«Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή»
Καρυωτάκης
«Αδύναμε Βερλαίν τώρα πια απόμεινες μόνος γιατί δεν μπορείς πια να πας πιο πέρα»
Κλωντέλ
Ζωή και τέχνη αλληλένδετα;
Ζωή και τέχνη είναι άραγε δύο διαφορετικά πράγματα; Και ναι και όχι. Ό, τι και να γνωρίζουμε για τον δημιουργό όμως, πόσο μας βοηθά να «διαβάσουμε» το έργο; Κι ύστερα από το πέρασμά του δημιουργού στην ανυπαρξία μόνο το έργο απομένει. Τίποτ’ άλλο. Όμως σ΄ ένα πορτραίτο – έστω και στο νερό – έχουμε να κάνουμε με το δημιουργό του έργου περισσότερο.
Στην άκρη του τραπεζιού
Στο συλλογικό πορτραίτο του Ανρύ Φαντέν Λατούρ βλέπουμε στην « Άκρη του τραπεζιού» [1872] από τ’ αριστερά τον Βερλαίν λίγο ντροπαλό, λίγο στοχαστικό, λίγο αποσυρμένο και πλάι του το νεαρό Ρεμπώ που έχει πάρει μια πόζα ωραιοπαθή, αυτάρεσκη, έχοντας το χέρι κάτω απ το σαγόνι κρατώντας το πολύτιμο κομμάτι του σώματός του, το κεφάλι.
Δυο ποιητές δυο κόσμοι αλλιώτικοι. Ο πρεσβύτερος Βερλαίν είναι 28 ετών, ήδη γνωστός συμβολιστής, ίσως ο μεγαλύτερος των συμβολιστών που κράτησε όμως τη ρίμα «πλούσια κι αργυρή», όπως ισχυρίζεται ο δικός μας Καρυωτάκης, «ένας άδοξος ποιητής», όπως αυτοαποκαλείται, ο οποίος υπήρξε θαυμαστής και μεταφραστής του.
Ο Ρεμπώ μόλις 18χρονος, νεοαφιχθείς στο Παρίσι και άγουρος ακόμη στην ποίηση και τη ζωή, Έχοντας αποκολληθεί από τη μητρική αγκαλιά της Βιταλί δοκιμάζει το άγνωστο.
Ανάμεσα σε δύο Ιουλίους
Ανάμεσα στους δύο Ιουλίους του 1872-1873 οι δυο ποιητές αφού γίνανε φίλοι κι αφού ο ένας θαύμαζε την ποίηση του άλλου ζουν την περιπέτειά τους ως πλάνητες, κι ως εραστές. Μια μοιραία παρεξήγηση, ένας ασήμαντος πυροβολισμός, το σκάνδαλο που δε λέει να ξεθωριάσει, κι ο μεν Βερλαίν βρίσκεται στη φυλακή της Μονς από τις Βρυξέλλες, ενώ ο άλλος του «εγώ είναι ένας άλλος» ακολουθεί άλλους κόσμους μακριά από την ποίηση.
Το μάγεμα, το ξεμυάλισμα του οικογενειάρχη Βερλαίν κράτησε όσο ένας στεναγμός. Ο αποπλανητής αφού σύνθεσε τις «Εκλάμψεις» του, βαρέθηκε την ποίηση, την ομορφιά των φωνηέντων της, την πίκρα της, το Βερλαίν που απεγνωσμένα ήθελε να γυρίσει στην ήσυχη αστική ζωή του κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του.
Πώς να πάει πιο πέρα;
Αλλά ήταν αργά για να επιστρέψει πια εκεί απ’ όπου δραπέτευσε. Η γυναίκα του απογοητευμένη τον χώρισε, η μητέρα του που δεν είχε ποτέ πει κάτι αρνητικό στο μοναχοπαίδι ακόμα κι όταν έπρεπε, της πέθανε κι αυτός λύγισε κάτω από το βάρος της μοναξιάς και γιατί δεν μπορούσε να «πάει πιο πέρα». Έχοντας εξαντλήσει τον κλήρο του, έχοντας ασπαστεί τον Καθολικισμό αμέσως μετά τη φυλακή, μετανοημένος χωρίς φίλους, σχεδόν σαν το Όσκαρ Ουάιλντ, έγραψε το δικό του «Εκ βαθέων» με τίτλο «Φρόνηση», μια τελευταία ποιητική κατάθεση και βούτηξε βαθιά, πιο βαθιά δε γινόταν, στο αψέντι, τις παραισθήσεις, το κενό, την αυτοκατηγορία, την παραίτηση περιμένοντας το θάνατο, τον μόνο που μπορούσε να δώσει μια διέξοδο.
Η μέθη κι η γοητεία της
«Πίνω για να μεθύσω, όχι για να πιω!», αναφωνούσε «σαν είδε την πεινασμένη θάλασσα να τρώγει / κομμάτια απ’ το βασίλειο της ακτής /και τη στεριά να κατακτά το χώρο των κυμάτων», όπως ο Σαίξπηρ βλέπει το «πέρασμα» του χρόνου. Αγάπη είναι εκείνο που χρειάζεται, αλλά ούτε ο κυριαρχικός, αλαζονικός, άγουρος Ρεμπώ μπορεί να τη δώσει ούτε ο παθητικός, παραπλανημένος πρεσβύτερος αστός σ’ αυτόν, αφού δεν την ένιωσε να του δίνεται ούτε στο παρελθόν όταν είχε επιχειρήσει να δοθεί σε δυο γυναίκες την ξαδέρφη του και τη μετέπειτα σύζυγό του Ματθίλδη. Η πρώτη πέθανε νωρίς και τον άφησε απαρηγόρητο και τη γυναίκα του την απογοήτευσε ανεπανόρθωτα. Και στις δύο περιπτώσεις και στις δυο ηλικίες, νέος ή μεσήλικας, κατέφυγε στο πιοτό: «Το μοναδικό ασυγχώρητο ελάττωμα που έχω ανάμεσα σε τόσα άλλα- η μανία, η λύσσα του ποτού». Πικραμένος, αδύναμος, μελαγχολικός, άγγελος και βάρβαρος, αυτοκαταστροφικός διψώντας για αγάπη και τρυφερότητα, δύσμορφος έζησε την κόλαση του αργού θανάτου, ενός τέλους εν προόδω. Κι όμως αυτός ο ήσυχος αστός θα γίνει κομμουνάρος κι εξαιτίας αυτού θ’ απολυθεί από το Δημαρχείο όπου εργάζεται όταν θα ανέλθει στην εξουσία ο Θιέρσος. Και μετά το σκάνδαλο Ρεμπώ και τη φυλακή θα διδάξει γαλλικά αλλά το 1879 θα παραιτηθεί λίγο πριν ο διευθυντής τον εκδιώξει αφού μόνο τα πρωινά είναι νηφάλιος και τότε είναι «καταπληκτικός δάσκαλος», όπως μαρτυρεί ένας μαθητής του.
«Ο εγκαταλελειμμένος είμαι εγώ…», παραδέχθηκε σε γράμμα του προς τον Ουγκώ, όσον αφορά την κατάληξη του δεσμού του με τον Ρεμπώ, αυτόν τον κυνικό τυχοδιώκτη που μαζί του σπατάλησε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό μέσα σε λίγους μήνες, προερχόμενο από την πατρική περιουσία. Ή ομολογία της ήττας είναι πικρή αλλά χρειάζεται παρρησία, γενναιότητα για να τη γευτείς. Αυτή τον έριξε πάλι στο καταστροφικό αψέντι που η περιεκτικότητα σε αλκοόλ έφτανε ή ξεπερνούσε το 70 %!
« Η μέθη είναι ένας σκοπός: τα μέσα δεν έχουν σημασία», γράφει ο φίλος του ποιητής Καρκό, που μαζί περίμεναν το Ρεμπώ να καταφθάσει από τη Σαρλβιλ στον Ανατολικό σταθμό, «Με κρασί ή με αψέντι, με όπιο ή με χασίς, το σημαντικό είναι να εμποτίζεται κανείς απ’ αυτά τα δηλητήρια, για να ξεφεύγει με πιο σίγουρο τρόπο από τη νοσταλγία της χαμένης νεότητας, από τις τύψεις για το διαλυμένο σπιτικό, από τη θλίψη της ανήμπορης ύπαρξης, έστω μια μόνο μέρα ευτυχισμένος».
Η μουσική της ποίησης
Από την ασφάλεια του παράδεισου των παιδικών χρόνων ο Βερλαίν βρέθηκε στη σκληρή πραγματικότητα του κόσμου των μεγάλων που του φάνηκε, ίδια όπως και του Μπωντλαίρ, αβίωτη, Ωστόσο ο Βερλαίν, αντίθετα με τον Μπωντλαίρ με την ευκολία ενός βαρόμετρου μεταπηδούσε από τη μαύρη απελπισία στην πιο φωτεινή αισιοδοξία. Ιδού ένα δείγμα από τη μια κατάσταση σε μετάφραση Λάμπρου Πορφύρα:
«Είμαι σα μια κούνια
Που ένα χέρι την κουνάει
Στην κρυφή σπηλιά
Σιωπή! … Μιλιά!…» κι ένα, άλλου τόνου, στην έξοχη μετάφραση του Καρυωτάκη:
Οι ράθυμοι
– Μπα! Και η μοίρα μας έγινε πεζή.
Αν θέλετε, πεθαίνουμε μαζί;
– Σπάνια η πρόταση, ορισμένως.
– Ωραίο το σπάνιο. Λοιπόν εμπρός.
Ο τόπος θαυμάσιος και ο καιρός.
– Χι! χι! χι! Απογοητευμένος!
– Ίσως. Αλλά προπάντων εραστής
άψογος. Ανέκαθεν ιδεαλιστής.
Να πεθάνουμε τώρα ελάτε.
– Περσότερο ειρωνεύεστε, θαρρώ,
παρά όσο κάνετε τον τρυφερό.
Πάψετε, κύριε, αν αγαπάτε.
Έτσι το βράδυ κείνο απάνω στη
χλόη, και στ’ άνθη απάνω καθιστοί,
δυο περίεργοι ερωτευμένοι
αναβάλανε τέτοιο ζηλευτό
θάνατο, κι απομείνανε γι’ αυτό
– χι! χι! χι! — καταγοητευμένοι.
Ενώ σε κάποια του περιπλάνηση σε μια καταχνιασμένη εξοχή παραδέχεται πόσο το τοπίο καθρεφτίζει τη δική του θλίψη:
«Πόσο ταξιδιώτη, αυτό το χλεμπονιάρικο τοπίο
Σένα το χλεμπονιάρη καθρεφτίζει».
Στα καλύτερα, αρτιότερα ποιήματά του η εντυπωσιακή χρήση της παρήχησης φωνηέντων και συμφώνων τους προσδίδουν εκτός από τη μουσικότητα κι έναν οικείο τόνο, μια λεπτή μελωδία.
Το τέλος
Παρά το γεγονός πως η φήμη του μεγαλώνει εκείνος βουλιάζει στην πιο μαύρη δυστυχία. Εγκαταλελειμμένος σχεδόν απ’ όλους χωρίς να δει ούτε το γιό του ή κάποιο φίλο, εξασθενημένος πρόωρα από τις καταχρήσεις πεθαίνει το Γενάρη του 1896 σε ηλικία 52 ετών.
Κι ο Λεμαίτρ θα πει: «Αυτός ο βάρβαρος αυτός ο άγριος, αυτό το παιδί έχει μια μουσική μέσα στην ψυχή, και κάποιες μέρες ακούει φωνές που κανένας πριν από εκείνον δεν είχε ακούσει».
Όσο για τον ίδιο που ξέρει καλά τι σημαίνει πτώση θα προειδοποιήσει: «Λυπηθείτε όποιον πέσει»