Γιατί ό,τι αφήνω
μέσα στον κόσμο.
πέφτει,
σάμπως επάνω σε κύμα
να το είχα στήσει
Ρ. Μ. Ρίλκε
Στην αρχή ήταν αυτό το τομίδιο μικρού σχήματος με το ριγέ εξώφυλλο. Κάθετες γκρι γραμμές σε ροζ φόντο. Ένα παράθυρο στον ‘αφρό’ του εξωφύλλου: Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε, εκδόσεις Γαλαξία. Το αγόρασα από ένα περίπτερο της οδού Σταδίου, τότε που έκανα γερμανικά στο Γκαίτε, το μακρινό 1967. Έμεινε κάμποσο στη μικρή, τότε, βιβλιοθήκη μου, αλλά δεν το ξέχασα. Σιγά σιγά όταν ξεπέρασα αυτό το Μαρία που με ξένιζε αφού ποτέ ως τότε δεν είχα ακούσει ν’ αποδίδεται το όνομα της Παναγίας σ’ έναν άντρα, το άνοιγα κι έριχνα κλεφτές ματιές. Στο μεταξύ οι σελίδες κιτρίνιζαν και τα γράμματα ξεθώριαζαν. Αλλά απέκτησα τη συνήθεια να το κουβαλάω μαζί μου σε ταξίδια. Ίσως ήθελα να μιμηθώ τον ποιητή που ταξίδευε αδιάλειπτα – αν κι ακόμα δεν ήξερα πολλά πράγματα για τη ζωή και τις συνήθειές του. Το πήρα και όταν παρουσιάστηκα στο κέντρο εκπαίδευσης στην Τρίπολη. Το κράτησαν στην πύλη αλλά μου το επέστρεψαν μόλις εγκαταστάθηκα.
Ποτέ δεν το ολοκλήρωνα. Πέρσι μόλις διάβασα πως στον Πολωνό μεταφραστή του θύμιζε ψηφιδωτό. Σκέφτηκα αμέσως πως, χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει, το διάβαζα ψηφίδα ψηφίδα.
Όταν είδα την καρικατούρα του Ντέιβιντ Ληβάιν στην οποία το παχύ μουστάκι του Ρίλκε, κάπως σαν του Νίτσε, θαρρείς πως τράβαγε το κεφάλι του προς τα κάτω, άγνωστο γιατί, άρχισε να μου θυμίζει σκύλο. Μ’ αυτό όνομα φώναζα έναν αδέσποτο σκύλο που με ακολούθησε ένα βράδυ, κάθισε έξω από την εξώπορτα κι όταν την ξανάνοιξα ήταν ακόμα εκεί. Του άνοιξα διάπλατα την πόρτα κι αυτός διστακτικά πέρασε το διάδρομο, το χολ, το σαλόνι-κανένα δωμάτιο δεν του άρεσε φαίνεται – και βγήκε στη βεράντα. Όταν άρχισα να τον φωνάζω διαπίστωσα πως αυτό το λάμδα πριν το κάπα με μπέρδευε κάπως, αλλά είχα πια εξοικειωθεί με τα γερμανικά- όσο μπορεί να εξοικειωθεί κανείς με τα γερμανικά- αλλά και με τη γλώσσα του Ρίλκε – όσο κιόλας μου ήταν δυνατό κάτι τέτοιο. Άλλωστε ήξερα πια πως στην ερώτηση που βρισκόταν στις πρώτες σελίδες της Τύφλωσης του Κανέτι, αν προτιμούσα τις σοκολάτες από τα βιβλία θ’ απαντούσα τα βιβλία, όπως ο μικρός στον Κην, τον ήρωα του βιβλίου με την τεράστια βιβλιοθήκη. Η αλήθεια είναι πως στην ηλικία του μικρού μπορεί ν’ απαντούσα και τα δύο. Αλλά αυτό δεν θα αποτελούσε απάντηση, αφού όταν σε ρωτάνε, ποιο από τα δύο προτιμάς, πρέπει να διαλέξεις ένα από τα δύο.
Στο σπίτι μόνος μου – ο σκύλος μου ο Ρίλκε ήρθε αργότερα – διάβασα τις πρώτες αράδες του Μάλτε: «Ώστε λοιπόν εδώ έρχονται οι άνθρωποι για να ζήσουν εγώ θα έλεγα πως πεθαίνει κανείς εδώ. Ήμουν έξω. Είδα έναν άνθρωπο που κλονίστηκε κ’ έπεσε. Ο κόσμος συγκεντρώθηκε γύρω του, αυτό με απάλλαξε από τα παρακάτω. Είδα μιαν έγκυο γυναίκα. Σερνόταν βαριά σ’ ενός ψηλού, ζεστού τοίχου το μάκρος, ψηλαφώντας τον κάποτε σαν να ήθελε να βεβαιωθή πως ήταν ακόμα εκεί. Ναι ήταν ακόμα εκεί. […] Έψαξα στο σχεδιάγραμμά μου: Maison d’ Accouchement. Καλά. Θα την ξεγεννήσουν – μπορούν. […] Ο στενός δρόμος άρχισε να μυρίζει απ’ όλες τις μεριές. Μύριζε, όσο μπορούσε να ξεχωρίσει κανείς, ιοντοφόρμ, λίπος από pommes frites, φόβο. Όλες οι πολιτείες μυρίζουν το καλοκαίρι. […] Κ’ ύστερα είδα ένα ιδιότροπα θεότυφλο σπίτι. […] Ένα παιδί μέσα σ’ ένα σταματημένο παιδικό αμαξάκι: ήταν χοντρό, πρασινωπό, κ’ είχε ένα ευδιάκριτο εξάνθημα πάνω στο μέτωπο. Το παιδί κοιμόταν, το στόμα ήταν ανοιχτό, ανάπνεε ιοντοφόρμ, λίπος από pommes frites, φόβο. […] Το κυριώτερο ήταν πως ζούσαμε. Αυτό ήταν το κυριώτερο».
Τότε δεν είχα πάει ακόμη στο Παρίσι. Δεν με απασχολούσε ο θάνατος. Οι τηγανητές πατάτες δεν ήταν το καλύτερό μου φαγητό. Άρα δεν μπορώ να πω πως ταυτίστηκα με το συγγραφέα, πως παρακολουθούσα το βλέμμα του πάνω στα πράγματα. Ωστόσο αυτή η νοσηρή σκηνή της πρώτης κιόλας σελίδας του βιβλίου μου εντυπώθηκε. Έμαθα το κείμενο απέξω, χωρίς προσπάθεια. Ούτε όμως τον ήρωα του βιβλίου, τον Μάλτε, αυτόν τον Δανό ευπατρίδη, που έφερνε στο νου την ακραία ευαισθησία αυτού που τον επινόησε, ένιωθα κοντά μου ακόμα, γιατί δεν είχα ενηλικιωθεί. Γι αυτό διάβαζα, έστω κλεφτά, μέσα στην άγνοιά μου, ένα Bildungsroman [μυθιστόρημα μαθητείας, διαμόρφωσης-διαχρονικό μοντέλο αποτελεί το βιβλίο του Γκαίτε: Τα χρόνια της μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ, ή το καθ’ ημάς μυθιστόρημα της εφηβείας]. Μάλλον όταν η γνώση των γερμανικών μου το επέτρεψε το Μπρίγκε μου έφερε στο μυαλό μ’ έναν αναγραμματισμό τη γέφυρα [die Bruecke], ανέβηκα πάνω της έτσι όπως «ήταν ξαπλωμένη πάνω από μία χαράδρα», όπως λέει ο Κάφκα, σε κείνο το λιλιπούτειο διήγημά του, τη Γέφυρα και διαπεραιώθηκα, χωρίς να κομματιαστώ «πάνω στις μυτερές πέτρες, αυτές που με αντίκριζαν τόσο ειρηνικά μέσα από το αφρισμένο νερό», χωρίς να χρειαστεί να της φωνάξω: «Τεντώσου γέφυρα, όρθωσε το παράστημά σου […] δημιούργησε εμπιστοσύνη».
Στην αμέσως επόμενη παράγραφο, αρκετά αργότερα, διάβασα [σε νεότερη μετάφραση]: «Να μην μπορώ να κοιμηθώ με ανοιχτά παράθυρα! Τραμ διασχίζουν κροταλίζοντας την κάμαρά μου. Αυτοκίνητα περνούν από πάνω μου. Μια πόρτα κλείνει. Κάπου σπάει ένα τζάμι, ακούω τα γέλια των μεγάλων κομματιών του, τα χαχανητά των μικρών θραυσμάτων. Έπειτα ξαφνικά πνιχτός θόρυβος, από την άλλη πλευρά στο εσωτερικό του σπιτιού. Κάποιος ανεβαίνει τη σκάλα. Έρχεται, έρχεται ασταμάτητα. Στέκεται εδώ, στέκεται πολλή ώρα εδώ κι έπειτα προσπερνάει. Και πάλι ο δρόμος. Ένα κορίτσι φωνάζει. […] Το ηλεκτρικό τραμ τρέχει σαν μανιασμένο από πάνω, πάνω απ’ όλα». Το κάδρο κλείνει και αμέσως μετά ξανανοίγει, σαν τη σκάλα που πατά με τα βαριά βήματά του ο ξένος. Το παράθυρο κλείνει κι όταν ξανανοίγει: «Κάποιος φωνάζει. Ένας σκύλος γαβγίζει. Τι ανακούφιση ένας σκύλος», ίσως να μη φταίει λοιπόν η φαντασία μου, ίσως η αγαλλίαση του αφηγητή στο άκουσμα του γαβγίσματος ενός σκύλου ήταν που συνέδεσε στο μυαλό μου το μουστάκι της καρικατούρας του Ληβάιν με το Ρίλκε ως νεαρό σκύλο, με τον τρελό φιλόσοφο του Τορίνου, τον Τζόυς του Πορτραίτου του Καλλιτέχνη ως νεαρού άνδρα, τον Ντύλαν Τόμας του Πορτραίτου του Καλλιτέχνη ως νεαρού σκύλου κι εμένα να πηγαίνω βόλτα το σκύλο μου τον Ρίλκε στο Άλσος, τόσα χρόνια μετά το 1910, όταν κυκλοφόρησε ο Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε κι άρεσε τόσο σ’ αυτόν που τον συνέθεσε που νόμιζε πως δε θα έγραφε ποτέ ξανά τόσο όμορφα: «Γύρω στα χαράματα λαλεί μάλιστα κι ένας πετεινός, κι αυτό είναι μια δίχως όρια ευχαρίστηση».
Τώρα νομίζω αρχίζω να καταλαβαίνω, αρχίζω να νιώθω τον Μάλτε κι αυτόν που τον επινόησε, αρχίζω να μπαίνω στο νόημα. Και δε μ’ ενοχλεί πλέον ούτε το μεσαίο γυναικείο όνομα, ούτε το λάμδα πριν το κάπα, ούτε η γερμανική σύνταξη που μοιάζει μ’ εκείνη των αρχαίων ελληνικών και μου θυμίζει σχολείο, ούτε το άγνωστό μου τότε Παρίσι, ούτε η νοσηρή ατμόσφαιρα της πρώτης σελίδας, ούτε η ακραία ευαισθησία του Μάλτε. Ακούω σήμερα τους ίδιους θορύβους να εισβάλουν στο δικό μου δωμάτιο απρόσκλητοι, και αναφωνώ μαζί με τον Μπρίγκε: « Μαθαίνω να βλέπω. Δεν ξέρω πού οφείλεται, αλλά όλα εισχωρούν βαθύτερα μέσα μου και δε σταματούν στο σημείο όπου άλλοτε έπαιρναν τέλος. Έχω κάτι ενδόμυχο που δε γνώριζα ως τώρα». Κι ωστόσο αναρωτιέται / αναρωτιέμαι: «Γιατί να πω σε κάποιον ότι αλλάζω; Αν αλλάζω, σημαίνει πως δεν είμαι εκείνος που ήμουν και αφού είμαι κάτι διαφορετικό, είναι φανερό πως έπαψα να έχω γνωστούς. Και σε ξένους, σε ανθρώπους που δε με γνωρίζουν, μου είναι αδύνατον να γράψω». Αλλά οι φεγγίτες έχουν ανοίξει και αρχίζει η εξομολόγηση που τίποτα πια δεν μπορεί να την ανακόψει: «Κάθομαι εδώ, στη μικρή κάμαρά μου, εγώ ο Μπρίγκε, που έγινα εικοσιοχτώ χρόνων και κανείς δεν το ξέρει. Κάθομαι εδώ και δεν είμαι τίποτα. Κι όμως αυτό το Τίποτα αρχίζει να σκέπτεται, πέντε σκάλες ψηλά…»
Και μ’ ένα χρονικό άλμα τινάζοντας τη σκόνη των στερεότυπων που έχουν παγιωθεί μέσα στη σκέψη μας τον ακούω να λέει:
«Ν΄ αγαπιέσαι, σημαίνει ν’ αναφλέγεσαι. Ν’ αγαπάς, σημαίνει να φωτίζεις μ’ ανεξάντλητο λάδι. Ν’ αγαπιέσαι σημαίνει να παρέρχεσαι, ν’ αγαπάς σημαίνει να διαρκής». {Διατηρώ την ορθογραφία της παλαιωμένης μετάφρασης για προφανείς λόγους γιατί αυτή ήταν που μου άνοιξε το δρόμο προς την κατανόηση του Μπρίγκε}. Στη συνέχεια επιχειρεί μια εντελώς αιρετική εξήγηση της παραβολής του Ασώτου, που ανατρέπει και τη θεολογική ερμηνεία της Γραφής και την ψυχαναλυτική ερμηνεία της. Ίσως σ’ αυτό τον οδήγησε η στάση των γονιών του απέναντί του. Οι γονείς του ήταν ένα ζευγάρι αταίριαστο: αποτυχημένος στη στρατιωτική του καριέρα ο πατέρας, ενώ η μητέρα ήταν μια κοσμική αριστοκράτισσα που έντυνε τον μικρό γιο της με κοριτσίστικα ρούχα γιατί είχε χάσει την κόρη της μόλις είχε γεννηθεί. Αυτό βέβαια συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια, αλλά δημιουργούσε τραύματα και στρεβλώσεις στον ψυχισμό μερικών ευαίσθητων ψυχών σαν του Ρίλκε, και μπορεί να μην τον οδήγησε στην ομοφυλοφιλία, όπως τον Ουάιλντ, αλλά η σχέση του με τις γυναίκες υπήρξε προβληματική και ο γάμος του απέτυχε.
Ως παιδί ο Ρίλκε δεν έζησε και δεν αγαπήθηκε όπως θα ήθελε να ζήσει και ν’ αγαπηθεί ένα παιδί.
Θα κλείσουμε με ένα απόσπασμα από ένα κείμενο, που δημοσιεύθηκε τέσσερα χρόνια [1914] μετά τον Μπρίγκε για τις κέρινες κούκλες της Λόττε Πρίτσελ που φανερώνει τις ιδιαίτερες ευαισθησίες του, τη διανοητική και εικαστική του συγκρότηση, αλλά και την επιθυμία του να επιστρέψει σε ένα παράδεισο που δεν χάρηκε, τον παράδεισο ενός παιδιού που παίζει.
Εδώ, τριανταεννέα ετών, κάνει πολύ διεισδυτικές σκέψεις, αντικρίζοντας σε μια έκθεση στο Μόναχο το 1913, αυτές τις ισχνές φιγούρες από κερί με τα κοκκαλιάρικα δάχτυλα, τα αραχνοΰφαντα φορέματα που στηρίζονταν σε μικρές μπαρόκ βάσεις και ήταν έτοιμες, θαρρείς, να χορέψουν όντας πολύ εξεζητημένες και με περίπλοκο χαρακτήρα. Δεν προορίζονται για παιδιά, αλλά για μεγάλους που καταλάβαιναν από τέχνη. Χοροί ακολασίας, τρόμου και έκστασης ήταν ο τίτλος μιας χορευτικής παράστασης που στηριζόταν σε αυτές:
«Ω ψυχή της κούκλας, εσύ, που δε σε έφτιαξε ο Θεός, που σε γέννησαν τα παρακάλια και οι παραξενιές μιας ασυλλόγιστης νεράιδας, ψυχή-πράγμα που βγήκες από την κοπιώδη εκπνοή ενός ειδώλου, που όλοι εμείς σε διατηρήσαμε […] ω ψυχή που […]σε κρατούσαν πάντοτε φυλαγμένη, προστατευμένη […] – δες τώρα εισέβαλε μέσα σου ο σκόρος. Έμεινες ανέγγιχτη πάρα πολύν καιρό. Τώρα σε τινάζει ένα χέρι ανήσυχο μαζί και αποφασιστικό – δες, δες, όλες οι μικρές θλιμμένες πεταλουδίτσες βγαίνουν φτερουγίζοντας από μέσα σου, απερίγραπτα θνητές, αφού, την ίδια στιγμή […] αρχίζουν κιόλας ν’ αποχαιρετιούνται.
»[…]σε καταστρέψαμε πραγματικά ψυχή της κούκλας […] οι κάμπιες σε κατέτρωγαν από μέσα […]. Τώρα αυτό το νέο γένος δραπετεύει και διασχίζει φτερουγίζοντας το σκοτεινό μας αίσθημα […]θα μπορούσε να πει [κανείς] ότι πρόκειται για μικρούς αναστεναγμούς τόσο αδύναμους που δεν τους πιάνει το αυτί μας, που εμφανίζονται και σβήνουν στο πλέον ασταθές όριο της όρασής μας. Γιατί μόνο αυτό τις απασχολεί: να σβήσουν. […] δε γνωρίζουν παρακμή μέσα στη στάσιμη ηδυπάθειά τους […]. Είναι σαν να λιώνουν νοσταλγώντας μια ωραία φλόγα, για να πέσουν μέσα της σαν πεταλούδες (και τότε η στιγμιαία αίσθηση της μυρωδιάς τους καθώς θα καίγονται θα μας πλημμύριζε με απεριόριστα, ανοίκεια αισθήματα).
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Το μότο μετέφρασε ο Άρης Δικταίος. Για τον Μπρίγκε χρησιμοποίησα τις μεταφράσεις των Δ.Κ. Μπέσκου [Γαλαξίας, 1965] και Αλέξανδρου Ίσαρη [Κίχλη, 2019]. Τα μικρά αποσπάσματα από τη Γέφυρα μετέφρασε ο Γιώργος Κώνστας [περιέχεται στο: η Σιωπή των σειρήνων κ.ά. διηγήματα, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1990] και το κείμενο: Για τις κέρινες κούκλες της Λόττε Πρίτσελ του Ρίλκε μετέφρασε η Στέλλα Γ. Νικολούδη [από το Κούκλες & Παιχνίδια με κείμενα επίσης των: Πλουτάρχου, Κλάιστ, Μπωντλαίρ, Τσέστερτον, Μπένγιαμιν, Έκο, Άγρα, 1996]