Ποιος είναι παιχνιδιάρης;
Αυτός ο μικρός εκεί στη γωνιά του που παίζει με τους κύβους του ή ο άλλος που προσπαθεί να ξαναστήσει τον κόσμο στα πόδια του ψάχνοντας ανάμεσα στα ακανόνιστα κομμάτια ενός παζλ;
Ωστόσο, όσο και αν μια επιμελημένη ταξινόμηση βάζει τον κόσμο σε τάξη, αυτός έχει το σπάνιο ταλέντο να ξαναγίνεται κομμάτια και θρύψαλα.
Έτσι αυτοί οι δύο μικροί που μεγάλωσαν, αλλά δεν σταμάτησαν να παίζουν (”δεν έβαλαν μυαλό’’ θα πούνε κάποιοι), οικοδομώντας και αποδομώντας είναι απαραίτητοι σ’ αυτόν τον κόσμο που μοιάζει άλλοτε χάρτινος, άλλοτε όμορφος, άλλοτε ουτοπικός, άλλοτε ζοφερός. (Και οι δύο – ας μην το ξεχνάμε – πολέμησαν σε διαφορετικούς πολέμους). Πάντα, λοιπόν, μπορείς εύκολα να οικοδομείς; αυτόν τον μυστήριο κόσμο στο χαρτί ή στον καμβά και αυτός να σωριάζεται ξανά μπροστά σου. Εύκολα; Ναι, ποτέ ένας που παίζει με οίστρο, ταλέντο, κέφι και φαντασία δεν δυσκολεύεται να δημιουργήσει.
Δεν δυσκολεύτηκε, λοιπόν, ούτε ο μικρός Γερμανός που έπαιζε με τους κύβους του, μάθαινε βιολί, μελετούσε τα χρώματα να γίνει ο Πάουλ Κλέε (1879-1940). Αυτό το σύντομο, σχεδόν τηλεγραφικό όνομα, κατάφερε να το καταστήσει ένα απ’ τα μεγαλύτερα ονόματα στη ζωγραφική του 20ου αιώνα.
Ούτε ο εξίσου μικρός το όνομα Γάλλος Ζωρζ Περέκ (1936-1982) δυσκολευτηκε να συνεχίσει παίζοντας, να ταξινομεί και να ξαναταξινομεί τον κόσμο του.
Και οι δύο φιλοτέχνησαν το δικό τους μικρόκοσμο με πείσμα και επιμονή σισύφεια και ας έζησαν σε άλλη εποχή από εκείνη του μυθικού Σίσυφου- καθόλου μάλιστα μυθική.
Ο Πάουλ Κλέε γεννήθηκε στη Βέρνη της Ελβετίας από πατέρα Γερμανό. Διδάχθηκε ζωγραφική στο Μόναχο και μετά από το καθοριστικό ταξίδι του στην Ιταλία και μια επίσκεψη στο Παρίσι, εγκαταστάθηκε εκεί και παντρεύτηκε μια πιανίστα. Η μουσική υπήρξε γι’ αυτόν δεύτερη φύση. Έμπλεξε με την ομάδα του Γαλάζιου Καβαλάρη και το ταξίδι του στην Τυνησία του άλλαξε κυριολεκτικά την αντίληψή του για το χρώμα. Έπαψε πια να ζωγραφίσει εκείνα τα μαυρόασπρα. Υπηρέτησε στο γερμανικό στρατό και το 1919 έγινε διεθνώς γνωστός με μια σειρά 362 έργων που εξέθεσε στο Μόναχο. Δίδαξε πρώτα στο Μπάουχαους, ύστερα στο Ντύσελντορφ και επέστρεψε στη Βέρνη μέχρι το τέλος της ζωής του έχοντας έντονα απαισιόδοξη αίσθησηγια τη ζωή και τη τέχνη. Τα χρώματά του γίνονται σκοτεινότερα, τα θέματά του παρακμιακά αλλά η σάτιρα και το μαύρο χιούμορ παραμένουν αναλλοίωτα ως το θάνατό του. Ένα απ’ τα τελευταία έργα του όταν αντιμετώπιζε από κοντά το θάνατο, πάσχοντας από μια σπάνια αρρώστια, είχε τίτλο ”Θάνατος και Φωτιά” (1940).
Ο Κλέε υπήρξε εφευρετικότατος, παιγνιώδης, ευφάνταστος, ονειρικός και εξαιρετικά παραγωγικός. Υπολογίζεται ότι κατέλειπε 8.000 έργα στα οποία περνούσε, με μεγάλη ευκολία, από την παραστατικότητα στην αφηρημένη ζωγραφική. Να ένα δείγμα του χιούμορ απ’ το οποίο δεν ”ξέφυγε” ποτέ. Περιέχεται στις πρώτες σελίδες των Ημερολογίων το καλοκαίρι του 1902.
”Η Γκέρτρουτ δεν είναι ωραία, φαίνεται και για ατσούμπαλη, καστανή με πλακουτσωτή μύτη. Η κοιλιά της μεγάλη. Απ’ τις πολλές πατάτες θα ‘ναι. Η Μπέττυ όμως, είναι μορφή θελκτική, επιδερμίδα λευκή σα το χιόνι, το προσωπάκι της δεν έχεις λόγια να το περιγράψεις. Χορεύουν οι δυο τους κάμποσην ώρα χαρούμενες, τις κοιτάζω προσεκτικά απ’ το παράθυρο, τη Μπέττυ δηλαδή προσέχω. Αργότερα καθώς θα τις προσπερνάω, θα δώσω στη Μπέττυ το χέρι. Η Γκέρτρουτ στέκει παράμερα (…). Αργότερα δε θα της κακοφαίνεται, που δεν θα πιάνει γκόμενο”.
Και πριν μιλήσουμε για τον Περέκ και το βίο του ας κολλήσουμε δίπλα στον Κλέε ένα δικό του κείμενό:
”Στο ημερολόγιό μου έγραφα μονάχα συνεδρία, συνοδευόμενη ενίοτε από ένα επίθετο γενικά απαισιόδοξο (σκυθρωπή, άτονη, μακρόσυρτη, δίχως πλάκα, σπαστική, σκατένια, μάλλον γελοία, μάλλον σκατώδης, καταθλιπτική, καταγέλαστη, ανώδυνη, νοσταλγική, ηλίθια και πανηλίθια)”.
Όπως είναι μάλλον φανερό μιλά για μια από τις ψυχαναλυτικές του συνεδρίες. Κατέφυγε σ’ αυτό το είδος βοήθειας γιατί είχε φτάσει στα όρια του και είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Όσο και αν φαίνεται παράξενο οι πιο μεγάλοι χιουμορίστες είναι οι πιο μελαγχολικοί άνθρωποι. Εξάλλου ο Περέκ είχε πίσω του απώλειες και τραγωδίες. Οκτώ χρονών χάνει τη μητέρα του στις ”εκκαθαρίσεις”. Θα πεθάνει στο Άουσβιτς. Δυο παππούδες του θα πεθάνουν κι αυτοί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ ο πατέρας του θα σκοτωθεί στον πόλεμο, δύο χρόνια νωρίτερα. ΄Ήταν όλοι τους Πολωνοεβραίοι. Θα τον μεγαλώσουν οι θείοι του. Θα σπουδάσει Ιστορία και θα την εγκαταλείψει. Ύστερα θα εργαστεί στο τμήμα τεκμηρίωσης του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ως υπεύθυνος της βιβλιογραφίας και της ταξινόμησης του εργαστηρίου Νευροφυσιολογίας. Κάπως δηλαδή σαν τον Μπόρχες, έχει επαφή με τις πηγές, τις γνώσεις και έχει μία μανιακή τάση στην λεπτομέρεια και τις αντιφατικότητες των πραγμάτων.
Σ’ ένα κείμενο ταξινομεί τα ζώα κατά Μπόρχες:
”Τα ανήκοντα στον αυτοκράτορα, τα βαλσαμωμένα, τα εξημερωμένα, τα χοιρίδια του γάλακτος, τα μυθολογικά, εκείνα που περιέχονται στην παρούσα ταξινόμηση, τα αναρίθμητα, τα ζωγραφισμένα μ’ ένα πολύ λεπτό πινέλο από καμηλοπάρδαλη”, κοκ.
Ταξίδι στην Τυνησία- δεν ξέρουμε πόσο καθοριστικό -έκανε και ο Περέκ και μετά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Πάντως αυτό το λοξοκοίταγμα στον εξωτισμό είναι ίδιον και των δύο. Ο ένας με την ταξινόμηση, ο άλλος με την εκπαίδευση- πάντως και οι δύο ασχολούμενοι με την Ιστορία της Ευρωπαϊκής Σκέψης. Ο Κλέε ισχυρίζεται ένας σχολιαστής του θυμίζει τον ήρωα της νουβέλας ”Αγαθούλης” του Βολταίρου, ο οποίος συνειδητοποίησε πως δεν αποτελεί μια σταθερή ζωντανή αξία στην ιστορία της σκέψης αλλά ένα κινούμενο μνημείο. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που ισχύει εξίσου και για τον Περέκ.
Ο τελευταίος, σ’ ένα κείμενο με τον περίεργο τίτλο ”Περί της δυσκολίας να φανταστείς μια ιδανική πόλη”, γράφει:
”Δεν θα μου άρεσε να ζω στην Αμερική αλλά ενίοτε ναι.
Δεν θα μου άρεσε να ζω στην ύπαιθρο αλλά ενίοτε ναι.
Δεν θα μου άρεσε να ζω σ’ ένα κάστρο αλλά ενίοτε ναι.
Δεν θα μου άρεσε να μηχανεύομαι διάφορα κόλπα για να επιβιώσω αλλά ενίοτε ναι.
Μου αρέσει που ζω στη Γαλλία αλλά ενίοτε όχι.
Δεν θα μου άρεσε σ’ ένα χωριουδάκι αλλά ενίοτε ναι.
Δεν θα μου άρεσε σε μοναστήρι αλλά ενίοτε ναι.
Μου αρέσει πολύ που ζω στο Παρίσι αλλά ενίοτε όχι.
Θα μου άρεσε να ζήσω ως τα γεράματα αλλά ενίοτε όχι”.
Αλλά δεν έζησε τα γεράματά του αφού πέθανε 46 ετών από καρκίνο των πνευμόνων. Υπήρξε ακραία εκκεντρικός όπως φαίνεται και από το κείμενο που παραθέσαμε που θα μπορούσες να πεις πως είναι ποίημα. Αν κι αυτό το στακάτο ύφος των κειμένων του είναι αρκετά αντιποιητικό. Η μποεμία και η φλανερί ήταν μέσα στο αίμα του. Κάπου τοποθετεί τους αναγνώστες ανάλογα με το φύλο ή την ιδιότητά τους:
”Οι μαμάδες διαβάζουν στις πλατείες επιβλέποντας τα παιδιά τους που παίζουν.
Οι χασομέρηδες περιδιαβάζουν στα υπαίθρια βιβλιοπωλεία.
(…)
Οι πελάτες διαβάζουν την απογευματινή εφημερίδα τους παίρνοντας το απεριτίφ τους στα εξωτερικά τραπεζάκια ενός καφέ”.
Ο Κλέε έχει παραστήσει με τη δέουσα ειρωνική ματιά και την λεπτομερή παρατηρητικότητα που τον διέκρινε όπως και τον Περέκ, τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα σ’ αυτήν την ατέλειωτη σειρά έργων του: ”Τη φωτιά του απογεύματος” (1925), ”Λεωφόροι και δρομάκια” (1929), όπου έχει φτιάξει με απίστευτη ταξινομητική διάθεση την κάτοψη μιας πόλης, με λιλιπούτεια δέντρα ή ανθρωπάκια, το ”Κάστρο και τον ήλιο”, τον περιώνυμο Angelus Novus, ”Μια παραγκούπολη”, ”Τη μάσκα του φόβου”, ”Το βλέμμα από το κόκκινο”, ”Το ειδύλλιο των προαστίων”, που είναι όλο ροζ-πορτοκαλί, ”Έναν ξερό δροσερό κήπο” και ένα σωρό άλλα ων ουκ έστιν χώρος για περιγραφή ή έστω αναφορά.
Αν και η καταγωγή τους είναι διαφορετική, – αν ζούσαν την ίδια εποχή θα ήταν εχθροί στον πόλεμο-. έζησαν ο ένας τον προπολεμικό και ο άλλος τον μεταπολεμικό 20ο αιώνα. Υπηρέτησαν διαφορετικές τέχνες με το ίδιο παιγνιώδες πείσμα, την ίδια καυστική ειρωνεία. Παρόλα αυτά ήταν δυο καταθλιπτικοί και απαισιόδοξοι καλλιτέχνες όσο και αν οι ίδιοι δε το ήθελαν. Γι αυτό αγκιστρώθηκαν από την παιδικότητά τους.
Σημ: Οι μεταφράσεις των κειμένων είναι του Γ. Κεντρωτή (Κλεε) και Λίζυς Τσιριμώκου (Περέκ)