Το Τορίνο, η μοιραία πόλη. Γεννήθηκε και πέθανε σ’ αυτήν. Η πρωτεύουσα του Πιεμόντε. Ξαπλωμένη στις όχθες του Πάδου. Το Τορίνο βρίσκεται βορειοδυτικά, είναι ακριβώς η γεωγραφική κατεύθυνση που σκόπευαν οι γνώσεις και η λογοτεχνική σκευή του Παβέζε.
Μετέφρασε από τα αγγλικά: Το πορτραίτο του καλλιτέχνη του Τζόυς, το αριστούργημα του Μέλβιλ Μόμπι Ντικ. Η πτυχιακή του είχε θέμα την ποίηση του Ουώλτ Ουίτμαν, μετέφρασε ακόμη τον Κόπερφιλντ του Ντίκενς, τις Τρεις ζωές και την Άλις Μπ. Τόκλας της Γερτούδης Στάιν. Γνώρισε τον Ίταλο Καλβίνο και συνδέθηκε με το ζεύγος Λεόνε και Νατάλια Γκίντσμπουργκ.
Άρχισε με μακροσκελή ποιήματα και τελείωσε με ολιγόστιχη ερωτική ποίηση. Γεννήθηκε το 1908. Στα έξι του χρόνια έχασε τον πατέρα του και στα εικοσιδύο την μητέρα του. Έγραψε δέκα μυθιστορήματα (Ο Διάβολος στους λόφους, Κοπέλες μόνες, Το ωραίο Καλοκαίρι, Στην παραλία, Ο σύντροφος, Το φεγγάρι και οι φωτιές, κ.ά.), δύο τόμους διηγημάτων, δύο ποιητικές συλλογές, πλήθος άρθρων, μεταφράσεων και δοκιμίων. Κατάφερε να ξεχωρίσει ως μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες των ιταλικών γραμμάτων του 20ου αιώνα και συνδέθηκε με τις εκδόσεις Einaudi, ενώ υπήρξε και διευθυντής τους.
Κάνοντας το χατίρι της αδερφής του και για να κερδίσει μια θέση καθηγητή γράφτηκε στο Εθνικό Φασιστικό Κόμμα (έκανα το πρώτο πράγμα ενάντια στην θέλησή μου). Αυτά το 1932 γιατί στο μεταξύ διώχθηκε από το φασιστικό κόμμα και το 1945 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ι.
Το 1929, στο προτελευταίο έτος της Φιλοσοφικής σχολής του Τορίνο συνάντησε την μοίρα του: μια καθηγήτρια μαθηματικών, σκληρή και αποφασιστική, κομμουνίστρια, με ισχυρή θέληση και την ερωτεύτηκε παράφορα. Η γυναίκα αυτή η Τίνα Πιζάρντο θα τον σημαδέψει διά βίου. Εφτά χρόνια αργότερα και ενώ εκείνος επέστρεφε από τον εκτοπισμό του στην Καλαβρία, μαθαίνει ότι παντρεύτηκε. Το πλήγμα γι’ αυτόν ήταν ανεπανόρθωτο. Από τότε η προδοσία της Τίνα θα τον οδηγήσει να παρουσιάζει στα έργα του τις γυναίκες ως σκεύος σαρκικής ηδονής και τίποτε περισσότερο.
Η πρώτη ποιητική συλλογή έχει τίτλο: Η δουλειά κουράζει και εκδόθηκε το 1936. Η δεύτερη και τελευταία έχει τον περιβόητο τίτλο: Ο θάνατος θα’ ρθει και θα’ χει τα μάτια σου (1950). Σ’ αυτή την τελευταία κυριαρχεί ένας φλογερός λυρισμός. Τα εννιά ποιήματα της ενότητας Η γη και ο θάνατος ταυτίζουν την γυναίκα με τη φύση. Σ’ αυτά η γυναίκα γίνεται μονοπάτι, λόφος, αμπέλι.
Ακόμα και εσύ είσαι λόφος
και μονοπάτι στους βράχους
και παιχνίδι μέσα στους καλαμιώνες
Σ’ ένα άλλο ποίημά του με τίτλο: Έχεις πρόσωπο από πελεκητή πέτρα γράφει:
Είσαι το κλειστό υπόγειο,
με το χωματένιο πάτωμα,
όπου κάποτε μπήκε το ξυπόλυτο παιδί
και θα το θυμάται πάντα…
Και μετά την επιστροφή, ως ποιητική ανάμνηση έστω, στην μακρινή χώρα της παιδικής ηλικίας, οι γυναίκες και ο έρωτας ή με την ανάποδη σειρά και ας μην κάνει το ίδιο, ο έρωτας και οι γυναίκες: η Τίνα Πιζάρντο, η Φερνάντα Πιβάνο, η Μπιάνκα Γκαρούφι στη δεκαετία 1935 – 1945.
Μια σημείωση:
Πάντα έρχεσαι από τη θάλασσα
κι έχεις βραχνή φωνή
και η βασανιστική αδυναμία για συζήτηση και το αδιέξοδο των ανθρώπινων σχέσεων.
Το ελαφρύ σου βήμα
Ξύπνησε πάλι τον πόνο.
Ήταν κρύα η γη
κάτω απ’ τον φτωχό ουρανό,
ακίνητη και βυθισμένη
σ’ ένα μουδιασμένο όνειρο,
Και αυτό που θα συμβεί σε λίγο που θα συμβεί σ’ αυτόν σαν κάποιον που δεν υποφέρει πια…
Η φίλη του η Ναταλία Γκίντσμπουργκ ισχυρίζεται πως συμπεριφερόταν στους φίλους του με σκαιό τρόπο και δεν συγχωρούσε καμιά τους αδυναμία. Έδειχνε να αδιαφορεί γι’ αυτούς, σκεφτόταν ότι αυτός ερχόταν από έναν κόσμο ντελικάτο στον οποίο κλεινόταν όλο και περισσότερο. Λέει ακόμα η Γκίντσμπουργκ πως ήταν τσιγκούνης με το χρήμα, αλλά μόλις το αποχωριζόταν αδιαφορούσε γι’ αυτό.
Δεν μας έγραφε ούτε απαντούσε στα γράμματά μας, έλεγε πως δεν ήξερε να αγαπά τους φίλους όταν ήταν μακριά, δεν ήθελε να υποφέρει από την απουσία τους και αμέσως τους εξαφάνιζε από τη σκέψη του.
Δεν είχε ποτέ μια γυναίκα, ούτε παιδιά, ούτε δικό του σπίτι. Έμενε μαζί με την παντρεμένη αδερφή του που την αγαπούσε και τον αγαπούσε και κείνη (…), αλλά συμπεριφερόταν σαν ένα αγόρι ή σαν ένας φιλοξενούμενος.
Φαίνεται πως είχε φτάσει σ’ ένα τέρμα, σ’ ένα μη περαιτέρω, σ’ ένα εντέλει. Δεν ήθελε να συνεχίσει. Ο τελευταίος έρωτας ήταν μια Αμερικάνα ηθοποιός, η Κόνστανς Ντόουλινγκ, μια ακόμη γυναίκα που ήρθε από τη θάλασσα με βραχνή φωνή. Αυτή ήταν η τελευταία γυναίκα. Έπειτα, η πόρτα της φυλακής έκλεισε με θόρυβο. Και παραιτήθηκε, όπως παραιτείται κανείς από ένα δικαίωμα, από μια επιθυμία, από τη ζωή, από τον έρωτα και εντέλει από την ποίηση.
Δεν έχω πια την διάθεση να γράψω ποιήματα. Τα ποιήματα ήρθαν σε σένα και φεύγουν μαζί σου, της έγραψε.
Και μια μέρα ή μάλλον μια νύχτα εκείνου του καυτού Αυγούστου του 1950, διάλεξε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου Ρώμη που βρίσκεται δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό του Τορίνο και αυτοκτόνησε σαν να ήταν ξένος στην πόλη του. Για μια γυναίκα; Γι’ αυτήν που είναι η ζωή και ο θάνατος; Ασφαλώς όχι. Λέει:
Δεν αυτοκτονεί κανείς για τον έρωτα μιας γυναίκας. Αυτοκτονεί γιατί ένας έρωτας, οποιοσδήποτε έρωτας, μας αποκαλύπτει τη γύμνια μας, την αθλιότητά μας, την ανημπόρια, την μηδαμινότητα.
Ωστόσο, δεν διστάζει να πει πως ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια της. Δεν διστάζει να πει πως αυτή είναι το φως. Αυτή, η ζωή και το τίποτα.
Και στο γραμμένο αγγλικά Τελευταίο Μπλουζ καταλήγει:
Κάποιος πέθανε
πολύ καιρό πριν-
κάποιος που προσπάθησε
μα δεν ήξερε.
Και καθώς ο χρόνος σταμάτησε όλα ξαναγίνονται απλά. Μια μέρα έρχεσαι μια μέρα θα πεθάνεις.
Κι ωστόσο ο χρόνος δεν τέλειωσε. Τέλειωσε ίσως ο απολογισμός του, η απογραφή των επιθυμιών, των αποτυχιών και των αποκλεισμών. Και ο τελευταίος στοχασμός:
Όχι λόγια. Μια χειρονομία. Δεν θα ξαναγράψω.
Ο χρόνος ο δικός του τελείωσε σ’ εκείνο το δωμάτιο, οικειοθελώς, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό απ’ όπου μπορούσε να φύγει από την πόλη, αλλά εκείνος έβαλε τελεία. Ο χρόνος όμως του έργου που μας άφησε δεν τελείωσε για μας.