1.- Συστάσεις
Ο νεαρός Μαρσέλ
Ευθυτενής με το αριστερό χέρι ευθυγραμμισμένο με το σώμα, με τα δάχτυλα να κρατούν το καπέλο, στο ίδιο χέρι το μπαστούνι με την επίχρυση λαβή. Η απόληξή του να δείχνει το πίσω έδαφος-όπου οι νεανικοί έρωτες, όλοι πίσω του. Τα λουστρίνια στίλβοντα, το ένα με μερικούς παραπάνω πόντους στο τακούνι, για να μετριάζουν τη χωλότητα. Το μουστάκι στο υψωμένο ελαφρώς κεφάλι να κρύβει το άνω παχύ χείλος, αλά Χολμπάιν. Μια καμέλια αντί τριαντάφυλλου στη μπουτονιέρα. Εκείνο όμως που ξεχώριζε στο πρόσωπό του ήταν τα μεγάλα ανατολίτικα μάτια του.
Διψούσε για ζωή, ζούσε τη ζωή, χωρίς ποτέ να παραιτηθεί απ’ αυτήν.
Ίσως μάλιστα να είχε έναν επιπλέον λόγο γι αυτό. Όταν ήταν εννιά ετών έπαθε την πρώτη κρίση άσθματος, η οποία μετά τα είκοσι θα ενταθεί και μετά τα τριάντα θα γίνει βασανιστική. Ο Proust θα ζήσει μ’ αυτήν και θα πεθάνει απ’ αυτήν.
Μεγαλύτερος κατά δύο χρόνια από τον αδελφό του, ήταν ο γιός που είχε την εύνοια της μητέρας. Είχαν κάνει κόμμα οι δυο τους και πείραζαν το μικρό. Αυτός ήταν ο υπάκουος γιός. Έγινε γιατρός όπως ο πατέρας. Έγραψε για τα γυναικεία γεννητικά όργανα, επιστημονική μελέτη που χρησίμευσε αργότερα στον Marcel.
Αυτός αγαπούσε ό, τι και η μητέρα: τη μουσική του 14ου αιώνα, τη λογοτεχνία, τα γράμματα της Μαντάμ ντε Σεβινιέ.
Η μητέρα είναι αυτή που ανεβαίνει στο δωμάτιο του αφηγητή, στο πρώτο μέρος του ‘Αναζητώντας’, να τον καληνυχτίσει μ’ ένα φιλί. Όμως εκείνος λαχταρά να καθυστερήσει λίγο αυτή η επίσκεψη, να φουντώσει η επιθυμία, να ικετεύσει για ένα ακόμη φιλί. Θέλει να συντηρήσει την συνήθεια να ζητά.
Όταν γράφει αυτές τις γραμμές δεν είναι πια ο Marcel, δεν είναι το αγόρι του λυκείου Κοντορσέ, που κυκλοφορούσε ατημέλητο, ξεχτένιστο, με ενθουσιώδη ή συγκρατημένη συμπεριφορά. Ο κοσμικός, ελαφρώς χωλός, νεαρός που διασκεδάζει στα πάρτι της αριστοκρατίας-όπου η παρεκκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά του είναι αποδεκτή- και κάνει ό, τι μπορεί για να τη διασκεδάσει, μεταβάλλοντας τον εαυτό του σ’ ένα γελοίο παλιάτσο για να κερδίσει την αποδοχή.
Ο κορδωμένος νεαρός κύριος με το μπαστούνι, το καπέλο και τη ρεντιγκότα, το ανασηκωμένο παχύ άνω χείλος ετοιμάζεται για το χορό σε κάποιο παρισινό σαλόνι.
– 1.α Οπτική Ανάγνωση του από τη «Μεριά του Σουάν»
‘’Το βιβλίο μου είναι ένας πίνακας ζωγραφικής’’, γράφει ο Προυστ στον Ζαν Κοκτώ. Αλλά δεν ζωγράφισε ένα τέτοιο πίνακα. Τουλάχιστον κυριολεκτικά. Οπότε μένει στον αναγνώστη αυτή η διασκεδαστική υποχρέωση να οπτικοποιήσει αυτό το καλειδοσκοπικό έργο. Αν θεωρήσουμε ότι το ‘’Αναζητώντας..’’ είναι ένα έπος, τότε θα πρέπει να το χωρίσουμε σε ραψωδίες, αν υποθέσουμε ότι δεν έχει φροντίσει ο συγγραφέας γι αυτό. Ο αναγνώστης λοιπόν, είναι αυτός ο παράλληλος αφηγητής με ιδιαίτερες γνώσεις ζωγραφικής, με παιδεία εικαστική ο οποίος θα χρειαστεί όχι πλέον ένα οδηγό ανάγνωσης, αλλά οδικό οδηγό αποτυπωμένο σε κείνους τους πολύχρωμους χάρτες που έψαχνε και ο Μαρσέλ στα σχολικά του χρόνια, στο λύκειο Κοντορσέ. Θα χρειαστεί ακόμα κάποια καλοσχεδιασμένα αρχιτεκτονικά σχέδια, κατόψεις κτιρίων και ένα ‘φανταστικό μουσείο’ όπου θα περιδιαβάζει έχοντας ανά χείρας τον πρώτο τόμο του ‘’ Αναζητώντας…’’ το ‘’Από την μεριά του Σουάν’’.
Ο νεαρός αφηγητής βρίσκεται στο Κομπραί, μια μικρή ‘’κάπως μελαγχολική’’ πόλη. Πηγαίνει για ύπνο χωρίς το συνηθισμένο φιλί της μητέρας και την περιμένει στην κορυφή της σκάλας φορώντας τις πυτζάμες του. Ανήσυχος και κάπως αναψοκοκκινισμένος από τον φόβο μήπως ο πατέρας θυμώσει μαζί του, γιατί δεν έχει πέσει ακόμα για ύπνο.
‘’Στεκόμουν χωρίς να τολμώ να κάνω την παραμικρή κίνηση, ήταν ακόμα μπροστά μας, ψηλός με το άσπρο νυχτικό του, με το μαντήλι από ινδικό κασμίρι, μενεξεδί και ρόδινο, το οποίο έδενε γύρω απ’ το κεφάλι του, από τότε που είχε νευραλγίες, με την χαρακτηριστική χειρονομία του Αβραάμ σε κείνη την γκραβούρα την οποία μου είχε χαρίσει ο κύριος Σουάν, και που βασίζεται στον πίνακα του Μπενότσο Γκότσολι, τη στιγμή που λέει στην Σάρα να αποχωριστεί τον Ισαάκ»
2.-Η απολογία του αφηγητή
Η μνήμη του αφηγητή αυτής της παράδοξης παραλληλίας είναι ασθενική ή για να μη γινόμαστε υπερβολικά μυγιάγγιχτοι – αν και πάντα πετούν αυτά τα απαίσια έντομα, οι μύγες, στα δωμάτια όπου κατοικεί ο Marcel-δεν τον βοηθά να θυμηθεί μια ανάλογη έξοδο του Εμμανουήλ. Για να είναι ειλικρινής ο καημένος ο αφηγητής θέλει να εξηγήσει τι είναι αυτό που τον παρακίνησε να γράψει αυτό το κείμενο και τι είναι αυτό για το οποίο θέλει να μιλήσει. Ιδού, λοιπόν: σκέφτηκε πως θα είχε ενδιαφέρον να διακρίνει τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ δύο, τόσο ανόμοιων, συγγραφέων εντοπισμένη στα νεανικά τους γραπτά. Σκέφτηκε ακόμη πως πριν παρουσιάσει αυτός τον Εμμανουήλ να ζητήσει από τον Marcel να το κάνει:
«Ήταν ψηλός και λεπτός με το σώμα υπερβολικά τεντωμένο, σα να γέρνει προς τα πίσω, λύγιζε στ’ αλήθεια όταν του έκανε κέφι, με μεγάλη γλυκύτητα κι ευγένεια, αλλά γυρνούσε αμέσως στη φυσιολογική του στάση η οποία ήταν όλο περηφάνια, έπαρση κι αδιαλλαξία , τόσο που να μη λυγίζει μπροστά σε τίποτα και κανέναν και να μην υποχωρεί».
Το πορτρέτο αυτό του έρχεται κουτί του Ροΐδη, σκέφτεται ο αφηγητής και θαρρετά συνεχίζει από κει που σταμάτησε:
Β)Σε κάποιο σαλόνι βρίσκεται κι αυτός, κάποιων ευυπόληπτων μεγαλοαστών. Δεν είναι τόσο άνετος όσο ο νεαρός Marcel. Στρέφει το βλέμμα του εδώ κι εκεί, εστιάζει σε κάποια παρέα που του φαίνεται πως συζητά εμπιστευτικά- αν κρίνει από τις ανήσυχες ματιές που ρίχνουν πίσω τους. Κουτσομπολεύουν. Ποιον άραγε; Βλέπει τα στόματα ν’ ανοιγοκλείνουν. Προσπαθεί να διαβάσει τα χείλη. Μπερδεύεται και εγκαταλείπει την προσπάθεια. Είναι βαρήκοος. Νομίζει πως αυτόν σχολιάζουν.
Έχει, βέβαια, οικονομική άνεση και ευγενή καταγωγή, αλλά η βαρηκοΐα τον κυνηγάει από το σχολείο. Τον οδηγεί σε απομόνωση. Δεν ακούει!
«Έπασχεν εκ νοσήματος, όπερ πάντοτε διαθέτον προς την μελαγχολίαν, ήτο δι άνθρωπον ευφυά και σπινθηροβόλον, όπως αυτός, κυριολεκτικώς μαρτύριον. Ήτο εις σιωπήν ή μονόλογον. Έμενεν εκτεθειμένος εις τα σκώμματα χυδαίων ή μωρών ους, εάν ηδύνατο ν’ απαντήση θα απεσβόλωνε δια μιας λέξεως. Οι οικείοι του παρετήρουν βραδύτερον ότε, εν ου τόσον ηγάπα να πηγαίνει εις τον κόσμον, επανήρχετο πάντοτε εκ των συναναστροφών σύνους και μελαγχολικός.», μαρτυρούσε ο ανιψιός και βιογράφος του Ανδρεάδης.
Σπινθηροβόλο πνεύμα κλεισμένο σε πρόσωπο θλιμμένο. Το κεφάλι του στεφάνωναν δύο μπούκλες, εύτακτα διευθετημένες. Τα μάτια του σε κοίταζαν, χωρίς ν’ ακούνε, μεγάλα αλλά παραπονεμένα. Μια μύτη που οσφραινόταν τις μυρωδιές της μαστίχας του τόπου καταγωγής του, της Χίου. Παχιά χείλη σαν του Proust και γένια. Οι πυκνές τρίχες στεφάνωναν ένα πρόσωπο που ρωτούσε γιατί χωρίς να παίρνει απάντηση.
Τώρα μόλις το είδε ο αφηγητής: αυτό το πρόσωπο είπε ήταν το πρόσωπο ενός, πολύ πρόωρα, πληγωμένου ανθρώπου. Ευτυχώς όμως, συμπλήρωσε, που δεν άκουγε τους χλευασμούς. Το κεφάλι ήταν γερμένο αριστερά, τόσο που θαρρούσες πως θα έπεφτε έξω από το κάδρο. Παρόλα αυτά παρευρισκόταν στις χοροεσπερίδες κι ας έφευγε πικραμένος.
Κι αυτόν τον επισκεπτόταν η μητέρα του για να τον καληνυχτίσει μ’ ένα φιλί. Αλλά ο καημένος δεν άκουγε το θρόισμα του φορέματός της, το κουδούνισμα των χρυσαφικών της, τα βήματά της στη σκάλα, το χτύπημα στην πόρτα, τον ήχο του φιλιού της στο μάγουλό του, το ψιθύρισμά της στ’ αυτί του που έλεγε: Καληνύχτα γιέ μου.
Αυτός δε ζητούσε τίποτα, όπως ο άπληστος Marcel, παρά μόνο να την ακούσει.
Μητέρα του ήταν η Κορνηλία Ροδοκανάκη, γένος ευγενές που γέννησε δύο διακεκριμένους άνδρες, τον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο. Ο πρώτος ήταν εστέτ, από τους ελάχιστους που διέθετε η Αθήνα, εκείνη την εποχή. Ενώ ο Πλωτίνος ήταν ένας δραστήριος ουτοπιστής που έκανε τη μοναχική του εξέγερση και χάθηκε ύστερα στην Λατινική Αμερική.
Ο αφηγητής αν και δεν νιώθει αρκετά σίγουρος γι αυτήν την παράξενη παραλληλία για την οποία αποφάσισε να μιλήσει δεν έχει άλλη επιλογή παρά να συνεχίσει.
2α.- Πορτραίτα του Ροΐδη
Ο Εμμανουήλ φωτογραφημένος. Στη μία φωτογραφία ολόσωμος και ανφάς, πίσω δεξιά οι στήλες του Ολυμπίου Διός. Σοβαρός, με αυτά τα μεγάλα διερευνητικά μάτια, στη φωτογραφία ακίνητα, στην πραγματικότητα αεικίνητα. Κι ύστερα να βλέπεις τον Εμμανουήλ δεκαετή σε ένα πορτρέτο αυστηρά διευθετημένο, χωρίς φόντο με το λαιμοδέτη, το γιλέκο και το σακάκι του. Με τον κορμό γυρισμένο στα αριστερά και την κεφαλή γυρισμένη προς εμάς κατά τα τρία τέταρτα, έτσι ώστε να μας κοιτά από το βάθος του χρόνου και την μακαριότητα της ηλικίας.
3.Χρονολογίες
Α)Ο Ροΐδης προηγείται χρονολογικά. Γεννήθηκε στη Σύρο το 1836. Η Αθήνα αριθμεί τότε 14.092 κατοίκους. Ο Κάλβος είναι 44 ετών και ο Σολωμός 38.
Το 1860, 25 ετών, μεταφράζει το «Οδοιπορικόν» του Σατωβριάνδου.
Κατά τη συνήθειά του γράφει κι ένα Σκαλάθυρμα [σύνθετη λέξη από το ρήμα, σκάλω=αναδιφώ και το ουσιαστικό, άθυρμα=παίγνιον. Το λεξικό Δημητράκου δίνει δύο εξηγήσεις: α. λεπτόλογη ευφυΐα ή τέχνη, β. μικρή επιστημονική πραγματεία, ή πρόχειρο λογοτεχνικό έργο, σοφιστική λεπτολογία, παίγνιο, φλυαρία]
«Πολλοί παρ’ ημίν οι περί τα διδακτικά ασχολούμενοι βιβλία, και ικανά τοιαύτα κεκτήμεθα ήδη, Γάλλων δε μυθογράφων έργα δι ακαμάτων μετοχετευόμενα καλάμων κατακλύζουσιν ημάς αφθόνως (…) Η γενέτειρα της ποιήσεως και διδάσκαλος της τέχνης Ελλάς τοσούτους και τηλικούτους παρήγαγε πάλαι και ρήτορας και ποιητάς και συγγραφείς και τεχνίτας, ώστε εξηντλημένη, κεκμηκυϊα και οιονεί το γόνιμον αυτής αποβαλούσα εις βαθύν εβυθίσθη λήθαργον και πολυχρόνιον αργίαν.
Ανανήψασα τέλος του μακρού τούτου ύπνου ήρξατο πάλιν μαθήσεως ορεγομένη, αλλά ζητεί εισέτι η παιδεύτρια αυτή της οικουμένης επαίτου δίκην παρά των υπ’ αυτής εκπολιτισθέντων ψήγματα μόνον των προγονικών θησαυρών, και αντί συγγραφέων έχει διδασκάλους, μεταφραστάς και ξένων τέλος μιμητάς.»
Ό, τι λέγει ο Ροΐδης συνέβαινε ακριβώς στα 1860 στο νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο. Μόνο που κι αυτός, νεότατος ακόμη, δεν ήταν, ακόμη τουλάχιστον, παρά μεταφραστής και μιμητής. Λίγο παρακάτω στο ίδιο σκαλάθυρμα γίνεται τιμητής των ομοτέχνων του, γιατί επιδίδονται σε «ακαίρους μεταφράσεις μυθιστορημάτων, ώστε ο μεν Σύης και ο Δουμάς κατήντησαν παρ’ ημίν δημώδεις, των δε κορυφαίων ποιητών και πεζογράφων τα έργα μένουσιν εισέτι άγνωστα.»
Και συνεχίζει εξαίροντας τα έργα της ‘’Σάνδη, του Βαλζάκ και του Λαμαρτίνου’’ τους οποίους έπρεπε να προτιμούν οι μεταφραστές. Στο λιβελογραφικό αυτό σκαλάθυρμα χαράζει την παραπέρα πορεία του ως κριτικού.
«Παιδιόθεν» η κλίση του τον οδηγούσε στον Σατωβριάνδο γιατί ήταν συγγραφέας που εξυμνούσε την θρησκεία, την πατρίδα και την φύση. «Ο Σατωβριάνδος υπήρξεν ως γνωστόν, θεμελιωτής της ρωμαντικής σχολής και αρχηγέτης, πρώτος ανοίξας κατά την ωραίαν έκφρασιν του Ste Beuve ‘ την πύλην, δι ης πάντα τα καλά και κακά όνειρα εισώρμησαν αθρόα’» Ο Σαιντ-Μπεβ είναι ο συνδετικός κρίκος- ή έστω ένας εξ αυτών- ανάμεσα στους δύο συγγραφείς.
Ο Ροΐδης τον ακολούθησε και διδάχτηκε από την κριτική του οξυδέρκεια, αλλά και τις μεταπτώσεις και τις αντιφάσεις του αργότερα. Κανείς από την τετράδα δεν υπήρξε σταθερός και συνεπής στις απόψεις του, πράγμα που συμβαίνει δέκα φορές στις δέκα και στους μείζονες και στους ελάσσονες συγγραφείς. Έπειτα σε μια τόσο σύντομη ζωή κανείς δεν πρέπει να μένει σταθερός σε ό,τι υποστηρίζει . Όλα αλλάζουν γύρω μας καθώς μεγαλώνουμε κι εμείς αλλάζουμε μαζί τους.
Ο Σαιντ-Μπεβ (1804-1869), κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας άσκησε καταλυτική επίδραση στα γαλλικά γράμματα. Το ύφος του εκτιμήθηκε γιατί δεν ήταν πομπώδες και μεγαλόστομο. Συνέδεσε το όνομά του με τον ρομαντισμό και τον Σατωβριάνδο αρχικώς. Αργότερα ήρθε σε ρήξη με το κίνημα και τον επιφανή εκπρόσωπό του και ασπάστηκε τον πολιτικό και πολιτισμικό συντηρητισμό.
Β)Ο Proust γεννήθηκε στο Παρίσι το 1871 στις μέρες της Κομμούνας. Η μητέρα του, εβραϊκής καταγωγής, προερχόμενη από αριστοκρατική οικογένεια, κατέφυγε στο Ωτέιγ για να γεννήσει τον Marcel προκειμένου ν’ αποφύγει τις ταλαιπωρίες της πολιορκίας του Παρισιού. Η κυρία Αντριέν ήταν εξαιρετικά καλλιεργημένη γυναίκα είχε μελετήσει κλασικές γλώσσες και μιλούσε αγγλικά και γερμανικά. Ο πατέρας νοσοκομειακός γιατρός, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής και Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής.
Πρώτο βιβλίο, «Τέρψεις και ημέραι» [παραφθορά του ησιόδειου «Έργα και Ημέραι» (1896)] με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς και θαυμάσια εικονογράφηση που ανέβασε πολύ το κόστος. Η τιμή του ήταν ιδιαίτερα υψηλή και πουλήθηκε ελάχιστα.
« Οι ποικιλότατοι πίνακες του Μ. Π. ζωγραφίζουν έναν κόσμο που ούτε εργάζεται κανείς, ούτε μοχθεί. Τέρψεις μόνο υπάρχουν, κι αυτό αρκεί ως φαίνεται για να γεμίζουν οι μέρες», έγραψε ένας κριτικός. «Η γλώσσα του είναι καθαρή, διαφανής, ακριβοζυγισμένη από μια καλαισθησία εξαίσια», έγραψε ο Σαρλ Μωράς.
Στα 25 του αρχίζει, λοιπόν, τη συγγραφική του καριέρα, όπως και ο Ροϊδης, που όμως δεν πήγε καθόλου καλά, αφού μέχρι το 1913, οπότε, μετά από πολλές απορρίψεις δημοσίευσε το «Από την μεριά του Σουάν», δεν ευτύχησε να δει τυπωμένα ούτε το «Μιμήσεις και Ανάλεκτα», ούτε το ογκώδες μυθιστόρημα «Ζαν Σαντέιγ», ούτε μια μελέτη και μια μετάφραση του αγαπημένου του Ράσκιν, ούτε τέλος το «Ενάντια στον Σαιντ-Μπεβ», που όμως αποτέλεσε κατά περίεργο τρόπο την έναρξη του ‘Αναζητώντας’. Όπως λέγαμε νωρίτερα και ο Προυστ άλλαζε γνώμη για τις παλιές αγάπες. Το ίδιο συνέβηκε με τον Ράσκιν. Τον άφησε κι αυτόν πίσω του.
«Η Ποίηση δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει αντιληπτή ολοκληρωτικά δίχως μύηση και μάλιστα δίχως επιλογή (…) Μα τι να κάνεις μ’ ένα σάπιο κούτσουρο, συχνά απομεινάρι ενός όμορφου παλιού στόλου- δυσκολογνώριστη εικόνα του Σατωμπριάν ή του Ουγκώ… (…) Η γλώσσα, για να παραμείνει ζωντανή, πρέπει ν’ αλλάζει με τη σκέψη, να προσαρμόζεται στις καινούργιες ανάγκες της, όπως οι πατούσες των πτηνών που ζούνε στο νερό γίνονται παλαμοειδείς. (…) Ο μυθιστοριογράφος που μπουκώνει με φιλοσοφία ένα μυθιστόρημα δεν έχει αξία μήτε για το φιλόσοφο μήτε για το λογοτέχνη (…) ο ποιητής δεν έχει το δικαίωμα, όπως και ο βαθυστόχαστος φιλόσοφος, να είναι σκοτεινός. (…) Στα καθαρά συμβολικά έργα απουσιάζει η ζωή, και συνεπώς το βάθος.»
Στο δοκίμιό του αυτό με τίτλο «Κατά της ασάφειας» ο Προυστ καταγγέλλει τον συμβολισμό, ως νεφελώδη, σκοτεινό και ασαφή. Επομένως η Μαντλέν π. χ. δεν είναι ποτέ μια αφηρημένη ηρωίδα, έχει μια συγκεκριμένη προσωπική ζωή που βρίσκεται στο θρόισμα των ρούχων, στο άρωμα μιας καμέλιας, στη φρενίτιδα ενός ερωτικού καημού.
Ούτε ο Ροΐδης είναι άνθρωπος των ορίων. Συνήθως τα υπερβαίνει. Βρίσκεται μεταξύ του ανάμεσα και του αντί και τ’ ανάπαλιν. Εντάσσεται, καταγγέλλει και αποχωρεί. Τιμητής και θεράπων ταυτόχρονα. Μισογύνης αλλά θηλυμανής. Δεν έχουμε καμιά απολύτως ένδειξη για κάποια ερωτική σχέση του. Δεμένος με τη μητέρα του, όπως κι ο Προυστ. Έζησε στο ίδιο σπίτι μ’ εκείνη ως τον θάνατό της. Ο Προυστ έπαθε ισχυρό νευρικό κλονισμό όταν την έχασε.
Ο Ροΐδης είναι ένας μονολογών, όπως παρατηρεί ο Πάνος Μουλλάς. Δεν διαλέγεται παρά μόνο γράφων. Στην ουσία ανοίγει διάλογο με τα θέματά του. Ο μειωτικός χαρακτηρισμός του ως «καλού νοστιμολόγου» που του απέδωσε ο Πολυλάς τον κάνει έξαλλο. Μανιακός και μελαγχολικός. Βρίσκεται διαρκώς σε οριακή κατάσταση. Αλλά δεν εγκαταλείπει. Έχει ταλέντο στη σάτιρα, στην παρωδία. Παρωδεί και αυτοσαρκάζεται, βοηθούντων και των ψευδωνύμων που χρησιμοποιεί κατά κόρον. Πολιτικά άλλοτε- για καιρό πολύ- τρικουπικός, άλλοτε αντιτρικουπικός. Δεν τον πιάνεις πουθενά. Σαν το κάρβουνο, αν το πιάσεις αναμμένο καίγεσαι. Σβηστό μουτζουρώνεσαι. Αυτοπροτείνεται ως ‘ανακαινιστής’, ως ‘διορθωτής του ρωμέικου’, ως ‘ελεύθερος στοχαστής’, ενώ εθεωρείτο ‘Έλλην του εξωτερικού’. Ο Άλκης Αγγέλου, επιμελητής των ‘Απάντων’ του επισημαίνει πως «πίσω του μοιάζει να προβάλλει η σκιά του Γερμανού φιλόσοφου Μαξ Στίρνερ, του ιδρυτή του ατομικιστικού αναρχισμού και παραθέτει το νοστιμότατο παράθεμα: «Ρίψε εις την θάλασσαν τον Λεοπάρδην και μετ’ αυτού πάντας τους φιλοσόφους και ποιητάς πλην του Ομήρου, του Ανακρέοντος και του Θεοκρίτου. Αντί μεταφυσικών ή επιστημονικών φαντασμάτων κυνήγα λαγωούς ή γυναίκας, τρέχε, ίππευε, κωπηλάτει, φύτευε λάχανα ή σχίζε ξύλα, κοπίαζε σωματικώς και αναπαύου πνευματικώς, όπως βραδύτερον επέλθη η ώρα, καθ’ ην κατανοήσας το άσκοπον του βίου και την κενότητα πάσης ελπίδος, θα ποθήσεις βαθύν και ατελεύτητον ύπνον, και, ως εγώ, θα ανακράξης, ω Νιρβάνα!»
Ο Προυστ τάσσεται υπέρ του Ντρέυφους, στην πολύκροτη εκείνη υπόθεση που συντάραξε τη Γαλλία και την Ευρώπη. Άλλωστε δεν είναι ούτε ξενόφοβος, ούτε εθνικιστής. Οι προυστοφοβικοί, βεβαίως, τον καταγγέλλουν ως παρακμία, νάρκισσο, αδαή περί την διαλεκτική και την πάλη των τάξεων. Ο Ροΐδης είναι θρησκευτικώς αδιάφορος, αλλιώς πώς θα έγραφε την «Πάπισσα Ιωάννα»;
Ο Προυστ, αντίθετα με τον Ροΐδη, είναι ηδυπαθής, διαστροφικός, ακόμα και πορνογραφικός. Ένας ηδονοβλεψίας που δεν κοιτά από την κλειδαρότρυπα αλλά από το παράθυρο, όχι από την ελάχιστη , αλλά από την άνετη θέα. Του αρέσει να κυριαρχείται στο σεξ, απολαμβάνει την τιμωρία, ικετεύει, γεύεται την ηδονή με σκληρότητα, χωρίς ηθικές αναστολές. Απολαμβάνει την υποταγή και μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται κυριαρχικός ο ίδιος. Οι παρωδίες του είναι πορνογραφικές και έχουν μεγάλη ζήτηση, όπως και οι μιμήσεις του.
[«Η μίμησις είναι αναντιρρήτως ή μάλλον ανεπτυγμένη παρ’ υμίν ιδιότης. Απόδειξις όμως ότι κατ’ ουδέν δύναται ο άνθρωπος να πρωτεύση, είναι και ότι κατά ταύτην αποδεικνύεται πολύ υποδεέστερος του πιθήκου.», υποστηρίζει ο Ροϊδης, ωστόσο και ο ίδιος μεταχειρίστηκε την τέχνη του pastiche κατά κόρον.]
Βέβαια, βρίσκεται ακόμη στον προθάλαμο του έργου. Πριν εισέλθει στα κύρια δωμάτια, πριν φθάσει στο σαλόνι, περνά από την κουζίνα. Εκεί προπαρασκευάζεται, οργανώνει το υλικό του, βάζει σε τάξη τα πράγματα που θέλει να πει και παύει να σκορπίζεται δεξιά κι αριστερά, όταν αρχίζει να γράφει το opus magnum τις «Διαλείψεις της καρδιάς»- αυτός είναι ο πρώτος τίτλος του «Αναζητώντας…»
Ιδού μια πρόγευση από την ομοφυλοφιλική εξομολόγηση του «Πριν νυχτώσει»: «Ο ήλιος είχε βασιλέψει και η θάλασσα που διακρίναμε ανάμεσα από τις μηλιές ήταν μαβιά. Ανάλαφρα σαν ανοιχτόχρωμα μαραμένα στεφάνια και επίμονα σαν τις τύψεις, γαλάζια και ροζ συννεφάκια πλανιόταν στον ορίζοντα. Μια μελαγχολική αλέα από λεύκες βυθίζονταν στη σκιά, με τις κορφές τους ακουμπισμένες καρτερικά πάνω στο κυκλικό βιτρό της εκκλησίας.» ή « Χωρίς κανένα κόσμημα, με το μπούστο της από κίτρινο τούλι γεμάτο κατλέγιες, στα μαύρα μαλλιά της είχε πλέξει επίσης λίγες κατλέγιες που ήταν θαρρείς και κρέμονταν από τούτο το σκοτεινό όγκο γιρλάντες από απαλό φως»
Στον «Αδιάφορο» μια γυναίκα λυτρώνεται από τα βάσανα του έρωτα όταν παύει ν’ αγαπά. Η Μαντλέν δεν θ’ απολαύσει την «σαρκική συνενοχή» όπως ο Σουάν με την Οντέτ που την υποδήλωναν με την ανθοκομική μεταφορά «να κάνουμε κατλέγιες».
«Πρώτη πίπτει εις τους οφθαλμούς μου, νηχομένη υπτία, ξανθή τις δεσποινίς, και ενώ παρατηρώ αυτήν από κεφαλής μέχρι ποδών ακίνητον σχεδόν εν τω λεπτώ αυτής λουτρικώ ιματισμώ, ροδίνω ως τα φύλλα του κυνορόδου, αίφνης η γαλακτόχρους κνήμη της αιωρουμένη χαριέντως πλαταγίζει επί του λειοκύμονος ύδατος και οδηγεί ως έλιξ άμα και πηδάλιον το ροδινόν της σώμα.» Αυτά και άλλα είδε ο μοναχικός κύριος με τα κιάλια μια ωραία ημέρα « Εν παλαιώ Φαλήρω». Με άλλα λόγια ο Ροϊδης κάνει μπανιστήρι, χυδαϊστί! Μια ηδονοβλεπτική σκηνή, όχι και τόσο σπάνια στο ροϊδιο έργο. Βεβαίως θα πει κανείς ότι το ύφος του διαφέρει κατά πολύ από το προυστικό. Αλλά μήπως φταίει η γλώσσα που σήμερα μοιάζει ξένη, σχεδόν παρωδιακή. Αλλά δεν διαφέρει, ελπίζω, πολύ ως προς την ευαισθησία του παρατηρητή. Μπορεί να διαφέρουν ως προς το φλέγμα. Και πάλι όμως η καθαρεύουσα είναι ψυχρή, ακόμα κι αν διαβάζουμε «Μεγάλο Ανατολικό», φερ’ ειπείν. Δημιουργεί μια απόσταση. Αλλά αυτό δεν αποκλείει καθόλου το συναρπαστικό της περιγραφής.
Ο Προυστ προσπαθώντας να απελευθερωθεί από τους συγγραφείς που τον επηρεάζουν (Σατωβριάνδο, Σαιν Σιμόν, Μαίτερλινγκ) τους παρωδεί. Αυτό τον βοηθά να απεκδυθεί την λογοτεχνική παράδοση που τον καταπιέζει και να ανοίξει το δικό του δρόμο.
Όπως λέει ένας βιογράφος του το «Κατά του Σαιν Μπεβ», « Ήταν μια τρομακτική σφαγή, άγρια μηδενιστική πράξη, απλοϊκή και χυδαία, χαμερπής και αχαρακτήριστη.» Μια πατροκτονία. Ωστόσο ο βιογράφος χρησιμοποιεί ηθικούς χαρακτηρισμούς. Κάτι που είναι πολύ μακριά από τις προθέσεις και τη σκέψη του Προυστ. «Δεν κάνουμε λογοτεχνία με τις ιδέες, αλλά με τις λέξεις» διακήρυσσε ο Μαλλαρμέ. Και μαζί του συμφωνούσαν ο Μπωντλαίρ, Φλωμπέρ, ο Γκωτιέ μαζί με όλο το κίνημα του αισθητισμού και της decadence.
Συνεχίζεται…