Ιδεολογία και Ζωγραφική
Ο Εγγονόπουλος συνελήφθη το 1941 από τους Γερμανούς και κλείστηκε σε στρατόπεδο εργασίας, αλλά δραπέτευσε και γύρισε με τα πόδια στην Αθήνα.
Όταν κάποιος τον ρώτησε αν είναι κομμουνιστής εκείνος απάντησε «πώς είναι δυνατό να είμαι αντίθετος σε μια κοσμοθεωρία που μάχεται την αδικία ανάμεσα στους ανθρώπους;».
Παρ’ όλα αυτά εξελέγη τακτικός καθηγητής στο Πολυτεχνείο στην έδρα Ιστορίας της Τέχνης επί δικτατορίας, το 1969 και το 1971 του απονεμήθηκε το παράσημο Σταυρός του Ταξιάρχη του Φοίνικος.
Το 1972 τύπωσε το λεύκωμα «Ελληνικά Σπίτια» με 18 έγχρωμους πίνακες και το 1973 με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας αποχώρησε από το Πολυτεχνείο. Νωρίτερα, το 1962 φιλοτέχνησε σκηνικά και κοστούμια για την «Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ, το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα του Μπέρναρ Σω και τον «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου.
Το μεγάλο του ποίημα «Μπολιβάρ», μια μεγαλόπνοη ποιητική σύνθεση το τύπωσε στον εκδοτικό οίκο «Ίκαρος», το Σεπτέμβρη του 1944. Συμμετείχε σε ομαδική έκθεση Ελλήνων ζωγράφων στη Ρώμη και την Οττάβα [1953] και το 1957 τύπωσε τη νέα του ποιητική συλλογή ”Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω” στον «Ίκαρο» πάλι. Εκπροσώπησε την Ελλάδα το καλοκαίρι του 1954 στην Μπιενάλε της Βενετίας με 72 έργα του.
«Ο Παρθένης, υποστήριζε ο Εγγονόπουλος, επηρεάστηκε από την παλέτα του Σεζάν, ο οποίος μπορούσε θαυμάσια να περνά από το κίτρινο στο κόκκινο, από το κόκκινο στο πράσινο, από το πράσινο στο πορτοκαλί, από το πορτοκαλί στο outremer, από το outremer στο μαύρο. Το μαύρο είναι εγκεφαλικό χρώμα. Το άσπρο υπάρχει παντού. Το φως επίσης είναι άσπρο. Για τον Παρθένη dominant είναι το άσπρο, αλλά και culminant είναι το άσπρο».
Και εξηγεί στο ίδιο κείμενο τον τρόπο που δούλευε ο ίδιος:
«Στην αρχή, φτιάχνω πολύ μικρά σχέδια, για να μπορέσω να συλλάβω τη σύνθεση του πίνακά μου στην τελική της μορφή. Το αρχικό αυτό σχέδιο προσπαθώ στη συνέχεια να μεταφέρω στη δοσμένη επιφάνεια του πίνακα. Τοποθετώ ένα χαρτί στο τελάρο όπου εκτελώ το σχέδιό μου. Μετά χρησιμοποιώ ένα ψιλό χαρτί, ριζόχαρτο δηλαδή, για το τελικό σχέδιο. Το σχέδιο αυτό μεταφέρω στον πίνακα με χαρτί καρμπόν. Μετά, χωρίζω στις μορφές τους τόνους. Γιατί η ζωγραφική μου γίνεται κατά τρόπο αρκετά περίεργο. Όταν υπάρχει ένταση ή ιδιαιτερότητα, σε κάποια στιγμή της ζωής, σχηματίζονται στο νου μου εικόνες, τις οποίες προσπαθώ να μεταφέρω στο μουσαμά μου. Στην αρχή δημιουργούνται σχήματα και χρώματα ακαθόριστα, που σιγά σιγά παίρνουν μορφή».
Πάντως αφού έφτιαχνε ένα πίνακα αισθανόταν την ανάγκη να περάσει στην ποίηση, γιατί αυτή χρειαζόταν άλλες ικανότητες που δεν χρησιμοποιούσε στην ζωγραφική, στην οποία όπως είδαμε ήταν πιο άμεσος, πιο ενστικτώδης, πιο συναισθηματικός όταν έφτιαχνε πρόσωπα κυρίως ολόσωμα, ζευγάρια ή μοναχικούς ήρωες του ’21, στρατιώτες με τη στολή τους, ευθυτενείς, κυρίες με τα περίτεχνα καπέλα τους, με χρώματα έντονα, κίτρινα, κόκκινα, μπλε του κοβαλτίου. Οι φιγούρες του είναι στις περισσότερες περιπτώσεις αδύνατες και κάποιες σχεδόν αέρινες. Ωστόσο τα κατωπόδαρα είναι πάντα χοντροκομμένα και πατούν στιβαρά την ελληνική γη. Ανάμεσά τους υπάρχουν και ορισμένες φιγούρες που έχουν το κεφάλι της κούκλας που χρησιμοποιούσαν στα εργαστήρια της ζωγραφικής ή και ακέφαλες ακόμη. Η ατμόσφαιρα στο φόντο πάντα φωτεινή, σχεδόν εκτυφλωτική, αντίθετα με τα σκοτεινά χρώματα που χρησιμοποιούσε ο Ντε Κίρικο, στους πίνακες των πρώτων του χρόνων τουλάχιστον, και τον οποίο ο Εγγονόπουλος θαύμαζε αρχικά, αλλά στη συνέχεια τον ελεεινολογούσε.
Σε άλλους πίνακες τοποθετεί πολλά και διαφορετικά αντικείμενα στο έδαφος, έτσι ώστε να φέρνουν στο νου κόμικς ή ακόμα και γελοιογραφίες. Πάντως η αίσθηση που δημιουργείται στο θεατή βλέποντας ένα πίνακά του Εγγονόπουλου είναι ότι όλο αυτό που βρίσκεται στο κάδρο θυμίζει πολύ έντονα θέατρο. Η θεατρικότητα της ζωγραφικής του αν και οι κινήσεις των προσώπων είναι κάπως άγαρμπες ή έστω άκαμπτες, έχουν σαφώς θεατρική καταγωγή.
Γυρίζοντας στη ποίηση επιστρέφει σε κάποιον παλιότερο ποιητή και στα διδάγματά του. Στον Κώστα Καρυωτάκη και στο στίχο του
«Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου».
Τον Καρυωτάκη που πριν απ’ αυτόν τον ‘κακομεταχειρίστηκαν’ οι της γενιάς του ’30, οι οποίοι έψαχναν να καθορίσουν και να ορίσουν τη στάση τους απέναντι στη ποίηση, την μετα-καρυωτακική που όπως είχε πει ο Καραντώνης, «ο Καρυωτάκης δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα τέλος». Και ο Δημαράς του αναγνώριζε μεν ότι ήταν η ηγετική μορφή της γενιάς του, αλλά έπρεπε και η ποίησή του να «πεθάνει» αν όχι, να «αυτοκτονήσει», όπως κι αυτός.
Ο Ελύτης αφού διάβασε την πρώτη συλλογή του Εγγονόπουλου, θεώρησε πως τα ποιήματα αυτά με την ασυνήθιστη οξύτητα που απέπνεαν τον τοποθετούσαν στην πτέρυγα των αδιάλλακτων και επειδή τότε κι αυτός είχε ‘’παρασυρθεί’’ προσωρινά από τον υπερρεαλισμό, θεωρούσε πως ήταν «φορτισμένος ολόκληρος όπως μια ηλεκτρική στήλη».
Ο Εγγονόπουλος δεν ήταν βέβαια σαν υπερεαλιστής που ήταν απαισιόδοξος, ωστόσο την εποχή της χλεύης, τότε που αυτοκτονούσαν ο ένας μετά τον άλλον οι Μαγιακόφσκι, κι οι Γιεσένιν, έγραψε στον ”Μυστικό Ποιητή”:
”Ακούγονταν σαν ψίθυρος / το τραγούδι της / μυστικής ορχήστρας / του νεκρού ποιητή / και έλεγα να χαθώ κι εγώ / σαν τον νεκρό ποιητή / … / κι έτσι να φύγω / μακριά / απ’ την οχλαγωγή / και το θόρυβο / (…) / έχοντας όμως / πάντα / μέσα στα μάτια / τα μυστικά τραγούδια / της νεκρής ορχήστρας / του / ποιητή”
Το 1950 παντρεύτηκε την Νέλη Ανδρικοπούλου και απέκτησαν έναν γιο, το Πάνο και δέκα χρόνια μετά έκανε δεύτερο γάμο με την καθηγήτρια του Πολυτεχνείου, μαθηματικό, Ελένη Τσιόκου με την οποία απέκτησαν την κόρη τους Ερριέττη.
Αφού καθιερώθηκε πια και ως ζωγράφος και ως ποιητής τιμήθηκε με δύο πρώτα κρατικά βραβεία ποιήσεως.
Έγραψε οκτώ ποιητικές συλλογές και ο τίτλος της όγδοης και τελευταίας είναι «Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες» που κατά μία εκδοχή σημαίνει για τους Κινέζους το αιδοίο.
Κλείνοντας ας τον αποχαιρετήσουμε με τα λόγια με τα οποία ξεκίνησε τον «Μπολιβάρ»:
”Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γεν- / ναίους, τους δυνατούς, / Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γεν- / ναία, τα δυνατά, / Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή, / γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι, / κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια / Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και / γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των / λιμανιών / (…) / Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε, / Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει άδειο και ολόφωτο μες τη / νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων”.
Για τον Εγγονόπουλο ο δρόμος της αγάπης ήταν και είναι πάντα νυχτερινός, γι’ αυτό και έγραψε τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα και όταν του φωνάζαν παραδώσου, αυτός απαντούσε:
«Δεν παραδίδομαι». Μήπως «δεν είμαι συμμέτοχος του νυκτερινού εγκλήματος;»
———————————————————————-
*Ο Αβραάμ Μπεναρόγια ήταν ο πρώτος Γενικός Γραμματέας του ΣΕΚΕ που μετονομάστηκε αργότερα σε ΚΚΕ.