You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Μ’ αρέσουν δε μ’ αρέσουν            

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Μ’ αρέσουν δε μ’ αρέσουν           

Κοιτάζω τον κατάλογο με τα δέκα καλύτερα μουσεία στον κόσμο. Μπήκα στο Λούβρο. Τότε που μπήκα. Στο μουσείο Πικάσο του Παρισιού. Σ’ αυτό της Βαρκελώνης. Τελείως άλλη αίσθηση. Όλο νόμιζες ότι τελείωνε, αλλά δεν τελείωνε, ιδίως εκεί που ακολουθούσες τη σειρά των πινάκων του πάνω στις Ακόλουθες του Βελάσκεθ. Την Ινφάντα Μαργαρίτα, τον Κάσπαρ και τον Αντρέα, τους τρεις ήρωες ενός  βιβλίου που γράφω. Είδα ένα γοτθικό ναό που κάηκε. Είδα τους τάφους μέσα στο ναό. Είδα να παίζουν κλειδοκύμβαλο σε μια καθολική εκκλησία στο Άμστερνταμ. Διάβασα τα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής του Νίκου Εγγονόπουλου. Μ’ αρέσει ο Εγγονόπουλος και ο Εμπειρίκος λιγότερο, αλλά μ’ αρέσει κι αυτός. Ο σουρεαλισμός και ο Μπρετόν. Η υπερβολικά παγωμένη μπύρα. Η λεβάντα που μου έβαζε η μαμά στο μαξιλάρι. Τα αχλάδια αρέσουν στον Ρολάν Μπαρτ όπως και τα άσπρα ροδάκινα. Τα κεράσια, τα χρώματα και τα ρολόγια, σ’ αυτόν αρέσουν.

Και οι πένες και οι κρέμες και το ακατέργαστο αλάτι. Το πιάνο, ο καφές αρέσει και σ’ εμένα. Ο Σαρτρ, ο Μπρεχτ και ο Ιούλιος Βερν αρέσει και στους δυο μας. Και μένα μ’ αρέσει αυτός που γραφεί γι αυτά που του αρέσουν και δεν του αρέσουν. Όπως οι λαϊκοί χοροί της Βουργουνδίας, οι παιδικές χορωδίες, τα κονσέρτα του Σοπέν, ο Σατί και ο Μπάρτοκ, που αντίθετα αρέσουν σ’ εμένα. Οι εσπερίδες με ανθρώπους που δεν γνωρίζω, δεν αρέσουν ούτε σ’ εμένα ούτε σ’ αυτόν. Μ’ αρέσουν οι λίστες και οι κατάλογοι των βιβλίων. Αυτών που πρόκειται να αγοράσω και αυτών που έχω. Η μυρωδιά του χαρτιού, οι ράχες τους, όπως η ράχη εκείνης.

Η σπονδυλική της στήλη, οι χάρτες, ο χάρτης της Αθήνας, του Παρισιού και του Βερολίνου. Ο χάρτης της μνήμης του. Θυμάται λέει ότι ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, έγραψε για την FranceSoir μια σειρά άρθρα για την Κούβα με τίτλο Θύελλα πάνω από τη ζάχαρη. Αυτό θυμάται ο Ζωρζ Περέκ. Θυμάται ακόμα τις τσάντες (Hermes) με την μικρούτσικη καδένα τους. Θυμάται: τον Πορφύριο Ρουμπιρόσα (γαμπρό του Τουρχίγιο;). Δεν είναι σίγουρος γιατί η μνήμη παραμορφώνει, αντιστρέφει, διαστρεβλώνει, περιστρέφεται γύρω στο σταθμό του Μονπαρνάς, όπου πηγαίνει το 96, ενώ το 70 πηγαίνει στην πλατεία Ντοκτέρ Αγιέμ στο Ραδιομέγαρο. Το 86 πηγαίνει στο Σεν – Ζερμαίν – ντεΠρε. Θυμάται ακόμη μια μπλε τσάντα, πράσινα παπούτσια, μπλε ταξί, μπλε 2SV. Ένα γερμανικό πούλμαν, ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του ουρανού (ίσως του 1/6 του οπτικού μου πεδίου). Εγώ δεν μπορώ να πω πως τον θυμάμαι, αλλά μου αρέσει ο Πλάτων και η Σικελία και τα Άβδηρα και ο φιλόσοφος που καταγόταν από κει. Τα φρούτα. Οι σαλάτες.

Το καρπούζι, το κόκκινο χρώμα, ένα κόκκινο Fiat, η τράπουλα, να βλέπω τα πόδια πολλών ανθρώπων να περπατούν, να διαβάζω τον Ξένο του Καμύ, να βλέπω στο θέατρο τον Κύκλο με την κιμωλία, του Μπρεχτ και τον Γαλιλαίο του και τον άνθρωπο από την Γαλιλαία, το γαϊδουράκι, την Μπαλάντα του Κυρ – Μέντιου και επιτέλους λέω μαζί με τον λεπιδοπτερολόγο Βλαδίμηρο Ναμπόκοφ Μίλησε Μνήμη. Μ’ αρέσουν τα φανταστικά τοπία, το τοπίο του μυαλού, οι τόποι καταγωγής, τα πρόσωπα που δε θυμάμαι. Είπα πολλά που μ’ αρέσουν, αλλά δεν μ’ αρέσουν και μένα – ή μήπως μ’ αρέσουν; – οι σκηνές ανάμεσα σε ζευγάρια, αλλά σίγουρα δεν μ’ αρέσουν και μένα όπως και στον Μπαρτ, τα γεράνια, οι ταυτολογίες, οι βίλες, τα ψευτονεοκλασικά. Τα απογεύματα δεν αρέσουν σ’ αυτόν, και οι τρομπέτες και τα τύμπανα, σ’ αυτόν πάλι δεν αρέσουν, όπως και ο αυθορμητισμός. Εμένα δεν μ’ αρέσει να βλέπω την μαμά να σκοτώνει μια μύγα, προτιμώ να την σκοτώνω εγώ. μια μύγα μ’ ενοχλεί, τη σκοτώνω, σκοτώνουμε αυτό που μας ενοχλεί (…). Δεν μ’ αρέσουν όλα αυτά που λέει ούτε αυτός ούτε ο άλλος ούτε θυμάμαι τα ίδια πράγματα. Πώς θα ήταν δυνατόν; Εγώ μεγάλωσα στο Παγκράτι και αυτοί στο Παρίσι. Στο έκτο ή στο δέκατο έκτο διαμέρισμα; Δεν θυμάμαι. Εγώ παίρνω το 11 για να πάω στη Κυψέλη. Και αν έχει κίνηση πάω με τα πόδια. Αυτός νομίζω πως οδηγεί ένα Golf, ή παίρνει το 63 για να πάει στο Πορτ- ντε- λα- Μιετ. Τα λιμάνια μ’ αρέσουν επίσης, οι Κήποι του Λουξεμβούργου. Θυμάται λέει, ένα 84 που στρίβει στην οδό Μονπαρνάς. Ποιος ήτανε αυτός που έμενε στην οδό Λα Φονταίν; Α! πήγα και στο Κέντρο Ζωρζ Πομπιντού, όπου είδα έναν περίεργο πίνακα του Αντρέ Ροζί, του λεγόμενου και Ρόζα Κλάιν, με τίτλο η Παλέτα του Μπονάρ, ζωγραφισμένο το 1930, αλλά με τέτοιο τρόπο που να μοιάζει σημερινός.  Θυμάμαι και μια ημερομηνία, όχι αυτή που γεννήθηκα, ούτε τον κωδικό του f/b, αλλά το 1453. Το Μεσαίωνα.  Μ’ αρέσουν οι παύλες όχι οι κάτω, οι πάνω. Και τα καπέλα. Τα αποσιωπητικά. Δεν μ’ αρέσουν τα βάραθρα, και το κοιμήσου! Το Φύγε! Προτιμώ το Φεύγω! και τους πίνακες του Πόλλοκ. Κι όταν τους κοιτάζω μ’ αρέσει να πίνω τζίν τόνικ με πάγο χωρίς να καπνίζω, δεν καπνίζω πια. Θαρρώ πως το αυτοκίνητο που οδηγούσε μεθυσμένος, μ’ αυτό σκοτώθηκε, μαζί με τις δυο κοπέλες στο πίσω κάθισμα και λένε πως είναι ασφαλές να κάθεσαι στο πίσω κάθισμα, αλλά από ότι φαίνεται δεν είναι πάντα. Την Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ που ο πατέρας της πνίγηκε μαζί με τον Τιτανικό και κείνη έκανε μουσείο στη Βενετία, ντυνόταν σαν μουσείο, εκβίαζε άντρες, όπως ο Πόλλοκ, όπως ο Μαξ Έρνστ. Αυτοί υποχώρησαν στον εκβιασμό της. Ο Μπέκετ όχι. Αυτός δεν υποχώρησε ούτε στο προξενιό που του έκανε ο Τζόυς για την κόρη του Λουτσία. Την τρέλα του πήρε και η κόρη του εκτός απ’ τον Οδυσσέα του, και το Finnegans Wake. Δεν μ’ αρέσει το ξύπνημα ούτε η υπνοβασία. Μ’ αρέσει το μεσημέρι να μαδάω μαργαρίτες. Μ’ αγαπάει εκείνη ή δε μ’ αγαπά; Να χαζολογάω, να δίνω λεφτά στους ζητιάνους. Να αποφεύγω τις διαβάσεις. Εκεί μπορεί να σε σκοτώσουν μαινόμενοι οδηγοί. Ενώ μ’ αρέσουν οι εκλογές, αλλά η εκλογή είναι πάντα κακή. Δεν το λέω εγώ, το λέει ο Κίρκεγκωρ. Είναι περιοριστική. Είναι μια από τις πολλές. Αλλιώς θα ήθελα μια ζωή ν’ αποφασίσω σε ποια να δώσω το μήλο. Πότε να σταματήσω; Γιατί πάντα αρχίζω.  

 

Μου αρέσουν, δεν μου αρέσουν: αυτό δεν έχει καμιά σημασία για κανένα: προφανώς, δεν έχει νόημα. Κι ωστόσο, όλα τούτα σημαίνουν: το σώμα μου δεν είναι το ίδιο με το δικό σας. Έτσι, μέσα σ’ αυτό το αναρχικό ξέβρασμα των αρεσκειών και των απαρεσκειών- ένα είδος απρόσεκτης σκιαγράμμισης – διαγράφεται σιγά σιγά το σχήμα ενός σωματικού αινίγματος, που προκαλεί τη συνενοχή ή τον ερεθισμό. Εδώ αρχίζει ο εκφοβισμός του σώματος, που υποχρεώνει τον άλλο να με ανέχεται μεγαλόψυχα, να μένει σιωπηλός και ευγενικός μπροστά στις ηδονές ή στις αρνήσεις που δεν συμμερίζεται.

 Έτσι λέει στο ομότιτλο με το δικό μου κείμενό του ο Ρολάν Μπαρτ.

[από το βιβλίο του ο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρολάν Μπαρτ, μτφρ. Φλοράν Πουανιάν, εκδ. Ράππας, 1977]. 

*Τα κείμενα του Ζωρζ Περέκ μεταφρασμένα απ’ τον Αχιλλέα Κυριακίδη, στο Ουμπέρτο Έκο, Η Ομορφιά της Λίστας, Καστανιώτης 2010.

    

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.