Μπομπίνα δεύτερη
Σαν αυτούς που ακούς στην σιωπή του μυαλού σου, κλείνοντας το φεγγίτη για να μην ακούς τον ήχο του δρόμου. Ώσπου τον έπιασε ένα σπαστικό γέλιο που ξεχύθηκε από το βάθος της αίθουσας και χτύπησε πάνω στη σκηνή. Το μαγνητόφωνο δεν ήταν ανοιχτό. Αγνόησαν το γέλιο του. Αν και κάτι τέτοιο τον διευκόλυνε, δεν του άρεσε όμως. Ένα γέλιο που πήγε χαμένο, αφού κανείς δεν το άκουσε, μάλλον κανείς δεν ήθελε να το ακούσει. Αίφνης, ένιωσε σαν να βρισκόταν στο δωμάτιό του. Στο δικό του δωμάτιο. Διάβαζε ή άκουγε μουσική. Ή και τα δύο. Και τον έπιασε ένα γέλιο. Κόκκινο. Όχι. Κίτρινο, κατσαρό, εξακολουθητικό. Πάνω σε μία άρια του «Τριστάνου». Αν και τον μισούσε, τον βδελυσσόταν τον Βάγκνερ – πράγμα διόλου περίεργο εξάλλου, αντίθετα από τον Χίτλερ που τον λάτρευε. Λέρωνε την αγάπη του για την μουσική ο Βάγκνερ. Σαν να εφορμούσαν σμήνη φονικών ελικοπτέρων στο Μάι Λάι. Και ο Ρόμπερτ Ντυβάλ με το καουμπόικο καπέλο του κατεύθηνε την πτήση τους, την εφόρμησή τους. Σαν να ήταν γεράκια και αυτός ο γερακάρης τους που τα καθοδηγούσε σ’ ένα Blitzkrieg, ένα πόλεμο ενάντια σε αλλοεθνείς αμάχους. Είκοσι χρόνια μετά τον κεραυνοβόλο πόλεμο του Χίτλερ εναντίον της Ευρώπης. Τι Blitzkrieg και κουραφέξαλα – χρόνια ολόκληρα κράτησε. Βιετνάμ – γιε γιε και η αυτοκρατορία ντράπηκε και δάγκωσε το πάνω χείλη της. Τάφοι παντού και ο Κουρτ Βάλντχαϊμ, Γ.Γ. του Ο.Η.Ε.! (και αργότερα Καγκελάριος της Αυστρίας.) Ο σφαγέας των Εβραίων στην «Τελική Λύση» τότε, «Τotal War» τώρα. Δεν ήθελε να δει άλλο.
Δεν ήθελε ν΄ακούσει ούτε καν τη σιωπή στο μυαλό του. Σώπαινε και ο Κραπ. Σιωπή έγραφε η παρένθεση. Παύση. Ποιος είναι, τέλος πάντων, αυτός ο Κραπ; Ιδού η απορία. Ένας παλιμπαιδίζων μεσήλικας. Μουρμουρίζει το μαγνητόφωνο:
«Περασμένα μεσάνυχτα. Τέτοια σιωπή δεν τη ξαναθυμάμαι. Σαν να ’ναι ακατοίκητη η γη». Θέλει να ηχογραφήσει τη σιωπή. Πφφφ! Τέτοια φιλοδοξία αδελφέ μου. Ένας τόσος δα θόρυβος και η σιωπή εξαφανίζεται. Ένα τραγουδάκι, δύο μόλις στίχοι:
«Τώρα πέρασε η μέρα
Κι η φωνή είναι σιγανή
Ίσκιοι τρέχουν…»
ΜΠΕΚΕΤ: Τι κωμωδία θέ μου. Τι φάρσα θεούλη μου. Τι φάρα να τους πάρει και να τους σηκώσει. Στάλα συμπόνιας. Ούτε ίχνος ελέους. Τίποτα. Ένα ποδήλατο. Και πάνω ένας κώλος. Με την σχισμή του να χώνεται στη σέλα. Κορίτσι είναι; Αγόρι; Τι σημασία έχει. Η εφαρμογή τέλεια. Και τα πόδια να ανεβοκατεβαίνουν στα πετάλια. Και η ράχη εμφανώς καμπουριασμένη. Με τους πήχεις σε έκταση. Τον αέρα να φυσάει το πρόσωπο σαν ένας κοντόχοντρος Αίολος. Ή σαν τον ασκό του. Ο σιδηρόδρομος να ασθμαίνει στην ανηφόρα. Το ποδήλατο δεν συντρίβεται στις σιδηροτροχιές. Μην ελπίζετε. Δεν έχει φρίκη ακόμα. Μια φάρσα είναι μόνο. Έχει πλάκα αλλά δεν είναι για γέλια, όπως ακριβώς στη ζωή. Γελάς, κλαις. Δύο σε ένα. Κάτι σαν κλαυσίγελος. Πιάνεσαι απ’ τα μαλλιά σου μην πνιγείς.
Στο τέλος θα εξαντλήσω όλα τα σχήματα που ξέρω και δεν θα μείνει τίποτα να πω. Και η αυλαία δε θα πέσει. Γιατί ο οδηγός σκηνής θα περιμένει το σύνθημα και το παρασύνθημα. Και εγώ θα το ‘χω ξεχάσει. Τόσο βλακόμουτρο θε μου. Αφηρημένο βλακόμουτρο. Στα τριάντα ένα, στα σαράντα πέντε, στα πενήντα… Ανέκαθεν βλακόμουτρο, εξακολουθητικώς.
Έβγαλε να φάει ένα ακόμη κομμάτι μπανάνας. Το απόστημα πόνεσε πάλι. Πόνεσε κι άλλο. Ο παππούς είχε πεθάνει. Πολύ καιρό τώρα. Τον είχε πλακώσει, λέει, ένας άγγελος με ανοιγμένα φτερά. Σαν αυτά που έχουν τα αγάλματα των νεκροταφείων. Πήγαινε στον τάφο του συχνά, αφότου συνήλθε. Και πριν συνέλθει. Για να κλάψει. Για να κλάψει τον χαμένο του παππού. Αυτόν που τον ανέστησε, που τον έμαθε ό,τι ήξερε. Που του έλλειπε πιο πολύ από όλους. Η λιμνούλα στον «Μικρό Έγιολφ» του θύμιζε αυτό το έλος της ερημιάς που του είχε δείξει ο παππούς αν και στο έργο του Ίψεν δεν πνίγεται ο παππούς, αλλά ο μικρός Έγιολφ. Ωστόσο, οι μνήμες παίζουν παιχνίδια στο ασυνείδητο που στο συνειδητό φαίνονται παράξενα. Εκεί είναι ο παππούς τώρα. Σε μια ερημιά μ’ ένα έλος. Ιδίως αυτή που έχει και ένα έλος στη μέση. Δεν ξέρεις τι είναι φρίκη – κάτι φαλακρό στη μέση του κρανίου. Σαν τόπος κρανίου.
-
ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Πουθενά, σε καμιά σκηνή του κόσμου δεν ανέβηκε ποτέ, και ούτε θα ανέβει, μια ερημιά μ’ ένα έλος μέσα στη μέση. Πουθενά, σε καμία σκηνή του κόσμου δεν ανέβηκε ποτέ ένα έργο με μια ακατοίκητη γη. Δε θ’ άρεσε σε κανένα. Γιατί σου λέει, τι είναι μια ακατοίκητη γη; Η γη μετά τη συντέλεια. Είναι εγώ πάω στο θέατρο βρίζοντας μέσα μου. Και παραμένω στο κάθισμά μου και θέλω να δω κάτι που θα με συνταράξει, που θα με εξοργίσει, περιμένω να δω να διαδραματίζεται μια συντέλεια. Όχι απαραίτητα του κόσμου.