Ο Ρότζερ Σάτακ, ένας πολύ σημαντικός μελετητής της ζωής και του έργου του Μαρσέλ Προυστ, λέει σε κάποιο σημείο του βιβλίου του γι αυτόν: ”Οι ζωές των συγγραφέων δεν είναι ούτε ιεροί χώροι ούτε περιττό βάρος”. Και ας αντιμετωπίζονται έτσι ή αλλιώς από τους βιογράφους. Οι περισσότεροι εξ’ αυτών είναι έτοιμοι να καταλύσουν τον ιερό χώρο, άλλοι ακριβώς επειδή αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι περιττό βάρος η ζωή ενός συγγραφέα εγκύπτουν σ’ αυτήν προσπαθώντας να υπερβούν όλα τα εμπόδια που ανακύπτουν όταν προσπαθείς να πάρεις τη ζωή ενός άλλου από πίσω. Ποιος είναι ο πιο πρόσφορος τρόπος να κάνεις κάτι τέτοιο; Μια προϋπόθεση είναι η αγάπη για το έργο του συγγραφέα και μια δεύτερη είναι μια αδιάκριτη περιέργεια που μπορεί να σε οδηγήσει σε γόνιμα αποτελέσματα. Είναι γεγονός πως αν δεν γνωρίζαμε, καθ’ ον τρόπον γνωρίζουμε, τα επεισόδια της ζωής του Προυστ, θα είχαμε μεγάλες δυσκολίες να σηκώσουμε τα πέπλα που σκεπάζουν περιοχές αυτού του μυθιστορήματος με τίτλο ”Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”. Φυσικά κάποιες σκοτεινές περιοχές θα παραμείνουν σκοτεινές. Οι στρεβλώσεις και οι παραμορφώσεις θα επικαθήσουν τόσο βαριά πάνω στο έργο, ώστε θα πρέπει να κάνει κανείς πολύ μεγάλες προσπάθειες για να τις αποτινάξει.
Ο Προυστ βοηθούμενος και από το μυθιστόρημά του δημιούργησε γύρω από την ζωή και την τέχνη του ένα μύθο, ο οποίος περιέχει ό, τι ακριβώς αυτός ήθελε να περιέχει, ανεξαρτήτως αν είναι αλήθεια ή ψέμα. Και ένας μυθιστοριογράφος δεν μπορεί να πάρει και βραβείο ειλικρίνειας. Αντίθετα στις περισσότερες των περιπτώσεων εμφανίζεται ως απατεώνας.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Ο Προυστ γεννήθηκε τις μέρες της Κομμούνας του Παρισιού το 1871, και θαρρείς πως άκουγε πλέοντας μέσα στο αμνιακό υγρό, τις μάχες που λάβαιναν χώρα στους παρισινούς δρόμους, και αυτό γιατί ήταν πολύ περίεργος, εξαιρετικά αδιάκριτος- με δυο λόγια ένας κουτσομπόλης. Κατά τα άλλα, ήταν ένας μελαμψός νεαρός, με ανατολίτικο παρουσιαστικό, αναμφισβήτητα προικισμένος, λεπταίσθητος και ονειροπόλος. Ένα enfant nerveux, που όμως ήταν ευτυχισμένο ή τουλάχιστον έτσι έλεγε, έτσι ήθελε να αφηγείται ή έτσι φανταζόταν. Ήταν ευτυχής μόνο και μόνο γιατί έλαμπε μια ηλιαχτίδα, γιατί το άρωμα που ανέδιδε ένα άνθος το λάτρευε, γιατί ήταν πολύ κοντά στο να ανακαλύψει τους θεμελιώδεις νόμους της ύπαρξης, ”γιατί αγαπούσε την μητέρα του, γιατί διάβαζε ένα καλό βιβλίο, γιατί αγαπούσε ένα αγόρι ή ένα κορίτσι”, όπως λέει ένας βιογράφος του. Η μητέρα του, μια πολύ όμορφη εβραία, δεκαπέντε χρόνια νεότερη από τον πατέρα του, από πλούσια οικογένεια, πολύ καλλιεργημένη και με γνώσεις ξένων γλωσσών, ώστε αργότερα βοηθάει τον νεαρό Μαρσέλ στην μετάφραση έργων του Ράσκιν, τον οποίο στην αρχή και για καιρό εκείνος θαυμάζει όπως και τον Σεντ Μπεβ. Αλλά γρήγορα βαριέται και τους δυο και τους παρατάει.
Ο πατέρας του ήταν κάπως άξεστος, καταγόταν από αγροτική οικογένεια, έγινε ένας από τους πιο αξιοσέβαστους γιατρούς με σημαντικό ερευνητικό έργο και φήμη, όπως και ο μικρότερός του γιος Ρομπέρ. Ο νεαρός Μαρσέλ έδινε μάχες εναντίον του αδερφού του διεκδικώντας σχεδόν, όλη, αν ήταν δυνατόν, την αγκαλιά της μητέρας τους. Σ’ αυτό ίσως έπαιξε ρόλο και η κακή του υγεία. Αρρώστησε αμέσως μετά την γέννησή του- δεν ήταν μόνο αυτός που άκουγε τις μάχες στα οδοφράγματα από την κοιλιά της, αλλά και η ίδια- ωστόσο τελικά επέζησε.
Εννιά μόλις χρόνια αργότερα είχε την πρώτη σοβαρή κρίση άσθματος, η οποία τον ταλαιπώρησε μέχρι το τέλος της ζωής του και αποτέλεσε και την αιτία του θανάτου του.
Στα είκοσι πέντε του άρχισε να συμφιλιώνεται με την ιδέα πως ήταν ομοφυλόφιλος. Εξελίχθηκε σε έναν υποχόνδριο, σαδομαζοχιστή και ηδονοβλεψία. ‘Ετσι απέκτησε την ετικέτα του enfant nerveux. Η ξέφρενη παρισινή ζωή της Μπελ Επόκ κατάπιε αυτόν τον νεαρό που παρά την κακή του υγεία διακρίθηκε στα μαθήματα και ιδιαίτερα στη φιλοσοφία. Θαύμαζε τους αριστοκράτες και την τάξη τους, τις συμπεριφορές και τον τρόπο ζωής τους, στα πρώτα του χρόνια, ώσπου ήρθε η στιγμή να τους απομυθοποιήσει.
Μέχρι τα τριάντα πέντε του δεν είχε γράψει παρά μερικά διηγήματα, κάποιες μιμήσεις (pastishe), το ”Εναντίον του Σεντ Μπεβ’’ που ξεκίνησε σαν δοκίμιο, αλλά συνεχίστηκε σαν μυθιστόρημα, τον ‘’Ζαν Σαντέιγ’’ πρόδρομο του ”Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο” [και τα δύο τα εγκατέλειψε αφού τα φόρτωσε με πάνω από 800 σελίδες το καθένα] και το ”Τέρψεις και ημέραι” με το οποίο πρωτοεμφανίστηκε το 1896, στα 25 του χρόνια, που περιέχει διηγήματα και άρθρα με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς. Είχε ήδη εντρυφήσει- σαν λογοτεχνικό ζώο που ήταν-στους Σαιν- Σιμόν, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Νερβάλ, Μπωντλαίρ, Ντοστογιέφσκυ.
Το 1903, στα τριάντα δύο του χάνει τον πατέρα του και το 1905 ο θάνατος της μητέρας του τον συγκλονίζει. Όταν συνήλθε άρχισε την συγγραφή του opus magnum του ”Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο” και το συνέχισε ως το θάνατό του.
Είχε αργήσει πολύ περισσότερο από άλλους, αν και στην πραγματικότητα σ’ όλο το πρώτο μέρος της κοσμικής του ζωής παρατηρούσε και αφομοίωνε αυτά που θα έγραφε αργότερα. Είχε αργήσει πάντως, αλλά όταν ξεκίνησε εκείνο που είχε ορίσει πως γι αυτόν ήταν ο προορισμός του, κλείστηκε στο μονωμένο με φελλό δωμάτιό του, πειθάρχησε τον χρόνο του, αυτόν που του απέμενε, και αφοσιώθηκε στην συγγραφή του ‘’Αναζητώντας…’’ Δεν ήταν πια στην πρώτη του νεότητα. Ήταν ήδη τριάντα πέντε χρονών μεγάλος για την εποχή του. Η κοσμικότητα, η εξωστρέφεια, το σκόρπισμα της πρώτης νιότης ήταν το υλικό και συγχρόνως η μαγιά του ”Αναζητώντας…”.
Ήταν λέει νωθρός, αλλά αδηφάγος. Αχόρταγος για ζωή και τέχνη. Ζωγράφισε απέναντί του έναν ορίζοντα αρκετά μακρινό και βάλθηκε να τον φτάσει. Και τα κατάφερε. Κλείστηκε στο δωμάτιο που δεν ήταν όπως τα άλλα δωμάτια που ζούσε παλιότερα και επειδή το είχε απομονώσει ηχητικά, δεν άκουγε τον θόρυβο του δρόμου, τις ομιλίες των περαστικών, τον καλπασμό των αλόγων, την ανάσα του ανέμου, τα προβλήματα των ανθρώπων, τις συγκρούσεις και τις επιθυμίες τους, τους έρωτες και τα πάθη τους. Όλα αυτά που είχε ακούσει πριν κλειστεί εκεί μέσα που δεν άκουγε και δεν έβλεπε, αλλά αισθανόταν. Εκεί που μ’ έναν ρυθμό καταιγιστικό σχεδόν, άρχισε να γράφει γι’ αυτά που δεν άκουγε πια γιατί θυμόταν, πίνοντας το τσάι του και βουτώντας μέσα σ’ αυτό, ένα κουλουράκι σε σχήμα κοχυλιού που το έκανε διάσημο: μια μαντλέν:
Το καλοκαίρι στο Κομπραί, τον Μαρσέλ μικρό στην κορυφή της σκάλας να περιμένει την μητέρα του να ανέβει να τον φιλήσει και εκείνη να καθυστερεί, τον Σουάν που τον είχε τυλίξει εκείνη η κοκότα η Οντέτ, και τον είχε παντρευτεί, την εξέλιξη της υπόθεσης ”Ντρέιφους”, την Μαντάμ Βερντιρέν, το Μπαλμπέκ, το Παρίσι, τη Βενετία, τους Γκερμάντ, τον Σαρλύς, τον Μπεργκότ, την Ζιλμπέρτ Σουάν, την υπηρέτρια Φρανσουάζ και φυσικά την Αλμπερτίν που θα ερωτευτεί και θα φυλακίσει…
Το όνομα του Μαρσέλ εμφανίζεται μόλις τρεις φορές ενώ τα χαρακτηριστικά του δεν περιγράφονται καθόλου.
‘’Θέμα του έργου είναι ακριβώς η ζωή, λέει ο Γκαετάν Πικόν, αλλά η ζωή η σταματημένη, που ανακαλείται σαν στο κατώφλι του θανάτου’’.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα-ποταμό 3000 σελίδων, γραμμένο σ’ αυτήν την καινούργια για τότε ‘γλώσσα’ της λογοτεχνίας, τον εσωτερικό μονόλογο ή συνειδησιακή ροή. Οι παράγραφοί του ξεκινούν από την κορυφή της σελίδας και δεν τελειώνουν συνήθως στον πάτο της. Η περιγραφή μιας απλής σκηνής που ένας άλλος συγγραφέας θα χρειαζόταν δύο με τρεις αράδες στο ”Αναζητώντας…” μπορεί να πιάσει τρεις ή δεκατρείς ή και δεκαπέντε σελίδες. Η εξέλιξη του έρωτα του Μαρσέλ για την Αλμπερτίν εκτείνεται σε τέσσερις τόμους. Η γραφή του είναι ελικοειδής και περιέχει απίστευτα πολλές δευτερεύουσες προτάσεις που χρωστούν το διαυγές αποτέλεσμα στην μαεστρία του συγγραφέα τους. Εκζήτηση, σχοινοτενείς προτάσεις, αναμνήσεις, έτσι όλα αυτά δημιουργούν ένα χάος και την αίσθηση ενός κειμένου απρόσιτου φορτωμένου με φιοριτούρες και στολίδια αλλά και με χιούμορ και ειρωνεία και πάρα πολύ κουτσομπολιό. Πολλές φορές διακόπτεται η ροή της αφήγησης από παρεκβάσεις μεγάλου μήκους, που εκτρέπουν την προσοχή του αναγνώστη δοκιμάζοντας την υπομονή του.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν είναι περίεργο που ανεξάρτητα από τις πωλήσεις του, και από τους ισχυρισμούς των αναγνωστών του ότι το διάβασαν και το απήλαυσαν, είναι πολύ λιγότερο διαβασμένο στην πραγματικότητα. Θαρρείς και ο συγγραφέας του διχασμένος όπως ήταν και στην ζωή του, έκανε μια προσπάθεια να δυσκολέψει τον αναγνώστη του και να τον κάνει να πλήξει και μία αντίθετη προσπάθεια να κάνει τον αναγνώστη του να το απολαύσει. Να γίνει όπως πίστευε ”αναγνώστης του εαυτού του” .
”Το έργο του συγγραφέα, έλεγε, δεν είναι παρά ένα είδος οπτικού οργάνου που το προσφέρει στον αναγνώστη για να του επιτρέψει να διακρίνει ότι, δίχως το βιβλίο αυτό δεν θα είχε ίσως δει στον ίδιο τον εαυτό του”.
Σαν ειλικρινής φιλότεχνος που ήταν, όπως κι ο ήρωάς του ο Σουάν πλημμύρισε το μυθιστόρημα με αναφορές και περιγραφές έργων τέχνης, επειδή πίστευε πως ‘’χάρη στην τέχνη, αντί να βλέπουμε αποκλειστικά έναν και μόνο κόσμο, τον δικό μας, τον βλέπουμε να πολλαπλασιάζεται, και, όσο εμφανίζονται πρωτότυποι καλλιτέχνες τόσο μας προσφέρουν κόσμους που είναι περισσότερο διαφορετικοί μεταξύ τους από τους κόσμους που περιστρέφονται στο άπειρο’’.
”Δεν έχει λόγο να θυμάται κανείς το παρελθόν, σημειώνει ο Κίρκεγκωρ, που δεν μπορεί να γίνει παρόν”. Φαίνεται πως ο Προυστ ακολούθησε αυτήν την επιταγή είτε την γνώριζε είτε όχι. ”Η ανάμνηση ορισμένης εικόνας δεν είναι παρά ο καημός για ορισμένη στιγμή που πέρασε, και τα σπίτια, οι δρόμοι, οι λεωφόροι, όλα είναι φευγαλέα, αλίμονο! σαν τα χρόνια”. Είναι η ακροτελεύτια πρόταση του πρώτου τόμου του ”Αναζητώντας…”, ”Από την μεριά του Σουάν”.
Στις πρώτες σελίδες της οποίας γράφει:
”Ένας άνθρωπος που κοιμάται κρατά σε κύκλο ολόγυρά του το νήμα που δένει τις ώρες, την τάξη που ακολουθούν τα χρόνια και οι κόσμοι”.
Ο Προυστ σ’ όλη του τη ζωή ήταν κυριευμένος από την μανία του αδύνατου, του ακραίου, του απροσπέλαστου. Άραγε φοβόταν τον θάνατο λιγότερο ή περισσότερο από άλλους; Τον φοβόταν ή όχι, λίγο πριν το τέλος του, τον προτίμησε από το να ζει. Ετοιμόρροπος καθώς ήταν πια, έχοντας ανάγκη από υποστηρίγματα που του δημιουργούσαν άλλες χειρότερες συνέπειες από αυτές από τις οποίες προσπαθούσε να ξεφύγει, του παραδόθηκε. Δεν υπολόγισε πως το ημιτελές έργο του θα έμενε χωρίς τέλος, χωρίς διορθώσεις, χωρίς τον χαμένο χρόνο ξανακερδισμένο, αφού ο χαμένος χρόνος δεν ξανακερδίζεται. Σαν άνθρωπος των άκρων που ήταν δεν μπορούσε παρά να κερδίσει ένα πρόωρο θάνατο. Είχε μόλις εισέλθει στην έκτη δεκαετία της ζωής του και τα τελευταία δεκατρία χρόνια της ήταν κυριολεκτικά έγκλειστος, έρμαιο της ασίγαστης επιθυμίας του να δημιουργήσει ένα μνημειώδες έργο. Η αφοσίωσή του στην τέχνη έμεινε παροιμιώδης. Δεν κέρδισε την ευτυχία, τον έρωτα, τα χρήματα, κέρδισε ωστόσο την αθανασία.
”Η ζωή ενός καλλιτέχνη δεν είναι παρά μια μακρά απουσία”, συνήθιζε να λέει. Όσο ήταν στη ζωή φυσικά. Γιατί μετά θάνατον κάθε άλλο παρά απουσιάζει. Αυτός είναι, καθυστερημένα ίσως, ο ξανακερδισμένος χρόνος του.