«Ο καλός συγγραφέας ανταγωνίζεται μόνο τους πεθαμένους».
Χέμινγουεϊ
Το hard–boiled, το ‘’περιβάλλον και η εποχή’’
Ο Ντάσιελ Χάμμετ και ο Ρέημοντ Τσάντλερ είναι το φοβερό δίδυμο το οποίο κατάφερε να βγάλει από την ανυποληψία του το αστυνομικό μυθιστόρημα, καίτοι το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος με το οποίο καταπιάστηκαν αυτοί οι δύο είναι το σκληρό, το λεγόμενο hard – boiled μυθιστόρημα, το οποίο έχει συνείδηση της πραγματικότητας μέσα στην οποία διαδραματίζεται. Το περιβάλλον στο οποίο εκτυλίσσονται οι αστυνομικές ιστορίες μυστηρίου αυτού του είδους το φωτογραφίζει εύστοχα ο Τσάντλερ στο σημαντικό δοκίμιό του «Η απλή τέχνη του φόνου».
Οι ιστορίες αυτές προσπαθούν να είναι και είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, ‘’ρεαλιστικές’’. Εξαιτίας, λοιπόν, αυτού του εντός εισαγωγικών ρεαλισμού, ο συγγραφέας δεν τρέφει αυταπάτες ως προς τα όρια και την αξία του έργου που προσφέρει στην κοινωνία «όπου οι γκάνγκστερ μπορούν να κυβερνούν κράτη ολόκληρα και ήδη σχεδόν κυβερνούν τις πόλεις, όπου ξενοδοχεία και καθώς πρέπει εστιατόρια, ανήκουν σε ανθρώπους που έκαναν τα λεφτά τους από μπουρδέλα, όπου μια σταρ του σινεμά μπορεί να είναι πληροφοριοδότης μιας σπείρας, και εκείνος ο συμπαθέστατος κύριος στο χολ, ο ιθύνων νους της κομπίνας στη λοταρία. Έναν κόσμο όπου ο δικαστής με το κελάρι του τίγκα στο λαθραίο αλκοόλ, στέλνει στη φυλακή κάποιον φουκαρά που του βρήκαν ένα μπουκαλάκι στην τσέπη, όπου ο Δήμαρχος μπορεί να ”ανέχεται” το φόνο ως μέσο χρηματισμού, όπου κανείς δε μπορεί να αισθάνεται ασφαλής σ’ ένα σκοτεινό δρόμο γιατί ο Νόμος και η Τάξη είναι πράγματα για τα οποία μιλάμε αλλά αποφεύγουμε να πραγματοποιούμε».
Ο Χάμμετ, ισχυριζόταν πως προσπαθούσε ”να βγάλει το ψωμί του” γράφοντας για πράγματα που είχε ζήσει ο ίδιος ως πραγματικός ντετέκτιβ και χρησιμοποιούσε για τα μεν σοβαρά δημοσιεύματα το πραγματικό του όνομα, ενώ για τα διηγήματα του σωρού που δημοσίευσε στη ”Μαύρη Μάσκα”, χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο ”Πήτερ Κόλλινσον” (γιατί στην πιάτσα το όνομα Πήτερ Κόλλινς σήμαινε ο ”Κανένας”. Κόλλινσον, λοιπόν, ήταν ο γιος του Κανένα).
Καταγωγή, οι γονείς, το όνομα
Το πραγματικό όνομα του Χάμμετ δεν ήταν Ντάσιελ, αλλά Σαμ ή Σάμιουελ. Όπως όμως έλεγε ο ίδιος:
«Κανείς δε με φώναζε Ντάσιελ ή Ντας μέχρι που άρχισα να γράφω», μ’ αυτό το όνομα.
Ο Σάμιουελ Χάμμετ γεννήθηκε στις 27 Μαΐου του 1894 στην Κομητεία Σαιντ Μαίρη του Μέρυλαντ . Ο πατέρας του είχε σκωτσέζικη και η μητέρα του γαλλική καταγωγή, και υπήρξε μια πολύ ανεξάρτητη γυναίκα που θεωρούσε πως ήταν ανώτερη απ’ τον πατέρα του, που είχε αγροτικό παρελθόν και κυρίως κλίση προς το ποτό και τις γυναίκες. Η γυναίκα αυτή που κορόιδευε τους αρσενικούς και τον τρόπο που συνήθιζαν να γλεντούν είχε επιβάλλει απόλυτο σεβασμό μέσα στο σπίτι της. Την προσφωνούσαν όλοι: «κυρία Ντάσιελ». Αυτό ήταν το γένος της μητέρας του Χάμμετ, αυτό ήταν και το όνομα που κράτησε ως συγγραφέας.
Ο μικρός Σαμ της είχε μεγάλη αδυναμία, αλλά και γι’ αυτήν ήταν το αγαπημένο της παιδί. Θεωρούσε πως η μητέρα του ήταν παγιδευμένη σε μια άχαρη ζωή που τη ζούσε αναγκαστικά δίπλα σ’ έναν εγωκεντρικό άνδρα που δεν έκανε καμιά προσπάθεια ν’ αλλάξει. Έτσι εκείνος ορκιζόταν πως όταν θα μεγάλωνε δε θα μεταχειριζόταν ποτέ με τον ίδιο τρόπο την γυναίκα του. Αν και η μητέρα του με τον ισχυρό της χαρακτήρα αντιμετώπιζε την κατάσταση πολύ υπερήφανα, σκανδαλίζοντας γείτονες και φίλους, με το σκεπτικό πως, «αν μια γυναίκα δεν μπορεί να κρατήσει ένα γάμο με τον έρωτα, τότε πρέπει να προσφύγει στο σεξ».
Ο Χάμμετ κληρονόμησε την υπερηφάνεια και την ανεξαρτησία της, αν και υπήρξε εξαρτημένος απ’ την οικογένειά του, αφού έζησε μαζί της τα πρώτα 26 του χρόνια.
Το γεγονός ότι βρισκόταν σε συνεχή αντιπαλότητα με τον πατέρα του, επειδή του άρεσαν υπερβολικά το ποτό και οι γυναίκες, δεν τον απέτρεψε από το να ακολουθήσει και τις δύο αυτές κλίσεις.
Μετακινήσεις, οι Πίνκερτον κι η αρρώστια
Ο πατέρας του μετέφερε την οικογένειά του το 1900 στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνια και τον επόμενο χρόνο στη Βαλτιμόρη του Μέρυλαντ, όπου ο Χάμμετ παρακολούθησε ένα εξάμηνο στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο.
Για έξι χρόνια [1909-1915] ασχολήθηκε με μικροδουλειές σε σιδηροδρομικές εταιρείες και μεσιτικά γραφεία.
Από το 1915 ως το 1921 που παραιτήθηκε, άγνωστο γιατί, δούλεψε στους Πίνκερτον, τη διάσημη εταιρεία ντεντέκτιβ, με διαλείμματα: το 1918 κατατάχθηκε στο στρατό, αλλά απολύθηκε γρήγορα, επειδή προσβλήθηκε από την ισπανική γρίπη που του γύρισε σε βρογχίτιδα και το 1920 έπαθε φυματίωση των πνευμόνων από την οποία υπέφερε στην υπόλοιπη ζωή του.
Έκανε οικογένεια, απέκτησε δύο κόρες, αλλά έζησε μεγάλο διάστημα μακριά τους για να μην τους μεταδώσει το μικρόβιο.
Η βιογραφία του που η Λίλιαν Χέλμαν δεν έγραψε ποτέ…
Η σπουδαία συγγραφέας Λίλιαν Χέλμαν που τη συνέδεε μαζί του μια τριαντάχρονη φιλία, σχεδίαζε να γράψει, κάποτε, τη βιογραφία του, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να γράψει τον πρόλογο σε μια μεταθανάτια συλλογή διηγημάτων του, που περιέχει μερικά βιογραφικά στοιχεία από πρώτο χέρ. Ο λόγος που η Χέλμαν δεν πραγματοποίησε το σχέδιό της, ήταν η κρυψίνοια και η απέχθειά του φίλου της προς τις εξομολογήσεις, ακόμα και τις πιο αθώες.
«Πες μου κι άλλα για την κοπέλα στον Σαν Φρανσίσκο. Τη χαζούλα που έμενε απέναντί σου στο ίδιο σπίτι της Πάιν Στρίτ». Εκείνος χαμογελούσε και ”απαντούσε”: «Έμενε απέναντί μου στην Πάιν Στριτ και ήταν χαζούλα». «Πες μου κι άλλα. Πόσο σου άρεσε…» Και κείνος χασμουριόταν, τελείωνε το ποτό του και πήγαινε για ύπνο.
Αρνιόταν μ’ αυτό τον χαριτωμένο τρόπο να της απαντήσει σε οτιδήποτε του ζητούσε ή θα είχε ενδιαφέρον να ειπωθεί γιατί, μάλλον, δεν επιθυμούσε να τον βιογραφήσει.
Η Χέλμαν θυμίζει, σ’ αυτόν τον πρόλογο, πως η ευτυχέστερη μέρα της ζωής του ήταν αυτή που τον δέχτηκαν στον στρατό στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρά τα 48 χρόνια που τον βάραιναν και τη φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε.
Ο Χάμμετ ήταν ένας «ευθύς άνδρας με την ακονισμένη μύτη, ίσως και να ήταν το πιο καλοφτιαγμένο πράγμα που είχα δει σε όλη μου τη ζωή», λέει η Χέλμαν.
Ήταν ιδεολόγος με συνείδηση κι όταν ήρθε η ώρα προτίμησε να πάει φυλακή [για ένα εξάμηνο] παρά να προδώσει τους συντρόφους του. Όπως εξομολογήθηκε, μάλιστα, στην Χέλμαν ήταν διατεθειμένος. αν υπήρχε ανάγκη, να δώσει και τη ζωή του για τις ιδέες του.
Το 1953 κατέθεσε στην περιώνυμη υποεπιτροπή Μακ Άρθυ, η οποία ερευνούσε την προμήθεια βιβλίων γραμμένων από κομμουνιστές για τις βιβλιοθήκες του Στέητ Ντηπάρτμεντ στο εξωτερικό.
Το Καλοκαίρι του 1955 έπαθε καρδιακή προσβολή στο σπίτι της Λίλιαν Χέλμαν.
Ενώ ξέρουμε πως ήταν Μαρξιστής δεν γνωρίζουμε – δεν γνώριζε ούτε η Χέλμαν – αν ήταν μέλος του Κ.Κ.Α. με το οποίο συχνά διαφωνούσε ασκώντας του κριτική. Ό,τι έμαθε πάντως για την πολιτική και οτιδήποτε άλλο το κατέκτησε διαβάζοντας.
Τα μυθιστορήματα
Ήταν ένας από τους πιο ταλαντούχους συγγραφείς της δεκαετίας του ’20 και των αρχών του ’30. Μέσα σε μια δωδεκαετία από το 1928 μέχρι το 1933 έγραψε πέντε σπουδαία μυθιστορήματα και πλήθος διηγημάτων, όχι μόνο αστυνομικών και όχι πάντα σημαντικών, αφού όπως είπαμε εκείνο που επιδίωκε ήταν κυρίως ο βιοπορισμός.
Ο Τσάντλερ ισχυρίζεται πως «πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Χάμμετ τελικά δεν έγραψε αστυνομικές ιστορίες, αλλά σκληρά αφηγήματα για κακόφημους δρόμους, με στοιχεία μυστηρίου έτσι πεταμένα για τα μάτια του κόσμου όπως μια ελιά στο μαρτίνι».
Το κατεξοχήν κοινωνικό μυθιστόρημα του είναι ο ”Κόκκινος θερισμός”, το πρώτο του μυθιστόρημα, που εκδόθηκε από τον Άλφρεντ Α. Κνοπφ [1928], όπως και τα περισσότερα έργα του. Αυτό το έργο πολιτικό στη βάση του αναφέρεται στον ατομικισμό και τον άκρατο ωφελιμισμό που κυριάρχησαν στις δεκαετίες ’20-’30 και το διατρέχει μια έντονη βιαιότητα.
Στην ”Κατάρα” των Ντέιν (1928) η Γκαμπριέλα Ντέιν, ένα πλούσιο κορίτσι εθισμένο στη μορφίνη, μπλεγμένο στα δίχτυα θρησκευτικών αιρέσεων είναι το κύριο πρόσωπο. Εδώ ο ντετέκτιβ Κοντινένταλ Οπ, καλείται να εξιχνιάσει τους φόνους που διαπράττονται, ο ένας κατόπιν του άλλου με επίκεντρο την ”καταραμένη” ηρωίδα Γκαμπριέλα Ντέιν.
Στο περίφημο ”Γεράκι της Μάλτας” (1929) έχουμε την πρώτη εμφάνιση ιδιωτικού ντετέκτιβ Σαμ Σπέιντ που μπλέκεται στη δίνη της αναζήτησης των κλοπιμαίων μιας ληστείας διαμαντιών.
Στο ”ο Αδύνατος άνδρας” (1933) ο δαιμόνιος Έλληνας ιδιωτικός ντετέκτιβ Νικ Τσάρλς δεν έχει διάθεση να διαλευκάνει μια ακόμα υπόθεση μυστηρίου, αλλά ένας οπλισμένος κακοποιός που εισβάλει στο διαμέρισμά του, του χαλάει την ησυχία και τον αναγκάζει να μπλεχτεί στα δίχτυα της υπόθεσης.
Για το ‘’Γυάλινο κλειδί’’, που συμπληρώνει την πεντάδα και φαίνεται πως του άρεσε περισσότερο από τα άλλα έλεγε: «δεν είναι και τόσο κακό – τα δεδομένα έχουν τοποθετηθεί όμορφα, αν και κανείς δε φαίνεται να το αναγνωρίζει». Ενώ θεωρούσε το ‘’Γεράκι της Μάλτας’’ «υπερβολικά φτιαχτό» και την ‘’Κατάρα των Ντέην’’, «μια ανόητη ιστορία».
Φιλοδοξούσε σε κείνη την ανυπόληπτη εποχή για τις αστυνομικές ιστορίες οι δικές του να συγκαταλέγονται στη ‘’σοβαρή’’ λογοτεχνία. Γι αυτό κι ήταν τόσο αυστηρός μαζί τους.
Ο Τζων Ντάλυ κι ο ντεντέκτιβ…
Ο συγγραφέας Τζων Ντάλυ που αργότερα ταυτίστηκε με τον Χάμμετ γράφει το 1923: «Έχω ένα μικρό γραφείο που στην πόρτα του γράφει ”Τέρρυ Μακ, ιδιωτικός ντετέκτιβ”, το οποίο σημαίνει οτιδήποτε θα θέλατε να φανταστείτε. Δεν είμαι κακοποιός, δεν είμαι μπάτσος. Παίζω το παιχνίδι μου τίμια, με το δικό μου τρόπο. Είμαι στο κέντρο ενός τριγώνου, ανάμεσα στον κακοποιό, την αστυνομία και το θύμα. Η αστυνομία κατά καιρούς δε με κοιτάζει με καλό μάτι, όμως δεν απλώνει χέρι πάνω μου. Οι μπάτσοι δεν χωνεύουν το επάγγελμά μου. Οι κακοποιοί; Λοιπόν, μερικοί το συμπαθούν, άλλοι όχι και ορισμένοι δεν ξέρουν τι να σκεφτούν μέχρι που τους περνάω τις χειροπέδες. Καμιά φορά με πυροβολούν, αλλά αυτό είναι κάτι που γίνεται αμοιβαία».
Το δίδυμο κι η διαφορετική παιδεία τους
Ο Χάμμετ δεν ταξίδεψε ποτέ εκτός Αμερικής – η Χέλμαν λέει πως δεν ξέρει καν αν το επιδίωξε, αλλά όπως της διηγήθηκε ο ίδιος ήταν να πάει στον Καναδά όταν ήταν στους ”Πίνκερτον”, αλλά το ταξίδι ματαιώθηκε, επειδή την τελευταία στιγμή ανακάλυψε το πολύτιμο φορτίο που έψαχνε, ενώ θάπρεπε να το ανακαλύψει όταν το πλοίο είχε ξεκινήσει το ταξίδι του κι αυτός θα ταξίδευε μαζί του…
Ο Χάμμετ είχε καθαρά αμερικανική παιδεία εν αντιθέσει προς τον Ρέημοντ Τσάντλερ που τον θαύμαζε απεριόριστα, ο οποίος είχε πάει νωρίς στο Λονδίνο και γύρισε στην Αμερική κουβαλώντας μαζί του την ευρωπαϊκή του παιδεία. Όσο για τη σκέψη του, κυνική ή όχι, διέφερε σημαντικά από την ρεαλιστική αφέλεια κάποιων ομοτέχνων του.
Ιδού ένα απόσπασμα μιας σκέψης για τη… σκέψη που εκφράζει ο Κοντινένταλ Οπ στην Γκαμπριέλα Ντέιν:
«Κανένας δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά, και ας προσποιούνται όλοι ότι μπορούν. Η σκέψη είναι μια λειτουργία περίπλοκη (…) Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι επιμένουν τόσο πολύ στις πεποιθήσεις και τις απόψεις τους. Γιατί, σε σύγκριση με τον συμπτωματικό τρόπο που σχηματίζονται, ακόμα και οι απλοϊκότερες από αυτές παρουσιάζονται εξαιρετικά σαφείς, λογικές και αυταπόδεικτες. Και αν απομακρυνθούν από αυτές, πρέπει να ξαναβουτήξουν στη θολούρα της ομίχλης για να ξετρυπώσουν κάποια άλλη, για να πάρει τη θέση της προηγούμενης”.
Τα τελευταία χρόνια
Οι οφειλές του στην εφορία όπως προσδιορίστηκαν το 1957 ήταν 140. 000 δολάρια. Το Ταμείο Εφέδρων Πολεμιστών του χορήγησε μηνιαία σύνταξη 131 δολαρίων.
Έχασε αρκετά νωρίς τη συγγραφική του δεινότητα. Αρκετά από τα τελευταία του χρόνια – κατά την Χέλμαν – είχε αποκτήσει φήμη σ’ έναν κόσμο που ήξερε από παλιά, το χώρο των φτηνών περιοδικών.
Ωστόσο διάβαζε και τότε και πάντα πολύ και διάβαζε τα πάντα. «Δεν είχε αγαπημένους συγγραφείς, αδιαφορούσε για τα πρόσωπα. Τους καλούς όμως δεν τους ζήλευε και ήταν ανεκτικός με όλους κυρίως επειδή θυμόταν τους δικούς του αγώνες των πρώτων χρόνων», επισημαίνει η Χέλμαν.
Είχε πάντα προβλήματα με το ποτό που υποσχόταν πάντα να κόψει, αλλά ποτέ δεν τα κατάφερνε ακόμα κι όταν τον φοβέρισε ο γιατρός που ήταν φίλος του πως δε θα άντεχε πέρα από ελάχιστα ακόμη χρόνια. Μόνο λίγο πριν πεθάνει αρκούνταν σε ένα ποτό, ακόμα κι αν η Χέλμαν του πρόσφερε ένα ακόμη για να τον ευχαριστήσει αφού ήταν πια στα τελευταία του.
Η Χέλμαν γράφει σε κείνο τον πρόλογο που επέχει τη θέση της βιογραφίας που δεν έγραψε πως η υπομονή, το αλύγιστο κουράγιο και η αξιοπρέπεια που επέδειξε σε όλους τους σκληρούς μήνες της αρρώστιας του, υπήρξαν αξιοθαύμαστες. «Ήταν σαν να είχαν έρθει όλα όσα συνιστούν την ανθρώπινη ζωή, μαζεμένα για να τον δοκιμάσουν, η ταλαιπωρία ήταν κάτι προσωπικό και δεν υπήρχε λόγος να κοινοποιηθεί». Γι’ αυτό η Χέλμαν δεν θεώρησε σκόπιμο να του πει πως είχε διαγνωσθεί με καρκίνο των πνευμόνων. Πέθανε γαλήνια, χωρίς να μάθει την αρρώστια από την οποία υπέφερε, το 1961, σε ηλικία 77 ετών και ενταφιάστηκε τιμητικά στο κοιμητήριο του Άρλιγκτον πλάι σε πολεμιστές.
Ήταν ένας ”αδύνατος άνδρας”, όπως και στο ομώνυμο μυθιστόρημά του, εξαιτίας των άρρωστων πνευμόνων του. Παρά το ότι ανάσαινε δύσκολα ο εγκέφαλός του λειτουργούσε τέλεια καθώς και η οξυμένη συγγραφική του δεξιοτεχνία.
Ήταν μια μυστηριώδης παρουσία σ’ έναν σκληρό, ανελέητο και βίαιο κόσμο όπως τον περιγράφει και στα έργα του με τον οποίο ερχόταν διαρκώς σε ρήξη εξαιτίας του ριζοσπαστισμού του, της ακεραιότητας και της εντιμότητάς του .
Βοηθήματα:
~ περ. Διαβάζω, τχ. 182, 6. 1. 1988
~‘’Ο αφηγηματικός παροξυσμός του Ντάσιελ Χάμμετ’’ [σελ.117-194] από το:
Ανδρέας Αποστολίδης, Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος, εκδόσεις Άγρα, 2009
~Ραίημοντ Τσάντλερ, Η απλή τέχνη του φόνου, Α΄ και Β’ [Σελ. 87-122] μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, από το: «Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος», δοκίμια, εκδόσεις Άγρα, 1986
~Ντάσιελ Χάμετ, Ο Κόκκινος θερισμός, Η κατάρα των Ντέην, το Γεράκι της Μάλτας, ο Αδύνατος άντρας, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, Αργυρώ Μαντόγλου, Μεταίχμιο, 2009