”Το αίμα ανεβαίνει καμιά φορά στο κεφάλι όταν μοχθείς να αντλήσεις από το Μηδέν έναν καινούριο κομήτη με μια καινούρια φυλή του πνεύματος”.
”Είθε, ουρανέ μου ο αναγνώστης να γίνει ριψοκίνδυνος και πρόσκαιρα στυγνός, όσο κι αυτό εδώ το κείμενο που διαβάζει, και να μπορέσει να βρει τον απόκρημνο και άγριο δρόμο του, χωρίς να χάσει τον προσανατολισμό του, μέσα σ’ αυτές τις σκοτεινές και δηλητηριώδεις σελίδες που βαλτώνουν στην ερημιά. Γιατί αν δε δείξει ως αναγνώστης αυστηρή λογική και πνευματική εγρήγορση που να ισοδυναμεί τουλάχιστον με τη δυσπιστία του, οι θανατηφόρες αναθυμιάσεις αυτού του βιβλίου θα λιώσουν την ψυχή του όπως το νερό τη ζάχαρη”.
Με τα λόγια αυτά ξεκινά ένα δύσκολο βιβλίο που ακροβατεί ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία, στον μυστικισμό και στην λογικοφάνεια, εξαιρετικά περιπετειώδες για τον αναγνώστη. Πρόκειται για έξι άσματα που ‘τραγούδησε’ ο κεντρικός χαρακτήρας – ο ήρωας καλύτερα – με το όνομα Μαλντορόρ (Mal d’Horreur που θα μπορούσες τον ονομάσεις και ‘άρρωστο από φρίκη’), ένας περιπλανώμενος σαν τον Μέλμοθ του Μάτουριν, σαν τους ήρωες της Ράτκλιφ και του γοτθικού μυθιστορήματος, αλλά και του Μπάυρον και του Πόε, ο οποίος αντί να εξερευνά την γύρω του πραγματικότητα, έστω τυλιγμένη στην ομίχλη του άγνωστου, καταδύεται στον γερο-ωκεανό για να ανακαλύψει τα πιο φριχτά ερπετά και να φέρει στην επιφάνεια ”ένα χταπόδι με μεταξένιο βλέμμα” που δε σέβεται τίποτα και όπως λέει ο Σουπώ, μας παροτρύνει να μη σεβόμαστε και εμείς.
Οι Σχισματικοί
Αν ο Βερλαίν είναι ο φαύνος (όπως λέει ο Τιμποντέ) που κοιμόταν κάτω από τις βρώμικες γέφυρες ξαπλωμένος πλάι στο Ρεμπώ, που από τη στιγμή που τον ξεσήκωσε εκείνος δεν έπαψε ποτέ του να τον ακολουθεί, αν ο Μαλλαρμέ είναι ο μυστικιστής του στίχου και ο Κορμπιέρ ο πρωτόγονος, τότε ο Λωτρεαμόν με τον φρενιασμένο του μονόλογο που έκανε ”το στόμα των σουρεαλιστών να στραβώσει από θαυμασμό”, ήταν ο ακόλαστος τρελός της λογικής ακολουθίας που οδηγούσε στο γερο-ωκεανό του Μπωντλαίρ, στη διαστροφή του Σαντ, στο μετέωρο βήμα του Ρεμπώ, που δεν ενηλικιώθηκε ποτέ. Κανένας τους δεν είχε την ‘ηλικία της λογικής’ που επιθυμούσε ματαίως και ο Σαρτρ. Λιγότερο από όλους ο Λωτρεαμόν που έκλεβε ασύστολα τον Δάντη και τον Πασκάλ, μεταξύ άλλων, αλλά και κάθε είδους κείμενο αφού του άλλαζε τον πυρήνα.
Όλοι τους ήταν καταραμένοι, όπως τους «βάφτισε» ο Βερλαίν, αυτοκαταστροφικοί, αυτοτιμωρούμενοι (Μπωντλαίρ).
Αν ήταν ακοντιστές, θα έριχναν υπερβολικά μακριά το ακόντιο. Αν ήταν κυνηγοί δεν θα ήθελαν να δουν ζώα σφαγμένα από το δικό τους χέρι. Όλοι αυτοί ήταν ‘’σχισματικοί’’, όπως τους αποκαλεί ο Τιμποντέ.
Ο Λωτρεαμόν
Ο Ισίδωρος Ντυκάς, ο αυτοαποκαλούμενος Κοντ ντε Λωτρεαμόν, ο ακόλαστος του στίχου, ο πρωτοπόρος που ήταν ταυτόχρονα και συνοδοιπόρος τους κι ας μη συνέπηξαν ποτέ λογοτεχνική ομάδα. Βρίσκονταν μόνο στο καφενείο πίνοντας αψέντι και παίρνοντας ναρκωτικά, προσδοκώντας να δουν στους ουρανούς να παίζεται το επίγειο παιχνίδι.
Ο Λωτρεαμόν αποδείχθηκε πιο βιαστικός και από τον Ρεμπώ, που εγκατέλειψε τον ποιητή μέσα του και πέθανε πιο νωρίς κι απ’ αυτόν. Πότε πεθαίνει ένας ποιητής; Μα όταν δεν έχει τι άλλο να πει. Και φαίνεται πως ο Λωτρεαμόν δύσκολα θ’ ανέβαινε σε κορφή ψηλότερη απ’ του «Μαλντορόρ»
Ο άγνωστος βίος
Όπως για όλους έτσι και γι’ αυτόν δύο ληξιαρχικές πράξεις ορίζουν τη ζωή του, μια ληξιαρχική πράξη γέννησης: στο ταραγμένο πολιτικά Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης στις 4 Απριλίου 1846 και μια άλλη θανάτου, 24 χρόνια αργότερα στο ανάστατο από την Κομμούνα Παρίσι, στις 24 Νοεμβρίου του 1870.
Σπάνια γνωρίζουμε τόσο λίγα πράγματα για το βίο και την πολιτεία ενός συγγραφέα που δεν αυτοβιογραφείται κιόλας και έχει αφήσει τα λίγα χρόνια που έζησε μέσα στη γραφειοκρατική μέριμνα, χωρίς να ενδιαφερθεί να μιλήσει γι’ αυτά. Υπάρχουν βέβαια κενά στους βίους των ανθρώπων, αλλά η δική του ζωή παρέμεινε τυλιγμένη στην ομίχλη. Έτσι όλοι σχεδόν μετά το θάνατό του, έπλεξαν να του πλέξουν διάφορους μύθους. Τόσο που ο ίδιος κι ο ήρωάς του έγιναν θρύλος. Οι σουρεαλιστές τον θεώρησαν πρόδρομό τους. Ύστερα ενδιαφέρθηκαν γι αυτόν οι δομιστές, ο Φιλίπ Σολέρ, οι καταστασιακοί.
Ο Σουπώ, ισχυρίστηκε πως πάνω στη βράση της νιότης και της δημιουργικής του ορμής, συμμετείχε στην Κομμούνα. Η πεζή πραγματικότητα μπορεί να είναι πως πέθανε μέσα στην ανέχεια από οστρακιά ή από μολυσματικό πυρετό.
Τα Άσματα
Όσο ζούσε προσπαθούσε να εκδώσει μερικά εκκεντρικά κείμενα, εγωκεντρικά και μισανθρωπικά, που τα είχε ονομάσει ”Άσματα του Μαλντορόρ”. Αλλά ποιος θα έδινε σημασία σε έναν μαθητή που εγκατέλειψε το λύκειο και νόμιζε ότι μπορούσε να γράψει ένα κείμενο εφάμιλλο της ”Αποκάλυψης’’ του Ιωάννη; Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ένας απ’ αυτούς που τον ανακάλυψαν και τον υιοθέτησαν δεν ήταν άλλος από τον έφηβο Αλφρέ Ζαρρύ, συγγραφέα της διάσημης μαθητικής φάρσας: ”Ο Βασιλιάς Υμπύ”.
Το 1868 πριν κλείσει τα 22 χρόνια του, είχε ήδη έτοιμο το α’ άσμα, το οποίο τυπώθηκε σε φυλλάδιο και κυκλοφόρησε. Τα υπόλοιπα άσματα δεν είχαν την τύχη του πρώτου, ώστε τον υποχρέωσαν να αναλωθεί σε μια ατέρμονη αλληλογραφία με εκδότες και τυπογράφους. Πρόλαβε ακόμα να συμπληρώσει το ισχνό σε μέγεθος έργο του από άποψη όγκου και όχι σημασίας, με τα ‘’Ποιήματα I, II’’ όπου προσπαθεί να κλείσει τους λογαριασμούς με τη λογοτεχνική παράδοση και κάπου εκεί ανακαλύπτει και τους λογοτεχνικούς του προγόνους. Τα ποιήματα αυτά μοιάζουν να έχουν βγει από την πέννα άλλου συγγραφέα. Δεν έχουν καμιά σχέση με τα ”Άσματα…”.
Πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Ραούλ Βανεγκέμ ότι πάλευε με τις θολές συγχύσεις του ασυνείδητου προσπαθώντας να τις υποβάλλει σε λογικό έλεγχο. Αντίθετα ο σύγχρονός του Λεόν Μπλουά, γνωστός συκοφάντης, ισχυρίστηκε πως πρόκειται για έργο ενός σχιζοφρενούς. Μια τέτοια αυθαίρετη και αστήριχτη κατηγορία που ρίχνει στην αγκαλιά της ψυχιατρικής τη λογοτεχνία δεν μπορεί παρά να θέλει να ενταφιάσει κάτι που του φαίνεται εξαιρετικά σημαντικό.
Δυο δεκαετίες μετά το θάνατό του, ο συνετός Ρεμί ντε Γκουρμόν, ανέσυρε από την αφάνεια το σημαντικό αυτό έργο. Από τότε ένας τεράστιος όγκος βιβλιογραφίας ήταν μοιραίο να το σκεπάσει.
Έργο σκοτεινό…
Έργο διανοητικού πρωτογονισμού, εξωφρενικής αφηγηματικής χρήσης της λεπτομέρειας γεμάτο με εικόνες φρίκης, ασύλληπτης θηριωδίας, και κυρίως απουσίας συναισθηματικής σχέσης με τα πράγματα, ένα έργο που ξεχειλίζει από χιούμορ, ειρωνεία, αριθμητική, αερώδεις συνειρμούς, απίθανους συλλογισμούς, διηγηματική ασυνέχεια, ένα παθιασμένο παραλήρημα ίδιο με αναβράζον ηφαίστειο, όπως πολύ ωραία σημειώνει ο καλός μεταφραστής του «Μαλντορόρ», Στρατής Πασχάλης.
Έχουμε να κάνουμε λοιπόν μ’ έναν άγνωστο βίο, ένα δύσκολα προσβάσιμο έργο, που λάμπει από μεγαλόπρεπα σκοτεινή ποίηση που γράφτηκε από ένα πρόσωπο που μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε ούτε τη μορφή του. Όπως με τη ζωή του έτσι συνέβη και με το πρόσωπό του. Ο Φελίξ Βαλοτόν τον ζωγράφισε από την φαντασία του, ο Νταλί φιλοτέχνησε ένα σκίτσο του και μια φωτογραφία που κανείς δε γνωρίζει από που προήλθε, υποτίθεται ότι δείχνει τον ποιητή που δεν πρόλαβε να γεράσει, Ισιντόρ Ντυκάς.
Βοηθήματα:
-
Λωτρεαμόν, Μαλντορόρ, μτφρ. Στρατής Πασχάλης, εκδόσεις Νεφέλη 2017.
-
Λωτρεαμόν, Εισαγωγή Φιλίπ Σουπώ, μτφρ. Γιώργος Σπανός, εκδόσεις Πλέθρον 1984.
-
Περιοδικό Διαβάζω, τ.χ. 355, 1995.