«ο ήλιος πεθαίνοντας σε μιαν αψίδα γέρνει
και μακρύ σάβανο η νύχτα σα να σέρνει,
άκου, καλή μου, ως την ανατολή γλιστρά»
Μπωντλαίρ
Προοίμιο
Ο Φρανς Μαζερέελ [1889-1972] έχτισε μοναχός του μια ολόκληρη πόλη μαυρόασπρη- μαύρη για την ταραγμένη, ανήσυχη, μεθυσμένη νύχτα, άσπρη για την χωρίς επίθετα μέρα. Η μέρα είναι όπως ο οιωνοσκόπος ορίζει και γέρνει ολόκληρη στον άξονά της είτε στο φως είτε στο σκοτάδι. Κι η Πόλη μένει ίδια κι απαράλλακτη όπως την έχτισε ο Μαζερέελ, ο αρχιτέκτονας της, χειροποίητη.
Ο Γιόζεφ Ροτ [1894- 1939] σκαρφίστηκε μια απίθανη ιστορία- ή μάλλον πολλές που συνέβησαν όλες στον ήρωα του «Θρύλου του Αγίου πότη», έναν πλάνητα μέθυσο, τον Αντρέας που μερικές ευτυχείς συναντήσεις ομορφαίνουν τις τελευταίες του νύχτες και μέρες, όλες μεθυσμένες, σχεδόν παραμυθένιες. Η εν λόγω νουβέλα δεν είναι αυτοβιογραφική κι αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του συγγραφέα, αμετανόητου πότη που εξαιτίας του αλκοόλ η ζωή του κράτησε μόλις 45 χρόνια. Αν και βιαζόταν πάντα να γράψει, να πληρωθεί, να ζήσει για να πιεί επειδή διαισθανόταν πως ο απερίγραπτος καιρός που ζούσε, ο επερχόμενος πόλεμος και το αλκοόλ που είχε ποτίσει κάθε διψασμένο πόρο του σώματός του δεν θα τον άφηναν να ζήσει για πολύ κάνοντας μια προσπάθεια να καθυστερήσει ίσως το τέλος του έγραψε αυτή την ολιγοσέλιδη, απλή, συμπυκνωμένη, μελαγχολική, σκοτεινή, πικρή αλλά και αισιόδοξη νουβέλα σε τέσσερεις μήνες. Έδινε μεγάλη σημασία στη νουβέλα αυτή αποκαλωντας την: η Διαθήκη μου.
Να ζεις θα πει να προσθέτεις μέρες, χρόνια. Η ζωή θα κάνει την αφαίρεση. Να γράφεις θα πει ν’ αφαιρείς. Οι επερχόμενοι θα διαλέξουν ίσως προσθέτοντας. Ο Ροτ πρόλαβε τη ζωή και την πράξη της αφαίρεσης, το ίδιο και τους επερχόμενους. Η ειρωνεία: αν δεν είχε πεθάνει στα 45 του και δεν προλάβαινε να φύγει από τη ναζιστική Γερμανία θα πέθαινε σε κάποιο στρατόπεδο θανάτου σαν Εβραίος που ήταν.
Τη συνάντηση αυτή, ενός διακεκριμένου εικαστικού καλλιτέχνη κι ενός συγγραφέα που είχε επιδοθεί σε «μια φυγή χωρίς τέλος» συμπληρώνει ο Στέφαν Τσβάιχ. Ο καλός άγγελος που φτερούγισε μακριά από τη βαρβαρότητα αυτοκτονώντας στη Βραζιλία, αφού του ήταν αδύνατο να συμφιλιωθεί με την εποχή που ερχόταν, ενώ ο δικός του «Κόσμος του χτες» είχε εξαντληθεί, έγραψε δύο γενναιόδωρα εγκώμια και για τους δύο που μόνο αυτός ήταν σε θέση να γράψει. Ήταν η περίπτωση του συγγραφέα που μπορούσε να υποβιβάσει το έργο του –που ήταν πολύ σημαντικό- εκθειάζοντας το έργο των άλλων.
Ο πότης
«Ένα σούρουπο του 1934 ένας μεσόκοπος κύριος κατέβαινε κάποια από τις πέτρινες σκάλες που οδηγούν από τις γέφυρες του Σηκουάνα κάτω στις όχθες του. Εκεί […] βρίσκουν καταφύγιο οι άστεγοι του Παρισιού. […] ένας […] εξαθλιωμένος άστεγος προχωρούσε τρεκλίζοντας». Ο καλοβαλμένος περιφερόμενος κύριος έχοντας περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται του δίνει αντί 20 που ήταν το ποσό που θα του ζητούσε 200 φράγκα, βάζοντάς του έναν όρο για την επιστροφή τους. Η αναπάντεχη αυτή συνάντηση είναι μόνο η αρχή μιας σειράς άλλων ευτυχών ή μυστηριωδών συναντήσεων που όπως έγραψε η Ζίντόιτσε Τσάιτουνγκ θα τον συμφιλιώσει με το πεπρωμένο του.
Ο Αντρέας έχοντας ζήσει ως εκείνη τη στιγμή της συνάντησης με το γενναιόδωρο κύριο σαν ένας κοινός κλοσάρ που κοιμάται κάτω από τις ‘φιλόξενες’ γέφυρες του Σηκουάνα αντιμετωπίζει ένα σωρό γεγονότα ευτυχή και καταιγιστικά που τον κάνουν να πιστέψει πως υπάρχει ένα ανώτερο επίπεδο ζωής που δε γνώριζε ως τότε αλλά ήταν ικανός να τα ζήσει και τον οδηγούν σ’ ένα «όμορφο κι ανάλαφρο θάνατο», σ ένα ευτυχές τέλος δηλαδή, αφού ο Θεός ο ίδιος ποτισμένος από καλοσύνη και κατανόηση συγχωρεί το «πάθος» για το ποτό, την πολυτέλεια ενός γεύματος, τη διαμονή σ’ ένα ακριβό δωμάτιο ξενοδοχείου, τη συντροφιά μιας γυναίκας. Ο Θεός του παράξενου αυτού αγίου δεν είναι τιμωρητικός όπως στο μυθιστόρημά του «Ιωβ» αλλά φιλεύσπλαχνος, οικτίρμων και πολυέλαιος και τον ανταμείβει όχι στη μετά θάνατον ζωή αλλά στη ζωή την ίδια.
«[…] η αλυσίδα των θαυμάτων τις τελευταίες μέρες τον είχε πείσει ότι η Χάρη του Θεού είχε αγγίξει τη ζωή του κι ακριβώς γι αυτό το λόγο ένιωθε πως είχε δικαίωμα να ατενίζει το μέλλον με μια δόση έπαρσης και πως από ευγένεια και μόνο απέναντι στη Χάρη όφειλε να της δίνει πότε πότε κι ένα χεράκι και να μην την παρακουράζει».
Το εγκώμιο του Τσβάιχ
Ο Γιόζεφ Ροτ υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους συγγραφείς της εποχής μας. Δεν μας άφησε ούτε μία φράση που να μη φέρει τη σφραγίδα της καλλιτεχνικής τελειότητας. Διαβάστε τα τελευταία γραπτά του, διαβάστε (…) τις σελίδες του τελευταίου βιβλίου του, γραμμένου έναν μήνα πριν από το θάνατό του, εξετάστε με κριτική διάθεση και ακρίβεια την πρόζα του, όπως θα εξετάζατε με μεγεθυντικό φακό ένα πολύτιμο πετράδι – δεν θα βρείτε το παραμικρό ράγισμα στην αδαμάντινη καθαρότητά της, το παραμικρό ψεγάδι στην εξαίσια λάμψη της. Κάθε σελίδα, κάθε αράδα είναι σμιλεμένη σαν στίχος ποιήματος, με επίγνωση του ρυθμού και της μελωδίας (…) Ήταν ένας θρίαμβος χωρίς προηγούμενο, μια νίκη περιφανής της συνείδησης επί της εξωτερικής πανωλεθρίας”.
Μ’ αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε ο Τσβάιχ τον μεγάλο φίλο του, δείχνοντας για ακόμα μία φορά την αγάπη για τον άνθρωπο και τον θαυμασμό του για τον συγγραφέα.
Η αυτοπροσωπογραφία του Μαζερέελ.
”Σε μια αυτοπροσωπογραφία του 1923 ο Φρανς Μαζερέελ απέδωσε με γραμμές το πρόσωπό του: συνδυάζοντας την τέχνη του χαράκτη με το απόθεμα του καλλιτέχνη σε βάσανα, θυμό και συμπόνια. Δυο έντονες γραμμές πάνω από τα φρύδια, μια κάθετη ρυτίδα ανάμεσα στα μάτια και τέσσερις βαθιές χαρακιές που ανεβαίνουν από τις γωνίες των σφιγμένων χειλιών του ως τα βαθουλώματα στα μάγουλα, συνθέτουν το πορτραίτο ενός αυστηρού παρατηρητή, ικανού να δει τα πάντα νε ενδιαφέρον και έγνοια. (…) Αυτή είναι η πιο προσωπική γωνία από την οποία ο δημιουργός βλέπει τον εαυτό του”, λέει η Μαρίνα Βάρνερ.
«Η πόλη» του Μαζερεέλ
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα χωρίς λόγια που ανήκει σε μια σειρά «μυθιστορημάτων με εικόνες» εμπνευσμένες από το Παρίσι και το Λονδίνο όπου και εκδόθηκε αρχικά το 1925. Με τα σημερινά δεδομένα θα λέγαμε πως ανήκει στο είδος που δεν υπήρχε τότε του graphic novel. Πρόκειται για 100 ξυλογραφίες στο ύφος και την παράδοση του 15ου αιώνα και η γεωγραφική καταγωγή τους είναι η Γερμανία και οι Κάτω Χώρες της εποχής αυτής. (Ο Μαζερέελ είχε γεννηθεί στο Βέλγιο και ήταν γιος μουσικής αστικής οικογένειας από την Γάνδη).
Οι θαυμάσιες αυτές εξπρεσιονιστικές ξυλογραφίες προσεγμένες ως την τελευταία τους λεπτομέρεια, εκφραστικές τόσο ώστε να μη χρειάζονται οι λέξεις για να διακρίνουμε τον πόνο, τα βάσανα και τις ικανοποιήσεις των ανθρώπων καθώς και τις ταξικές διαφορές μεταξύ τους, άλλες πολυπρόσωπες, άλλες όχι, παρουσιάζουν πλήθη που ψωνίζουν, που διαμαρτύρονται, που επιδεικνύουν το πλούτο ή βουλιάζουν στην ταπεινότητά της φτώχειας τους. Δείχνουν φτωχιές οικογένειες κι έξω απ’ το παράθυρό τους καμαρώνουν πολυώροφα κτίρια, δείχνουν σιδηρόδρομους τελευταίας τεχνολογίας, βαποράκια στο Σηκουάνα. Το χρηματιστήριο, ανθρώπους κρεμασμένους από τα τραμ, χαρτοπαίγνια, καζίνα, μπορντέλα, έναν κρεμασμένο απ’ το ταβάνι του δωματίου του, λύκους και πρόβατα , πρόβατα με λύκου λεοντή [homo homini lupus], ένα καπηλειό με ναυαγισμένες ψυχές, τον Άγιο πότη και τον καλοβαλμένο κύριο, ένα γάμο, μια επέμβαση της αστυνομίας σε μια διαδήλωση, ένα νοσοκομείο, νεκρούς από σφαίρες, ένα στρατόπεδο, ερωτευμένους και μοναχικούς, μια γάτα που κατεβαίνει τις έρημες σκάλες ενός πανδοχείου, ένα αγκαλιασμένο ζευγάρι που κατεβαίνει τις σκάλες ενώ στο πάνω μέρος του χαρακτικού υπάρχει ένα ολόλευκο μισοφέγγαρο και δεξιά στην άκρη, ένας εξαθλιωμένος κλοσάρ.
Στην «Πόλη» συναντά κανείς ό, τι συναντά στις μητροπόλεις στις οποίες κυριαρχούν οι μάζες, πλήθη ετερόκλητα που αγωνίζονται να επιβιώσουν με όλους τους τρόπους και μόνο ο Θεός απουσιαζει.
«Τα διψασμένα για αίμα γέρικα κράτη θα σβήσουν, παρασέρνοντας τα πάντα στον επιθανάτιο ρόγχο τους. Είναι ζήτημα χρόνου, πιστεύω. (…) Γεννηθήκαμε, βλέπεις, πολύ νωρίς – ή πολύ αργά. Μυρίζουμε τις βόμβες, ακόμα και μέσα στο κρεβάτι μας. (…) Θα ‘μαστε ανάμεσα σε αυτούς που θα γελάσουν τελευταίοι;” Συνέχισε να δουλεύεις μεγάλε μου, ζηλωτή, τίποτα άλλο αληθινό δεν υπάρχει”, γράφει στον Μαζερέελ που βρίσκεται στο Παρίσι ένας νεαρός καλλιτέχνης που συνεργάστηκε παλιότερα μαζί του.
Το πορτραίτο του Μαζερέελ από τον Τσβάιχ
«…[αν δεν ήξερα ποιος είναι] δεν θα μπορούσα να διώξω απ’ το μυαλό μου την υποψία ότι είναι φυσικό τέκνο του Walt Whitman, ένα από τα πολλά χαμένα νόθα παιδιά που απέκτησε στ Νότο ο Αμερικανός κοσμοπολίτης από άγνωστη μητέρα. […] [Διαθέτει] την ελεύθερη κι όμως μετρημένη, την πληθωρική κι όμως χαρούμενη δύναμη, την ακαταμάχητη εκδοχή όλων των εκφάνσεων της ζωής. […] Και πράγματι θα χρειαζόταν κανείς […] την ασυγκράτητη ορμή των κλιμακούμενων απαριθμήσεων του [ποιητή] για να περιγράψει το παρουσιαστικό του Μαζερέελ: ψηλός, ωραίος άντρας, γεροδεμένος, με σταθερή γερτή περπατησιά, μάτια σκούρα αλλά βλέμμα καθαρό, γεμάτος δύναμη αλλά και γλύκα, αποφασιστικός αλλά και εξυπηρετικός, σοβαρός κι εργατικός μα και εύθυμος την ίδια στιγμή, ανεμπόδιστα αληθινά ελεύθερος έτοιμος να υπακούσει μόνο στην εσωτερική φωνή του κι ας ακούει στην εντέλεια ολόκληρη την ορχήστρα του σύμπαντος».
Αυτά λέει ένας πολύ ευπρόσιτος αν και πλούσιος Εβραίος μεγαλοαστός με πολύ γλυκειά, κατανοητική, αν και κάπως ειρωνική φυσιογνωμία συγγραφέας που σημάδεψε με το πέρασμά τουολόκληρη τη γερμανόφωνη λογοτεχνία της Αυστρουγγρικής αυτοκαρατορίας. Ένας ευπατρίδης που ήξερε πως μόνο με τους άλλους μπορείς να μοιραστείς το πεπρωμένο σου.
Βοηθήματα: