Τίποτα δεν πάει χαμένο
στη χαμένη σου ζωή
Τ’ όνειρό σου ανασταίνω
Και το κάθε σου
Γιατί
Μ. Ρασούλης
Μιλάει στο τηλέφωνο. Υψώνει τη φωνή. Φαίνεται να χει δίκιο. Η κριτική για το Λουτρό, αρνητική. Οι επιθέσεις σφοδρές. Όλες οι κριτικές ήταν – από πολιτική άποψη – αρνητικές, απορριπτικές, εχθρικές.
Λέει: Σε πενήντα χρόνια, όταν τις κριτικές σου, τις υποβολιμαίες, δε θα τις θυμάται κανείς το Λουτρό μου θ’ ανεβαίνει στις σκηνές του κόσμου. Απομακρύνει το ακουστικό από τ’ αυτί του και κλείνει το μικρόφωνο χουφτώνοντας το με το τεράστιο δεξί του χέρι. Λούζει με ακατανόμαστες και αντισυντροφικές βρισιές τον σύντροφο κριτικό, σίγουρος πως δεν τον ακούει. Παρόλα αυτά αντί να καταλαγιάζει η οργή του, φουντώνει.
Ο Μαγιακόφσκι είναι ο πιο παθιασμένος ποιητής σ’ όλη τη Σοβιετική Ένωση, ο πιο παθιασμένος ερωτευμένος στη Μόσχα και την Πετρούπολη και το Παρίσι και όπου αλλού είχε ζήσει.
Ο Βλαδιμήρ Βλαδιμήροβιτς ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από κάθε ομότεχνό του. Ο Μαγιακόφσκι σιχαινόταν τους συμβιβασμούς, δε φοβόταν τη σύγκρουση, δε φοβόταν την αποτυχία, έτρεμε μόνο το γκρέμισμα του σοσιαλιστικού ονείρου, το ξεθεμέλιωμα του σοσιαλισμού που ακόμα είχε δρόμο- το ‘ξερε – για να εδραιωθεί. Κι είχε τη φρικτή υποψία πως λίγο λίγο τ’ όνειρο που μόλις πριν λίγο είχε συμβεί – ούτε δέκα χρόνια – άρχισε να γίνεται πραγματικότητα, κόντευε να γίνει εφιάλτης.
Ο Λένιν που του είχε γράψει 150.000.000 λέξεις είχε πεθάνει [«δίχως τον Λένιν δύσκολα/ θα τα βγάλει πέρα / η δημοκρατία. / Πρέπει στη θέση του/ άλλον να βάλουμε. Ποιόν; Και πώς;»]. Τον Τρότσκι και τη διαρκή επανάστασή του τον κυνηγούσε ο Στάλιν που τα είχε καταφέρει να πάρει την εξουσία. [«Η εξουσία βρίσκει πάντα τρόπους να υποκλέπτει την επανάσταση απ’ τους ανθρώπους που την πραγματοποίησαν»].
Ωστόσο αυτός έγραφε ασταμάτητα ποιήματα, μπροσούρες, θέατρο, ζωγράφιζε, ταξίδευε, μιλούσε στις συνελεύσεις, φλεγόταν ολόκληρος και δεν εννοούσε να ασπαστεί την ορθοδοξία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ούτε και καμιά άλλη ορθοδοξία – εκτός από αυτή της επανάστασης που είχε μεταβληθεί σε καθεστώς. Ωστόσο αυτός πίστευε στο μέλλον. Όχι, αυτός ούτε ήλπιζε ούτε νοσταλγούσε ούτε καμιά φωνή μέσα του του ‘λεγε είδες πόσο στραβά πάνε τα πράγματα Βλαδίμηρε Βλαδιμήροβιτς.
Αυτός έξαλλος πάντα άκουγε βαθιά μέσα του τη δική του φωνή ακούμπησε έξαλλος το βαρύ ακουστικό πάνω στη καρφωμένη στον τοίχο τηλεφωνική συσκευή με τόση λύσσα που κόντεψε να την ξηλώσει.
Από κάτω μου η γη
Σταγόνα στο μικροσκόπιο
Την πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα.
Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.
Ώσπου μια μέρα
-την πιο διάφανη απ’ όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.
Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον
δε μπορούμε να πούμε τίποτα
Συνήθως ένας θάνατος επιβάλλει τη σιωπή. Τη σιωπή μας. Αλλά μπροστά στο θάνατο αυτουνού, όσο λυπημένος, απογοητευόμενος και να νιώθεις αποκλείεται να σωπάσεις.
Δεν καταπίνεται ο θάνατος του Μαγιακόφσκι. Πόσο μάλλον η αυτοχειρία του. Την ώρα που χτιζόταν ο σοσιαλισμός – έστω σε μια μόνο χώρα.
Κι ας έλεγε αυτός για «τη βάρκα της αγάπης που συντρίφτηκε… στην καθημερινότητα».
«Ο Μαγιακόφσκι έζησε σ’ όλη τη ζωή του διασπασμένος, μισός ενταγμένος στην ομάδα και μισός απ’ έξω, μισός αλτρουιστής και μισός εγωιστής, μισός μπρούτζινος και μισός ατσαλένιος. […] Έτσι με διασπασμένο το μέτωπο από μέσα, ήταν αναπόφευκτο να καταλήξει στην ήττα, δηλαδή στην περίπτωσή του, στην αυτοκτονία. [1]
Η ποίησή του είναι «βαθειά πρωτότυπη κι επαναστατική», βεβαιώνει ο μεγάλος γλωσσολόγος Ρόμαν Γιάκομπσον. «Η θλίψη της απουσίας επισκιάζει τον απόντα. Τώρα είναι πιο οδυνηρό, αλλά και πιο εύκολο να μιλήσουμε όχι για κείνο που χάθηκε, αλλά μάλλον για την απώλεια και τους χαμένους. Οι χαμένοι είναι η γενιά μας». «Μια γενιά που σπατάλησε τους ποιητές της», όπως τοποθετείται από τον υπότιτλο κιόλας στο δοκίμιό του, Πρόβλημα Μαγιακόφσκι, ο Γιάκομπσον.
«Πράγματα που τα ‘χουμε δει πολλές φορές τα παρουσιάζει με τέτοιο τρόπο που να μοιάζουνε καινούργια», ισχυρίζεται ο Τρότσκι. Ωστόσο ο άνθρωπος, δηλαδή ο ποιητής, ο επαναστάτης, ο οραματιστής που δεν κατάφερε να συντονίσει το βηματισμό του με τη γενιά του και τους άλλους – τι έφταιγε όμως αυτός – που θέλησε να ζήσει το μέλλον που επιθυμούσε στο τώρα, ο ποιητής που «ήθελε τον κόσμο και τον ήθελε τώρα», «τράβηξε τη σκανδάλη από υπεροψία», υποστήριξε ο Παστερνάκ [που ήταν πάντα γοητευμένος μαζί του και είχε βοηθηθεί να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα στην ποίησή του διαβάζοντάς τον], και συνέχιζε: «διότι βαθιά μέσα του και στον περίγυρό του είχε καταδικάσει πράγματα στα οποία η φιλαυτία του αδυνατούσε, αρνιόταν να υποταχθεί. Δυο φράσεις είχαν πέραση εκείνη την εποχή, πρώτον ότι η ζωή είχε γίνει ευτυχισμένη και χαρούμενη και δεύτερον ότι ο Μαγιακόφσκι ήταν και παρέμενε ο πλέον προικισμένος ποιητής του καιρού μας…». [2] Μάλλον άσχημη στιγμή διάλεξε ο ποιητής να μας εγκαταλείψει. Πάντως αποδείχθηκε ότι είχε πολλούς άσπονδους φίλους, που ενώ δεν περίμεναν από έναν προνομιούχο πολίτη της Σοβιετίας να κάνει το απονενοημένο διάβημα ξεχύθηκαν λάβροι κι διέσπειραν διάφορες ανυπόστατες φήμες που δικαιολογούσαν την πράξη αποχώρησής του από τον κόσμο. Φαίνεται πως ο ποιητής κάτι υποπτευόταν και έκανε σαφές στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα πως «σιχαινόταν τα κουτσομπολιά».
Η Πράβντα της 15ης Απριλίου 1930 έχει την είδηση στην πέμπτη σελίδα: «Χθες, 14 Απριλίου, στις 10:15 το πρωί ο ποιητής Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι αφαίρεσε τη ζωή του μέσα στο γραφείο του. Όπως ανέφερε στον ανταποκριτή μας, ο Ι. Σιρκόφ, οι προκαταρτικές έρευνες δείχνουν ότι η αυτοκτονία οφειλόταν σε προσωπικούς λόγους που δεν αφορούσαν τη δημόσια ή τη λογοτεχνική δραστηριότητα του ποιητή. Πριν από την αυτοκτονία του, ο ποιητής υπέφερε από μακροχρόνια σοβαρή ασθένεια από την οποία ουδέποτε συνήλθε εντελώς».
Η είδηση, σχεδόν κλινικά διατυπωμένη, μιλούσε για μια σοβαρή ασθένεια. Επρόκειτο μάλλον για τη σύφιλη όπως είχε προ καιρού διαδώσει ο Γκόρκυ – αν και είχε διαψευσθεί στο μεταξύ από τη νεκροψία που έκανε διάσημος παθολογοανατόμος, αλλά περιήλθε μόνο σε γνώση του στενού οικογενειακού κύκλου. Όχι ο μακαρίτης δεν είχε προσβληθεί από την «ασθένεια του καπιταλισμού». Και σιχαινόταν τα κουτσομπολιά. Αλλά κανείς από αυτούς που τον αντιπαθούσαν – μερικοί τον μισούσαν μάλιστα – δε σεβάστηκε την ύστατη επιθυμία του.
Είπαν πως χρωστούσε εξαψήφια ποσά στην εφορία, ότι με την αυτοκτονία του ήθελε να αποκτήσει αιώνια υστεροφημία, αφού τα έργα του θα πουλιόντουσαν σαν ζεστά ψωμιά. Τον ζήλευαν τον Μαγιακόφσκι – το επώνυμό του συνοψίζει το τρισυπόστατο της ύπαρξής του: ποιητής, επαναστάτης, εραστής.
Η φήμη του είχε αρχίσει να υφίσταται πλήγματα: Αρνητικές κριτικές για τον Κοριό και το Λουτρό, τα θεατρικά του στα οποία ασκούσε κριτική στην σοσιαλιστική πορεία. Ακόμα κι ο συμπατριώτης του ο Στάλιν είχε αρχίσει να εκνευρίζεται μαζί του. Δεν είναι τυχαίο ότι το ξόδι του ακολούθησαν οι ρώσοι πράκτορες που τον παρακολουθούσαν όταν πήγαινε στο Παρίσι.
Μία
επιθυμία
φουντώνει μέσα μου:
Βαριέμαι
-επιθυμώ
Να δω στο πρόσωπο,
Ποιανού
Θα είμαι εγώ
συνοδοιπόρος!
[…]
Μοβ σύννεφο
κατέβα στα γρήγορα,
εμένα
και το Παρίσι για να βρέξεις,
μόνο
να κάνεις γρήγορα,
ν’ ανθίσουνε τα φώτα
σε όλη τη διαδρομή
στα Ιλίσια Πεδία.
[μτφρ. Ελένη Κατσιώλη]
«Έζησε σαν αλήτης και πέθανε σαν αλήτης…» λέγανε φωναχτά τα ‘άχρηστα στόματα’.
«Στις 24 Απριλίου, ο Βλαδιμήρ Νεμίροβιτς – Ντάντσενκο» – ο σπουδαίος σκηνοθέτης και συνεργάτης του Στανισλάφσκι -, «γράφει σε έναν φίλο εμιγκρέ στις ΗΠΑ. ‘Το πιο σημαντικό γεγονός των τελευταίων ημερών στη Μόσχα ήταν αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι… Και τι δεν είπαν! Απ’ όσο θυμάμαι ποτέ νεκρός δεν σπιλώθηκε τόσο προτού καν αποτεφρωθεί’».
«Ο μακαρίτης ήταν ένα μούτρο, ατίμασε δύο παντρεμένες γυναίκες» βοούσε η κοινή γνώμη έχοντας βάλει στο στόχαστρο τη Λίλια Μπρικ που ο Μαγιακόφσκι άφησε εκτεθειμένη. Οι κακοήθεις την παρουσίαζαν σαν Μεσσαλίνα. Αυτό το τρίο του ζεύγους Μπρικ με τρίτο πόλο τον Μαγιακόφσκι ήταν το πιο σκανδαλιστικό, το πιο απαράδεκτο γεγονός για τους Φαρισαίους, τους φιλισταίους, τους συντηρητικούς, όσους υποστήριζαν υποκριτικά την οικογένεια. Έγινε λοιπόν ταινία από κάποιον Αμπράμ Ρουμ: ‘Έρωτας για τρεις’. Στο εξωτερικό μιλάνε για ‘κοκτέιλ Μπρικ’. Στη φαρμακερή ‘’νουβέλα με κλειδί’’ [nouvelle a clef] Καίω τη Μόσχα! που δημοσίευσε ο Πωλ Μοράν στο Παρίσι του 1925 παρουσιάζει τη Λίλια σαν μια «από τις πιο ορατές γυναίκες της Μόσχας, όπου εν γένει θέλει κανείς να περνά απαρατήρητος».
Ωστόσο πέρα από τις κακοήθειες η σχέση του ποιητή με τη Λίλια πέρασε στην αιωνιότητα, σαν μια σχέση βαθιά, ειλικρινής, παρά τις περιστασιακές απιστίες και τους εύκολους έρωτες και των δυο τους. Ο Όσιπ ασχολήθηκε με το έργο του Μαγιακόφσκι μετά τον θάνατό του-άλλωστε δεν ήταν ποιητής ο ίδιος όπως βεβαίωνε η Λίλια δείχνοντας το θαυμασμό της στον Μαγιακόφσκι και χαρίζοντας το σεβασμό και την εκτίμησή της στον Όσιπ. Η ίδια πάλεψε να διασώσει τον αγαπημένο της από τα νύχια του πολιτικού διασυρμού και της δυσμένειας που παραμόνευε έναν μποέμ που δεν κατάφερνε να υπακούσει στις σκληρές νόρμες του νεότευκτου επαναστατικού καθεστώτος που σε λίγα χρόνια θα γλιστρούσε στην Τρομοκρατία. Η ίδια κέρδισε τη διαβεβαίωση του ίδιου Στάλιν ότι κανείς δεν θα πείραζε τη γυναίκα του αγαπημένου του ποιητή, τον οποίο προσπάθησε μάλιστα να επιβάλλει, όταν η αίγλη του άρχισε να ξεθωριάζει.
Στην κιβωτό της νύχτας
καινούριος Νώε
περιμένω
το σκοτεινότριχο περιβλημένος κύμα
ότι θαρθούν
να με ζητήσουν
ότι θα κόψει η αυγή με τις ρομφαίες της
τον γήινο λώρο.
Έρχεται
Έφτασε
Νάτην ξεδιπλωμένη
Οι ακτίνες της παντού
Αποκαθαίρουν
Οι βόστρυχοι των ακτίνων τραγουδούν
και οι μέρες ήρεμα γλιστρούν εκεί
μ όλο το κέλυφος της ταραχής τους.
Α, ο ήλιος πάλι.
Καλεί τους λοχαγούς του της φωτιάς.
Η αυγή χτυπάει το τύμπανο.
Εμπρός,
ενάντια στην επίγεια τούτη λάσπη
Ήλιε!
Θα λησμονήσεις
τον εξάγγελό σου;
Δύσκολος και κακοτράχαλος υπήρξε ο Μαγιακόφσκι, προκλητικός, αδιάλλακτος, ‘’από τις πιο ακέραιες μορφές ριζοσπάστη ποιητή στην τέχνη και στη ζωή…’’. «Μοιρασμένος χίλια κομμάτια είναι παντού μαζί μας, είτε έτσι τον πάρουμε είτε αλλιώς – πανταχού παρών».
«…ο πρώτος ποιητικός έρωτας αυτής της γενιάς στάθηκε ο Αλεξάντερ Μπλοκ. Ο Βελιμίρ Χλέμπνικοβ μας χάρισε ένα καινούργιο έπος», κι ένα «χαστούκι στο γούστο του κοινού». Ο Μαγιακόφσκι λυρικός και αντιλυρικός στέκει εκεί παρατηρώντας τον συμβολισμό να τελειώνει και επιχειρεί να γράψει τη «Ματωμένη Ιλιάδα της Επανάστασης». Οι Πάστερνάκ και Μαντελστάμ γράφου ‘’ποίηση δωματίου’’, ισχυρίζεται ο Γιάκομπσον. Αυτοί «δεν κινητοποιούν, δεν αποτεφρώνουν τις καρδιές των γενεών: δεν ξέρουν ν’ ανοίγουν δρόμο μέσα από το παρόν». Και συνεχίζοντας διαπιστώνει πως «στα είκοσι πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα πεθαίνουν σε μια ηλικία ανάμεσα στα τριάντα και σαράντα τους χρόνια οι εμπνευστές μιας ολόκληρης γενιάς». [3]
Γκουμιλιώφ [1886-1921], Μπλοκ [1880-1921], Χλέμπνικωφ [1885-1922], Γεσένιν [1895-1925], Μαγιακόφσκι [1893-1930].
«Είμαστε όλοι ένοχοι…», γράφει ο Ζαμιάτιν στα απομνημονεύματά του, «θυμάμαι που δεν κρατήθηκα και τηλεφώνησα στον Γκόρκι: Ο Μπλοκ είναι νεκρός, είμαστε όλοι ασυγχώρητοι, όλοι εμείς».
Ο ποιητής
μένει πάντοτε χρεώστης
απέναντι στον κόσμο
«Ο Μαγιακόφσκι πλήρωνε πάντα τα χρέη του… Ο Μαγιακόφσκι δεν μπορούσε να πεθάνει χωρίς τους στίχους και τις πολεμικές του… Δεν ήθελε να γίνει η αυτοκτονία του παράδειγμα, ‘’δεν τη συνιστώ’’ έγραφε, δεν είχε τη δύναμη να αντιδράσει στην ιδέα των επικείμενων γηρατειών, και της παρακμής- αποκτούσαν γι αυτόν υπερβολικό χαρακτήρα… Ήταν ειλικρινής. Ως την τελευταία του στιγμή έμεινε πιστός στον εαυτό του», έγραφε για τον αγαπημένο της Βολόντια η Λίλια προσπαθώντας να τον απαλλάξει από τις συκοφαντίες.
«’Γειά χαρά’ ευχήθηκε σε όλους μας… ‘Λίλια, αγάπα με’. Εγώ τον αγαπώ. Κάθε μέρα εκείνος μου μιλάει με τους στίχους του».
Την είχε στοιχειώσει ο μακαρίτης. Ήταν 23 ετών το 1915 όταν γνώρισε τον εικοσιδιάχρονο ποιητή που ‘’ήθελε να πυρπολήσει τις ψυχές… να διαπεράσει το χαρτί με τα καρφιά των λέξεων’’- ήδη παντρεμένη με τον Μπρικ. Τον έχασε 15 χρόνια αργότερα στα 38 της. Το ειδύλλιο είναι ισχυρό. Το ζουν τρεις αντί για δύο: ο Οσιπ είναι ο Γάτος, η Λίλι η Ψιψίνα και ο Βλαντιμίρ το Κουτάβι. Ο Μαγιακόφσκι, γίνεται αχώριστος με τον Μπρικ που γίνεται εκδότης και μαικήνας του. Το σπίτι τους μετατρέπεται σε λογοτεχνικό σαλόνι της εποχής από το οποίο παρελαύνουν ο Γιάκομπσον, ο Σκλόβσκι ο Αϊζενστάιν και ο Παστερνάκ.
Το σημείωμα που βρέθηκε στον τόπο της αυτοκτονίας του έγραφε:
«Μην κατηγορήσετε κανέναν για το θάνατο μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο Μακαρίτης τα απεχθανόταν φοβερά.
Μαμά, αδελφές, και σύντροφοι, σχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανένα), μα εγώ δεν έχω διέξοδο. Λιλλή αγάπα με.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λιλλή Μπρικ, η μαμά, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλνταβνα Πολόνσκαγια. Αν τους εξασφαλίσεις μια ανεκτή ζωή, σ’ ευχαριστώ. Τα αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν.
Όπως λένε “Το επεισόδιο έληξε”.
Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα. Έχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Προς τι, λοιπόν, η απαρίθμηση των αμοιβαίων πόνων, των συμφορών και των προσβολών;
Να ‘στε ευτυχισμένοι.»
Απ’ την αξούριστη παρειά των πλατειών
Κυλώντας σαν άχρηστο δάκρυ,
εγώ,
μπορεί,
ο τελευταίος νάμαι ποιητής
Το 1930 η Λίλια πήρε διαζύγιο από τον Όσιπ και παντρεύτηκε τον Πριμακόφ, ο οποίος στις δίκες της Μόσχας, το 1937 καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Αποκαταστάθηκε πολύ αργότερα το 1957. Το 1935 η Μπρικ σε επιστολή της προς τον Στάλιν παραπονέθηκε ότι η ποιητική κληρονομιά του Μαγιακόβσκι είχε παραμεληθεί. Ο Στάλιν δηλώνει ότι «ο Μαγιακόφσκι εξακολουθεί να είναι ο καλύτερος και ο πιο ταλαντούχος σοβιετικός ποιητής της σοβιετικής εποχής μας». Παρόλα αυτά οι σταλινικές αρχές αφαιρούν το όνομά της από οτιδήποτε τον αφορά.
Το 1938, η Μπρικ παντρεύτηκε τον συγγραφέα Βασίλι Κατανιάν και πέρασαν μαζί 40 χρόνια έγγαμου βίου. Το 1978, μετά από τρεις γάμους και μια θυελλώδη ζωή [κατηγορήθηκε πως αυτή ευθυνόταν για την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι και πως μαζί με τον Μπρικ ήταν κατάσκοποι ] στα 87 της χρόνια, άρρωστη, αυτοκτονεί.