Για τον Μιχαήλ Μητσάκη δεν έχουν γραφτεί πολλά πράγματα επαινετικά ή μη. Εννοούσε όσο ζούσε και δημιουργούσε να ζει και να γράφει όπως αυτός ήθελε. Πώς αλλιώς; Μήπως θα έπρεπε άραγε να ζει όπως ήθελαν οι ομότεχνοι; «…λένε ότι ο Μητσάκης είνε καυγατζής, ότι είνε ασυμβίβαστος, ότι είναι ιδιόρρυθμος (…) έπρεπε δηλαδή να τους αφήσομεν να μας φάνε εν γαλήνη έως το τελευταίο κόκαλο χωρίς να βγάλουμε κιχ! …», μονολογούσε.
Ο Μιχαήλ Μητσάκης πέθανε στο ψυχιατρείο όπου είχε εγκλειστεί τρεις φορές. Ο αδερφός του, στρατιωτικός γιατρός, φρόντισε για τον εγκλεισμό του την πρώτη φορά. Αντίθετα η μητέρα του, προτιμούσε να έχει το γιο της εκτός του φρενοκομείου και ας έβλεπε πως βρισκόταν σε κακή κατάσταση. Όταν όμως εκείνη πέθανε ο Μητσάκης δεν είχε πλέον δικαιολογία να μένει ελεύθερος. Ο πρώτος εγκλεισμός του συνέβη στις 21.12.1894 στο φρενοκομείο της Κέρκυρας και ήταν πολύ σύντομος.
Στις 17.4.1896 εγκλείεται στο Δρομοκαΐτειο ως πάσχων από παρανοϊκής μορφής σχιζοφρένεια. Χαρακτηρίζεται «ευφυής, αλλά ανισόρροπος». Αν και παίρνει εξιτήριο στις 21.9.1896 κουβαλά το στίγμα του τρελού, κυκλοφορώντας ακατάπαυστα στα ίδια μέρη, περιπλανώμενος στους ίδιους δρόμους που περιέγραψε, σκιά του παλιού εαυτού του, ένας τσακισμένος άνθρωπος που καταφεύγει στη θαλπωρή των δημοσιογραφικών γραφείων για να κοιμηθεί. Δεν του έχει απομείνει σχεδόν κανένας φίλος.
Ο Μητσάκης, σύγχρονος του Παπαδιαμάντη και φίλος του κατέλαβε το κελί του φρενοκομείου στο οποίο ο Βιζυηνός νοσηλευόταν μέχρι τον θάνατό του και είναι ο τρίτος αδάμαντας πλάι σ΄ αυτά τα δύο ιερά τέρατα της γενιάς του 1880, παρότι ο ιστορικός της λογοτεχνίας Κ.Θ.Δημαράς έχει διαφορετική γνώμη.
Ο Φιλύρας τον θεωρούσε γνήσιο πεζογράφο και στυλίστα, ενώ ο Ροΐδης ισχυριζόταν πως «θέλει να κάμη ιδικόν του ύφος. Αυτό είναι πάρα πολύ. Δεν το χωνεύω. Είναι καθαρά οίησις»’. Σαν να μην είχε κανείς το δικαίωμα να αποκτήσει ίδιον ύφος, παρά μόνο ο κατά είκοσι πέντε χρόνια πρεσβύτερός του Εμμανουήλ Ροΐδης.
Ο Παλαμάς στα πρώτα του βήματα τον είχε αποκαλέσει Κάλβο του πεζού λόγου, αν και αργότερα, επειδή ένα άρθρο του Μητσάκη τον είχε ενοχλήσει στράφηκε εναντίον του.
Και ο Ξενόπουλος τον θεωρούσε έναν δυνατό, πρωτότυπο ”ποιητή ρεαλιστή”, κατεξοχήν Αθηναίο με πνεύμα απαράμιλλο, βαθύ παρατηρητή, με γνήσιο λυρισμό και υγιή φιλοσοφία, «το δε ύφος του νευρώδες, καλαίσθητον, περίτεχνον». Αργότερα, επειδή η κριτική του Μητσάκη στο πρώτο αθηναϊκό μυθιστόρημά του ήταν κατεδαφιστική, τον αποκάλεσε ανέκαθεν βλαμμένο.
Στα ελάχιστα κριτικά του κείμενα ο Μ. Μητσάκης έκανε περισσότερο πολιτισμικής και ηθικής μορφής κριτική παρά φιλολογική.
«Αν εζητείτο λέξις δυναμένη μόνη αυτή να συνοψίση την όλην ημών κατάστασιν, αναμφιβόλως ουδεμία άλλη θα ηδύνατο να εκπλήρωση τούτο ακριβέστερον και εκφραστικώτερον ή το μονοσύλλαβον καββαλιστικόν λεξείδιον της χρηματιστικής argot κρακ. Αυτή η κυβέρνησις εκήρυξεν προ πολλού το οικονομικόν κρακ. Η φιλολογία μας βρίσκεται εις διηνεκές κρακ. (…) Κρακ, πολιτικών ανδρών, κρακ κοινωνικών συμβάντων, αξιομνημόνευτων πράξεων, κινήσεως, ζωής”.
Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος τον θεωρούσε ανώμαλο, αλλοπρόσαλλο, ασταθή στις γλωσσικές του πεποιθήσεις, ακριβολόγο μεν στην έκφραση, αλλά θηρεύοντα την πρωτοτυπία.
Ο Μ. Μητσάκης υπήρξε οξυδερκής, καλαίσθητος, αισθαντικός, ειλικρινής και έντιμος. Οι λόγιοι της εποχής του τον αντιμετώπισαν όμως με καχυποψία και φθόνο αν και αναγνώριζαν το τάλαντό του.
Γεννήθηκε στα Μέγαρα, Σεπτέμβριο του 1868 κατ’ άλλους 1860 ή 1863 ή 1865. Έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Σπάρτη. Μαθητής ακόμα εκπόνησε ιστορικές μελέτες και συνέθεσε τα πρώτα του ποιήματα. Το 1880 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τον αδερφό του στην οδό Αλωπεκής, στο Κολωνάκι. Όσοι τον συνάντησαν τον περιγράφουν ως «τρελούτσικο, μύωπα, αδύνατο».
Ο Δημήτρης Ταγκόπουλος, διευθυντής του Νουμά, πρώτος του εκδότης, έγραψε πως τον έβλεπε να τριγυρίζει στους αθηναϊκούς δρόμους «πάντα με το ίδιο χρώμα των ρούχων, το ίδιο σχήμα της ρεπούμπλικας, τη σφήνα του καλοψαλιδισμένου πάντα γενιού του, την ανασηκωμένη, που αντίκρυζε την άκρη της μύτης, με τα μάτια του τα μικρά, τα μυωπικά, τα περιεργότατα που αδιάκοπα γύριζαν δεξιά – ζερβά και όλα προσπαθούσαν να τα ιδούν και να μην τους ξεφύγει το παραμικρότερον». Σπούδασε δύο χρόνια νομικά και παράλληλα ξεκίνησε να δημοσιεύει στην σατυρική εφημερίδα Ασμοδαίος. Αργότερα στην Ακρόπολι του Βλάση Γαβριηλίδη.
Το 1890 εκδίδεται αυτοτελώς το πρώτο ολοκληρωμένο διήγημά του, “Εις Αθηναίος Χρυσοθήρας”, που βασίζεται στην υπόθεση των ”Λαυρεωτικών”, και στη μανία του εύκολου πλουτισμού που είχε καταλάβει τον μονομανή ήρωά του.
Ο Χρυσοθήρας είναι πολιτικό και κοινωνικό έργο και μαζί με τον Αυτόχειρα παραμένουν τα γνωστότερα και σημαντικότερα πεζογραφήματα του.
«Αργός περιπατητής, πλάνης αδιάφορος, σύρω το βήμα μου το άσκοπον (…) ξένος προς την πέριξ κίνησιν ακολουθών των φευγαλέων σκέψεών μου τον ειρμόν ή βυθισμένος εις τα σκότη των κενών ονείρων μου». Ομολογία ενός πλάνητα, ενός αδιάφορου διαβάτη, αμέριμνου, ενός φλανέρ που περιπλανιέται συνεχώς και αδιαλείπτως στην Αθήνα αλλά και στον Πειραιά, στα άστεα και τα περίχωρα, έτσι που να θυμίζει τον Μπωντλαίρ περιπλανώμενο στο Παρίσι και όπως διατείνεται ο Γάλλος Ζυλ Ορτλιέμπ που μετέφρασε τον Αυτόχειρα και άλλα διηγήματα του Μητσάκη, την εποχή που στην Ελλάδα κυκλοφορούσαν όλες και όλες δύο συλλογές κειμένων του:
«Το περιθωριακό ίχνος που άφησε στην ελληνική λογοτεχνία, η οποία επιμένει να μην του δίνει ιδιαίτερη σημασία, απέχει πολύ από το να του αποδώσει δικαιοσύνη, σε όλες τις πλευρές μιας παράδοσης αντίστοιχης ενός Τριστάν Κορμπιέρ, ενός Ζερμαίν Νουβώ και μερικών ακόμη. Δεν μπόρεσε ή δε θέλησε να βρει τη θέση που του άξιζε στην εποχή του και στην κοινωνία που έζησε. Όλα δείχνουν πως πρόκειται για έναν βιρτουόζο στυλίστα και ταυτόχρονα έναν συγγραφέα με σπάνια παρατηρητικότητα. Αυτός ο παμφάγος αναγνώστης, υπήρξε ένας περιπατητής και ένας ακούραστος πεζοπόρος. Η περιπλάνηση είναι γι’ αυτόν αυτοσκοπός. Τα βήματά του συντονίζονται με τη σκέψη του και τα γραπτά του».
Τα ”ποιήματα της τρέλας” τα ανακάλυψε ο Άγγελος Καράκαλος το 1957. Πρόκειται για σουρεαλιστικά ποιήματα που θυμίζουν αρκετά τον Αρτώ και είναι γραμμένα στα γαλλικά, τη μόνη γλώσσα που μιλούσε επιμόνως αφότου μπήκε στο ψυχιατρείο:
ΕΙΜΑΙ Ο ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΣ και περήφανος αλήτης
Δεν ξέρω τι καταπίνω, δεν ξέρω που ξαπλώνω
Δεν εκτιμώ τη δύναμη των εύρωστων μπράτσων μου
Σκοντάφτοντας στους σάπιους τοίχους
των πόλεων, που φυτοζωούν
Είμαι ο κτηνώδης και αδιόρθωτος κοντοτιέρος που η γενναιότητα είναι ισάξια με την ικανότητά του
Πουλιέμαι, σαν τις γυναίκες σε λαούς και βασιλιάδες.
Όψις νεαρού δόγη αμφίφυλου, ερμαφρόδιτου, πιθανόν αόρατου, μέσα σ’ ένα μπαρόκ σκηνικό, σ’ ένα κείμενο αυστηρά δομημένο χωρίς αρχή και τέλος, αέναο, δύσκολο, αινιγματικό, αλλόκοτο, γκροτέσκο. Σκηνή ενός ταξιδιού στο χρόνο, μια αλληγορία, μια στυλιστική απόπειρα κοντά στον αισθητισμό και στον αρκετά μεταγενέστερο σουρεαλισμό. Πρόκειται για πεζό ποίημα αδημοσίευτο όσο ζούσε, μια ψυχιατρική ψυχαναλυτική αυτοβιογράφηση που φέρνει στο νου το Αντίστροφα του Υσμάν. Μια παραβολή, μια αλληγορία, μια εμμονή, μια ανεξιχνίαστη φαντασίωση είναι το κείμενο Αόρατος.
Ο Μητσάκης έγραψε σε μια εποχή προκαταλήψεων, αμορφωσιάς, κοινωνικού αναβρασμού αλλά και πνευματικής ανέλιξης κείμενα ακατάτακτα, υβριδικά, αλλά με την μαεστρία βιρτουόζου που τον κατέταξε στη χορεία των άδικα αποκλεισμένων και παραγκωνισμένων δημιουργών.