Η ομορφιά και η ποίηση των κειμένων και των εικόνων αυτού του μυστήριου Ρωσοπολωνού, συγγραφέα και ζωγράφου Μπρούνο Σουλτς, αποπνέουν μια ατμόσφαιρα αποπνικτικά εφιαλτική. Σε μεγαλύτερο βαθμό μάλιστα απ’ αυτήν που συναντούμε στον κόσμο του Φραντς Κάφκα. Γιατί ο Σουλτς έστησε ένα κόσμο ολότελα δικό του που τον στοιχειώνει ο απόηχος μιας παιδικής ηλικίας που την έζησε μέσα στην αυστηρότητα της ενοχής της εβραϊκής παράδοσης. Ό,τι έβλεπαν τα μεγάλα του καστανά μάτια – καρφωμένα θαρρείς – στο μεγάλο του κεφάλι ήταν ό,τι καθρεφτιζόταν προς τα μέσα. Αυτό το μέσα ήταν – είναι – αυτό που διαμόρφωνε τον τρόπο του να κοιτάζει το έξω. Θαρρείς και το έξω, το πραγματικό, δεν υπήρχε και γι’ αυτό έπρεπε να το μετασχηματίσει και να το διαμορφώσει κατάλληλα με τη δημιουργική δύναμη της φαντασίας του.
Ο Μπρούνο Σουλτς, ήταν στοιχειωμένος από την κυρίαρχη μορφή του πατέρα, την πατριαρχική φιγούρα της Διαθήκης, αλλά και του πατέρα του, του εμπόρου υφασμάτων που δεν του απηύθυνε επιστολή όπως έκανε ο Κάφκα στο δικό του, αλλά τον εγκατέστησε στα έργα του δίνοντάς του τον κυρίαρχο ρόλο.
”Διατηρούσα”, λέει στο διήγημα ”Οι κατσαρίδες”, ”μια κρυφή μνησικακία για την ευκολία που η μητέρα ξεπέρασε το θάνατο του πατέρα μου. Ποτέ δεν τον αγάπησε αληθινά και επειδή ο πατέρας δεν είχε ριζώσει στην καρδιά καμιάς γυναίκας δεν μπορούσε να υπάρχει στην πραγματικότητα και πλανιόταν αιώνια στις παρυφές της ζωής, σε περιοχές ημιυπαρκτές, στα όρια της. Δεν μπόρεσε να κερδίσει ούτε έναν έντιμο θάνατο” και συνεχίζει λέγοντας: ”πόσο παράξενο και αμφίβολο πλάσμα’’ ήταν ο πατέρας αν και στο κομμάτι που μιλάει για τις αγάπες του, θαρρείς πως μιλάει για τον εαυτό του. Ούτε ο ίδιος, ως φαίνεται, ένιωσε τη θέρμη του έρωτα μιας γυναίκας γι’ αυτό έπλασε στις σκανδαλωδώς μαζοχιστικές φαντασιώσεις του κυριαρχικές γυναίκες που εκτείνουν τα μακριά γυμνά τους πόδια, ενώ ένα μεγάλο κεφάλι σαν το δικό του εξέχει απολαμβάνοντας το γυναικείο μεγαλείο που κανόνισε να τον δυναστεύει. Δεν είναι τυχαίο ότι η άλλη μορφή που εμφανίζεται σχεδόν σε κάθε διήγημά του πρώτου έργου του ”Τα μαγαζιά της Κανέλας”[1934], είναι η Αντέλα, η παραμάνα του. Ένα σαδιστικό θηλυκό, που γι’ αυτόν είναι ερωτικό πρότυπο. Σ’ ένα διήγημα λέει πως η Αντέλα ”είχε πάνω στο πατέρα εξουσία σχεδόν απεριόριστη γιατί του προκαλούσε ένα ακατάσχετο γέλιο με την απειλή και μόνο ότι επρόκειτο να τον γαργαλήσει. ”Το πρόσωπο και τα λόγια του πατέρα” μεγάλωναν υπέρμετρα και άγρια, με τα άσπρα μαλλιά που ορθώνονταν άτακτα σε τούφες και σε θημωνιές που πεταγόντουσαν απ’ τις κρεατοελιές, τα φρύδια, τα ρουθούνια – πράγμα που ‘δινε στην φυσιογνωμία του την όψη μιας γριάς, ανατριχιασμένης αλεπούς”.
Πότε ωμά, πότε ιδιαιτέρως εκλεπτυσμένα τα γραπτά του διανθισμένα με περίεργες μεταφορές, ακραίες, σχεδόν στα όρια του γκροτέσκου μιλούν για ασήμαντα καθημερινά πράγματα, ενώ τα μεγάλα γεγονότα καθώς και οι μεγάλες και ηρωικές πράξεις απουσιάζουν, όπως και οι διάλογοι. Στην ουσία περιφέρεται στο γενέθλιο τόπο από τον οποίο δεν απομακρύνθηκε ποτέ, κάνοντας μακριές βόλτες που στη διάρκειά τους ανέπτυσσε εξίσου μακροσκελείς σκέψεις, καμιά φορά φιλοσοφικές.
Αυτός ο μικρόσωμος, άσχημος και φιλάσθενος, Ρωσοπολωνός, με το λεπτό κι όλο γωνίες κορμί του, αλλά με πολύ εκφραστικό και βαθύ βλέμμα που αυτοπροσωπογραφείται κατά κόρον στις γκραβούρες και τα σχέδιά του, γεννήθηκε στο Drohobycz, (Ντρoχόμπιτζ) πόλη της Γαλικίας τότε, που ανήκει σήμερα στην Ουκρανία στις 12 Ιουλίου 1892. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Lwow (Λβοφ) και Καλές Τέχνες στη Βιέννη, με ειδίκευση στη Λιθογραφία και το Σκίτσο και υπηρέτησε σε κάποιο γυμνάσιο από το 1924 ως το 1939 διδάσκοντας σχέδιο.
Μια ταπεινή θέση για έναν ταπεινό άνθρωπο τουλάχιστον προς τα έξω, γιατί μέσα του έβραζε ένας ιδιοφυής, πολυσχιδής καλλιτέχνης, ο οποίος όμως δεν θέλησε να αναπτύξει σχέσεις με το καλλιτεχνικό σινάφι που θα τον οδηγούσαν στην αναγνώριση. Είχε την ατυχία επιπλέον να ζήσει σ’ αυτήν την καταραμένη περίοδο ανάμεσα στους δύο μεγάλους πολέμους, στην οποία ο κόσμος προσπαθούσε να βρει μια κάποια ισορροπία χωρίς να τα καταφέρνει. Έτσι ενώ άρχισε να δημοσιεύει αρκετά μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αρκετά από τα έργα που είχε συνθέσει χάθηκαν στη διάρκεια του Β’ Πολέμου. Ο χρόνος, η ζωή και η Τέχνη έπαιξαν μαζί του άσχημο παιχνίδι και καθώς κανείς δεν μπορεί να προετοιμαστεί συνειδητά για το τέλος έτσι και αυτόν ο χρόνος τον κατάπιε. ”Εκούσια εξόριστος” έβλεπε το Χρόνο με ξανθά μακριά μαλλιά σαν στάχυα να τρέχει στο λιβάδι χωρίς να μπορεί να τον φτάσει. Εξάλλου είχε αρχίσει να βλέπει τον πατέρα του σιγά – σιγά να χάνεται, να μαραίνεται μπροστά του. Ήταν καιρός λοιπόν να προλάβει γι’ αυτό βούτηξε στη χώρα της παιδικής ηλικίας μετασχηματίζοντάς την : ”Από την καταχνιά του προσώπου αναδύθηκε με δυσκολία το κυρτό λεύκωμα του κυρτού ματιού, προσελκύοντάς με μ’ ένα ναζιάρικο παίξιμο. Ένιωθα γι’ αυτόν ανυπόκριτη συμπάθεια. Με πήρε ανάμεσα στα γόνατά του και ανακατεύοντας μπροστά στα μάτια μου με δάχτυλα εξασκημένα κάποιες φωτογραφίες, μου έδειχνε φιγούρες γυμνών γυναικών και αγοριών σε αλλόκοτες στάσεις. Στεκόμουν ακουμπώντας σ’ αυτόν με το πλάι και κοίταζα τούτα τα απαλά ανθρώπινα κορμιά με απόμακρα άδεια μάτια, όταν ένα ρεύμα απροσδιόριστου ερεθισμού που ξαφνικά θόλωσε τον αέρα μ’ έφτασε και με διαπέρασε μ’ ένα ρίγος ανησυχίας και ένα κύμα ξαφνικής κατανόησης. Αλλά στο μεταξύ, αυτή η άχνη του χαμόγελου που ζωγραφίστηκε κάτω από το απαλό, υπέροχο μουστάκι του, φύτρο πόθου που τινάχθηκε στα μηλίγγια του με την παλλόμενη φλέβα, η ένταση που κρατούσε για λίγο τα χαρακτηριστικά του συγκεντρωμένα ξαναβυθίστηκαν στο τίποτα και το πρόσωπο χάθηκε στην απουσία, λησμονήθηκε, εξατμίστηκε”.
Είναι η κατακλείδα από τον κατεξοχήν αυτοβιογραφικό ”Αύγουστο”, που αποτελεί το ρέκβιεμ της παιδικής του ηλικίας.
Ιδιάζων αισθησιασμός, ελαφρότητα και βάθος, παράδοση και μοντερνισμός, βιβλικοί μύθοι και απίστευτα βλάσφημες φαντασιώσεις σαδομαζοχισμού και γυναικείας ερωτικής υπεροχής, φανταστικό, εφιαλτικό και τερατώδες συγχέονται σ’ ολόκληρη την καλλιτεχνική του παραγωγή.
”Μπορεί κανείς να τον αποκαλέσει υπερρεαλιστή, εξπρεσιονιστή, συμβολιστή, μοντερνιστή. Έγραψε μερικές φορές σαν τον Κάφκα και μερικές φορές σαν τον Προυστ και κάποτε κατόρθωσε να φτάσει σε βάθη που ποτέ δεν έφτασαν αυτοί”. Αυτός ο μεγάλος έπαινος προέρχεται από τον ομοεθνή του νομπελίστα Ισάακ Μπάσεβιτς – Σίνγκερ ενώ ο αμερικανός συγγραφέας Τζον Απντάικ τον είχε χαρακτηρίσει σαν “τον μεγαλύτερο ριζικό μετατροπέα του κόσμου, σε λέξεις”, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την παρακάτω εξαιρετικά δυνατή εικόνα η οποία συνδυάζει την τέχνη της γραφής και της ζωγραφικής μαζί: ”Η Τλούγια κάθεται ανακούρκουδα ανάμεσα σε κιτρινισμένα στρωσίδια και κουρέλια. Στο μεγάλο της κεφάλι ορθώνεται μια χαίτη από μαύρα μαλλιά. Η όψη της συσπάται σα φυσερό του ακορντεόν. Κάθε στιγμή ένας κλαμένος μορφασμός κλείνει αυτό το ακορντεόν σε χίλιες όρθιες πτυχώσεις και η περιέργεια το ανοίγει πάλι, σιάζει τις πτυχές, ξεσκεπάζει τις τρυπίτσες των μικρών ματιών και τα υγραμένα ούλα με τα κιτρινισμένα δόντια κάτω από το ρυγχώδες παχύσαρκο χείλος. Περνούν ώρες γεμάτες ζέστη και ανία, και στη διάρκειά τους η Τλούγια μιλάει σιγανά, μισοκοιμάται, παραπονιέται ήσυχα και ξεροβήχει. Οι μύγες, σμήνος πυκνό την σκεπάζουν έτσι ακίνητη αλλά ξάφνου όλος αυτός ο σωρός των βρώμικων πατσαβουριών, των κουρελιών και των σκουπιδιών αρχίζει να κινείται σαν να πήρε ζωή από το τρόχασμα των αρουραίων που πηγαινοέρχονται πάνω του. Οι μύγες ξυπνούν αλαφιασμένες και πετούν μεγάλο βουερό μελίσσι γεμάτο θυμωμένα ζουζουνίσματα, λάμψεις και αναλαμπές”.
Λίγο πριν ξεφύγει από τα χέρια του εκείνος ο ξανθός χρόνος που άρχισε να αυξάνει την ταχύτητά του πρόλαβε να δουλέψει στο σπίτι του αναπάντεχου προστάτη του Φελίξ Λαντάου, ανώτερου αξιωματικού της Γκεστάπο, που θαύμαζε απεριόριστα τη ζωγραφική του. Για μερικές εβδομάδες είχε βαλθεί να φιλοτεχνήσει τοιχογραφίες στο σπίτι που διέμενε ο προστάτης του. Όταν τελείωσε ένας ‘αντίζηλος’ του Λαντάου, τον πυροβόλησε θανάσιμα- σαν το σκυλί. Καθώς κειτόταν νεκρός στη μέση του δρόμου θύμιζε την τελευταία πρόταση από τη ‘’Δίκη’’ του Κάφκα, που είχε προλάβει να μεταφράσει στα πολωνικά. Ήταν μόλις 50 ετών και η χρονολογία ήταν το 1942.
Και ενώ για χρόνια είχε μείνει στο περιθώριο άρχισε να μεταφράζεται συστηματικά σε πολλές γλώσσες κάνοντας κτήμα σε περισσότερους αναγνώστες και θεατές τους ζοφερούς, χαρμόσυνους και φανταστικούς κόσμους του.
Σημείωση: όλα τα αποσπάσματα προέρχονται από το: Μπρούνο Σουλτς, Τα Μαγαζιά της Κανέλας, μτφρ.: Δημήτρης Χουλιαράκης, εκδόσεις Νεφέλη, 1988