You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Κλάους Μαν, η μοίρα ενός γιού

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Κλάους Μαν, η μοίρα ενός γιού

Ο Πατέρας και τα παιδιά του

Ο Κλάους Μαν γεννήθηκε στο Μόναχο το 1906, δύο χρόνια μετά την αγαπημένη του αδελφή Έρικα. Ήταν κι οι δυο τους, μαζί με άλλα τέσσερα αδέλφια, παιδιά του κλασικού Γερμανού συγγραφέα Τόμας Μαν που είχε τιμηθεί νωρίς  με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1929 για το μεγάλο έργο του «Μαγικό Βουνό» και ανίψια του επίσης σπουδαίου συγγραφέα Χάινριχ Μαν.

Η ισοπεδωτική προσωπικότητα του πατέρα που δεν υπήρξε διόλου στοργικός για τα παιδιά, που ακολούθησαν μάλιστα το επάγγελμά του, έκαναν πολύ δύσκολο το να ξεχωρίσεις και να σταθείς δίπλα σ’ αυτόν τον ιδιοφυή λογοτεχνικό ογκόλιθο που ήθελε να είναι άψογος σε όλα και δεν δίσταζε να κρίνει και να κατακρίνει τους πάντες αν ξέφευγαν από το καθήκον και την ηθική συνέπεια. Ήθελε μάλιστα να πάρει τη θέση του Γκαίτε στο λογοτεχνικό πάνθεον..

Ο Γκόλο Μαν, ένας μικρότερος γιός, εξομολογήθηκε μάλιστα στον κριτικό Ρανίτσκυ πως ευχόταν τον θάνατο του πατέρα του,  πως τον φοβόταν και η πικρία μαζί με την απέχθεια του έφτασαν ως το μίσος ώστε αρνήθηκε να ταφεί κοντά στους γονείς του. Μίλησε ακόμα για την θρυλούμενη ομοφυλοφιλία του πατέρα του η οποία κατ’ αυτόν δεν έφτασε ποτέ κάτω από τη ζώνη του.

Ο τολμηρός Κλάους

Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το ακατάλληλο για την ανάπτυξη ενός ταλέντου σκηνικό έκανε τα πρώτα δειλά βήματα του ο νεαρός Κλάους γράφοντας το ένα τολμηρό βιβλίο μετά το άλλο. Ο «Ευλαβικός χορός» με υπότιτλο οι περιπέτειες μιας νεότητας, ήταν ένα από αυτά και το έγραψε πολύ νωρίς πριν κλείσει τα 20 και πριν ακολουθήσει τη μοίρα των εμιγκρέδων γερμανών συγγραφέων προκειμένου να γλιτώσουν από τον Χίτλερ.

Αργότερα με το «Σιδερόφρακτο παράθυρο», για τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας, ένα σύντομο μυθιστόρημα που επαινέθηκε για το ύφος του [1937] προδίδει κάτι -που κάθε άλλο παρά είχε την πρόθεση να κρύψει-την ομοφυλοφιλία του:  «Ο κόσμος πρέπει επιτέλους να καταλάβει πως η ομοφυλοφιλία είναι μια μορφή έρωτα όπως και η καθιερωμένη: ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη, με τις ίδιες δυνατότητες για πράγματα μεγαλειώδη, συγκινητικά, μελαγχολικά, γκροτέσκα, ωραία ή χυδαία, όπως και ο έρωτας ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα», γράφει σ’ ένα κείμενό του που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 1934.

Να κάτι που ο πατέρας του ποτέ δεν θ’ αποδεχόταν και δε θα συγχωρούσε. Ωστόσο ο Κλάους θ’ απολάμβανε τη σχέση του με σουρεαλιστή Ρενέ Κρεβέλ που ήταν ο μεγάλος του έρωτας, αλλά αυτοκτόνησε το 1935 ακολουθώντας τη μοίρα του δικού του πατέρα που τον είδε κρεμασμένο από τον πολυέλαιο στο σαλόνι τους, όντας 15 χρονών. Ξέρει λοιπόν πολύ καλά τι λέει ο Κλάους όταν φτάνει η ώρα να γράψει:

«Η παρουσία ενός διάσημου πατέρα βοηθάει την καριέρα ενός νέου συγγραφέα. Τους πρώτους έξι μήνες. Στη συνέχεια, και για πάντα, αποτελεί βαριά αναπηρία».

Η ζωή με την Έρικα

 

Με την αγαπημένη του Έρικα, τη μεγαλύτερη αδελφή του, πέρασαν μερικά ξένοιαστα χρόνια ταξιδεύοντας. Η σχέση τους ήταν τόσο στενή που φαίνεται να ξεπερνούσε τα όρια της αδελφικής αγάπης. Έτσι όταν η Έρικα παντρεύτηκε τον διάσημο ηθοποιό Γκούσταβ Γκρύντγκενς, επίσης ομοφυλόφιλο,  που συνεργάστηκε με τον Γκαίμπελς και την πολιτική του κερδίζοντας φήμη και θέσεις στον καλλιτεχνικό χώρο και ό Κλάους έγραψε το μεγάλο του μυθιστόρημα τον «Μεφίστο» [1936] για να τον επικρίνει, είπαν πως το έκανε από ερωτική αντιζηλία. Ο «Μεφίστο», ένα πανόραμα της ζωής στο Γ’ Ράιχ, γραμμένο με έμπνευση περιέχει αρκετά στοιχεία σάτιρας. Εκδόθηκε στο Άμστερνταμ το 1936 από τον εκδοτικό οίκο Querido που είχε εκδώσει πολλά βιβλία εξόριστων συγγραφέων [Ροτ, Ντέμπλιν, Ζέγκερς, Χάιριχ Μαν κ. α.] αλλά έμεινε ανέκδοτο, εξαιτίας δικαστικής απόφασης, στη Δυτική Γερμανία ως το 1981 αποκτώντας φανατικό κοινό. Κι έγινε ευρύτερα γνωστό από την μεταφορά του στον κινηματογράφο από τον Ούγγρο ΄Ιστβαν Ζάμπο με τον Κλάους Μαρία Μπραντάουερ στον επώνυμο ρόλο.

Frankreich, Lavandou: Menschen [Lokalisierung unsicher]

Η εγκατάσταση στις ΗΠΑ

 

Οι δύσκολοι καιροί διήρκησαν πολύ. Ο Κλάους Μαν στο μεταξύ είχε διαλέξει να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ. Πήρε την αμερικανική υπηκοότητα και πολέμησε με τον αμερικανικό στρατό τους πρώην συμπατριώτες του που είχαν πλέον έμβλημά τους τη σβάστικα.

Αυτή η τόσο αντιφατική ζωή σημαδεύτηκε κι από τον εθισμό του στην ηρωίνη. Υποβλήθηκε δύο τουλάχιστον φορές σε απεξάρτηση ενώ συνέχισε να γράφει.

Τα 1942 εκδόθηκε στα αγγλικά η ογκώδης αυτοβιογραφία του που αποτελεί ταυτόχρονα κι ένα εκτεταμένο πανόραμα των ταραγμένων καιρών που έζησε με τίτλο: «Σημείο Καμπής».

Το 1945 αφού αποστρατεύθηκε έζησε κυρίως στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος σποραδικά ι τη Δυτική Γερμανία.

Η αυτοκτονία

Αυτοκτόνησε με υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών το Μάη του 1949 στις Κάννες, πριν συμπληρώσει καλά καλά τα 43 του χρόνια.

Ο πατέρας του ανέφερε το γεγονός και τη θλίψη που του προξένησε ο χαμός του γιου του, αλλά δεν παρέλειψε να σημειώσει και την «έλλειψη ευθύνης»  του και δεν παρευρέθηκε στην κηδεία του που έγινε στις Κάννες ούτε αυτός ούτε η μητέρα του, ούτε η αγαπημένη Έρικα.

Η απολογία του πατέρα

 

«Οι σκέψεις μου διαρκώς επιστρέφουν γεμάτες λύπη στη ζωή του, που τη συντόμευσε κατά αυτόν τον τρόπο. Η σχέση μου μαζί του ήταν δύσκολη, και όχι χωρίς συναισθήματα ενοχής, γιατί αυτή καθ’ αυτή η ύπαρξή μου έριχνε από την αρχή μια σκιά επάνω του. Όταν, ωστόσο, ήταν νέος στο Μόναχο, ήταν ένας πρίγκιπας γεμάτος κέφι, που έκανε ένα σωρό προκλητικά πράγματα. Αργότερα, στην εξορία, έγινε πιο σοβαρός, πιο ηθικός και πολύ πιο εργατικός. Αλλά δούλευε με τέτοιαν ευχέρειαν και ταχύτητα, που σε αρκετά σημεία στα βιβλία του υπάρχουν λάθη και παραλείψεις. Ποιος μπορεί να πει πότε άρχισε ν’ αναπτύσσεται μέσα του αυτή η επιθυμία για θάνατο, που τόσο μυστηριωδώς συνυπήρχε με την επιφανειακή ευθυμία, την εγκαρδιότητα, την άνεση και τον κοσμοπολιτισμό του; Αδυσώπητα, παρ’ όλη μας την υποστήριξη και την αγάπη κατέστρεψε τον εαυτό του, γιατί στο τέλος είχε σταματήσει πια να σκέφτεται τους άλλους.

Ήταν, παρόλα αυτά, αξιόλογο ταλέντο (…) Αν μια μέρα εκδώσουμε συγκεντρωμένα τα καλύτερά του έργα, θα φανεί ότι ο θάνατός του ήταν μεγάλο κρίμα. Τον αδίκησαν πολύ όσο ζούσε και εξακολουθούν να τον αδικούν μετά θάνατον. Νομίζω ότι, όσον αφορά εμένα, πάντα τον επαινούσα και του έδινα κουράγιο», έγραψε στον Χέρμαν Έσσε λίγους μήνες μετά την αυτοκτονία του γιου του, ο πατέρας του.

 

Βοηθήματα:

KLAUS MANN, Μεφίστο, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Άγρα, 2020

KLAUS MANN, Λούντβιχ, σιδερόφραχτο παράθυρο, μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδόσεις Άγρα, 1996

-KLAUS MANN, Σημείο Καμπής, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Εξάντας, 1990

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.