«μη βρίσκοντας τόπο ν’ απαγκιάσει ‘’είχαν πια σκληρύνει τα δάχτυλά της’’ και δεν μπορούσαν να την υπηρετήσουν»
Τίμος Μαλάνος
Πάλι για τις «Δύσκολες Νύχτες»
Ο Ξενόπουλος απορρίπτει τον χαρακτηρισμό ‘’παραληρηματικό’’ και ισχυρίζεται πως είναι ένα ‘’ρομάντσο αληθινώτατο’’ με μια θελκτική ασυναρτησία.
«Ύστερα μια μέρα μου ‘παν ότι θα πάμε ταξίδι σ’ άλλο τόπο. Τι ήταν εκείνο που ένιωθα σ’ εκείνη την αναμονή… Παραλούσαν τα γόνατά μου σαν το σκεφτόμουν και μ’ έσφιγγε ο λαιμός τόσο πολύ δυνατά, να με πνίξει».
«Όταν ξημέρωνε το φως της μέρας πήγαινα στο σκολειό. Η θέση μου είτανε στ’ αριστερό θρανίο, πρώτη στην πρώτη σειρά. Τα παιδιά λέγανε είναι πλούσια. Αγαπούσα τα γράμματα κι ήξερα πάντα το μάθημά μου. Η δασκάλα μου ‘λεγε εύγε. Τα παιδιά μουρμουρίζανε – είδες για νάναι πλούσια! Κατάλαβα πως με σιχαινόταν. Όλο το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι μου, τι στενοχώρια».
«…μια μέρα για να εξασφαλίσει την ησυχία της και να μην την πολυσκοτίζω, η νταντά μου κατάφερε και μου βρήκε μια φιλενάδα. Γειτονοπούλα μας είτανε, και κόρη της ράφτρας που έκανε μεροκάματα σπίτι μας, η Ανέζα».
Ο Μάριο Βίττι στο «η Γενιά του Τριάντα, Ιδεολογία και μορφή» στο απόσπασμα που παραθέτει, παραδέχεται πως η συγγραφέας παραβαίνει την ‘αστική αφήγηση’ επειδή χρησιμοποιεί λαϊκό αφηγητή, αλλά δεν προχωρά πιο πέρα από κάποια όρια καταργώντας τη σύνταξη:
«Κάλλιο, Θανάση, λέω, καλό κακό και φέβγοντας, μια στάλα να τις ιδεάζουμε στο πρώτο μας ταξίδι τις γυναίκες . –Τόκαμα εγώ Θανάση. Είταν η εδικιά μου άγγελος. Καιρό ν’ εβάλανε τα μάτια της να με θεωρήσουν ίσια. Όμως δεν ξαίρεις το τι γένεται …κάλλιο να δέσω τη δουλειά μου είπα. Σμαρώ τη λέγανε, – Σμαρώ της είπα, – δεν είμαι κακός άνθρωπος, θα με γνωρίσεις νιώθω απ’ όλα. Σ’ απαρατώ στον άνεμο, και στη διάθεσή σου… ‘’Άπαξ και δε θα σε κόφτει, Σμαρώ, το προτιμώ εκείνο. Θάχω την ησυχία μου και να μη φθείρομαι για πιστρεμό. Σα νιώσεις όμως πως θα σε κόφτει …, κι αλλιώς δε γένεται, Σμαρώ, μην μπερδευτείς με κάναν άλλο… Θα σε σκοτώσω, και θα ξενερίσω, ή και μπορεί να σκοτωθώ, το βλέπεις, – θα με καταστρέψεις».
Ενώ στο παρακάτω παράθεμα λίγο θέλουν τα πράγματα να ξεχαρβαλωθούν:
«υπομονή, παιδιά, υπομονή, παιδιά παιδιά ουούφ! Όλο παιδιά μας έλεγε, και η Ισμήνη ετραγουδούσε πολύ ωραία η Ισμήνη, όμως μήηηνες έκανε να μου δοθεί η χάρη να της μιλήσω αν και την αγαπούσα μ’ άρεσε, είτανε έξυπνη και χλωμή, γιατί είταν λέει νεβρικιά και έπρεπε να την αφίνομε μονάχη. […] Αλλά ο κόσμος πού να είτανε τώρα; – μην έχετε περειέργειες, παιδιά παιδιά όχι περιέργειες, μπρρ! Της έβγαζα τη γλώσσα μου. Δεν το βρήκα μονάχη, μου τόπανε και τόκανα οι άλλες».
Προσπαθώντας να αντιγράψει μ’ ένα μάλλον ακριβή αλλά και πάλι όχι πολύ ακραίο τρόπο την παιδική γλώσσα θυμίζει ως ένα σημείο την «Εroica” του Κοσμά Πολίτη. Ωστόσο διαπιστώνει κανείς πως οι τοτινές ενστάσεις με την πάροδο τόσων χρόνων γεμάτων γεγονότα έχουν αμβλυνθεί. Η υπερεαλίζουσα μορφή – κατά τον Αργυρίου- των «Δύσκολων νυχτών» γίνεται στο «Θέλετε να χορέψουμε Μαρία;» υπερεαλιστική. Σωστά η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου στο αφιέρωμα του «Ηριδανού» για τον ελληνικό υπερρεαλισμό βάζει απόσπασμα από αυτό το δεύτερο μυθιστόρημα πλάι στον Σκαρίμπα, τον Πεντζίκη, τον Μπεράτη.
«Κι ο κόσμος τότε από ψηλά, παρακολούθησε όλα ετούτα τα παρακάτω. Πυκνά απέραντα δάση από βελανιδιές εξαντλημένα πλέξανε μέσα στο ίδιο το πολύτιμο το αίμα τους. Κοπάδια που δεν πήρανε είδηση το τέλος του αγώνα ακόμα εξακολουθούσανε με κάθε ορμή να τρέχουνε. Μαζί μαζί μέσα στον ίδιο πόνο καταστραφήκανε αιώνια και προσωρινά πράματα. Και βρήκαν αφορμή και συναλάξαν μερικοί για να τους έρχονται καλίτερα, τα καπέλα τους. Κι άλλοι πουλήσαν το στομάχι τους σε άλλοι που το χάσανε, για ναποχτήσουνε δικαίωμα να ανεβούνε το λόφο, που ίσαμε τότες βέβαια χωρίς καμιά περίσταση, και δεν τον εγνωρίσανε. Πάρα πολλές φωλιές καταστραφήκαν βέβαια, και πολλά χάσανε το χρώμα τους από τις κακουχίες εκείνες τις ξαφνικές. Όμως το φως και ο σκαντζόχοιρας είδαν τόσα τα μάτια τους εκείνη την ημέρα, την καταστροφή, και ο κρίνος τότε βάφτηκε μέσα στο τόσο κίτρινο, και έγινε τόσο ωραίος, και ένα σωρός μικρά μικρά τόσα μικρά ακέφαλα πραματάκια τρέξανε και εκολήσανε και δόστου δόστου επιπιλίζανε κάτι ρίζες που βρέθηκαν κολλημένες στα βράχια, και οι ρίζες τα περιφρονέσανε και δε λέγανε τίποτα, ούτε και τα κλωτσήσανε μέσα στην ακαταδεξία τους για πράματα τόσο μικρά! αλλά ήρθανε κι άλλα, κι ακόμα κι άλλα, αλλά και δόστου δόστου εγλύφανε και εξεριζόσανε τις ρίζες, και το βράχο, και τότε, κακομοίρη άνθρωπε, είνε που βρέθηκε εκεί δίπλα το σπίτι σου απροστάτεφτο, και έγειρε, κι εκύλησε στη θάλασσα».
«Τις Κυριακές μ’ επήγαιναν σ’ ένα συγγενικό μας σπίτι. Είχε μιαν αυλίτσα με κόκκινα γιασεμιά κι ένα πηγάδι χτιστό γύρω γύρω. Με πέτρες. Οι τοίχοι του όλο βασιλιάδες και βασίλισσες, φορτωμένοι ζωγραφιές με μπούκλες και χρυσά φουστάνια. Τα παράθυρά του ποτέ δεν ανοίγανε, και μια βρώμα από μούχλα το σπίτι γεμάτο».
Κι επειδή οι νύχτες ήταν δύσκολες ξημέρωνε νωρίς ο Θεός τη μέρα. Πουθενά δεν τον συναντούσες, αλλά αυτός, μερικοί λένε, ήταν εκεί σαν «πανταχού παρών» που ήταν.
Και να σου η μαμά που έλεγε: «50 χρόνια θέλει ο άνθρωπος ύστερα από τη / γέννησή του / να γεννηθεί…».
Αυτό που εννοούσε η μητέρα το κατάλαβε αργότερα η Μέλπω- πάντως πριν φτάσει τα 50, όταν μπήκε στη μέση ο διάβολος. Πάντως πριν κι από αυτόν η Μέλπω έφτιαξε το διαβατήριό της τον «Εικοστό Αιώνα»[1946], που θα μεταφραστεί σε πέντε γλώσσες τα επόμενα χρόνια ενώ θα το επαινέσει ο Αραγκόν: «Το μυθιστόρημά σας Κυρία, είναι ένα δώρο που κάνετε στην πατρίδα μου». Της λέει ακόμα πως «είναι γεμάτο ήχους, τραγούδια και ψιθύρους: ακόμα μια φορά πώς να μην είμαι υπερήφανος για το ότι βρήκατε μόνο τη γλώσσα μας για να μπορούν ν’ ακουστούν».
Ο Μέμος Μακρής της φτιάχνει ένα γλυπτό σε ξύλο. Αλλά στη Βαρσοβία όπου βρίσκεται τέλη δεκαετίας του ’40 – αρχές ’50 επιδεινώνεται η βρογχίτιδα από την οποία πάσχει. Λέει ότι κινδυνεύεις να μείνεις στήλη άλατος αν τολμήσεις να σταθείς ένα λεπτό χειμώνα καιρό σε δρόμο της Βαρσοβίας.
Απ’ τη Γαλλία φεύγει αναγνωρισμένη ως σπουδαία συγγραφέας στρατευμένη στην Αριστερά. Δαφνοστεφής. Έβαλε 300 υπογραφές κάτω από κείμενα που υπερασπίζονταν διάφορες αδικίες που διέπραττε η εξουσία, πλάι σ’ αυτές των Πικάσο, Νερούδα, Ζολιό-Κιουρί, Αραγκόν.
«Εμείς δεν είμαστε πουλιά. Είμαστε τρομερά σκυλιά. Υπερασπιζόμαστε ένα κατώφλι. Κι αν οι λύκοι θέλουν να το διαβούν θα περάσουν πάνω από τα κορμιά μας, η πόρτα δεν θ’ ανοίξει εύκολα», γράφει σε άρθρο που δημοσιεύεται στο γαλλικό περιοδικό «Les Lettres Francaises», μετά την απέλασή της στις 14/9/ 1950.
Το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου φεύγει από τη Δρέσδη και εγκαθίσταται στο Βερολίνο, όπου μεταφράζει τη «Μάνα» του Γκόρκυ.
Ακόμα 14 χρόνια θα περιπλανηθεί εξόριστη και κυνηγημένη από την Κυβέρνηση της Αθήνας που εκεί αλλά και στην επαρχία προσπαθεί ν’ αφανίσει τους ηττημένους κομμουνιστές δολοφονώντας, εκτελώντας, φιμώνοντας εξορίζοντάς τους. Η λευκή τρομοκρατία θριαμβεύει. «Ταξιδιώτης εξόριστος στους φιλικούς τόπους των λαϊκών δημοκρατιών». Δουλεύει στο ραδιοφωνικό σταθμό της Βαρσοβίας μένοντας σε πολυτελές ξενοδοχείο.
Γράφει απ’ όλα: σχόλια, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, διηγήματα, μεταφράσεις. Δημοσιεύει τα διηγήματα του τόμου «Σύντροφοι Καλημέρα» και το δοκίμιο «Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας». Επικρίσεις για τα διηγήματά της αλλά και τα δοκίμιά της. Δεν μπαίνει στην ουσία, δεν πάει σε βάθος. Και διατυπώνουν παρατηρήσεις οι επικριτές, ψευδώνυμοι συνήθως, από τις επιτροπές διαφώτισης, για τους ήρωές των διηγημάτων της και τις πράξεις τους. «Έλλειψη αρκετού βαθαίματος». Γιατί παρουσιάζει ιδεαλιστικές λογοτεχνικές σχολές; Τι προοδευτικότητα βρίσκει στον Φρόυντ; Αυτά για τις χρονιές 1953 και 1955. Για τρεις μήνες το 1956 μένει στο σπίτι του Πέτρου Κόκκαλη του γιατρού που ήταν μέλος της Κυβέρνησης του Βουνού στο Ανατολικό Βερολίνο όπου γνώρισε όλους τους διανοούμενους που είχαν καταφύγει εκεί. Το πνευματικό επίπεδο της πόλης ξεπερνούσε εκείνο της Βαρσοβίας. Η ετεροθαλής αδελφή της τηλεγραφεί πληροφορώντας την για το θάνατο της μητέρας της. Οδυνηρό νέο, την καταρρακώνει.
Μεταφράζει Τσέχωφ και Άντερσεν στα ελληνικά και το μυθιστόρημα του Αντρέα Φραγκιά «Άνθρωποι και σπίτια» στα γερμανικά.
Οι επίμονες προσπάθειες αρχές της δεκαετίας ’60 για τον πολυπόθητο επαναπατρισμό της στερούν το διαβατήριο. Στο μεταξύ έχει συναντηθεί στη Ρώμη με τα ετεροθαλή αδέλφια της.
Απελπίζεται, σιωπά, γράφει, νοσταλγεί. Συνάντησε του Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες δε φοβήθηκε το θυμωμένο Ποσειδώνα, είναι κόρη της θάλασσας αυτή. Μια Ιθάκη την περιμένει όπως όλους τους ξενιτεμένους, τους μετανάστες, τους εξόριστους, τους παρίες Πρέπει κι αυτή να μάθει οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
«Εδώ στάθηκα τώρα
Με το παλιό ραβδί μου
Συχνά ένας γέρος άνθρωπος
Ξεχνά τις ημερομηνίες
Για να θυμάται πιο καλά τα πράγματα
Στο σπίτι μου ήρθα τώρα
Ταξιδιώτης ξένος στο καράβι μου
Δεν έβγαλα φορτωτική
Δεν έχω εντάξει τα χαρτιά
Άνοιξε νύχτα το φεγγίτη
Εσύ κυρά μου που είσαι γενναία
Πατρίδα σ’ ονομάζουνε για να μου το κρύψεις
Το κοντραμπάντο μου» [1959]
Το 1964 τελειώνει, η θητεία της στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ, η Καλλιανέση την πληροφορεί για την επανέκδοση των βιβλίων της, η Μπεάτα Κιτσίκη που αγωνίστηκε για την επιστροφή της χαίρεται, γιατί η επί 18 χρόνια εξόριστη συγγραφέας επιστρέφει στην πατρίδα.
Γίνεται μέλος της συντακτικής επιτροπής της «Επιθεώρησης Τέχνης», μένει μαζί με την Έλλη Λαμπρίδου. Κάνει ένα τρίμηνο ταξίδι στην Ιταλία και το Παρίσι. Ξαναβλέπει τους Γάλλους και Έλληνες φίλους της. Τον Αραγκόν, το ζεύγος Μπασίς, τον Κλωντ Ρουά, το Σβορώνο, τον Νικηφόρο Παπανδρέου, το Θράσο Καστανάκη.
Το 1966 ξανασυναντά τα ποιήματά της. Τις τρεις μακριές συνθέσεις της [«Σύμπτωση», «Κοντραμπαντο», «Θαλασσινά»] σ’ ένα τόμο εκδομένο από τον «Κέδρο».
Ξανακυκλοφορεί και το ‘διαβατήριο’ της που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο που διύθυνε ο Αραγκόν στα γαλλικά, ο «Εικοστός αιώνας» απ’ το «Θεμέλιο».
Πάνω που προσπαθεί να ξαναβρεί το νήμα που είχε κοπεί βίαια πριν 18 χρόνια, τώρα που ξαναβρίσκεται με τα ετεροθαλή αδέλφια της, αλλά ταυτόχρονα νιώθει πάλι ανασφαλής και λίγο ξένη προς την πόλη που έχει πια αλλάξει πολύ κατά τη μακριά της απουσία, γίνεται η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Χάνει πάλι τους φίλους της πάνω που τους είχε ξαναβρεί γιατί φυλακίζονται ή αυτοεξορίζονται.
Επισκέπτεται τη Μύκονο. Σοκάρεται από την τουριστική ανάπτυξη.
« Όπου και να ταξιδέψει η Ελλάδα την πληγώνει».
Καταγίνεται με μεταφράσεις. Κάτι κομψά μικρά βιβλιαράκια στον «Κέδρο». Επαινετικά σχόλια. Και το κύκνειο άσμα η «Κάδμω» μ’ εκείνη τη νυχτιάτικη ταλαιπωρία του σκρίνιου που ξενύχτησε στο πεζοδρόμιο: «Γυρίζεις λοιπόν έπειτα πό 18 χρόνια και βρίσκεις παραπεταμένα τα πράματα που άφησες: το μικρό βαλιτσάκι σου με άχρηστα τώρα πια βιβλία, τα βιβλία που έγραφες εσύ, σκωροφαγωμένα . Βρίσκεις τα πρόσωπα που συμπαθούσες, να έχουν αλλάξει εντελώς ζωή, το σκρίνιο σου να είναι ένας κουτσός σκελετός, η καλαθούνα σάπια. […]
Ν’ αρχίζεις τη νέα σου ζωή, με το τίποτα. Γυμνή σαν το σκουλήκι, όπως σαν έπιασες την πρώτη φορά την πένα για να γράψεις. Να ξαναρχίζεις τη νέα σου ζωή σαν να είναι μια παλάμη ανοιχτή. […]
Αμέσως εκείνη την πρώτη νύχτα που γύρισες στην πατρίδα σου, ήρθαν κάποιες φωνές να σε χαιρετήσουν εσένα, την Κάδμω, την ώρα που κοιμόσουν. Ή μήπως είσαι ξυπνητή;
Όχι, όχι! Είναι πραγματικά τα επεισόδια που ονειρεύεσαι. Στα πρώτα βήματά σου μέσα στην πολιτεία, στέκεσαι στη γωνιά, σ’ ένα πεζοδρόμιο και βλέπεις ξαφνικά ένα νεκρό να είναι πλαγιασμένος πάνω στα γόνατα του ζωντανού μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο. Έρχεται από ψηλά, πέρασε δρόμους, χαράδρες, κορφές βουνών, δεν άνθεξε η καρδιά της, και κατεβαίνει από ψηλά η Λουκία, -γιατί Λουκία τη λέγανε – και μπαίνει νεκρή, μέσα στην πολιτεία, πάνω στα γόνατα του ζωντανού ανθρώπου, που τη συνοδεύει.
Έτσι είναι οι αναμνήσεις. Ο καιρός έρχεται και φεύγει. Αυτός είναι εκείνος που θα πει την τελευταία λέξη, για όλα αυτά που γράφει η Κάδμω: για το νεκρό ή για τη γαζία που ξεπερνούσε τον τοίχο εκείνης της αυλής».
Έμαθε να γράφει σαν καλή κι επιμελής μαθήτρια πρώτα, ύστερα δημιούργησε το δικό της οίκο ραπτικής θαρρείς για να μην ακούει ‘’στα βέβαια αυτιά της’’ τις λοιδορίες των συμμαθητριών της που την σιχαίνονταν γιατί ήταν πλούσιε και με την αναγωγή που κάνανε: καλή μαθήτρια. Μπήκε στο κόμμα κι έπρεπε ν’ αποδείξει πως ήταν άσσος στο γραπτό λόγο, ύστερα σύνθεσε κάποια διηγήματα, το πρώτο μυθιστόρημα, το δεύτερο, απόκτησε το δικό της ύφος, στην εξορία έχασε τη γλώσσα μαζί με την πατρίδα, αλλά η γλώσσα είναι πατρίδα, κανονική πατρίδα για ένα συγγραφέα, όχι υποκατάστατο, αλλά ταυτόχρονα γεμάτη σύμβολα, κανόνες και σημεία στίξης, δηλαδή μια φυλακή που πρέπει να βρεις ένα παράθυρο μια πόρτα για να αντέξεις μέσα της κι αυτή ήταν πολύγλωσση, περιπλανώμενη σε τόπους εξορίας ζητώντας να επιστρέψει κουρασμένη γεμάτη νοσταλγία έχοντας αφήσει πίσω ένα σκρίνιο ποιος ξέρει να της πει τι απέγινε. Γύρισε και πάλι έμενε σε ψηλοτάβανα δωμάτια ξενοδοχείων ή πανσιόν.
Ανέστια, μοναχική με τα βιβλία της να βλέπει να εκδίδονται ξανά, τη μόνη παρηγοριά της. Δεν πρόλαβε το τέλος της χούντας, την προδοσία της Κύπρου και την εισβολή, κι αφού πέρασε και το Καλοκαίρι του 1972 στη Μύκονο, το «σπίτι» της πέθανε 23 Μαΐου του 1973 πριν προλάβει να ξαναπάει στο γενέθλιο τόπο, το νησί της-πρόλαβε ωστόσο να ξεφυλλίσει τη «Κάδμω», είδε και το ξεχαρβαλωμένο σκρίνιο, άθλιο στην εμφάνιση, ένα σκελετό.
Η ιστορία της είναι η ιστορία των μισών σχεδόν Ελλήνων που φύλαξαν το κατώφλι τους και δεν παραδόθηκαν, μια Οδύσσεια, ένας κατατρεγμός, μια απουσία.
«Πότε πια θάρθεις, να τα πούμε όπως άλλοτε, ώρες κι ώρες -όχι πια τούτο το άχαρο, παγερό χαρτί, που μας στράγγιξε όλη μας τη ζωή και κάποτε μας βλέπει και το βλέπουμε εχθρικά- αυτό το χαρτί το καταραμένο κι ευλογημένο, ο καημός μας κι η μεγάλη παρηγοριά μας, η μοναξιά μας κι η συντροφιά μας. Εδώ φτάνουμε τ’ άστρα κι εσύ δε θα φτάσεις στην πατρίδα», της γράφει ο Ρίτσος το 1961.
Ενώ στις 7.1.1964 της έγραφε:
«Ο χρόνος θα μιλήσει όταν εμείς δε θάχουμε πια μερτικό στο χρόνο. Κι αυτή είναι η μεγάλη αδικία: ο μόνος δίκαιος κριτής του έργου μας, ο χρόνος, ν’ αφανίζει εμάς τους ίδιους».
«Ο άνθρωπος είναι μικρός, μεγάλα είναι μόνο τα έργα το» και γι’ αυτόν το λόγο «όταν θα είμαι νεκρή, θα μιλούν ίσως για μένα»
Επτά χρόνια έπειτα από το θάνατό της ο «Κέδρος» αρχίζει να εκδίδει τα «Άπαντά» της που συμπληρώνονται σε 9 τόμους που επιμελήθηκαν οι Μάρω Δούκα κι ο Βασίλης Λαμπρόπουλος.