Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι δολοφονήθηκε στα 53 του χρόνια, αφού είχε ζήσει μια μάλλον σύντομη, αλλά σίγουρα γεμάτη ζωή.
Υπήρξε πρώτα απ’ όλα ποιητής, συγγραφέας, σκηνοθέτης, πολιτικός διανοητής, θεατράνθρωπος, κομμουνιστής, ομοφυλόφιλος.
Υπέγραψε ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα, κινηματογραφικές ταινίες, θεατρικά έργα, πίνακες, μεταφράσεις, κριτικά δοκίμια, πολιτικά λιβελογραφήματα.
Υπήρξε επανειλημμένα τρόφιμος των δικαστικών αιθουσών όπου τον οδηγούσαν συντηρητικοί, μισαλλόδοξοι, ρατσιστές, φασίστες, κι αυτούς τους οδηγούσε το μίσος τους απέναντι σ’ έναν σχεδόν αναγεννησιακό καλλιτέχνη που προσπάθησε να κάνει τη ζωή του όπως αυτός την ήθελε και να εκπληρώσει το χρέος του προς μια κοινωνία και μία χώρα τρομερά βρώμικη, όπως αποκαλούσε την Ιταλία του καιρού του.
Ο Παζολίνι δεν είχε μια ομαλή και αδιατάρακτη καλλιτεχνική πορεία ούτε μια ήσυχη ζωή. Και τα δύο αυτά η τέχνη και η ζωή του ήταν κάτω από μια κομμουνιστική ηθική, παρά το ότι το Κομμουνιστικό κόμμα τον διέγραψε, γιατί ήταν ομοφυλόφιλος και δεν το έκρυβε και γιατί είχε διωχθεί με την εξωφρενική κατηγορία, ότι όταν ήταν πια πλούσιος και διάσημος, είχε ληστέψει ένα βενζινάδικο υπό την απειλή όπλου. Κατηγορήθηκε άλλες 53 φορές- όσες ακριβώς, ή λίγες παραπάνω ήταν τα χρόνια που έζησε.
Η ιταλική αστική τάξη τον κατέτρεχε, σε εποχή όπου η ακροδεξιά σκότωνε τυφλά κόσμο, αλλά αντί να κατηγορηθεί γι αυτό, κατηγορούνταν οι κομμουνιστές κι οι αναρχικοί. Ήταν η εποχή που εκπαραθυρωνόταν απ’ το αστυνομικό τμήμα ο αναρχικός για τον οποίο ο Ντάριο Φο είχε γράψει το θεατρικό έργο ο Θάνατος ενός Αναρχικού.
Ξέρω τα ονόματα των υπευθύνων αυτού που λέγεται golpe [στρατιωτικό πραξικόπημα στα ισπανικά] που οργανώθηκαν σε σύστημα προστασίας του καθεστώτος. Ξέρω τα ονόματα των υπεύθυνων της αιματοχυσίας του Μιλάνου. Ξέρω τα ονόματα των υπεύθυνων της αιματοχυσίας της Μπρέσια και της Μπολόνια. Ξέρω τα ονόματα της ηγεσίας που καθοδήγησε, τόσο τους παλιούς φασίστες, όσο και τους νεοφασίστες φυσικούς αυτουργούς των πρώτων αιματοχυσιών, αλλά και τους ”άγνωστους” φυσικούς αυτουργούς των πιο πρόσφατων αιματοχυσιών. Ξέρω τα ονόματα των ισχυρών, που με την βοήθεια της CIA (και κατά δεύτερο λόγο των Ελλήνων Συνταγματαρχών και της Μαφίας) οργάνωσαν μια (άθλια, άλλωστε αποτυχημένη) αντικομμουνιστική σταυροφορία… Ξέρω… Ξέρω… Ξέρω όλα αυτά τα ονόματα και ξέρω όλα τα γεγονότα για τα οποία είναι υπεύθυνοι. Ξέρω. Αλλά δεν έχω τις αποδείξεις. Δεν έχω καν ενδείξεις, έλεγε σε συνέντευξή του ένα χρόνο πριν τη δολοφονία του, την οποία κάποιοι θεωρούν εκτέλεση αυτών που δεν κατάφεραν να τον εκφοβίσουν με τις αλλεπάλληλες δικαστικές κλήσεις, δεν κατάφεραν να τον ακυρώσουν, να αμαυρώσουν την καλή του φήμη, παρόλο που κατέσχεσαν βιβλία του, απαγόρεψαν την προβολή ταινιών του και εντέλει τον κατέστησαν στόχο που έπρεπε να εξουδετερωθεί και αφού δεν είχε γίνει δυνατό κάτι τέτοιο, έπρεπε να εκτελεστεί.
Όλη του τη ζωή πάλευε εναντίον μιας σάπιας στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, γυρίζοντας ταινίες σαν το Ακατόνε (1961), το Μάμα Ρόμα (1962) το εμβληματικό Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (1964), ή γράφοντας ποιήματα σαν αυτά που περιέχονται στην βραβευμένη ποιητική συλλογή Οι στάχτες του Γκράμσι (1957), ή αφηγούμενος ρεαλιστικά τη ζωή των νεαρών στις υποβαθμισμένες συνοικίες της Ρώμης στα αριστουργηματικά μυθιστορήματα, τα Παιδιά της Ζωής (1955), που δημιούργησε σκάνδαλο, τον έφερε ενώπιον του δικαστηρίου και ήταν αφορμή να τον αποκηρύξει το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Μια Βίαιη Ζωή (1959) που επίσης ξεσήκωσε σκάνδαλο, ενώ τον κατηγόρησαν για πορνογράφο, όπως και για τις ταινίες Οι Θρύλοι του Καρντέρμπουρι (1971-72), από το μυθιστόρημα του Τσώσερ, Χίλιες και μία Νύχτες (1973-74) το Δεκαήμερο από τις ιστορείς του Βοκκάκιου και το κύκνειο άσμα του Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα από το μυθιστόρημα του Μαρκήσιου ντε Σαντ (1975).
Ο Παζολίνι γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου του 1922 στην Μπολόνια. Ο αδερφός του, μικρότερος κατά τρία χρόνια, σκοτώθηκε από τους κομμουνιστές. Υπερασπιζόταν το υποπρολεταριάτο των λαϊκών συνοικιών και των υποβαθμισμένων γειτονιών και απ’ αυτό ακριβώς το περιβάλλον προερχόταν αυτός που καταδικάστηκε ως ο δολοφόνος του.
Ένας ανήλικος, ονόματι Πελόζι που όμως ήταν αδύνατο να εκτελέσει το σενάριο της δολοφονίας που υποστηρίχθηκε για λόγους σεξουαλικής διαστροφής.
Το σώμα του ήταν τόσο παραμορφωμένο, τόσο μωλωπισμένο, τόσο ματωμένο, με σπασμένο το στέρνο, την καρδιά σκασμένη, το αριστερό σαγόνι σπασμένο, τη μύτη συμπιεσμένη, τα αυτιά κομμένα σχεδόν, τα δάχτυλα ακρωτηριασμένα, ενώ πάνω του υπήρχαν εμφανή σημάδια από ρόδες αυτοκινήτου και μέσα στο αυτοκίνητό του υπήρχαν αντικείμενα που δεν ανήκαν ούτε στο δολοφόνο ούτε στο θύμα. Λέγεται πως είχε συνεργούς ο Πελόζι, που η Οριάννα Φαλάτσι προσπάθησε να ξεσκεπάσει, χωρίς όμως ν’ αποκαλύψει τις πηγές της κι η μαρτυρία της αγνοήθηκε. Η Φαλάτσι ήταν φίλη του Αλέκου Παναγούλη που ήταν ο μοναδικός που προσπάθησε να δολοφονήσει το δικτάτορα Παπαδόπουλο χωρίς όμως επιτυχία και πέθανε την ίδια περίοδο, κάτω από ύποπτες συνθήκες όταν ετοιμαζόταν να δημοσιοποιήσει τα αρχεία του ΕΑΤ/ΕΣΑ.
Η αγριότητα αυτού του φόνου αποδεικνύει ακριβώς το κραυγαλέο μίσος μια ολόκληρης κοινωνίας που αποστρεφόταν την διαφορετικότητα αλλά και την κουλτούρα. Η ιταλική κοινωνία γέννησε μέσα σε τέσσερις αιώνες δύο συντηρητικά κινήματα. Την αντιμεταρρύθμιση και τον φασισμό, ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία και την κυβέρνησε από το 1922 και για 20 περίπου χρόνια.
Όλα αποπνέουν τη δυσοσμία του θανάτου, του τέλους, του τουφεκισμού… τα πάντα έχουν τη μυρωδιά των εκπυρσοκροτήσεων, όλα προκαλούν ναυτία… θα ‘θελα να φτύσω πάνω σ’ αυτή τη γη, αυτή την ηλίθια που εξακολουθεί να βλασταίνει πράσινα χόρτα και κίτρινα θαλασσιά λουλούδια και μπουμπούκια πάνω στα δέντρα…, θα γράψει σε φίλο του εκφράζοντας τον αποτροπιασμό του για ό,τι εξακολουθούσε να συμβαίνει στην Ιταλία.
Ο Ρενέ ντε Σεκατί στη βιογραφία που έγραψε για τον Παζολίνι και εκδόθηκε απ’ τον Γκαλιμάρ το 2006 και στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Κασταλία τον επόμενο χρόνο, γράφει πως ο Παζολίνι ήταν παιδί του φασισμού μάρτυρας της ανόδου του ”μπερλουσκονισμού”. Παιδί του Ρομπέρτο Λόγκι, μεγάλου κριτικού Τέχνης. Παιδί του Ρομπέρτο Ροσελίνι. Παιδί του λυρικού ποιητή Πάσκολι. Παιδί του Σικελού μυθιστοριογράφου Τζοβάνι Βέργκα. Αδελφός του Μοράβια, του Γκοντάρ, του Γκάντα και του Πένα. Ενώ συνδιαλεγόταν με ζώντες και τεθνεώτες όπως τους: Καλβίνο, Σελίν, Τανιζάκι και τον δικό μας Καβάφη.
Έλαβε μέρος στις πνευματικές αντιπαραθέσεις αλλά και τις συγκρούσεις μεταξύ κομμουνισμού, καθολικισμού και της Χριστιανοδημοκρατίας που εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν.
Η Λάουρα Μπέτι επέμενε πως η δολοφονία του Παζολίνι είχε να κάνει με τα μαχητικά άρθρα του και τις αναρίθμητες συνεντεύξεις που τολμούσε να δίνει μέχρι και λίγες μέρες πριν δολοφονηθεί. Σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στις 28 Αυγούστου 1975 έγραφε:
Το σοσιαλιστικό και το κομμουνιστικό κόμμα θα όφειλαν πρώτα απ’ όλα να οδηγήσουν σε δίκη τους εκπροσώπους της Χριστιανοδημοκρατίας που κυβέρνησαν την Ιταλία τα τελευταία τριάντα χρόνια (κυρίως τα δέκα τελευταία). Και εννοώ κανονική ποινική δίκη, στα δικαστήρια. Ο Αντρεότι, ο Φανφάνι, ο Ρουμόρ και τουλάχιστον καμιά δωδεκαριά άλλοι ανώτατοι αξιωματούχοι της Χριστιανοδημοκρατίας (συμπεριλαμβανομένων μάλλον, για σωφρονισμό, και μερικών προέδρων της Δημοκρατίας) θα έπρεπε να καθίσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου όπως ο Νίξον ή μάλλον όχι όπως ο Νίξον (για να κρατάμε τις αναλογίες), όπως ο Παπαδόπουλος. (…) και να τους απαγγελθούν κατηγορίες για σωρεία εγκλημάτων, που εδώ απλά διατυπώνω από ηθικής πλευράς: Για αχρειότητα, περιφρόνηση προς τους πολίτες, διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, κομπίνες με τις εταιρίες πετρελαίων, τους βιομηχάνους, τους τραπεζίτες, ύποπτες συνδιαλλαγές με τη μαφία, εσχάτη προδοσία προς όφελος ξένης δύναμης, συνεργασία με τη CIA (…) χωρίς μια τέτοια ποινική δίκη, δεν ωφελεί να ελπίζουμε ότι μπορεί να κάνουμε κάτι για τη χώρα μας.
Δε μάσαγε τα λόγια του, δε μαζεύτηκε ποτέ στον εαυτό του, στα προσωπικά του προβλήματα τα οποία ήταν περισσότερα από άλλων λόγω των ιδαιτεροτήτων του, ούτε λούφαξε, όπως άλλοι, για να κερδίσει χρήματα και θέσεις.
Ο Φουκώ, χωρίς, φυσικά, να θέλει να θίξει την επάρκεια του Παζολίνι, αλλά θέλοντας να υπερασπιστεί τον Σαντ έγραψε μια αρνητική κριτική για την ομολογουμένως όχι επιτυχημένη τελευταία του ταινία το Σαλό, ξεσπάθωσε όμως εναντίον της ιδέας που υποστήριξε και η Λιλιάνα Καβάνι στον Θυρωρό της Νύχτας, και το συσχετισμό του φασισμού με τον έρωτα, λέγοντας:
Ο ναζισμός δεν επινοήθηκε από τους αλλόκοτους ερωτιδείς του 20ου αιώνα, αλλά από τους πιο θλιβερούς, τους πιο βαρετούς και απεχθείς μικροαστούς που μπορεί κανείς να φανταστεί. Ο Χίμλερ ήταν κάτι σαν αγρονόμος, και είχε παντρευτεί μια νοσοκόμα. Πρέπει να καταλάβουμε ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης γεννήθηκαν από την συνδυασμένη φαντασία μιας νοσοκόμας και ενός εκτροφέα πουλερικών. (…) Το δυσώδες μικροαστικό όνειρο της φυλετικής καθαρότητας είναι αυτό που στήριζε το ναζιστικό όνειρο. Ο έρωτας απουσίαζε.
[Μόνο που και ο Παζολίνι αυτή την εκδοχή πέρασε στην διασκευή του βιβλίου του Ντε Σαντ].
Με την Μαρία Κάλλας συναντήθηκε όταν εκείνη εγκαταλείφθηκε από τον Ωνάση και εκείνος από τον εραστή του Νινέτο Ντάβολι. Αυτή η εγκατάλειψη θα τους φέρει πολύ κοντά για να αλληλοπαρηγορηθούν. Ο Παζολίνι θα γυρίσει τη Μήδεια με πρωταγωνίστρια την Κάλλας, μια ταινία που το κοινό σνομπάρισε. Η Κάλλας πέθανε δύο χρόνια μετά το θάνατο εκείνου, στην ίδια ηλικία με εκείνον στα 53 της χρόνια. Η σύμπτωση αυτή δείχνει πόσο μοιραία στάθηκε η γνωριμία τους.
Ο Παζολίνι ταξίδεψε το 1961 μαζί με τον Μοράβιο και την Μοράντε στην Ινδία, στην οποία αφιέρωσε το Άρωμα των Ινδιών. Νωρίτερα, το καλοκαίρι του 1959, ταξίδεψε στις ακτές της Ιταλίας οδηγώντας ένα Fiat Millecento και δημοσίευσε σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό Successo το ταξιδιωτικό ημερολόγιο με τίτλο Το μακρύ ταξίδι της Άμμου. Τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του ο φωτογράφος Φιλίπ Σεκλιέ ανασυνθέτει αυτό το ταξίδι ακολουθώντας τα ίχνη του σε μια σειρά ασπρόμαυρων φωτογραφιών.
Παρά το γεγονός ότι ο τόνος της πολεμικής που ασκούσε ήταν βίαιος και σκληρός, ο ίδιος δεν ήταν τίποτα άλλο από έναν πράο, αισθησιακό άνθρωπο που ήθελε να αγαπηθεί και ν’ αγαπήσει. Να γίνει αποδεκτός από μια κοινωνία που ήταν στην πλειοψηφία της εναντίον του και εναντίον όσων αντιπροσώπευε και με σθένος υποστήριζε ως το τέλος.