Τα πουλιά φταίνε για τρεις, τουλάχιστον,
από τις κατάρες που βαραίνουν τον άνθρωπο:
του δημιούργησαν την επιθυμία να ανεβαίνει στα δέντρα,
να πετάει, να κελαηδάει…
Μπορίς Βιάν
Ιδού λοιπόν ένα όνομα: Μπορίς Βιάν. Αυτός που γεννήθηκε στο Βιλνταβραί στις 10 Μαρτίου 1920. Πλούσιος πατέρας που κληρονόμησε τον παππού του Μπορίς καλλιτέχνη σιδερά. Δύο αδελφοί και μια αδελφή: Λίλιο, Αλαίν, Νινόν. Ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Οι γονείς μεγάλωσαν τα παιδιά τους με ελευθεριακές αντιλήψεις. Ο μπαμπάς πολυτεχνίτης σαν τον Μπορίς αργότερα φροντίζει να μην μολυνθούν τα παιδιά του, που τα συντροφεύει στα παιχνίδια τους από τους ιούς της θρησκείας, των χρημάτων και του στρατού. Η μητέρα μουσικός είχε ωραία φωνή, αγαπούσε την όπερα. Τα ονόματα των παιδιών φανερώνουν αυτή την αγάπη, αλλά ίσως και την κλίση των παιδιών στη μουσική. Σταδιοδρομούν κι οι δυο ο Μπορίς κι ο σχεδόν συνομήλικός του Αλαίν σαν μουσικοί στη τζαζ μεγαλώνοντας μέσα στο παρισινό μεταπολεμικό κλίμα του Σαιν Ζερμέν ντε Πρε. Ο Μπορίς παίρνει τα πρώτα μαθήματα από δασκάλα που μένει μαζί τους σ’ ένα υπέροχο σπίτι στη Νορμανδία. Ακολουθεί το περίφημο Λύκειο Κοντορσέ. Σπουδάζει γλώσσες: ελληνικά, λατινικά, γερμανικά, αγγλικά. Έπειτα μηχανικός σαν τον μπαμπά. Στα δώδεκα προσβάλλεται από μια πάθηση στην καρδιά. Στα 17 παίρνει πτυχίο στα μαθηματικά και τη φιλοσοφία. Δημιουργεί με τ’ αδέλφια του μια ορχήστρα τζαζ, ενώ ο πατέρας χτίζει μια αίθουσα χορού στο βάθος του κήπου. Είναι η εποχή των σορπράιζ πάρτυ. Μαζεύονται σ’ αυτά μέχρι και 400 άτομα. Το 1939 εισάγεται στην Εκόλ Σεντράλ. Ο πατέρας αλλάζει συνεχώς δουλειές. Η Εκόλ Σεντράλ κλείνει λόγω της πανωλεθρίας του γαλλικού στρατού τον Ιούνιο του 1940. Οι γονείς του μένουν μέσα σ’ ένα πολυτελές προπολεμικό αυτοκίνητο, σε μια Πακάρ, αλλά την ίδια χρονιά αναγκάζονται να την πουλήσουν αφού δεν βρίσκουν βενζίνη. Ο Μπορίς τον επόμενο χρόνο κλείνει τα 21 του χρόνια και παντρεύεται τη Μισέλ που θα του χαρίσει δυο παιδιά τον Πατρίκ και την Καρόλ.
«Παντρεύτηκα γιατί χρειαζόμουν σωματικά μια γυναίκα, γιατί σιχαινόμουν να λέω ψέματα και να κορτάρω τα κορίτσια. Αυτά μ’ ανάγκασαν να παντρευτώ νέος και γιατί βρήκα κάποια που νόμιζα πως αγαπώ και μου άρεσαν ο κύκλος και οι ιδέες της. Παντρεύτηκα χωρίς να ξέρω σχεδόν τις γυναίκες. Κανένα πάθος … η κόπωση … όταν πια άρχισε εκείνη να ενδιαφέρεται ήμουνα πάρα πολύ κουρασμένος για να την κάνω ευτυχισμένη. Ήταν όμορφη, την αγαπούσα, ήθελα το καλό της. Αλλά αυτά δεν αρκούν».
Το κόκκινο χορτάρι [1950].
Ο Μπορίς παίζει ήδη τρομπέτα και τραγουδά στην ορχήστρα Κλώντ Αμπαντί, που μετονομάζεται σε Αμπαντί- Βιάν για να γίνει το χατίρι της Μισέλ που υποβάλλεται σε μια πολύ λεπτή εγχείριση. Γράφει το Παραμύθι για μέσους ανθρώπους με μερικά δικά του σκίτσα στα περιθώρια [1943]. Με την απελευθέρωση το επόμενο έτος η ορχήστρα παίζει σε καντίνες του αμερικάνικού στρατού. Κάποιοι αλήτες σκοτώνουν τον πατέρα του στην κουζίνα του σπιτιού τους στο Βιλνταβραί. Αυτή η απώλεια θα κοστίσει πολύ στον Μπορίς γιατί ήταν πολύ δεμένος μαζί του. Αργότερα θα πουλήσει για ένα κομμάτι ψωμί το πατρικό σπίτι. Η ορχήστρα υιοθετεί το στυλ τζαζ της Νέας Ορλεάνης και συνεχίζει να συνεργάζεται με τις αμερικανικές υπηρεσίες ψυχαγωγίας. Το 1945 ο Βιάν ξεκινά συνεργασία με μια μικρή δεκαπενθήμερη εφημερίδα. Αναλαμβάνει την λογοτεχνική στήλη με το ψευδώνυμο Ουγκώ Ασμπουισόν δανεισμένο από μια ταινία των αδελφών Μαρξ. Εκεί θα γράψει για τον Αλφρέ Ζαρρύ και τον κοιλαρά Βασιλιά Υμπύ μια σχολική φάρσα που θα τον κάνει διάσημο και για τον Ραιημόν Κενώ και τη σχολή Παταφυσικής, την «επιστήμη των φανταστικών λύσεων και των παρανοήσεων, που αποδίδει συμβολικά σε γενικές γραμμές τις ιδιότητες των περιγραφομένων αντικειμένων από την πιθανότητα τους», μια παρωδία της σύγχρονης επιστήμης με στόχο τη μελέτη των φαινομένων πέρα από τα μεταφυσικά. Ο όρος άλλωστε είναι παραφθορά του ελληνικό «τὰ ἐπὶ τὰ φυσικά». Ιδρυτής της σχολής ο Ζαρρύ [1893] και στην οποία θα γίνει αργότερα μέλος ο Βιάν μαζί με τους Κενώ και Πρεβέρ. Η ορχήστρα παίζει μέχρι και στην αίθουσα Πλεγιέλ και συμμετέχει σε διαγωνισμούς και τουρνουά κερδίζοντας διακρίσεις. Το 1946 ο Βιάν πιάνει δουλειά ως μηχανικός σε μια χαρτοποιία με πολύ καλύτερο μισθό από την προηγούμενη και αρχίζει να γράφει τον Αφρό των Ημερών που τον ολοκληρώνει σε μόλις δυο μήνες.
Συνδέεται φιλικά με το Σαρτρ και την Μπωβουάρ. Ο Γκαλιμάρ εκδίδει τον Αφρό των ημερών και ενώ υποστηρίζουν τον συγγραφέα του ο Σαρτρ κι ο Κενώ που είναι μέλη της επιτροπής βράβευσης ενός βραβείου για ανέκδοτο έργο το χάνει από μια ασήμαντη θρησκευτική ποιητική συλλογή ενός αβά. Ωστόσο το περιοδικό Μοντέρνοι Καιροί δημοσιεύει δέκα τρία κεφάλαια από τον Αφρό των ημερών και εκθέτει ελαιογραφίες που έφτιαξε σε μια έκρηξη εικαστικού οίστρου σε έκθεση με τίτλο: «Ζωγράφοι συγγραφείς από τον Αλφρέ ντε Μυσσέ ως τον Μπορίς Βιάν».
«Το δωμάτιο, τέσσερα επί πέντε μέτρα περίπου, φωτιζόταν από δύο μεγάλα οριζόντια ανοίγματα που έβλεπαν στη λεωφόρο Λούις Άρμστρονγκ. Θαμποί καθρέφτες γλιστρούσαν στο πλάι και επέτρεπαν στις μυρωδιές της άνοιξης που συναντούσαν έξω, να εισχωρήσουν. Απέναντι, ένα τραπέζι από εύκαμπτη δρυ έπιανε τη μία γωνία του χώρου. Δύο πάγκοι σε ορθή γωνία ήταν στοιχημένοι απέναντι από τις δύο πλευρές του τραπεζιού και ασορτί καρέκλες με μαξιλάρια από μπλε μαροκέν ήταν τοποθετημένες στις δύο ελεύθερες πλευρές. Στον ίδιο χώρο υπήρχε επίσης ένα μακρύ χαμηλό έπιπλο, το οποίο χρησίμευε σαν δισκοθήκη, ένα πικάπ υψηλής πιστότητας κι ένα έπιπλο, συμμετρικό με το πρώτο, που περιείχε αγλέουρα, πιάτα, ποτήρια καθώς και άλλα σκεύη που χρησιμοποιούνται από τους πολιτισμένους για το φαγητό. Ο Κολέν διάλεξε ένα ανοιχτόχρωμο γαλάζιο τραπεζομάντιλο ασορτί με το χαλί. Τοποθέτησε στη μέση του τραπεζιού μια σύνθεση που αποτελείτο από μια γυάλα με φορμόλη μέσα στην οποία δύο έμβρυα κοτόπουλου έμοιαζαν να μιμούνται το Φάσμα του ρόδου, σε χορογραφία του Νιζίνσκι. Γύρω γύρω υπήρχαν λίγα κλωνάρια μιμόζας με λωρίδες: ένας κηπουρός που δούλευε σε κάποιους φίλους του, είχε επιτύχει το είδος αυτό διασταυρώνοντας τη συνηθισμένη μιμόζα με τα σφαιροειδή άνθη με την κορδέλα της μαύρης γλυκόριζας που βρίσκουμε στα ψιλικατζίδικα γυρίζοντας απ’ το σχολείο. Ύστερα πήρε για τον καθένα δυο πιάτα από λευκή πορσελάνη, διακοσμημένα με λεπτές γραμμές από διάφανο χρυσό, μαχαιροπίρουνα από ανοξείδωτο ατσάλι με λαβές αζουρέ, όπου στην καθεμιά από αυτές μια ταριχευμένη πασχαλίτσα, τοποθετημένη ανάμεσα σε δυο πλακίδια πλεξιγκλάς, έφερνε τύχη. Πρόσθεσε από μια κρυστάλλινη κούπα και πετσέτες διπλωμένες σαν καπέλο εφημέριου. Όλο αυτό πήρε κάμποση ώρα. Τελείωνε σχεδόν τις ετοιμασίες του, όταν το κουδούνι ξεκόλλησε από τον τοίχο προειδοποιώντας τον για την άφιξη του Σικ. Ο Κολέν ίσιωσε μια ζάρα στο τραπεζομάντιλο και πήγε ν’ ανοίξει». [από τον Αφρό των ημερών σε μετάφραση Μαρίνα Λεοντάρη – Μαρία Παπαδήμα στις εκδόσεις Νεφέλη, 2013].
Το βιβλίο αυτό είναι η εξιστόρηση ενός άτυχου έρωτα μεταξύ δύο νέων, του Κολέν και της Κλοέ, που έχουν όλες τις προϋποθέσεις για να είναι ευτυχισμένοι – όμως, η σκιά του επερχόμενου θανάτου επικρέμαται πάνω τους, ενώ οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με τα αντικείμενα και τα ζώα σ’ ένα ονειρικό σκηνικό.
Σε μια έρευνα αναγνωστικού κοινού των βιβλιοπωλείων FNAC και της εφημερίδας «Le Monde», στην ερώτηση «Ποιά βιβλία της γαλλικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας έχουν χαραχτεί για πάντα στη μνήμη σας;», ο Αφρός των ημερών έρχεται δέκατος, με πρώτο τον Ξένο του Αλμπέρ Καμί, ανάμεσα στα 100 πιο αγαπημένα αναγνώσματα του 20ου αιώνα. Μια επανέκδοση του το 1963 πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα, αλλά ο συγγραφέας του είχε πεθάνει τέσσερα χρόνια πριν.
Τον Αύγουστο του 1946 γράφει το μυθιστόρημα Θα φτύσω στους τάφους σας ως μετάφραση υποτίθεται από αμερικάνικο νουάρ, ενώ από τον Σεπτέμβριο ως τον Νοέμβριο γράφει το Φθινόπωρο στο Πεκίνο. Τον Οκτώβρη τυπώνεται ο Σκουληκοσκανδαλιάρης και το Πλανγκτόν όπου πρωταγωνιστεί ο βιολόγος Ζαν Ροστάν και θα κυκλοφορήσει το επόμενο έτος στη σειρά «Φτερό στον άνεμο» που διευθύνει ο Ραιημόν Κενώ στις εκδόσεις Γκαλιμάρ.
«Ένα σαρκοβόρο φυτό που η θύμησή του μας παγώνει», λέει ο Αλαίν Λοστ για τον Αφρό …, «ανάμεσα στην ομορφιά και τη φρίκη διασταυρώνει τα πιο αντιφατικά αισθήματα. Παγιδευμένος ανάμεσα στο γέλιο και το λυγμό, την ευτυχία και την απελπισία ο αναγνώστης ξαναβρίσκει μέσα του κάτι από την εποχή που έρωτας και μίσος ζούσαν κι αναπτύσσονταν στο ίδιο κουκούλι».
Το Θα φτύσω στους τάφους σας συνδέθηκε με κάποιο έγκλημα πάθους που συνέβη τη ίδια χρονιά της έκδοσης του βιβλίου: ένας έμπορος στραγγάλισε την ερωμένη του στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, και η αστυνομία βρήκε πάνω στο κομοδίνο ένα αντίτυπο αυτού του έργου. Την επομένη, κάποια εφημερίδα κυκλοφόρησε με πηχυαίο τίτλο «Ιδού ο ηθικός αυτουργός», δείχνοντας με το δάχτυλο τον Μπορίς Βιαν, ο οποίος μάταια προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από τον «Βέρνον Σάλλιβαν». Ήταν πια κοινό μυστικό ποιός ήταν ο δημιουργός αυτού του ανήθικου πονήματος που απειλούσε τα χρηστά ήθη.
Το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ, γιατί διέθετε όλα τα συστατικά ενός καλού νουάρ: κοφτούς διαλόγους, βία, σεξ και αναφερόταν στις φυλετικές διακρίσεις. Αλλά, όπως το δημιούργημα του Φρανκεστάιν κατέστρεψε τον δημιουργό του, έτσι και ο Βέρνον Σάλλιβαν, ο επινοημένος συγγραφικός εαυτός, «κατάπιε» τον αυθεντικό συγγραφέα Μπορίς Βιάν. Ένας πουριτανός αρχιτέκτονας έκανε μήνυση στον εκδότη και τον συγγραφέα που πρόσθεσε επιπλέον διαφήμιση στο βιβλίο. Ο Βιάν καταδικάστηκε αργότερα όταν παραδέχθηκε πως αυτός ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου σε δεκαπενθήμερη φυλάκιση αλλά αμνηστεύθηκε.
Ο Μπορίς Βιάν είναι μυστήριο τραίνο και μάλιστα σύγχρονο που ταξιδεύει με μεγάλη ταχύτητα χωρίς σπουδαίες απώλειες, και χωρίς να εκτροχιάζεται. Είναι αεικίνητος, ευφυής, και πολυπράγμων διαθέτει αχτύπητη φαντασία που τον οδηγεί στους σταθμούς που επιβάλλεται να σταματήσει για να αποβιβάσει τον κόσμο καθενός από τα βιβλία του:
Στον Ψυχοβγάλτη [1953] αίφνης πρωταγωνιστούν ο Πεταλωτής κι ο Μακαβριωάννης. Ο Πεταλωτής κάτι σαν γίγαντας ωμός κι εκλεπτυσμένος κάνει έρωτα μ’ ένα ανδρείκελο που είναι σωσίας της γυναίκας που αγαπά. Ο Μακαβριωάννης ψυχαναλυτής και μαιευτήρας της γυναίκας παρακολουθεί τη σκηνή της παράξενης ερωτικής συνεύρεσης από το διπλανό δωμάτιο μέσα από μια μικρή τρύπα ενώ τον χαϊδεύει η υπηρέτρια του Πεταλωτή. Ένα ερωτικό τρίγωνο δηλαδή. Μια γυναίκα που μοιράζονται δυο άντρες. Ένα λογοτεχνικό στερεότυπο. Ναι, αλλά με πόση μαεστρία αφηγείται την επινοημένη αυτή ιστορία ο μέγας storyteller Μπορίς Βιάν. Αυτό δεν μπορούμε να το πούμε εδώ ούτε με λίγα ούτε με πολλά λόγια.
«Του ‘φερναν ίλιγγο τα γεγονότα των τελευταίων ημερών που ξεπηδούσαν και η καρδιά του χτυπούσε άγρια. Λίγο λίγο, χαλάρωσε και γλίστρησε στην ασυνειδησία, κλείνοντας τα κουρασμένα του βλέφαρα πάνω στους κουρελιασμένους από τις τραχιές λουριές ασέμνων οραμάτων αμφιβληστροειδείς».
[Ψυχοβγάλτης, μτφρ. Μάχη Σκαρπαλέζου]
Στο Φθινόπωρο στο Πεκίνο ούτε Φθινόπωρο υπάρχει ούτε Πεκίνο, όπως στην Φαλακρή Τραγουδίστρια του Ιονέσκο δεν υπάρχει τέτοιο πρόσωπο.
Στο βιβλίο αυτό η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια έρημο προσβάσιμη μόνο από μια συγκεκριμένη λεωφορειακή γραμμή. Στη μέση της ερημιάς, μια εταιρία αποφασίζει να φτιάξει μια σιδηροδρομική γραμμή ενώ ακριβώς κάτω από τις ράγες οι αρχαιολόγοι κάνουν ανασκαφές. Λίγο μακρύτερα, συναντάμε τα ερημητήρια των μοναχών οι οποίοι επιδίδονται σε όλες τις απολαύσεις της ζωής αφού τους καλύπτουν τα συγχωροχάρτια :
«Ο αβάς, καθισμένος στο κρεβάτι πλάι στην Κουίβρ, της είχε ξεκουμπώσει την μπλούζα και κοίταζε επισταμένως στο εσωτερικό.
«Αυτή η νεαρή είναι πολύ ενδιαφέρουσα» είπε στον Αθαναγόρα όταν τον είδε.
«Ναι, ε;» είπε ο αρχαιολόγος. «Ως προς τι ειδικότερα;»
«Θεέ μου» είπε ο αβάς, «πώς να πει κανείς ως προς τι ειδικότερα; Ως προς το σύνολο, θα ’λεγα, αλλά και, ασφαλώς, ως προς τα διάφορα συστατικά του συνόλου.»
«Σας υπογράψανε συγχωροχάρτι για την εξέταση;» ρώτησε ο Άθας.
«Έχω κάρτα διαρκείας» είπε ο αβάς. «Στη δουλειά μου, είναι απαραίτητη.» [ μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Νεφέλη 2014].
Ο Βιάν θ’ ανακαλύψει εκτός από τα αστυνομικά μυθιστορήματα και την επιστημονική φαντασία και το φανταστικό. Θα κάνει μεταφράσεις μερικές γιατί τον ικανοποιούν τις πιο πολλές για βιοπορισμό. Θα παίξει σε ταινίες, θα γράψει μουσικοκριτικές, τραγούδια που θα τραγουδήσει ο ίδιος. «Θα έρθει μια μέρα, όπως λένε», θα πει ο Ζωρζ Μπρασένς, «που όλοι οι σκύλοι θα χρειάζονται την ουρά τους και κάθε λογής κοινό τα τραγούδια του Μπορίς Βιάν». Θα γράψει λιμπρέτα για όπερα, μιούζικαλ, μουσική κωμωδία, κωμωδία-μπαλέτο και θα σκηνοθετήσει μεγάλες παραγωγές. Θα δουλέψει στην εταιρεία δίσκων Φίλιπς. Θα χωρίσει και θα ξαναπαντρευτεί μια χορεύτρια του μπαλέτου του Μπαλανσίν. Θα κερδίσει κάποτε πολλά χρήματα από δικαιώματα έργων του, αλλά και θα ζήσει με λίγα και δεν θα μπορεί να πληρώσει ούτε την εφορία. Θα αγοράσει ακριβά αυτοκίνητα. Θα απορριφθεί και θα επιδοκιμασθεί. Και θα ζήσει με ένταση και πάθος κάθε μέρα της τρανταεννιάχρονης πολυτάραχης ζωής του.
Θα πάθει καρδιακή ανακοπή στον κινηματογράφο Μπαρμπέφ στις 10:10 το πρωί της 23ης Ιουνίου 1959, τη στιγμή της προβολής των πρώτων πλάνων της κινηματογραφικής διασκευής του βιβλίου του Θα φτύσω στους τάφους σας φωνάζοντας δυσαρεστημένος: « Αυτοί τώρα δηλαδή είναι αμερικάνοι; Σκ… είναι». Αφήνει την τελευταία του πνοή το μεσημέρι της ίδιας μέρας στο νοσοκομείο όπου μεταφέρεται εσπευσμένα.
Το είχε προβλέψει: «Δε θα φτάσω τα σαράντα», είχε πει σε ανύποπτο χρόνο.
Σημείωση:
Χρησιμοποιήθηκε, κυρίως, το περιοδικό Διαβάζω, τχ. 85, 11/1/84 – το αφιέρωμα στον Μπορίς Βιάν στις σελίδες 11-42, κάποια κείμενα από το λήμμα Μπορίς Βιάν στο διαδίκτυο και ο Ψυχοβγάλτης σε μτφρ. της [Ανδρο]μάχης Σκαρπαλέζου, εκδόσεις Χατζηνικολή, 1979].