You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος:  Οι απεγνωσμένοι της αισιοδοξίας:  Γιάννης Σκαρίμπας [1893 – 1984]  Κ. Γ. Καρυωτάκης [1896 -1928] –

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Οι απεγνωσμένοι της αισιοδοξίας: Γιάννης Σκαρίμπας [1893 – 1984] Κ. Γ. Καρυωτάκης [1896 -1928] –

Δυο φάλτσοι πρωτοπόροι στο μεσοπόλεμο

 «Ο κ. Καβάφης είναι ένα τέλος κι η πρωτοπορία είναι μια αρχή. Είναι δύο κόσμοι  αντίθετοι και ασυμβίβαστοι. Η μόνη επίδραση που μπορεί να εξασκήσει ο κ. Καβάφης σε μια ζωντανή νέα γενεά θα είναι αρνητική».

 Γιώργος Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα. 1929 

 

 

εγώ-[…] σαν νεοφανέρωτος άσημος και –δηλαδή- δε φαινόμουν νάχω και καμιά ‘φίρμα’ αποχτήσει

                                                       Σκαρίμπας ψευδώνυμος [1934]

Ήρθα στον κόσμο με πλατύ μέτωπο, ορθό και

                                                                            λείο,

μόνο δύο στίχους μου σκληρούς να πω και να

                                                                          χαθώ…

                                       Σκαρίμπας, Μόνο δυο στίχους

 

όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια

                                                             Σκαρίμπας

 Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,

Δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώς τα περιστέρια που αμολούν οι ναυαγοί στην τύχη

Κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.

                                          Καρυωτάκης, Υστεροφημία [1927]

 

Άλογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου, πετούνε

Οι σκέψεις τώρα, φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου.

 Κ’ είμαι ένας κλόουν τραγικός, που οι άνθρωποι θα δούνε

Να παίζει, να συντρίβεται με την οπλή του αλόγου

                                               Καρυωτάκης, Ελεγεία, 1927

 

Ο, κατά τρία χρόνια πρεσβύτερος του Καρυωτάκη, Σκαρίμπας έζησε ως τα 91 του χρόνια.

Ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε στα 32 του το 1928.

Η αυτοκτονία του όπως κι η δολοφονία του Λόρκα το 1936 συγκλόνισαν τον Σκαρίμπα ο οποίος, όπως υποστηρίζει ο Γιώργος Κεντρωτής, κατάγεται από το μηδενισμό του Καρυωτάκη στην ποίηση.

        κι αυτό το τίποτα ΄ν’ μεγάλο

           στα τίποτα τα τιποτένια

Κι αν ο Καρυωτάκης κατέφυγε στην αυτοκτονία, ο Σκαρίμπας προτίμησε τη φυγή. Έγινε πλάνητας, όπως ο αντι-ήρωας του Θείο Τραγί [1934].

 «σαν ο στραβός στο αιώνιο σκοτάδι πήγαινε» Το θείο τραγί

 «Ήταν παραδομένος στο δρόμο του, σαν ο στραβός στο αιώνιο σκοτάδι πήγαινε – όλο πήγαινε, σαν μια ψυχή μεσ’ στην ερημία του χρόνου. […] Κοσμογυριστής, στρατοκόπος, αλήτης. Οι δημόσιοι δρόμοι, οι σιδηροδρομικές γραμμές, οι απόστασες, ήσαν τα μεγάλα δρομολόγια της ζωής του. Οι γέφυρες, οι πολιτείες, τα τούνελ, οι φευγάμενοι σταθμοί της υδρόγειος […] Η γη δεν τον χώραε – τον τραβούσε η μαγγανεία της έρημος».

«Η ζωή μας δεν ανέχεται όρια. Εμείς ένα σύνορο ξέρουμε: της ζωής και του θανάτου – μια πατρίδα γνωρίζουμε: των σολών μας το πάτι. Είμαστε μεις οι πολίτες του άπειρου, κ’ έχουμε  και μεις μια σφραγίδα: τον πάτο μας. Μ’ αυτήν σφραγίζουμε μεις τα πιστοποιητικά της τιμής των».

Αυτό το απόσπασμα από την περίφημη νουβέλα θα μπορούσε ν’ αποτελεί το προσωπικό μανιφέστο του Σκαρίμπα.

ΠΡΩΤΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ

 

Ο Σκαρίμπας πρωτοεμφανίστηκε στα 1930, όντας 37 ετών, με τη συλλογή διηγημάτων Καημοί στο Γριπονήσι, με το πορτραίτο του φιλοτεχνημένο από τον Φώτη Κόντογλου.

Ο Καρυωτάκης με την πρώτη από τις τρεις όλες κι όλες ποιητικές συλλογές του, Ο Πόνος του ανθρώπου και των Πραμάτων το 1919, 23 ετών.

Παρά την ελάχιστη ηλικιακή τους διαφορά ανήκουν λογοτεχνικά σε διαφορετικές γενιές. Ο Καρυωτάκης στη δεκαετία του 1920, ο Σκαρίμπας στην επόμενη. Ωστόσο κι οι δυο αποτελούν άβολη εξαίρεση σε σχέση με τους ομότεχνούς τους που λίγο ή πολύ περιχαρακώνονται στο πλαίσιο της γενιάς τους. Ο μεν Καρυωτάκης δεν ήταν παραδοσιακός ποιητής αλλά πρωτοπόρος. Ποιητής της υπαρξιακής αγωνίας, της ανίας, της διάλυσης, της απογοήτευσης, της απόγνωσης που οδήγησε τη σατιρική του φλέβα στα ακρότατα όρια της πικρίας, του σαρκασμού και της απομάγευσης.

Ο Σκαρίμπας δε θα μπορούσε να προσαρμοστεί στα όρια που έθετε στο Ελεύθερο Πνεύμα του Γιώργου Θεοτοκά, το μανιφέστο της περιβόητης γενιάς του τριάντα, στην οποία ανήκε. Ωστόσο ουδέποτε δημοσίευσε στα Νέα γράμματα, το περιοδικό της γενιάς ούτε είχε τίποτα κοινό με τον Καραγάτση, τον Τερζάκη, τον Βενέζη ή τους Σεφέρη, Ελύτη, Σαραντάρη. Πλησιάζει μόνο τον Εμπειρίκο του Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία και σε κάποιο βαθμό τη γλώσσα του Εγγονόπουλου, αν κι η γλώσσα του Σκαρίμπα είναι πλασμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον ίδιο, όπως και η σύνταξη και δε φέρνει στο νου καμιά άλλη ποιητική φωνή. Στην ποίησή του μάλιστα ο Σκαρίμπας χρησιμοποιεί τόσο αντιποιητική σύνταξη και λεκτικό που απορεί κανείς πώς κατορθώνει ένα αποτέλεσμα λυρικό που βγάζει συγκίνηση.

Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΚΑΡΙΜΠΑ

 

Παρόλα αυτά ο Σεφέρης που δύσκολα έλεγε καλό λόγο για ομότεχνο και είχε αρνηθεί την επίδραση του Καρυωτάκη στην ποίησή του, μετέφερε σε ελεύθερο στίχο ένα χωρίο από το Βατερλώ δύο γελοίων, στο οποίο συναντιούνται οι ήρωες των σουρεαλιστικών πεζογραφημάτων του Σκαρίμπα του Μαριάμπα και του Θείο Τραγί:    

«Σύγχρονα η ορμή του τραίνου ανακόπηκε και βαθιά φωτοβόλησε σαν πυρκαϊά  η πολιτεία.

Στα τζάμια, η βροχή, ταμπούρλιζε με τ’ αερικά δάχτυλά της,/ Κάτι άσπρα μες στα τζάμια μας, φαίνονταν σαν χροισαλοιφάδες σε μαύρο./ Και μόνο η Νανά εκεί δεν φαινόταν να εννοεί στην εντέλεια». Και κλείνει αυτή την αναφορά του ο Σεφέρης:

«Υπάρχουν πολλές και μακριές περικοπές σ’ αυτό το ρυθμό, ζαλίζει κάποτε αυτό το τζαζ».

Είναι γεγονός πως, όπως υπογραμμίζει ο Γιώργος Σαββίδης, η νεότερη ποίησή μας θα ήταν ακατανόητη χωρίς την παρεμβολή του Καρυωτάκη. Χωρίς όμως το λόγο του Σκαρίμπα θα αποτελούσε παράδοξο και όχι μόνο στην ποίηση αλλά και στην πεζογραφία.

 ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ

 Καθαρά μεσοπολεμικός ποιητής ο Σκαρίμπας-είμαστε ανίατα μεσοπόλεμος θα πει αργότερα ο απόγονος του Καρυωτάκη Βύρων Λεοντάρης – είναι για τον Στέφανο Ροζάνη αναμφισβήτητα ο πιο αυθεντικός ποιητής της ιστορικής αυτής περιόδου που σηματοδοτείται από το Μαύρο ‘97 και την ήττα, τα κλέη των Βαλκανικών πολέμων, το Επαναστατικό κίνημα στο Γουδί, την κυριαρχία του Βενιζέλου στην πολιτική ζωή, τον Διχασμό, τη Μικρασιατική Καταστροφή, που σήμανε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, τη Δίκη των Έξι και την εκτέλεσή τους.

 

ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΡΥΩΤΑΚΙΣΜΟ

 

«Ένας άψογος δανδής, ένας ψυχρός φαρσέρ, ένας ποιητής που φιμωνόταν εκούσια, ‘’ένας επίστρατος που αρνείται να σκοτωθεί σε καιρό πολέμου’’» [Ο Φιλίπ Οντουάν –ιστορικός του σουρεαλισμού – για τον φίλο του Μπρετόν κ αυτόχειρα Ζακ Βασέ]

 

«Ο Καρυωτάκης είναι ένας απελπισμένος νιχιλιστής. Ένας απελπισμένος σαν όλους όσους αντίκρισαν στην ουσία της τη ζωή και δεν θέλουν (ή δεν μπορούν) να ξεγελούν τον εαυτό τους»

                                      Κλέων Παράσχος, Νέα Εστία, 1928

 

«Η ζωή του Καρυωτάκη έφερε τη μελαγχολία του. Η μελαγχολία του την ταραγμένη φαντασία – τη δίψα – του αντι-λογικού, του φαουστικού. Η φαντασία έφερε τις Ελεγείες. Οι Ελεγείες έφεραν τις Σάτιρες. Οι Σάτιρες την αυτοκτονία. – Αλλιώς δεν μπορούσε να γίνη» Τέλλος Αγρας, Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες, περιοδικό Νέα Γράμματα, 1935

Ο Λίνος Πολίτης γράφει στην ιστορία του πως ο Καρυωτάκης εξοβέλισε οποιοδήποτε ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού, φιλαρέσκειας που προϋπήρχε. Αντίθετα στην καρυωτακική ποίηση  κυριαρχεί «ένας πληθωρικός πόθος ζωής, μια μεστή αίσθηση της πραγματικότητας και – αδυσώπητα αντίθετη από την άλλη μεριά- η αίσθηση του μάταιου που απογυμνώνεται όλο και περισσότερο, για να φτάσει πια στο τέλος σ’ ένα τραγικό αδιέξοδο». Ο Καρυωτάκης δημιουργεί από την αποσύνθεση, τη διάλυση μια καινούργια έκφραση και μια στέρεη παρουσία.

Ο Μάριο Βίτι, ίσως ο εντελέστερος μελετητής της γενιάς του Τριάντα, μιλάει για βίωμα Καρυωτάκη προσπαθώντας να αποφύγει την πολύ βαρύτερη έννοια της επίδρασής του στο Σεφέρη, επειδή η πρώτη σεφερική ποιητική συλλογή Στροφή περνά από την άρνηση στη κατάφαση.

Προς τούτο ξεπέρασε τον καρυωτακισμό, για τον οποίο δεν ευθύνεται ο Καρυωτάκης, ο οποίος ήταν εκείνος που κατά τον Τέλλο Άγρα τους  «εξεπέρασεν όλους εξακολουθητικώς», αλλά οι επίγονοι που βούλιαξαν σ’ ένα κλίμα παρακμής, μπωντλαιρισμού, ναρκισσιστικής έκστασης, αυτοοικτηρμού, προβάλλοντας μικρή αντίσταση στην αδήριτη πραγματικότητα, όντες διχασμένοι ανάμεσα στην απάθεια ή την επιθετικότητα. Μερικοί βέβαια εξ αυτών είχαν συνείδηση της εκφραστικής τους ανεπάρκειας, οι περισσότεροι όμως παρέμεναν κλεισμένοι στον φιλντισένιο πύργο ή στο ζοφερό υπόγειο τριγυρισμένοι από τους δαίμονές τους.

Ώσπου ήρθε ο Μεταξάς που βάλθηκε να επιβάλλει τα νιάτα, την υγεία, τη χαρά.

«Ο αστισμός καταδίκαζε τον καρυωτακισμό, οι αριστεροί καταδίκαζαν την παρακμή, δίχως κι οι δυο να υποπτεύονται ότι καταπολεμούν ένα και μόνο πράγμα, την καρυωτακική παρακμή, και υποστήριζαν την ανάγκη υπερνίκησης αυτών των νοσηρών ψυχικών καταστάσεων με τη στροφή προς τη δραστήρια ζωή, τα νιάτα, την υγεία, τη χαρά». Κι ενώ με το Μεταξά συναντήθηκαν όχι μόνο ο Σπύρος Μελάς κι ο Άριστος Καμπάνης, αλλά κι ο Ελύτης κι ο Ρίτσος, οι υποστηρικτές του δόγματος της ελληνικότητας που εμπνέοντο «από την μεγάλην αστείρευτον πηγήν που λέγεται λαϊκή  ψυχή», κατά Μεταξά έχυσαν χολήν και όξος στις πληγές του αυτόχειρα της Πρέβεζας.

«Δεν ήταν καν ποιητής, κι ωστόσο αντιπροσώπευε μέσα στη φιλολογία μας τη γενεά του ολόκληρη» [Κ. Θ. Δημαράς]

«Ο Καρυωτάκης είναι ένα τέλος» [Α. Καραντώνης]

«Δεν έγραψε ούτε ένα αληθινά καλό ποίημα» [Γιώργος Θεοτοκάς]

«Έπιασε αυτή την κλάψα από το πρώτο του βιβλίο και εξακολουθεί» [Βασίλης Ρώτας]

«Δεν καταγγέλλει μόνο τον ξεπεσμό του αστικού κόσμου, παρά είναι ο ίδιος η έκφραση αυτού του ξεπεσμού» [Μάρκος Αυγέρης]

«Όλοι εκείνοι […] οι πνευματικοί συγγενείς του Καρυωτάκη, απλούστατα φοβούνται τη ζωή, ξεφεύγουν από δαύτην  και χάνονται μέσα στον λαβύρινθο της ψυχής των! Λιποταχτούν!» [Νικόλας Κάλας]

Αλλά αυτός δεν τους άκουγε πια, ούτε όταν μετάνιωσαν όπως ο Βάρναλης: «Ζηλεύω σου το θάρρος Καρυωτάκη,/ να σμπαραλιάσεις την τρανή καρδιά,/ και την κακοτυχιά σου, Ολύμπιε Τάκη,/ να σε πάρουν τα κύματα βαθιά», ούτε τον Τερζάκη που στην  Ανώνυμη ιστορία του προσπάθησε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους: «Μακάριοι ήταν αυτοί που ήρθαν εκεί στα 1930 ν’ αντικρούσουν, να διασύρουν με την εύκολη κριτική τους τη δική μας αρητόρευτη κοσμοθεωρία. Έρχονταν πίσω με τα καράβια του εξωτερικού, στιλβωμένοι, ατσαλάκωτοι κι ήταν μεγαλοαστοί: Δεν είχαν ποτέ τους αντικρίσει κανένα βιοτικό πρόβλημα, είχαν φιλοδοξίες, αξιώσεις, χωρίς να έχουν θητεία. Μας κατηγόρησαν για επαρχιακή μεμψιμοιρία και πεισιθάνατη κατήφεια, επειδή ήταν ανύποπτοι κι επειδή όλα τους έταζαν πως θα περάσουν τη ζωή τους αβρόχοις ποσί. Θυμάμαι την αγανάκτησή μας. Έφεραν  μιαν αισιοδοξία διατεταγμένη, μιαν ιδεολογία ανέξοδη, έναν εθνικισμό γεμάτον τουριστική γραφικότητα. Σ’ εμάς που ξενυχτούσαμε χρόνια πριν στους δρόμους με στίχους του Καρυωτάκη στα χείλη μας, η εμφάνιση αυτή έκανε εντύπωση βλάσφημη. […] Κάθε συνομοταξία ανθρώπων έρχεται μ’ ένα δικό της αστέρι στη ζωή, στρατεύεται κάτω απ’ το σημείο του. Όσοι πίστεψαν […] πως η απαισιοδοξία μας, ο ‘ρομαντισμός’ μας, ήταν πόζες η απομιμήσεις, δεν αδικούν εμάς, αδικούν τον εαυτό τους. […] Η νεολαία εκείνη που θερίστηκε γύρω μου τότε (δηλ. στα 1925-1930) που την ήπιε σαν σταγόνα νερό ένας θανάσιμος ήλιος, η επαρχία, η φτώχεια, η καταδίωξη, η εξορία, η αρρώστια, η αστοχία, η προδοσία των άλλων, είχε ένα δράμα εσωτερικό και το δράμα είναι το μόνο που καταξιώνει τον άνθρωπο ηθικά, τον κάνει αξιοσέβαστο. Μπορεί να έχεις ταλέντο και να πετύχεις, τύχη και να ευνοηθείς, καπατσοσύνη και να επιπλεύσεις, πλάτες και να ξεκινήσεις. Μπορεί να μπεις στη φωτεινή ζώνη μόνο και μόνον επειδή σ’ ευνόησαν οι εξωτερικές συνθήκες στην αφετηρία σου».

Ούτε τον ευγενή Κλέωνα Παράσχο, που μαζί με τον Τέλλο Άγρα λάμπρυναν την νεοελληνική κριτική: «Ο [Καρυωτάκης] είναι πυκνός, ελλειπτικός, κάποτε, και σχεδόν πάντοτε μουσικός. Δεν περιγράφει, υποβάλλει, και δεν εκφράζει τόσο αισθήματα, όσο συναισθηματικές καταστάσεις με ό,τι λεπτό και φευγαλέο έχουν […] η εν γένει ρυθμική και μετρική σύσταση του στίχου του, δείχνουν ότι ο κ. Καρυωτάκης είναι ένας γνήσιος άνθρωπος του καιρού του».

Ούτε καν τον επίγονο Σκαρίμπα που παρεμβαίνοντας στον ‘περί Καρυωτακισμού’ διάλογο ανάμεσα στους Χουρμούζιο-Παππά στην εφημερίδα «Καθημερινή» [1936] έλεγε μεταξύ άλλων: «Συνέχισε την τρομερή πορεία της (ακόμα μήτε καν έφηβης) τέχνης μας, πατώντας –αυτός- τον… ευκολότερο (σαν καλλιτεχνικό στοιχείο αντιλαμβανόμενο) δρόμο του πένθους. Το ατύχημα είναι ότι έτσι, όπως με γιγάντια βήματα απομακρύνθηκε στα φόντα μας, εμείς – βραδυπόροι  και νάνοι του – μείναμε με την καταστροφική γοητεία της τέχνης του, αυτήν που με εφιάλτες και ινδάλματα μας έρχονταν  σαν περιπόθητη νύχτα, κάτι σαν όπιο του πένθους. […] Ο καρυωτακισμός για μια ορισμένη γενιά μας στάθηκε ένας ‘’λαμπρός και ολέθριος’’ φίλος μας, ένα είδος …γλυκειάς αμαρτίας. Ο χρόνος θα δείξει αν θα νοσταλγούμε, για πολύ ή για πάντα την ολέθρια αγάπη του ή θα καταρώμεθα την εκτυφλωτική του μαγεία».

Ο ΝΕΑΡΟΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

 

Στα 19 του ο Καρυωτάκης γνώριζε ελάχιστα την νεοελληνική ποίηση και ως το 1916 είχε διαβάσει μια γαλλική ποιητική ανθολογία κι ένα ποίημα του Γκαίτε σε μετάφραση. Είχε όμως ήδη δημοσιεύσει από έφηβος ακόμα αινίγματα ανταποκρίσεις, στίχους και ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων, σε λαϊκά περιοδικά και στην Ακρόπολι του Βλάση Γαβριηλίδη που έλεγε: «Του Καρυωτάκη έχει κάποιο ύψος του Ρωμανού». Ωστόσο αυτή η ποιητική απειρία του δεν τον εμπόδισε να δημοσιεύσει την πρώτη του ποιητική συλλογή το 1919. Και το 1921 τη δεύτερη τα Νηπενθή. Ενώ «κριθείς ανίκανος» απολύεται από το στρατό. Το πιο δημοφιλές ποίημά του ήταν ο Μιχαλιός [«Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος, / μα του άφησαν απέξω το ποδάρι: / Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος»]. Δεύτερο ποίημα σε δημοτικότητα ήταν το περίφημο Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον: «Α! κύριε, κύριε Μαλακάση, / ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει […] Α! κύριε, κύριε Μαλακάση, / ποιος τελευταίος θα γελάσει;».

 

ΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΚΑΡΙΜΠΑ

Η μητέρα του Σκαρίμπα έπαιζε πιάνο κι ήξερε ξένες γλώσσες, Ο πληβείος πατέρας ήταν φραγκοράφτης. Ο νεαρός Σκαρίμπας παίρνει πτυχίο μέσης σχολής και εργάζεται ως αρχιλογιστής στη γνωστή γερμανική εταιρεία ραπτομηχανών Singer της Πάτρας. Εγγράφεται στη Φιλοσοφική αλλά δεν παρακολουθεί μαθήματα. Δουλεύει σαν εκτελωνιστής. Το 1913 γλιτώνει το στρατό. Γλιτώνει και τις διώξεις παρά την αριστερή του ιδεολογία και την ένταξή του στο ΕΑΜ. Θυμίζει το στρατιώτη Σβέικ και μια ιστορία του Κου Κόυνερ του Μπρεχτ όπου ο Κόυνερ διαφεύγει από τη μέγγενη της εξουσίας. Πάντως εξακολουθεί να δουλεύει σαν εκτελωνιστής, γνωστής διευθύνσεως για τις αρχές στη Χαλκίδα, την οποία τραγουδάει στα ποιήματά του:

 

 Νάν’ σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος

κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη!

νά μήν ξέρω άν είμαι –μέσα στήν ασβόλη–

ένας λυπημένος πιερότος!

 

Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,

ώ Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτος

ήμουν –στ’ όνειρό μου είδα– Περικλέτος,

πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα…

 

Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι

πάν’ σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,

Ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάρια

τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.

 

Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου

κι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα,

κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα

καί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 

Έτσι νάν’ σπασμένοι, νά φυσά απ’ τό νότο

καί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:

Άχ, νεκρόν στό χώμα –νά φωνάζεις– είδα

έναν μου ακόμη πιερότο! . .

 

Το 1937 χάνει το γιό του.

Οι ποιητικές συλλογές του:

1938, Ουλαλούμ

1952, Εαυτούληδες

1968, Βοϊδάγγελοι

1970, Άπαντες Στίχοι

Το 1951 έγραψε το εμβληματικό θεατρικό έργο Ο ήχος του Κώδωνος

 Το πεζογράφημα Η μαθητευομένη των τακουνιών θυμίζει την Φαλακρή Τραγουδίστρια του Ιονέσκο.

Έγραψε το ιστορικό έργο Το 21 και η αλήθεια.

 

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΛΙΑΤΣΟΥ

   Κάτω από αυτόν τον αυθαίρετο και καταχρηστικό τίτλο ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος στεγάζει μια εισαγωγή κι ένα ανθολόγιο για το «Μώμο ή μίμο, τον τροβαδούρο ή αρλεκίνο, τον γελωτοποιό ή τον σαλτιμπάγκο των λέξεων και των αισθημάτων, που γεννήθηκε και ωρίμασε, περπάτησε, ή τρέκλισε με τον στίχο και μέσα από τον στίχο. Από ένα σημείο και πέρα ακολουθεί τις μεταμορφώσεις του στίχου ή, για να το πούμε αλλιώς, το περπάτημα του ήρωά του ή γίνεται το δήθεν ευτράπελο κουτσό περπάτημα ενός παλιάτσου, το διακοπτόμενο από τα ξαφνικά πηδηματάκια σκαριμπικό περπάτημα του Σαρλώ».

Και συνεχίζει τονίζοντας ότι ο πιερότος έγινε το μοναδικό πρόσωπο του έργου του Σκαρίμπα. Όσο για τα νευρόσπαστα και τα ανδρείκελα του Καρυωτάκη «έχουν περάσει με τον Σκαρίμπα από το μεταφορικό στο κυριολεκτικό επίπεδο. Οι κούκλες του Καρυωτάκη είναι ακόμη γυναίκες, ενώ οι γυναίκες του Σκαρίμπα αποδεικνύονται […] κουρδισμένοι μηχανισμοί, επινοήσεις ενός αόρατου κατασκευαστή». Και ο Λυκιαρδόπουλος καταλήγει: «Η ίδια σοφία που γέννησε την προσωρινή τρέλα του Άμλετ ίσως γεννάει και την αιώνια κουτοπονηριά του Καραγκιόζη- μια τεχνική που γίνεται η τέχνη: η ποιητική του παλιάτσου.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αν όπως υποστηρίζει ο Λορεντζάτος –που μετρούσε τα λόγια του –  ο Καρυωτάκης είναι και ο ισθμός και το πέραμα του ισθμού μαζί», ώστε να πρέπει να πατήσεις απάνω του για να διαπεραιωθείς απέναντι, είναι δηλαδή «ποιητής οριακός», τότε ο εκκεντρικός Σκαρίμπας αποτελεί για την μοντέρνα νεοελληνική λογοτεχνική σκηνή – κι όχι μόνο για τη γενιά του – αυτός που μπόλιασε την ιθαγενή λογοτεχνία με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό-όχι μόνο με τον σουρεαλισμό.

Οι δυο τους μόνοι είναι οι μαίτρ, οι μαέστροι του φάλτσου.

Διότι ως γνωστόν η Ανθρώπινη Κατάσταση δεν ακολουθεί ποτέ ευθύγραμμη πορεία, όσο για την ποίηση πρέπει «να στρίψει σε μια κόχη».

 

 

Βοηθήματα:
-Χρονογραφία Κ. Γ. Καρυωτάκη των Γ. Π.Σαββίδη, Μ. Μητσού κ. ά., ΜΙΕΤ,1989
-Χριστίνα Ντουνιά, Κ. Γ. Καρυωτάκης, η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Καστανιώτης, 2000
-περ. Διαβάζω, αφιέρωμα στον Σκαρίμπα, τχ.269, 4/9/1991
Mario Vitti, η Γενιά του Τριάντα, Ιδεολογία & μορφή, Ερμής, 1979, α’ ανατύπωση
-Τέλλος Άγρας, Κριτικά, β’ τόμος, ποιητικά πρόσωπα και κείμενα, Ερμής, 1981
-Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, η Ποιητική του παλιάτσου, από τον Φιλύρα στον Σκαρίμπα, δοκίμιο ανθολογίου Έρασμος, 1999

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.