιών 1930 και ’40 επανέρχεται διαρκώς στα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στην ιδεολογική του ζύμωση: Μωράς, Φράνκο, Χίτλερ, Πεταίν, τα οποία μετατρέπει στα μυθιστορήματά του σε πρόσωπα μυθοπλασίας. Τους δύο πρώτους τους ακολούθησε-με τον πρώτο συνεργάστηκε και συμπορεύτηκε μάλιστα. Τον δεύτερο τον πίστεψε αρχικά ώσπου βλέποντας τις αγριότητες που διέπραττε τάχθηκε, στη διάρκεια του ισπανικού Εμφύλιου με το πλευρό των δημοκρατικών. Τους δύο τελευταίους τους κατακεραύνωνε από τη Βραζιλία όπου βρισκόταν και τάχθηκε με την αντίσταση κατά των γερμανών κατακτητών του Ντε Γκωλ, που κι αυτός βρισκόταν εκτός Γαλλίας. Αντιφάσεις και θηριώδεις μεταστροφές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν κάποιον να παρατηρήσει πως ο Μπερνανός είχε δύο πρόσωπα που βρίσκονταν πάντα απέναντι το ένα στο άλλο, ή πως ήταν στη διάρκεια της εξηντάχρονης ζωής του ένας διχασμένος ονειροπόλος που ακούραστα μαχόταν κάθε φορά εναντίον του πρότερου εαυτού του.
Στο συγκλονιστικό μυθιστόρημά του «Μεγάλα νεκροταφεία κάτω από το φεγγάρι» [1938] καταφέρεται με την πάντα τολμηρή επαναστατική φωνή του ενάντια στις εκκαθαρίσεις του Φράνκο.
Κάθε νέα πολιτική ένταξη του χάριζε την εκτίμηση διαφορετικής ιδεολογίας συγγραφείς όπως ο Αραγκόν, ο Καμύ, ο Μαλρώ, η Σιμόν Βέιλ,ο Στέφαν Τσβάιχ.
Δεν αρνήθηκε ωστόσο ποτέ την καθολική φιλομοναρχική πίστη του. Όταν το 1948 ρώτησαν τον Μπερνανός δημοσιογράφοι αν συμφιλιώθηκε εν τέλει με τις απόψεις που καταπολεμούσε στα νεανικά του χρόνια, απάντησε: «Δεν άλλαξα εγώ, η Δημοκρατία μας δολοφόνησε. Ο ολοκληρωτισμός είναι παιδί της Δημοκρατίας. Την έχω χεσμένη τη Δημοκρατία». Μια τέτοια κυνική δήλωση θα έκανε κάποιον ακόμα και καλόπιστο παρατηρητή να πιστέψει πως στο βάθος δεν άλλαξε ποτέ.
Ωστόσο μη νομιστεί πως ο Μπερνανός υπήρξε πολιτικός συγγραφέας ή ακτιβιστής, αλλά ένας μυστικιστής ακόμη πιο ένθερμος από τον Σαρλ Πεγκύ που είχε πειστεί πως «τα έθνη έχουν ψυχή και πως το χειρότερο γι αυτήν ήταν να διαπράξει ξανά κάποιο ολέθριο αμάρτημα». Η μεταφυσική και θρησκευτική του στράτευση τον οδήγησε γράφοντας το έργο του «Νιότη» να απαλλαγεί από το μικρόβιο του αντισημιτισμού.
Ο Ζωρζ Μπερνανός γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1888 στο Παρίσι και πέθανε στις 5 Ιουλίου 1948 στο Νεϊγύ – συρ – Σεν.
Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1889 ο Ζωρζ, δεκαοχτώ μηνών μόλις χαροπαλεύει εξαιτίας μιας σοβαρής λοίμωξης. Κάποιος που μόλις έχει επιστρέψει από προσκύνημα στη Λούρδη δίνει στους γονείς του ένα μπουκαλάκι με αγιασμό. Λίγο απ’ αυτό το θαυματουργό νερό στάθηκε αρκετό να σώσει το μικρό Ζωρζ από τον θάνατο. Το γεγονός θεωρήθηκε θαύμα και επισφραγίστηκε με ένα τάμα στην εκκλησία όπου βαπτίστηκε το παιδί.
«Ποιος ήταν ο πρώτος που μου έμαθε πως η Πίστη είναι δώρο Θεού; Το αγνοώ. Η μητέρα μου ίσως». Και παρακάτω στο ίδιο εδάφιο από τα «Μεγάλα νεκροταφεία κάτω από το φεγγάρι»: «Θα μπορούσε να μου αφαιρεθεί λοιπόν;… Από κείνη τη στιγμή γνώρισα την αγωνία του θανάτου, γιατί μετά από τόσα χρόνια, δε μπορώ να αποχωριστώ την αγωνία του άλλου, ένας διπλός τρόμος τρύπωσε από την ίδια ρωγμή στην παιδική μου καρδιά». Την αγωνία του θανάτου επέτειναν οι αρρώστιες της φιλάσθενης μητέρας του. Στην αφιέρωση του πρώτου του μεγάλου έργου «Κάτω από τον ήλιο του Σατανά» γράφει για την «ιερή αγάπη [των γονιών του], η οποία με προφύλαξε τόσον καιρό από τον θάνατο, διαμόρφωσε στην καρδιά μου την αιώνια αλήθεια».
Μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας του έζησε στο χωριό Φρεσέν. «Κατοικούσα σ’ ένα παλιό αγαπημένο σπίτι μέσα στα δέντρα […], γεμάτο ψιθύρους φυλλωμάτων και κρύα νερά». Στην πρώτη κοινωνία του, το 1899 επιθυμεί να γίνει ιεραπόστολος.
Ο Μπερνανός παντρεύτηκε μια απόγονο της Ζαν ντ’ Αρκ και απέκτησε μαζί της έξι παιδιά.
«Δεν είναι η φτώχεια ούτε η άγνοια του λαού που με έλκει, είναι η ευγένεια. Η εργατική ελίτ είναι η μόνη που μας απομένει, η μόνη που η αστική τάξη του 19ου και του 20ου αιώνα δεν κατόρθωσε ακόμη να ευτελίσει».
Μπορεί να μην έγινε ιεραπόστολος, παπάς – λίγο ίσως και εξαιτίας του αντικληρικαλισμού του – ή έμπορος, αλλά εξαιτίας οικονομικών αλλά και λόγων υγείας έμεινε στο νότο της Γαλλίας στην Μαγιόρκα και στη Βραζιλία.
Την εποχή της «Γαλλικής Δράσης» ο Λεόν Ντωντέ έγραψε στην ομώνυμη εφημερίδα: « Ο Μπερνανός έχει πειστικότητα, έχει ζωντάνια, έχει αυτή τη σφοδρότητα της ειρωνείας και της περιφρόνησης σαν να αιχμαλωτίζει τα πλήθη με το χέρι του. […] Τα μυθιστορήματά του είναι μαζί με τα έργα του Προυστ-με διαφορετικό τρόπο αυτά-, ό,τι πιο πρωτότυπο παρήγαγε η γαλλική λογοτεχνία εδώ και δεκαπέντε χρόνια».
Τον χαρακτήρισαν «μυθιστοριογράφο της απελπισίας και του ελέους, ζωγράφο των ψυχών που είναι αντιμέτωπες με το Κακό, μάρτυρας με επίγνωση του φοβερού μυστηρίου της σωτηρίας. Τα δύο αριστουργηματικά μυθιστορήματά του, «Κάτω από τον ήλιο του Σατανά» [1926] και το «Ημερολόγιο ενός εφημέριου» [1935] («Αγαπώ αυτό το βιβλίο σαν να μην ήτανε δικό μου[…] γιατί περιέχει ένα μέρος του μυστικού μου») τον καθιέρωσαν ως έναν από τους πιο πρωτότυπους και ανεξάρτητους Ρωμαιοκαθολικούς συγγραφείς της γαλλικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
Στο δεύτερο, ένας εφημέριος σ’ ένα μικρό χωριό της Γαλλίας, θύμα της αφέλειας και του αδύναμου χαρακτήρα του, ετοιμοθάνατος μάλιστα, δεν καταφέρνει να πράξει το σωστό παρά την πίστη και το θερμό του ζήλο. Το μικρόβιο της απελπισίας τον οδηγεί στην απώλεια της πίστης. Ωστόσο διατηρεί την αγάπη και την ελπίδα του στη χάρη Θεού. Γενικότερα η συμπεριφορά των ηρώων του κυμαίνεται ανάμεσα στην αγιότητα και την απόλυτη εξαχρείωση, που απεικονίζεται με ρεαλιστικά στοιχεία σε συνδυασμό με το υπερφυσικό.
Πεθαίνει από καρκίνο του ήπατος στο Παρίσι σε ηλικία 60 ετών. Τον επικήδειο εκφωνεί ο Αντρέ Μαλρώ. Και ο Αλμπέρ Καμύ λέει:
«Αυτός ο καθαρόαιμος συγγραφέας είναι άξιος του θαυμασμού και της εμπιστοσύνης όλων των ελεύθερων ανθρώπων».