Ακούω τα κύματα που σκάνε, ένα δύο, ένα δύο και εκσφενδονίζουν δέσμες νερού στην παραλία, κι ύστερα ξανασκάνε, ένα δύο, ένα δύο.
Τα βιβλία είναι έργο της μοναξιάς και καρπός της σιωπής, διατείνεται ο Προυστ. Αλλά μήπως οι πίνακες γίνονται από διαφορετικά υλικά; Μήπως κι αυτοί δεν φιλοτεχνούνται στη σιωπή και στη μόνωση; Όπως για παράδειγμα σχεδόν όλοι οι πίνακες που φιλοτέχνησε ένας σπουδαίος ρεαλιστής, εμφανώς επηρεασμένος από την λογοτεχνία, ο Έντουαρντ Χόπερ (1892-1967).
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή τους, από κει που η Βιρτζίνια Γουλφ, (1882-1941) ζωγραφίζει με λέξεις. Από τις αισθήσεις της η πιο οξυμένη είναι το μάτι Το μάτι που στέκεται στην απόλυτη ομορφιά όπως μια πεταλούδα που ψάχνει το χρώμα και χαίρεται τον ήλιο. Το μάτι είναι που γονιμοποιεί το πνεύμα, που φανερώνει την εικόνα, που αποκαλύπτει τις λέξεις, που ανασύρει τους συνειρμούς από το ασυνείδητο.
Αντίθετα ο Χόπερ που γράφει με εικόνες κυριαρχείται από τα μισόφωτα. Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης στους πίνακές του παράγεται από το λυκαυγές, απ’ το λυκόφως, απ’ το ημίφως σ’ ένα γραφείο, στο μπαρ ενός ξενοδοχείου, όπου κάθεται μια γυναικεία μορφή που θα μπορούσε να είναι η Βιρτζίνια Γουλφ, αν και ποτέ δεν τη συνάντησε. Αυτό το ψυχρό, το δυνατό φως που καίει θαρρείς την εικόνα περιτριγυρίζεται από σκοτάδι. Μόνο έμμεσα ο Χόπερ υμνεί την ομορφιά. Βλέπει τον κόσμο μέσα από ένα μελαγχολικό φίλτρο.
Έμοιαζε σαν να ήμασταν κλειδωμένοι όλοι μαζί, γράφει η Γουλφ, θλιμμένοι, κατανυκτικοί, εξωπραγματικοί, τυλιγμένοι σε μια ομίχλη νωθρής λύπης. Φαινόταν αδύνατο να δραπετεύσουμε. Δεν ήταν μόνο θλιβερό, ήταν εξωπραγματικό. Είχαμε την εντύπωση ενός δαχτύλου ακουμπισμένου μονίμως στα χείλη.
Με το δάχτυλο κάθετα τοποθετημένο στα χείλη, βλέπει, ή θα μπορούσε να βλέπει ο θεατής πολλούς από τους πίνακες που φιλοτέχνησε ο Χόπερ εμπνευσμένος από κείμενα του Χεμινγουέι, του Θίοντορ Ντράιζερ, του Σίνκλερ Λιούις.
Οι σκηνές μοναχικών ανθρώπων, κάθε φύλου και κάθε ηλικίας διαδραματίζονται σαν να πρόκειται για σύντομα διηγήματα, μέσα σε μπαρ, τραίνα, θέατρα, σιδηροδρομικούς σταθμούς, βενζινάδικα. Εκεί δηλαδή που συνήθως μαζεύονται άνθρωποι ξένοι μεταξύ τους και διασταυρώνονται χωρίς να αντιληφθούν την παρουσία των άλλων. Ο Χόπερ διέπεται από μια απεγνωσμένη ευαισθησία απέναντι στην αθλιότητα των αμερικανικών μεγαλουπόλεων και του κόσμου τους. Χωρίς ψευτοαγνότητες, χωρίς περιττούς πειραματισμούς αποτυπώνει ρεαλιστικά την κενότητα και την αίσθηση της θλίψης απ’ την οποία κατέχονται τα πρόσωπά του.
Ίσως όμως δεν πήραμε τα πράγματα όπως τα είχαμε σχεδιάσει. Αλλά αυτό διορθώνεται.
Αν κοίταζες την μορφή της Γουλφ, το οβάλ σχήμα του προσώπου της, που κληρονόμησε από την πανέμορφη μητέρα της που έχασε όταν ήταν 13 ετών, αν κοίταζες τα γαλαζοπράσινα μάτια της, θα σκεφτόσουν αυτόματα τους Προραφαηλίτες. Αν περιδιάβαζες τα τοπία που την ενέπνευσαν, που της ήταν οικεία, αν έβλεπες την ομιχλώδη μελαγχολία της αγγλικής φύσης ή την οικογενειακή έπαυλη με τις καταπράσινες πελούζες, ίσως σκεφτόσουν τους ιμπρεσιονιστές. Όμως, αν ένιωθες την έλλειψη εκεί ανάμεσα στις πράξεις, –όπως επιγράφει ένα έργο της – θα ονομάτιζες τον Χόπερ, έναν επίσης αγγλόφωνο, όπως αυτή, αλλά όχι Άγγλο, αν και η ζωγραφική δεν έχει πατρίδα τη γλώσσα όπως η λογοτεχνία.
Ο Χόπερ παρότι ζωγραφίζει το χάος της ασχήμιας της αμερικανικής ζωής, του αμερικανικού ονείρου, δεν σημαίνει κιόλας ότι το παραδέχεται: ασυνείδητα ίσως ζωγράφισα, λέει, τη μοναξιά μιας μεγάλης πόλης, αλλά εκείνο που βάζει ακόμα περισσότερο σε σκέψεις είναι το εξής:
Δεν νομίζω ότι προσπάθησα ποτέ να ζωγραφίσω την αμερικάνικη ζωή. Προσπαθώ να ζωγραφίζω τον ίδιο μου τον εαυτό. Τι άλλο κάνει ένας καλλιτέχνης άλλωστε από το να στρέφει το βλέμμα του μέσα του.
Από την άλλη μεριά, η Γουλφ, ισχυρίζεται πως οι ζωγράφοι ζουν μια ζωή μεθοδικής προσήλωσης, προσθέτουν την μια πινελιά πάνω στην άλλη. Δεν είναι σαν τους ποιητές – αποδιοπομπαίοι τράγοι, δεν είναι δεμένοι στον βράχο. Γι αυτό, λέει επικρατεί στο τέλος το μεγαλείο και η σιωπή.
Η Γουλφ μπορεί να ήταν άστατη ίσως και άπιαστη, αλλά ένα από τα πολλαπλά εγώ της τουλάχιστον, έμεινε αταλάντευτα προσηλωμένο στη γυναίκα και τη μοίρα της, ενώ είχε αναπτύξει και ερωτικά αισθήματα προς αυτήν. Μόνο γυναίκες προσπαθώ να θαμπώσω. Μόνο γυναίκες διεγείρουν την φαντασία μου, έλεγε.
Ίσως και ο Χόπερ όπως υποδηλώνουν οι πολλές γυναικείες φιγούρες που πρωταγωνιστούν στους πίνακές του φαίνεται να έχει στραμμένο το βλέμμα του περισσότερο προς αυτές.
Η ατέρμονη πρόκληση του ματιού της Γουλφ μπορεί να φανταστεί και να περιγράψει σκηνές σαν αυτήν:
(…) Το σπίτι τό ‘χαν αφήσει, το σπίτι είχε εγκαταλειφτεί. Είχε αφεθεί σαν όστρακο στην άμμο να γεμίσει μ’ αλάτι, τώρα που η ζωή το εγκατέλειψε. Η μεγάλη νύχτα είχε μπει για καλά, οι μικροί αέρηδες, οι υγρές πνοές, που ψαχούλευαν φαίνονταν νά ‘χουν κυριαρχήσει. Η κατσαρόλα είχε σκουριάσει και το χαλάκι είχε σαπίσει. Βάτραχοι είχαν τρυπώσει. Τεμπέλικα, άσκοπα, το σάλι κουνιόταν πέρα δώθε. Ένα γαϊδουράγκαθο χώθηκε ανάμεσα στα πλακάκια στο κελάρι. Τα χελιδόνια φτιάσανε φωλιές στο σαλόνι, το δάπεδο στρώθηκε με άχερα (…) Παπαρούνες φύτρωναν ανάμεσα στις ντάλιες. Το γρασίδι είχε θεριέψει και κυμάτιζε στον άνεμο (…) ένα φουντωτό γαρίφαλο άνθισε ανάμεσα στα λάχανα. Θαρρείς πως πρόκειται για την περιγραφή ενός πίνακα ζωγραφικής, παρά για ένα κεφάλαιο που βοηθά την εξέλιξη του μυθιστορήματος της Γουλφ: Στο Φάρο.
Τα γραπτά της διέπονται από μια οπτική υπερδιέγερση και βρίσκονται ανάμεσα σε μια γαλήνη που αδιάκοπα διεγείρεται όπως σ’ αυτό το χωρίο από τα Κύματα: Θα βαδίσω σ’ αυτό το μώλο, όπου ένας γέρος διαβάζει μια εφημερίδα κάτω από ένα γυάλινο υπόστεγο. Θα βαδίσω σ’ αυτό το πεζούλι και θα κοιτάξω τα πλοία που κατεβαίνουν με το ρεύμα. Μια γυναίκα περπατάει στο κατάστρωμα, μ’ ένα σκυλί που γαυγίζει γύρω της. Ο αέρας έχει σηκώσει τη φούστα της, τα μαλλιά της ανεμίζουν, κατεβαίνουν στη θάλασσα, χάνονται αυτό το καλοκαιριάτικο απόγευμα. Θα καλπάσουμε μαζί σε έρημους λόφους (…) μέχρι τις εσχατιές της γης.
Σπάνια συναντάς ένα κείμενο τόσο οπτικοποιημένο σ’ ένα πεζογράφημα, αλλά και σπάνια θα διαπιστώσεις πόσο αφηγηματικοί είναι οι πίνακες του Χόπερ, είτε διαδραματίζονται σε κλειστούς χώρους είτε στην εξοχή είτε απεικονίζουν έρημα τοπία είτε μοναχικούς ανθρώπους σε άδειους χώρους.
Όλα αυτά μοιάζει σαν να τα βλέπουμε αστραπιαία να περνούν μπροστά μας με ταχύτητα σαν να βρισκόμαστε σ’ ένα τρένο που μόλις έχει ξεκινήσει ή πρόκειται να φθάσει στον τελικό του προορισμό.
Ο συγγραφέας, ο μεγάλος μάλιστα, λέει η Γουλφ, αναγνωρίζεται από την ικανότητά του να σπάει αλύπητα τα καλούπια, ό,τι κάνει δηλαδή και ο μεγάλος ζωγράφος χειρωνακτικά.
Σημείωση