«Είναι ένα γενικό φαινόμενο της φύσης μας να μας τραβάει με ακατανίκητη μαγεία το θλιβερό, το φοβερό, το φρικτό, να νιώθουμε απώθηση αλλά και εξίσου δυνατή έλξη από την παρουσία της συμφοράς, της φρίκης».
Φρειδερίκος Σίλερ, «Περί Τραγικής Τέχνης», (μτφ. Αγγέλα Βερυκοκάκη)
Η Νύχτα
Η φαντασία των ανθρώπων πιστεύει πως όλα τα κακά γίνονται τη νύχτα. Αλλά η Νύχτα είναι αυτή που γέννησε την Ημέρα, τον Αιθέρα και εντέλει τον Κόσμο. Ο Κόσμος, κατά μία εκδοχή, σύμφωνα με τη «Θεογονία» του Ησίοδου, προήλθε από το Χάος, το Σκότος και το Έρεβος που είναι, όπως λέει ο Καρλ Κερένυι στη «Μυθολογία των Ελλήνων», ”η άφωνη σκοτεινιά των βυθών”.
Αφού ο Κόσμος λοιπόν γεννήθηκε απ’ τη Νύχτα δεν είναι δυνατόν όλα τα κακά να συμβαίνουν Νύχτα.Το μεγαλύτερο Κακό στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι το έγκλημα, ο φόνος, η δολοφονία η οποία κατά τον Τόμας Ντε Κουίνσι είναι μία «Εκ των Καλών Τεχνών’». Το ίδιο υποθέτουμε πως θα πίστευε γι’ αυτήν και ο θείος Μαρκήσιος ντε Σαντ.
Ο Κόσμος όσο η Εύα και ο Αδάμ ήταν γυμνοί και ευτυχισμένοι στον Παράδεισο, δεν υπήρχε. Ο Κόσμος άρχισε να υπάρχει όταν ο Κάιν σκότωσε τον αδελφό του, Άβελ. Οι απόγονοι του Κάιν αποτέλεσαν την ανθρωπότητα. Δηλαδή η ανθρωπότητα προήλθε από έναν δολοφόνο κατά την Παλαιά Διαθήκη μάλιστα. Εάν τώρα πιστέψουμε τη λαϊκή σοφία που λέει πως όλα τα σκοτεινά, ερεβώδη πράγματα συμβαίνουν τη Νύχτα και με δεδομένο ότι η Νύχτα γέννησε τον Κόσμο, τότε ο Κόσμος είναι Νύχτα. Είναι δηλαδή σκοτεινός από τη γέννησή του. Μερικοί άνθρωποι δε, επιτείνουν τη σκοτεινιά του Κόσμου τούτου που, ειρήσθω εν παρόδω, σημαίνει Κόσμημα.
Ο Ζιλ ντε Ρε
Ένας απ’ αυτούς, μετά τον πρώτο δολοφόνο φυσικά, πολύ μετά, ήταν ο Ζιλ ντε Ρε, ο οποίος γεννήθηκε το 1404 στο Σανπλοσέ συρ Λουάρ και πέθανε στη Νάντη της Γαλλίας το 1440, πριν συμπληρώσει δηλαδή τα σαράντα του χρόνια.
Ο Ζιλ ντε Ρε τράβηξε το ενδιαφέρον πολλών συγγραφέων και μελετητών ώσπου ο Ούγκο Κλάους ο σημαντικότερος Φλαμανδός συγγραφέας, έγραψε ένα μονολογικό κείμενο με τίτλο: «Ο Ζιλ και η Νύχτα», το οποίο διασκευάστηκε και για το θέατρο.
Ο Ζιλ ντε Ρε δικάστηκε τρεις φορές από τρία διαφορετικά δικαστήρια. Το πρώτο ήταν εκκλησιαστικό. Η Ιερά Εξέταση. Τα πρακτικά της δίκης έχουν διασωθεί ακέραια. Το δεύτερο ήταν πολιτικό δικαστήριο και τον καταδίκασε σε θάνατο διά της πυράς.
Ο Ζιλ ντε Ρε πολέμησε ως στρατηγός με το στρατό του στην πολιορκία της Ορλεάνης και συμμετείχε στον Εκατονταετή πόλεμο. Στήριξε με όλες του τις δυνάμεις, αυτός, ένας εικοσιπεντάχρονος μόλις νεαρός, ήδη νικητής σε ορισμένες από τις μάχες που συμμετείχε, ωραίος και πλούσιος, τον αδύναμο και ετοιμόρροπο βασιλιά της Γαλλίας, Κάρολο τον 7ο. Πίστεψε και συνέδραμε την Ζαν Ντ’ Αρκ και υπήρξε μάλλον εραστής της και εξεδίωξε τους ‘Αγγλους από τα γαλλικά εδάφη που είχαν κατακτήσει. Φυσικά τους τρόπους και τις στρατηγικές είχε οραματιστεί η Παρθένος της Ορλεάνης στα οράματα που της έστελνε η θεία Πρόνοια, η οποία φαίνεται πως μεροληπτούσε υπέρ της Γαλλίας, εκείνη την εποχή. Τελικώς η Ζαν Ντ’ Αρκ με τη βοήθεια του Ζιλ ντε Ρε πέτυχε το σκοπό της, αλλά οι Άγγλοι καίτοι ηττημένοι, εκδικητικά φερόμενοι κατόρθωσαν να την δικάσουν και να την καταδικάσουν ως μάγισσα με την αστεία κατηγορία ότι είχε κοντά μαλλιά, πράγμα το οποίο αντίκειτο στα ήθη εκείνης της εποχής, θύμιζε αγόρι. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η νεότατη κοπέλα χωρίς καμιά γνώση στρατηγικής από ‘κει που καθόταν και έραβε στη γωνιά της, ηγήθηκε ενός στρατού και νίκησε τον εχθρικό στρατό εξαιτίας των διαφωτιστικών θεϊκών οραμάτων της. Το πράγμα παρέμεινε ανεξήγητο.
Η Ιερά Εξέταση, η οποία είχε εγκαθιδρυθεί αιώνες πριν καταδίωκε κάθε παρέκκλιση από την Ορθόδοξη Καθολική Πίστη. Την ίδια περίοδο επικρατούσε το κυνήγι μαγισσών που ήταν αποτέλεσμα των ”μεσαιωνικών ιδεών” – αν μπορούμε να τις αποκαλέσουμε ιδέες. Στον μεσαιωνικό κόσμο – αν και βρισκόταν κοντά στο τέλος του-, κυριαρχούσαν η άγνοια, η δεισιδαιμονία, η καθυστέρηση και η απόλυτη κυριαρχία της κοσμικής εξουσίας, η οποία συνήθως όντας ανίκανη οδηγούσε τα πράγματα σε συγκρούσεις. Καταδίκασε λοιπόν σε θάνατο και τη Ζαν Ντ’ Αρκ και ο Ζιλ έμεινε μόνος.
Ο Ζιλ πέντε σχεδόν αιώνες μετά δικάστηκε για τρίτη φορά και στις 17-6-1992 το δικαστήριο τον απάλλαξε από όλες τις κατηγορίες θεωρώντας ότι παρά την ομολογία και τις ενοχές που εξέφρασε τον δίκασαν και τον καταδίκασαν επειδή ήθελαν να βάλουν χέρι στην περιουσία του. Διότι μετά τις κραιπάλες, τις εκστρατείες, την οικονομική στήριξη που είχε παράξει στο βασίλειο, είχε αρχίσει να φτωχαίνει και προκειμένου να διασωθεί άρχισε να πουλάει όσο όσο γαίες, πύργους, και ό,τι άλλο διέθετε. Του έμεινε μόνο ένας πύργος στην Τυφώζ στον οποίο απομονώθηκε. Σ’ αυτή την κατάσταση ο Ζιλ ντε Ρε φαίνεται πως μεταστράφηκε σε ένα «αιμοδιψές και διεστραμμένο τέρας». Ο σατανισμός ακολούθησε τη μεγάλη του πρώτη αγάπη την Αλχημεία. Να σημειώσουμε πως ο Ζιλ ντε Ρε, παρ’ όλη την ηλικία του διέθετε τεράστιες γνώσεις. Απεχθανόταν, όπως λέει ο Γιόρις Καρλ Υσμάν, την αδυναμία και αποστρεφόταν τη μετριότητα. Αυτοί οι δύο χαρακτηρισμοί ήταν που τον οδήγησαν στην μεταστροφή του. Όπως σημειώνει ο Μπατάιγ ο οποίος ασχολήθηκε εκτενώς με το πρόσωπο αυτό, ο μόνος τρόπος για να μάθουμε την αλήθεια είναι να υιοθετήσουμε τις μυθικές εκφάνσεις του εγκλήματος και της κάθε παρέκκλισης. Το έγκλημα είναι η κατάληξη κάθε υπέρβασης από τα ανθρώπινα.
«Γεννήθηκα κάτω από τον αστερισμό της αλαζονείας και όσα εγώ διέπραξα κανένας άλλος στον κόσμο δεν τα έπραξε ούτε και θα μπορέσει ποτέ να τα διαπράξει».
Η αλαζονεία αυτής της δήλωσης δείχνει το μέγεθος της μεγαλομανίας της εγκληματικής προσωπικότητας του Ζιλ ντε Ρε.
Η Ζαν ντ’ Αρκ
Ο Ούγκο Κλάους με τη σειρά του γράφει:
«Η Ιωάννα μου απαγόρευε να πίνω (σταυροκοπιέται) … ο άγγελός μου, δεν είχε ιδέα από στρατιώτες … ήξερε να τους οδηγεί, να τους ξεσηκώνει … ήξερε μόνο να πολεμά για το θεό και τη Γαλλία … αγνοούσε τον πραγματικό πόλεμο … οι στρατιώτες είναι διαρκώς ξελιγωμένοι … για εχθρούς … για αίμα … για τροφή … για γυναίκες, άντρες … παιδιά, για αίμα. Και η δίψα … ο πόλεμος φέρνει δίψα … αβάσταχτη δίψα, η καθημερινότητα του πολέμου είναι η δίψα … οι στρατιώτες τρελαίνονται, ξεκοιλιάζουν έγκυες γυναίκες που, καθώς πεθαίνουν, φέρνουν στον κόσμο τον καρπό τους … καρπό αβάφτιστο … Σουβλίζαμε τους εχθρούς … τους σπάγαμε τα δόντια … πεδίο γεμάτο με ξεκοιλιασμένα σώματα … Γάλλοι, Άγγλοι … ξένοι μεταξύ τους … που κόβουν ο ένας το λαιμό του άλλου … που τρώγονται … αιώνες τώρα. Ο βασιλιάς είχε ανάγκη από την πανοπλία μου και η Ιωάννα από τη μανία μου, τη δίψα μου για αίμα … Με αγαπούσε γιατί ήμουν βίαιος … φρενήρης … γι’ αυτό με ήθελε … για τίποτε άλλο (…) Από τότε που πέθανε, είμαι τυφλός και κουφός … απών …». [μτφρ. Μαρία Ευσταθιάδη]
Δαιμονομανής, σαδιστής με κλίση σε συγκεκριμένα βασανιστήρια ο Ζιλ ντε Ρε «από ευσεβής γίνεται ξαφνικά σατανικός (…) ένας λόγιος και πράος άνθρωπος γίνεται βιαστής μικρών παιδιών, σφαγέας αγοριών και κοριτσιών». Μπορεί να πει κανείς πως αυτός ο επιτήδειος κακούργος δεν μεταστράφηκε ξαφνικά, ήταν πάντα τέτοιος, απλώς άλλαξε κι από σφαγέας στη μάχη έγινε σφαγέας στην καθημερινότητά του.
Το Έγκλημα
Ωστόσο, ο Ζωρζ Μπατάιγ, ο οποίος, εκτός από σοβαρός μελετητής του ερωτισμού και των αγριοτήτων του έχει μελετήσει ενδελεχώς και το Κακό, λέει ότι οι κατηγορίες για τις ειδεχθείς πράξεις των βιασμών και των δολοφονιών και των σφαγών που διέπραξε ο Ζιλ ντε Ρε είναι σαθρές και το επιχείρημα αυτό το στηρίζει στο γεγονός ότι το φριχτό, το Κακό, το ειδεχθές έγκλημα, η δολοφονία είναι κάτι που κρατά κρυφό εκείνος που τη διαπράττει αντίθετα με τον Ζιλ ντε Ρε που υπήρξε απόλυτα διαφανής. Ήταν φυσικά αλαζών γιατί εκείνη την εποχή που ο κόσμος ζούσε μες στην αθλιότητα αυτός είχε την εύνοια του βασιλιά κι εκείνος του παρείχε βασιλική συνοδεία, ήταν δε ο εκλεκτός της εκκλησιαστικής κοινότητας της περιοχής του. Χρηματοδοτούσε θεατρικές παραστάσεις και άλλα καλλιτεχνικά δρώμενα όντας εξαιρετικά σπάταλος μέχρι χρεοκοπίας. Καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ο Μπατάιγ, ότι η λογοτεχνία και μάλιστα η τραγική, ο μύθος και το παραμύθι εξέθρεψε και στέγασε όλες αυτές τις εγκληματικές πράξεις που ομολόγησε ο Ζιλ και ομολογώντας τες τις κατανόησε και γι’ αυτό κατέληξε να αισθάνεται τύψεις. Ήταν λοιπόν ένα τραγικό πρόσωπο, το μισό μέσα στην ιστορική πραγματικότητα και το άλλο μισό μέσα στο μύθο. Διότι οι ακατανόμαστες πράξεις που αφηγήθηκε είναι σαν να τις επινόησε ένας συγγραφέας με διεστραμμένη φαντασία. Ηδονιζόταν να κοιτά κάποιον να πεθαίνει και τον φίλευε με το σπέρμα του αυνανιζόμενος πάνω στο κορμί που αργοπέθαινε σαν να ήθελε να το ζωντανέψει. Φιλούσε τα πρόσωπα και τα πόδια των αμέτρητων όπως ομολόγησε, παιδιών που δολοφόνησε, αφού βίασε προηγουμένως. Το πρόβλημά του ήταν ότι αφού δεν μπορούσε να γίνει άγιος, έγινε εγκληματίας. Η γοητεία που ασκούσε στους εξαθλιωμένους χωρικούς που ζούσαν γύρω από τον πύργο του συνέβαινε εξαιτίας της Ύβρεως που είχε διαπράξει. Γι’ αυτό μαζεύτηκαν περίεργοι και συγχυσμένοι να παρακολουθήσουν το μεγάλο θέαμα της εκτέλεσής του. Ό,τι δηλαδή απολάμβανε αυτός βλέποντας τα θύματά του να πεθαίνουν είτε στη μάχη είτε στα υπόγεια του πύργου του, τώρα το έκαναν οι χωρικοί. Όσο για τα βίτσια και τη μεγάλη διαφθορά που επικρατούσε στις τάξεις των ευγενών είχαν ακουστεί πάρα πολλά για όργια, βιασμούς, φόνους και βασανιστήρια αθώων ανθρώπων. Άρα δεν είναι και εντελώς απίθανο κι αυτός να υπέκυψε στον ‘’πειρασμό του εγκλήματος’’.
Ο Φρανσίσκο Γκόγια
Ο ζωγράφος ο οποίος θα μπορούσε να αποτυπώσει με αρκετή πιστότητα αυτή τη μανία για το έγκλημα και τη διαστροφή είναι ο Γκόγια, ο μεγάλος ισπανός ζωγράφος και χαράκτης (1746-1828) που προΐστατο της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο και πέρασε από την αυλή του ισπανού βασιλιά σε εκείνην του Γάλλου, Καρόλου Δ’, στο όταν οι Γάλλοι είχαν κατακτήσει την Ισπανία. Πραγματοποίησε 82 οξυγραφίες στη σειρά «Λος Καπρίτσος», το 1799 που είναι εν πολλοίς σατιρικές και έχουν γκροτέσκο χαρακτήρα. Θυμίζουν δε, θέματα του Ρέμπραντ, αν και ο Γκόγια ,καθυστερημένα ίσως, κατάφερε να κατακτήσει ένα εντελώς δικό του αναγνωρίσιμο ύφος.
Θεωρείται ο εισηγητής του ιμπρεσιονισμού πριν ο ιμπρεσιονισμός εξαπλωθεί.
Υπήρξε προσωπογράφος, ζωγράφισε τοπιογραφίες, νεκρές φύσεις, ενώ πέρασε από το ροκοκό στον εξπρεσιονισμό, από το ανάλαφρο στο σκοτεινό. Οδηγήθηκε ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης για την ”Ντυμένη” και ”Γυμνή Μάγια” του, γιατί οι πίνακες αυτοί έχουν έντονο ερωτισμό.
Όσο για τα υπόλοιπα έργα του όπως τις 65 οξυγραφίες με τίτλο «Οι Καταστροφές του Πολέμου» είναι μακάβριες, γεμάτες αγριότητα και ζόφο.
Αυτός ο αντιφατικός καλλιτέχνης συνέχισε να δημιουργεί μέχρι το τέλος της ζωής του όντας πια εντελώς κουφός, γι αυτό απομονώθηκε και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην τέχνη του.
Επίλογος
Η ιστορία του Ζιλ ντε Ρε με όποιο τρόπο κι αν ερμηνευτεί, από όποια οπτική γωνία κι αν ειδωθεί, φανερώνει ότι ο άνθρωπος είναι ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο. Όσο για το έγκλημα έχει αποδειχθεί ότι ο καθένας θα μπορούσε να είναι εν δυνάμει δολοφόνος και σ’ αυτό δεν παίζει ρόλο το κίνητρο αλλά το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι που καταλήγουν στη δολοφονία ενός ανθρώπινου πλάσματος πιστεύουν ότι αφού δεν μπόρεσαν να το δημιουργήσουν μπορούν να το καταστρέψουν, παίζοντας το ρόλο ενός καταστροφικού θεού.