…Ω, δώθε απ’ τον παράδεισο
Λίγη παρηγοριά υπάρχει στη γνώση
Ρούπερτ Μπρουκ
«Και βέβαια η ζωή όλη είναι μια διαδικασία κατάρρευσης αλλά τα πλήγματα που την κάνουν δραματική – τα μεγάλα, ξαφνικά πλήγματα που έρχονται, ή που φαίνεται να έρχονται, απ’ έξω, αυτά που θυμάσαι και τα θεωρείς αιτία όλων των δεινών και, σε στιγμές αδυναμίας τα λες στους φίλους σου – δεν δείχνουν τις συνέπειές τους αμέσως. Υπάρχει και ένα άλλο είδος πλήγματος που έρχεται από μέσα – που δε το νιώθεις παρά μόνο όταν είναι αργά πια για να κάνεις κάτι, ωσότου συνειδητοποιήσεις κάτι ανέκκλητο ότι από μια άποψη ποτέ δεν θα είσαι ξανά ο άνθρωπος που ήσουν. Τα πλήγματα του πρώτου είδους φαίνεται να συντελούνται γρήγορα, αλλά του δεύτερου είδους συντελούνται χωρίς να το καταλάβεις, μολονότι συνειδητοποιούνται ξαφνικά». Αυτό είναι το πρώτο κομμάτι ενός κειμένου που έγραψε ο Σκοτ Φιτζέραλντ το 1936 και ο τίτλος του είναι “Η Κατάρρευση”.
Αυτός ο κατεστραμμένος πια άνθρωπος γράφει, στην ουσία, τη διαθήκη του, ένα ειλικρινές, αυτοβιογραφικό δοκίμιο, μια de profundis εξομολόγηση όπου αυτοοικτίρεται. Στο κείμενο δε λείπει το χιούμορ, ενώ ο αναγνώστης διαπιστώνει πως ο συγγραφέας του διατηρεί ακόμα ψήγματα της υπερηφάνειας που κάποτε διέθετε, με το δίκιο του μάλιστα, αφού πολύ γρήγορα κατάφερε να ξεχωρίσει γράφοντας επιτυχημένα μυθιστορήματα και πάρα πολλά διηγήματα.
Ο επιστήθιος, μια εποχή, φίλος του, Έρνεστ Χεμινγουέι προσπαθεί να του δώσει κουράγιο, όταν βλέπει πως το χάνει, λέγοντάς του:
Ξέχνα την προσωπική σου τραγωδία… βλέπεις, φίλε, δεν είσαι τραγικός ήρωας. Ούτε εγώ είμαι. Ό, τι είμαστε όλο και όλο είναι συγγραφείς και πρέπει να γράφουμε. Από όλους τους ανθρώπους εσύ χρειάζεσαι περισσότερη πειθαρχία, και πας και παντρεύεσαι κάποια που ζηλεύει τη δουλειά σου, σε ανταγωνίζεται και σε καταστρέφει… Είσαι δυο φορές καλύτερος τώρα απ’ ό,τι ήσουν όταν νόμιζες πως είσαι υπέροχος… Το μόνο που χρειάζεσαι είναι να γράψεις ειλικρινά και να μη νοιάζεσαι για την τύχη των γραπτών σου.
Παραμονές Χριστουγέννων του 1940, ο Φιτζέραλντ πεθαίνει στα χέρια της Σίλα Γκράχαμ ύστερα από δύο καρδιακές προσβολές σε ηλικία 44 ετών. Κηδεύεται στο νεκροταφείο της Ροκβίλ και πλάι του ύστερα από εφτά χρόνια θάβεται η γυναίκα της ζωής του, η Ζέλντα, η οποία κάηκε ζωντανή στο ψυχιατρείο στο οποίο νοσηλευόταν όταν έπιασε φωτιά. Όμορφοι και Καταραμένοι είναι ο τίτλος ενός πρώιμου βιβλίου του ο οποίος ταιριάζει πολύ σ’ αυτό το ζευγάρι που πρόλαβε να ζήσει μια δεκαπενταετία οργιαστικής διασκέδασης, αλλά και συγγραφικού οίστρου, γιατί και η Ζέλντα είχε καταφέρει να γράψει ένα μυθιστόρημα (Χαρίστε μου ένα βαλς). Στη διάρκεια αυτής της δεκαπενταετίας σπατάλησαν τα χρήματα που κέρδιζε ο Σκοτ από τα διηγήματα που δημοσίευε, αλλά και το ταλέντο τους, την ομορφιά τους, τα νιάτα τους, τα πάντα.
«Η αποτυχία της ερωτικής πίστης, η εγκατάλειψη της ρομαντικής ψευδαίσθησης ότι ο έρωτας μπορεί να είναι παντοτινός, η εγκατάλειψη μιας υποκειμενικής αλήθειας κάτω από την πίεση μιας αντικειμενικής πραγματικότητας ήταν η μητέρα όλων αυτών των θλίψεων. Σ’ αυτό το δοκίμιο κυριαρχεί η αίσθηση της απομάγευσης του κόσμου, της πρόωρης ψυχολογικής γήρανσης – αυτό είναι το άλλο όνομα της ωριμότητας -, της πικρίας, της απελπισίας, αλλά και της νοσταλγίας, της απώλειας, όχι του παραδείσου, αλλά της πεποίθησης ότι ο παράδεισος είναι εφικτός», γράφει ο μεταφραστής της “Κατάρρευσης” Άρης Μπερλής.
Αν και δεν είναι σίγουρο ότι η κατάρρευση είναι αποτέλεσμα της ωρίμανσης. Το πιθανότερο είναι να μην πρόλαβε καν να ωριμάσει, αφού δεν μπόρεσε ποτέ να δει κατάματα την αντικειμενική πραγματικότητα. Γράφει σε κάποιο σημείο του ίδιου κειμένου πως στη σκοτεινή νύχτα της ψυχής είναι πάντα τρεις το πρωί κάθε μέρα: Σε αυτήν την ώρα έχεις τη τάση να αρνείσαι να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα και να αποσύρεσαι σ’ έναν κόσμο παιδιάστικων ονείρων από τον οποίο σε βγάζουν οι διάφορες επαφές σου με τον κόσμο.
Αν και έλεγε αυτοσαρκαζόμενος πως διαβάζει τα διηγήματά του για να διδαχθεί δεν πήρε ποτέ κανένα δίδαγμα απ’ αυτά. Έπειτα πάλι χρησιμοποιώντας τον αυτοσαρκασμό σημείωνε: Ήμουνα υποχρεωμένος να σκέπτομαι και, θεέ μου πόσο δύσκολο ήτανε, σαν να έπρεπε να μετατοπίζω, μόνος μου, μεγάλα μπαούλα γεμάτες μυστικά.
Τους γονείς του έλεγε πως τους μισεί: Ο πατέρας μου είναι ξεμωραμένος και η μητέρα μου παλαβή, και η μόνιμη παθολογική στεναχώρια της θα την αποτρελάνει. Το μυαλό και των δυο μαζί, αθροιζόμενο, δεν φτάνει την νοημοσύνη του Κάλβιν Κούλιτζ (ήταν ένας ανόητος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών). Αν είχα λάβει τα μέτρα μου θα ήμουνα ο καλύτερος συγγραφέας της Αμερικής, έγραφε το 1928 στον Μαξ Πέρκινς αναγνώστη του εκδοτικού οίκου Σκρίμπνερς στον οποίο εκδιδόταν.
Το φθινόπωρο του 1930 μετά την κατάρρευση της Ζέλντα στο διήγημα “Ταξίδι στο εξωτερικό” αναφέρεται σ’ ένα μύθο τύπου Χένρι Τζέημς, σχετικά με την διαφθορά, δύο αγνών Αμερικανών στην Ευρώπη όπου γράφει: Η Γαλλία είναι χώρα, η Αγγλία είναι άνθρωποι, αλλά η Αμερική είναι ψυχική διάθεση.
Σε άλλο διήγημα που δημοσιεύει στο περιοδικό Post, την “Επιστροφή στη Βαβυλώνα” που βασίζεται σε μια ηθική αυστηρή, αλλά και μεγάθυμη ενός αναμορφωμένου αμερικανού αλκοολικού που τον καταδιώκει η συνενοχή του στο θάνατο της γυναίκας του στην διάρκεια ενός καβγά.
Στο διήγημα αυτό, λέει ο Στέφανος Ροζάνης έχουμε να κάνουμε με την:
”σκληρότερη ίσως ομολογία της αυτογνωσίας του μεγάλου αθώου αμερικανικού ονείρου, που το μεγαλείο του υπήρξε η εσωτερική του λάμψη. Μιας αυτογνωσίας, ωστόσο, άχρηστης και γι’ αυτό μάταιης για την χαμένη μεσοπολεμική γενεά, αφού η προοπτική της διαμορφώνεται τώρα με το θάνατο μέσα στα σχέδιά της για το μέλλον, εκεί που άλλοτε, στα πρώτα σφριγηλά χρόνια του πολύχρωμου κόσμου της ο θάνατος δεν ήταν μέσα στα σχέδια, δεν σήμαινε τίποτε περισσότερο από την αθωότητα μιας ζωής που τελειώνει έχοντας βιώσει κάθε στιγμή της με τέλεια ένταση και το μέλλον δεν ήταν παρά το ίδιο το παρόν της στιγμής, το βιωμένο ως αιωνιότητα, ως αρχή και τέλος του μεγαλείου.
Το μεγάλο του μυθιστόρημα “Τρυφερή είναι η νύχτα”, πήρε την τελική του μορφή όταν νοίκιασε ένα διαμέρισμα κοντά στην κλινική που νοσηλευόταν η Ζέλντα. Όταν το βιβλίο είχε αρχίσει να τυπώνεται η Ζέλντα υποτροπίασε και έζησε τα επόμενα έξι χρόνια, με κάποια διαλείμματα εκλάμψεων, σε διάφορα νοσοκομεία και κλινικές. Το μυθιστόρημα αυτό κατάφερε να είναι άρτιο αν σκεφτούμε την ψυχολογική πίεση που δεχόταν εκείνη την εποχή ο Φιτζέραλντ.
Ο πρόωρος θάνατός του, τα μικρά και μεγάλα σκάνδαλα που δημιουργούσε το ζεύγος την εποχή της ξέφρενης διασκέδασής του, καθώς και το ότι ένας μέθυσος είναι πάντα αφόρητος για τους γύρω του και τα κουτσομπολίστικα περιοδικά που τα κατέγραφαν όλ’ αυτά, ήταν ίσως η αιτία που κάποιοι κριτικοί και δημοσιογράφοι αμέσως μετά το θάνατο του ειρωνεύτηκαν την συγγραφική παραγωγή του στο σύνολό της θεωρώντας την παρωχημένη και ξεπερασμένη, δεδομένου ότι αναφερόταν στις δύο δεκαετίες του αμερικανικού ονείρου του ’20 και του ’30 που κατέρρευσε το 1929 με το κραχ. Τον τράνταγμα που δημιούργησε ο πόλεμος έδωσε τη χαριστική βολή στις παλιές πίστεις και βεβαιότητες. Αν και όπως είδαμε ο Φιτζέραλντ μιλούσε με τόλμη γι’ αυτή τη διάψευση. Ο Τζον Ντος Πάσος κρίνοντας αυστηρά την στάση αυτών, που ειρωνεύονταν ένα σημαντικό έργο και ένα σπουδαίο συγγραφέα γράφει:
«Δε χρειάζεται να τονίσω ότι ένα καλογραμμένο βιβλίο είναι πάντα ένα καλογραμμένο βιβλίο, είτε γράφτηκε στην εποχή του Λουδοβίκου του 8ου, ή του Ιωσήφ Στάλιν είτε στον τοίχο του τάφου κάποιου αιγύπτιου Φαραώ. Ένα βιβλίο ποιότητας αποσπάται από την εποχή του, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει αυτή την συγκεκριμένη εποχή».
Ο Σκοτ Φιτζέραλντ προτιμούσε να κατοικοεδρεύει όταν φοιτούσε στο κολέγιο στη Δημοτική Βιβλιοθήκη παρά να παίρνει μέρος σε αθλήματα. Το ίδιο και όταν ήταν στο Πρίνστον. Γρήγορα όμως εγκατέλειψε το Πρίνστον για να πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν χρειάστηκε όμως να πολεμήσει. Πήγε αντίθετα στο σπίτι της Ζέλντα για να ζητήσει το χέρι της από τον δικαστή πατέρα της, ο οποίος δέχτηκε ευνοϊκά την πρόταση του νεαρού αξιωματικού, ενώ η κόρη του την είχε απορρίψει δύο φορές στο παρελθόν, γιατί ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο μέλλων σύζυγός της ήταν ικανός να την συντηρήσει οικονομικά.
Παντρεύτηκαν την άνοιξη του 1920. Λίγες μέρες πριν το γάμο κυκλοφόρησε το Δώθε απ’ τον Παράδεισο. Η κριτική το καλοδέχτηκε και το ενδιαφέρον του κοινού ανέβασε τις πωλήσεις σε 44.000 αντίτυπα τον πρώτο χρόνο. Οι Φιτζέραλντ γιόρτασαν την επιτυχία στην Νέα Υόρκη, ενώ παράλληλα δημοσιεύτηκαν δεκαοκτώ διηγήματα και άρθρα του σε περιοδικά μάλιστα ευρείας κυκλοφορίας. Το 1922 κυκλοφορεί το ” Όμορφοι και Καταραμένοι”, το οποίο δέχεται εξαιρετικές κριτικές και κάνει υψηλές πωλήσεις. Παράλληλα κυκλοφόρησε η διάσημη συλλογή διηγημάτων “Ιστορίες από την Εποχή της Τζαζ”.
Όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο του διήγημα ήταν τόσο συγκινημένος που χοροπηδούσε πάνω στο θρανίο, ήθελε να μάθουν όλοι το μεγάλο γεγονός. Διάβασε το διήγημά του έξι φορές και ύστερα τριγυρνούσε στους διαδρόμους να μάθει πόσοι το διάβασαν απ’ τους συμμαθητές του. Η αυτοπεποίθησή του μεγάλωνε καθώς και η πρώτη παιδιάστικη – όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει – αγάπη για τον εαυτό του και η πίστη πως ποτέ δεν θα πεθάνει όπως οι άλλοι – οι κοινοί θνητοί – γιατί αυτός δεν ήταν όμοιός τους, αλλά γιος βασιλιά που κυριαρχούσε στην οικουμένη.
Για να μη μακρηγορούμε, υπάρχουν δυο μωρά που θα μπορέσουμε να κάνουμε. Δυο δυνατότητες ξεχωριστές και λογικές, απόλυτα διαφοροποιημένες. Υπάρχει το μωρό που θα είναι ο συνδυασμός των καλύτερων χαρακτηριστικών και των δυο μας. Το δικό σου κορμί, τα δικά μου μάτια, το μυαλό μου, η ευφυΐα σου. Και έπειτα υπάρχει το μωρό που συνδυάζει τα χειρότερα μας ελαττώματα. Το δικό μου κορμί, ο δικός σου χαρακτήρας και η δικιά μου αναποφασιστικότητα, έγραφε στο Όμορφοι και Καταραμένοι για το οποίο έλεγε πάντα ότι αναφερόταν σ’ έναν αποτυχημένο γάμο αλλά δεν ήταν αυτοβιογραφική αφήγηση. Πράγμα που σημαίνει πως ήταν. Τελικά γεννήθηκε η Σκόττη, ένα πολύ όμορφο κοριτσάκι που είχε μάλλον τα προτερήματα και τα ελαττώματα των δυο τους. Δηλαδή ήταν ένας πετυχημένος συνδυασμός του ‘’πρώτου και του δεύτερου μωρού’’.
«Τα κρίνα που σαπίζουν μυρίζουν πολύ χειρότερα απ’ τα βρομόχορτα». Αυτόν το στίχο από ένα σονέτο του Σαίξπηρ τον γράφει στη Σκόττη, όταν φοιτά στο πανεπιστήμιο:
Αγαπημένη αγριοπεριστέρα
Μην ανησυχείς για το αν κάποιος προηγείται από σένα
Μην ανησυχείς για τον θρίαμβο
Μην ανησυχείς για την αποτυχία
εκτός και αν προέρχεται από δικό σου σφάλμα
Μην ανησυχείς για τα κουνούπια
Μην ανησυχείς για τις μύγες
Μην ανησυχείς για τα αγόρια
Μην ανησυχείς για τις απολαύσεις, για τις απογοητεύσεις, τη κοινή γνώμη, τις κούκλες, το μέλλον, το παρελθόν
Μην ανησυχείς που μεγαλώνεις
Μην ανησυχείς για τους γονείς
Ν’ ανησυχείς για το θάρρος, για την ικανότητα, για την ιππασία
Μην ανησυχείς για την κοινή γνώμη
Μην ανησυχείς για τις κούκλες
και υπογράφει
με ακριβή αγάπη
Μπαμπάς.
Τον Δεκέμβριο του 1940, λίγες μέρες πριν πεθάνει της γράφει:
Έχεις δύο όμορφα κακά παραδείγματα για γονείς. Κάνε απλώς όλα όσα δεν κάναμε εμείς. Αλλά να ‘σαι γλυκιά με τη μητέρα σου γιατί οι παράφρονες είναι πάντα απλοί επισκέπτες στη γη, αιώνιοι ξένοι που μεταφέρουν ένα γύρω σπασμένους δεκάλογους που δεν μπορούν να διαβάσουν.
Αυτός και η Ζέλντα ταξιδεύουν στο Παρίσι, γλεντούν- ”χίλια πάρτι και μηδέν δουλειά” γράφει στο “Υπέροχος Γκάτσμπι” και σημειώνει στο ημερολόγιό του: “Κατάσταση πωλήσεων αμφίβολη. Κριτικές έξοχες”.
Πηγαίνουν στην Αντίπ, στα Πυρηναία, ξανά στην Νέα Υόρκη, ξανά στην Ευρώπη. Όταν είναι σχετικά ξεμέθυστος πηγαίνει στο Χόλυγουντ και γράφει σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες που δεν γυρίζονται ποτέ. Το 1936 παθαίνει κίρρωση του ήπατος, κρίση φυματίωσης, αλλά εξακολουθεί να πίνει και μάλιστα πάρα πολύ για να συνεχίσει να γράφει. Δεν μπορεί να γράψει χωρίς το ποτό. Η Ζέλντα μπαίνει σε σανατόριο, αραιώνει τις επισκέψεις του σ’ αυτήν. Συζεί με την δημοσιογράφο Στέλλα Γκράχαμ η οποία προσπαθεί να του κόψει το ποτό, αλλά δεν τα καταφέρνει και ενώ παθαίνει ένα μικρό ατύχημα που χρειάζεται γύψο, κάθεται και γράφει κάτω από τρομερή οικονομική πίεση έξι κεφάλαια από το τελευταίο ημιτελές μυθιστόρημά του: “Ο Τελευταίος Μεγιστάνας” (που γύρισε ταινία ο Ελία Καζάν με τον Ρόμπερτ ντε Νίρο).
Δεν προλαβαίνει να γράψει άλλο, αλλά ούτε και να ζήσει.
Η διασημότητα πέθανε. Ο μυθιστοριογράφος ζει.
Βοήθηματα:
περ. Διαβάζω, αφιέρωμα στον Σκοτ Φιτζέραλντ, τ.χ.138, 26-2-86.
Ανιές Μισό, Ζέλντα Σκοτ Φιτζέραλντ, μια σχέση πάθους, μτφρ. Μάρω Φιλίππου, Κέδρος 2007.
Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Επιστροφή στη Βαβυλώνα και άλλες ιστορίες, Εισαγωγή – Μετάφραση Άρης Μπερλής, Άγρα 2013.
Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Δώθε απ’ τον Παράδεισο, μτφρ. Σπάρτη Γεροδήμου, Ηριδανός, χ.χ.ε.
Τσαρλς Σέιν Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, μτφρ.: Βασ. Λ. Καζαντζής, Πεχλιβανίδης χ.χ.ε.