“Κάποτε είχαμε, βεράντες πλωτές και ανοιχτές στους αφύλαχτους ανέμους”. Στα νησιά μας φυσούσε πάντα πολύ. Κι απόψε φυσάει ένας αγέρας που παίρνει τα στοιχεία και κάνει τους δείκτες των ρολογιών να γυρίζουν από την αντίθετη μεριά. Εμένα η μητέρα μου με γέννησε μια νύχτα που είχε θύελλα και ο αέρας μαινόταν. Ένα πλοίο βυθίστηκε. Η μητέρα μου πέθανε μες στη γαλήνη της τρικυμίας. Όταν έμεινα άνεργος σκέφτηκα να πεθάνω κι εγώ, εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή που έλειπες και ακολουθούσα μόνος μου την περιφορά. Πρώτη φορά έμπαινε ο Επιτάφιος στα στενά που είχαν μωβ ανθάκια γιατί πενθούσαν κι αυτά που ο Χριστός πέθανε και τώρα ακολουθούσαμε το σκήνωμά του. Ποτέ δεν τα είχα με τον Ιούδα. Δεν πιστεύω πως πρόδωσε κανέναν, πόσο μάλλον τον Ιησού. Ο Πέτρος ήταν αδύναμος και πριν «αλέκτωρ φωνήσαι» τρεις φορές τον απαρνήθηκε. Ο Θωμάς πρόδωσε την ίδια του την πίστη. Ο πιο πιστός απ’ όλους λοιπόν ήταν ο Ιούδας. Ο άνθρωπος με την όρθια συνείδηση…
Σκέφτομαι πως τίποτα δεν είναι ικανό, παρόλο που πένομαι, παρόλο που πονάω, παρόλο που το βλέμμα μου δε βλέπει παρά την αφρισμένη μεριά, τίποτα δε μπορεί να με ξεκάνει. Είδα κάποιον φευγαλέα. Έσκυψε και πέρασε γρήγορα κάτω απ’ τον Επιτάφιο, ύστερα σηκώθηκε, όρθωσε το κορμί του κι έκανε το σταυρό του. Τότε ήταν που είδα την πρώτη τελετή της Άνοιξης. Τελετή θανάτου. Μελέτη θανάτου. Είδα τις τοιχογραφίες γνώρισα την αρχαιολογία τους, την Πομπηιανή ζωγραφική, το εξώφυλλο, την προμετωπίδα στα τοιχώματα των σπιτιών της Πομπηίας, στο εξώφυλλο του βιβλίου Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου και παρήλασαν μπρος μου οι τελετές του Κάτω Κόσμου την έσχατη άκρη του, τις τελετές του κεντρικού μήνα της Άνοιξης ταιριαστές με την περιφορά αυτής της Παρασκευής που πάντα είναι Μεγάλη, μακριά, πέρα κει στο βασίλειο της Περσεφόνης, μια μεγάλη συμφωνία ανεκλάλητη και ο ποιητής να παρακαλεί το χέρι του να ζωγραφίσει. Πριν κατέβει στον Άδη σαν έτοιμος από καιρό, ξάπλωνε στον Παράδεισο της Ποίησής του. Ισσός ήταν ο ποταμός. Και ο κάθε Μέγα Αλέξανδρος έχει τη φυλλάδα του και ο Ελύτης τα λευκά του σεντόνια και το Μαύρο αντιστρέφει το νόημα και το σκοτεινό γίνεται αθώο, αγνό, καλλιτεχνικό για να προλογίσει τη συνύπαρξη.
πίνακας Γ. Κόρδη
Τετάρτη 15
προχωρώ μέσα από πέτρινα κεριά και γυναίκες που
κρατάν μισοφέγγαρα. Ο θεός λείπει. Αυτός ο κήπος
δεν έχει τέλος και κανείς δε ξέρει… 1
Κανένα όνομα δεν προφέρεις, αφού εκείνος λείπει. Βρέχει. Βρέχει. Και ξανακούγεται σαν ηχώ η απόκριση, απόκριση σε τι; Αφού εγώ δε ρώτησα τίποτα, αφού εγώ χρησιμοποιώ τη μινωική γραφή, το πολύ και το όπως και το λίγο. Λιγάκι να μ’ αφήνατε πριν χαθούν όλα, πριν όλοι μολυνθούμε. Πριν όλα τελειώσουν μια Μεγάλη Παρασκευή. Αυτή της περιφοράς παρακολουθούσα όταν εσύ έλειπες ή μήπως ήσουν εκεί; Τρεις σειρές πιο μπροστά κρατώντας ένα μπουκάλι με κολόνια για να ραίνεις το άγιο σώμα για να λες:
“Ω γλυκύ μου έαρ
Γλυκύτατον μου τέκνον
που έδει σου το κάλλος…
Ω φως των οφθαλμών μου…”
Μια αστραπή, ύστερα η βροντή και αρχίζει να βρέχει, αλλά κανείς δε χαλάει την πομπή και ο ποιητής φεύγει. Εμείς να δούμε τώρα, αφού όλα μένουν. Ίσως τίποτα δεν μπορεί πια να μας σκοτώσει αφού οι έρωτες και τα μίση μισέψανε και τα κάλλη χάθηκαν, όπως χάνονται όλα, λίγο πριν το τέλος, εκτός κι αν πεθάνεις νωρίς, όπως έλεγε εκείνος, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Τον θυμάμαι τώρα που ζούμε «μέρες χαμού», τρωτοί και απροστάτευτοι χωρίς «δεύτερη πανοπλία» και φτέρνες ακάλυπτες, γυμνές…
Ήταν σκοτάδι. Νύχτα από κείνες που βραδιάζουν νωρίς (…) απλωμένη γυάλιζε πάνω στο μουσαμά του διαβάτη που περνούσε τον κύκλο του φαναριού με το αεριόφως. Άστραφτε σαν κομμάτι γυαλί {η υγρασία} στο χνούδι του σκούρου πανωφοριού. Λέκιαζε τις επιφάνειες από τους τοίχους των σπιτιών. Γλιστρούσε σε γραμμές πολυδαίδαλες στα τζάμια από τις βιτρίνες. Έβρεχε…2
Έτσι ο Αντρέας Δημακούδης προχώρησε στο σκοτάδι που η αίσθησή του ήταν ισχυρότερη από οτιδήποτε ακόμα και απ’ αυτή την πάχνη που είχε κολλήσει παντού σαν αυτοκόλλητος σεβντάς του μπουζουξή που έπαιζε…
Πώς να βαδίσω; Πώς να σε δω; Πώς να σε πιάσω απ’ το χέρι και να σε οδηγήσω στα άδυτα των τελετών του Διονύσου να σε βαφτίσω στο κρασί όπως εκείνος βούτηξε το ψωμί στο ποτήρι του και ύστερα το έβαλε στο στόμα.
Η ηλικία της νύχτας. Οι ηλικίες της Μεγάλης Παρασκευής. Η μενεξεδένια, κάποτε, πολιτεία, το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στο ψήλωμα, “ως εκλείπει καπνός εκλειπέτωσαν. Ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός…” Και δεν λέει να τελειώσει παρά αναλώνεται και λιώνει.
“Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα. Του καθενός έρχεται η ώρα”. Ελπίζω πως δεν ήρθε για μας ακόμη.
1 Οδυσσέα Ελύτη, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, 1984, σελ. 30
2 Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, Ανδρέας Δημακούδηε και άλλες μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας, εδόσεις ΑΣΕ, 1977, σελ. 7