”Είμαι ο Ζοφερός – ο Χήρος – ο Απαρηγόρητος
Ο Πρίγκηπας της Ακουιτανίας με τον καταλυμένο Πύργο:
Το μοναδικό μου Αστέρι πέθανε – και το αστερωτό λαούτο μου
Φέρνει το μαύρο Ήλιο της Μελαγχολίας”
Ζ. ντε Νερβάλ
”Περπάτησα για πολύ μέσα στη νύχτα
κάτω από τις ελιές με τα σκονισμένα φύλλα
(…)
Σαρκοβόρα γη!
που διώχνει τους σοφούς και σκοτώνει αποστόλους προφήτες
(…)
Είμαι ο κτηνώδης και αδιόρθωτος κοντοτιέρος”
Μιχαήλ Μητσάκης
Έχουν να λένε οι άνθρωποι για τους άλλους ανθρώπους. Έχουν να λένε κατηγόριες, έχουν να λένε και ιστορίες. Πικάντικες. Πιπεράτες. Ζοφερές. Κολασμένες. Όταν βλέπουνε ένα μεθυσμένο ακόμα κι αν δεν είναι στο φυσικό του χώρο, στο μπαρ, τον αναγνωρίζουν αμέσως. Σιγά το δύσκολο. Ο μεθυσμένος παραπαίει. Παραληρεί. Πίνει για να ξεχάσει αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να θυμάται. Όλα είναι στο νου του. Έρωτας, ανάγκες, επιθυμίες. Ό,τι είχε και ό,τι απεμπόλησε. Δεν μιλάμε για τον ανώνυμο μεθύστακα – πρόσωπο ιερό φυσικά – αλλά για τον Μάλκομ Λόουρι, τον συγγραφέα που απεμπόλησε πολλά, σχεδόν όλη του τη ζωή, τις φιλοδοξίες του για επιτυχία. Ποτέ δεν είχε το μικρόβιό της. Θα μπορούσε να γίνει διάσημος για κάτι άλλο απ’ αυτό που ‘χε γίνει, αλλά αυτό ήθελε να είναι ο μέγας Πότης συγγραφέας, ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας χωρίς να χρειαστεί να γράψει δύο ράφια ή και περισσότερα με τα Άπαντά του. Ένα ή δύο βιβλία ήταν αρκετά. Το ένα όμως απ’ αυτά που του πήρε δέκα χρόνια να το γράψει. Να χάσει τα χειρόγραφα μέσα σ’ ένα ταξί και να τα ξαναγράψει. Λες και το είχε όλο στο μυαλό του αλλά δυσκολευόταν να το βγάλει μονορούφι. Αυτός που δεν ήταν ούτε μια στιγμή νηφάλιος από τα δεκαέξι του χρόνια. Αυτός που προσπάθησε να πνίξει τη δεύτερή του γυναίκα, τη Μάρτζορι και που έκανε τη πρώτη του γυναίκα διάσημη, αφού την εγκατέστησε με το όνομα Υβόν σ’ αυτό το αριστούργημα με τίτλο ”Κάτω απ’ το Ηφαίστειο”. Εκεί που βρισκόταν πάντα. Ένα βήμα από το χείλος του κρατήρα ή στους πρόποδες του ηφαιστείου όταν έπρεπε να προετοιμαστεί. Να γεμίσει τις φλέβες του με τζιν. Τζιν με πορτοκάλι, το καλύτερο φάρμακο για να αποτοξινωθεί κανείς από το σκέτο τζιν, έλεγε.
Ο Μάλκομ Λόουρι γεννήθηκε το 1909 στο Λίβερπουλ. Αν και ο πατέρας του ήταν εύπορος κι αυτός μπορούσε μια χαρά να βολευτεί και να βολέψει τη ζωή του σε μια ευμάρεια που θα του προσφερόταν με αντάλλαγμα να αναγνωρίσει πως η ζωή του είχε ένα νόημα, αυτός τ’ άφησε όλα τα συμβατικά και κομφορμιστικά πράγματα που ακολουθούμε οι άνθρωποι πίσω του και μπήκε στη Κόλαση που είναι το πρώτο άσμα της ”Θείας Κωμωδίας”, θέλοντας να γράψει τη δική του Θεία Κωμωδία, όπου το πρώτο βιβλίο [γραμμένο το 1937 – 1947 στο Μεξικό] θα ήταν το ”Κάτω απ’ το Ηφαίστειο”, το δεύτερο η ”Σελήνη” θα ήταν το Καθαρτήριο και το τρίτο το ”Μονοπάτι της Βρύσης” ο Παράδεισος. Ολοκληρώνοντας αυτό τον κύκλο θα δρασκελούσε αντί για την Αχερουσία, την ευφροσύνη, την ευτυχία, το απόγειο της δόξας. Αλλά δεν ήταν ο άνθρωπος που επιδίωκε ό,τι επιδιώκουν οι πολλοί. Μπάρκαρε λοιπόν για το πρώτο του ταξίδι στα δεκαοχτώ του. Μπήκε θερμαστής σ’ ένα φορτηγό πλοίο που πήγαινε στην Άπω – Ανατολή, μάλλον ακολουθώντας αυτό που ο Μπωντλαίρ έλεγε, πως είναι δικαίωμα του καθενός, να φεύγει. Και τη φυγή αυτή τη πραγματοποίησε με όλους τους τρόπους, κυριολεκτικούς, μεταφορικούς και συγγραφικούς. Αυτό το πρώτο του ταξίδι του πρόσφερε το μυθιστόρημα ”Ούλτραμαριν”. Στα εικοσιέξι υποβλήθηκε σε αποτοξίνωση και φυσικά ξανακύλησε. Άνθρωποι σαν τον Μάλκομ Λόουρι, ζουν για να πίνουν γι’ αυτό κανείς ποτέ απ’ όσους τον είχαν συναντήσει δεν τον είχε δει ξεμέθυστο. ”Τη νύχτα ζούσε, τη μέρα έπινε και πέθανε παίζοντας γιουκαλίλι”. Το ποτό ήταν το πεπρωμένο του, η γραφή το ίδιο. Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία μιας ζωής που ενδιαφέρουν ή κάνουν τους ανθρώπους να τα κυνηγούν, αυτόν τον άφηναν αδιάφορο.
”Ο θάνατος του καημένου του Πάπα ήταν αναπόφευκτος. Σαν να μη ήταν αναπόφευκτος ο θάνατος του καθενός”, γράφει στο ”Κάτω απ’ το Ηφαίστειο”. Και ο δικός του, λοιπόν, αναπόφευκτος ήταν, μόνο που τον συντόμευσε αρκετά, αφού κοιμόταν αγκαλιά με μια μπουκάλα τζιν αντί για τη Μάρτζορι η οποία έκανε ότι ήταν δυνατό για να τον επαναφέρει στη πραγματικότητα. Η πραγματικότητα όμως γι’ αυτόν σχεδόν δεν υπήρχε, δεν την είχε ζήσει δεν την είχε γνωρίσει και δεν ήθελε να τη ξέρει. Ήταν μια ”ξένη, φορτική”, όπως θα ‘λεγε ο Κώστας Καρυωτάκης. Ήταν κληρονόμος πολλών ανθρώπων, πολλών συγγραφέων, πολλών καταραμένων ψυχών. Ίσως είναι μάταιο να τους απαριθμήσουμε αφού ο καθείς καλά τους γνωρίζει. Τους καταλαβαίνει ή όχι αδιάφορο, το σίγουρο είναι πως βιβλία σαν το ”… Ηφαίστειο” δεν θα μπορούσαν να γραφτούν παρά μόνο βουτηγμένα στο τζιν ή στο ουίσκι ή στη μεσκαλίνη. Σ’ ότι μπορεί να παρασύρει τον καθένα που δεν θέλει να ζήσει τη ζωή των άλλων, στην καταστροφή. Ο Μάλκομ Λόουρι κοιτούσε πάντα αυτή τη μαυρισμένη τρύπα του κρατήρα και ισορροπούσε στο χείλος της, ώσπου έναν καυτό Ιούλιο, αφού είχε φύγει από το Μεξικό που του είχε χαρίσει το μεγάλο βιβλίο αλλά και την Κόλαση, πέθανε σ’ ένα μικρό χωριό του Σάσεξ σαρανταοκτώ ετών στις 27 Ιουνίου του 1957. Τα τελευταία του χρόνια στο Λονδίνο δε μπορούσε ούτε να κρατήσει το μολύβι στα δάχτυλά του. Ο τρόμος, το τρέμουλο δηλαδή των χεριών των αλκοολικών το βλέπουν πιο καθαρά οι νηφάλιοι παρά αυτοί που πίνουν. Δεν μπορούσε να χαράξει ούτε το όνομά του. Υποβλήθηκε σε ηλεκτροσόκ στο ψυχιατρείο του Ουίμπλετον και ομολόγησε: ‘’διψούσα τόσο πολύ που ήπια τα ίδια μου τα κάτουρα”. Στην πρώτη επίσκεψη στον ψυχίατρο είχε δηλώσει σίγουρος και χωρίς περιστροφές ότι του αρέσει να είναι αλκοολικός και παραδίνεται στο ποτό από προμελέτη. Έλεγε ψέματα. Ή έτσι νόμιζε ή έτσι ήθελε να πιστεύει. Χρησιμοποίησε το δεύτερο δικαίωμα που αναγνώριζε ο Μπωντλαίρ σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα, το δικαίωμα της αντίφασης αν και ποτέ δεν παραδέχτηκε, δημοσίως τουλάχιστον, πως το ποτό τον διέλυε. Επέμενε ίσως γιατί όπως ο πρώην πρόξενος, Τζέφρυ Φέρμιν ο ήρωας του ”Ηφαιστείου” πως η διαλυμένη συνείδηση μπορεί να γίνει το προνομιούχο μέσο για να καταφέρει κανείς να φτάσει στην ενότητα πριν φτάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι, στο πάτο. Το χάος της ύπαρξης, η άβυσσος του νου δεν απασχολεί όλους τους ανθρώπους το ίδιο, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι μακροημερεύουν κυνηγώντας χίμαιρες μέχρι να καταλάβουν πως όλα είναι μάταια σ’ αυτό τον κόσμο όπως και οποιαδήποτε σωτηριολογία, οποιαδήποτε παρηγοριά. Ιδού ένα δεξιοτεχνικό πορτραίτο σχεδόν μόνο με επίθετα του Κόνραντ Κινκερμπόκερ για τον Μάλκομ Λόουρι:
”Αμετανόητος μέθυσος, αποκληρωμένος κληρονόμος, εξόριστος στο περιθώριο της κοινωνίας, ναυτικός νοσταλγός της θάλασσας, συνθέτης φοξ-τροτ, με το κομμάτι μουσικός που έπαιζε γιουκαλίλι, σταλμένος στις αποικίες με την οικονομική ενίσχυση του πατέρα του, συφιλιδόφοβος, αυνανιζόμενος ποιητής, δημιουργός μύθων και Φάουστ. Όλ’ αυτά μαζί’’.
Το 1948 συνάντησε στο Παρίσι την μεταφράστρια του ‘’Ηφαιστείου’’ στα γαλλικά Κλάρις Φράνκλον που επειδή είχε συνεχείς νευρικούς σπασμούς τον οδήγησε στο νοσοκομείο στενοχωρημένη γιατί έλεγε:
’’Έβλεπε κανείς από τη μια μεριά τον πιο δραστήριο, τον πιο νηφάλιο, τον πιο υγιή άνθρωπο που υπήρξε ποτέ, μ’ ένα σπάνιο φυσικό σφρίγος, με μια ασυνήθιστη δύναμη για δουλειά που μπορούσε να φτάσει μέχρι τον ασκητισμό, κι απ’ την άλλη έβλεπες ένα τρελό, μανιακό βορά των δαιμόνων, πάντα στα χέρια των κακοποιών δυνάμεων που αφήνει να τον διώξουν απ’ τους κήπους του κόσμου παραπαίοντας στο χείλος της αβύσσου’’.
Μόνο που γι αυτόν από τότε που το αλκοόλ συνάντησε το γράψιμο βάδισαν μαζί, άρρηκτα δεμένα, όπως άλλωστε και του Φέρμιν, του ήρωά του που αναρωτιέται μη βλέποντας μπροστά του παρά το Τίποτα:
’’Γιατί βρίσκομαι εδώ; λέει η σιωπή, τι έχω κάνει; απαντάει το κενό, γιατί ρήμαξα τον εαυτό μου τόσο ηθελημένα; χαχανίζουν τα λεφτά στο συρτάρι, γιατί έπεσα τόσο χαμηλά σουσουρίζει η δημοσιά και η μοναδική απάντηση σε όλα αυτά ήταν:- Η πλατεία δεν του έδωσε καμιά απάντηση’’.
‘’Ο πρώην Πρόξενος, πρώην μέλος του ναυτικού της Αυτού Μεγαλειότητος, πρώην μέλος του προξενικού σώματος της Αυτού Μεγαλειότητος, πρώην φίλος, πρώην εραστής, πρώην φιλόδοξος, πρώην φυσιολογικός άνθρωπος και νυν μέθυσος’’, γράφει ο Παπαγιώργης πεθαίνει σαν το σκυλί, μαχαιρωμένος από κάποιον εγκληματία που τόλμησε να προκαλέσει. Σίγουρα όχι αναπόφευκτα όπως ο Πάπας ή ο καθένας, αλλά ‘’σαν έτοιμος από καιρό’’ ώστε να ολοκληρωθεί το απόλυτο κενό, η οριστική απώλεια μη μπορώντας να παίξει άλλο αυτή τη φάρσα που λέγεται ζωή και πριν αδειάσει το ποτήρι του.
ΒΟΗΘΗΜΑ:
περ. Διαβάζω, τχ.281, 19/2/1992, αφιέρωμα στις Ασθένειες συγγραφέων