Αν η ζωή του Κάφκα συνοψίζεται σε μια νύχτα, η ζωή του Ρόμπερτ Βάλζερ διήρκεσε όσο ένας περίπατος.
Ο Ρόμπερτ Βάλζερ ήταν ένας πλάνης, ένας flaneur, κατά τον γαλλικό όρο. Η πεζοπορία ήταν γι’ αυτόν ”τρόπος ζωής, τρόπος θέασης του κόσμου, αλλά και τρόπος γραφής”, λέει ο Ζιλ Ορτλιέμπ, μεταφραστής του Μιχαήλ Μητσάκη στα γαλλικά. Ο ίδιος επιμένει να συνδέει αυτούς τους δύο, τοποθετώντας τον αριστουργηματικό ”Περίπατο” (1914) του Βάλζερ πλάι σε αντίστοιχα πεζά του Μητσάκη. Τον Βάλζερ και τον Μητσάκη, ωστόσο, δεν τους συνδέει μόνο η περιπλάνηση, αλλά και το μικρόβιο της τρέλας που χτύπησε και τους δύο. Το μικρόβιο αυτό ήταν μέσα στο DNA της οικογένειας του Βάλζερ. Εξαιτίας αυτού έζησε τα εικοσιτέσσερα τελευταία χρόνια του βίου του λησμονημένος από τον κόσμο, ένας ανώνυμος ασθενής σ’ ένα ψυχιατρικό ίδρυμα.
Ο Βάλζερ είναι ένας χαμηλόφωνος συγγραφέας. Καθότι γερμανόφωνος, δεν ανήκει στην παράδοση του Γκαίτε και του Σίλλερ, αλλά του Κλάιστ και του Χαίλντερλιν.
Ο Ενρίκε Βίλα – Μάτας, μέγας θαυμαστής του Βάλζερ, έγραψε γι’ αυτόν ένα ολόκληρο βιβλίο, το ”Δόκτωρ Πασαβέντο”, στο οποίο ακολουθεί τα ίχνη του συγγραφέα που θαυμάζει μέχρι τη νύχτα κατά την οποία ο Βάλζερ πραγματοποίησε τον τελευταίο του περίπατο στο χιονισμένο τοπίο του Χερισάου, ανήμερα Χριστούγεννα του 1956. Την επομένη ανακάλυψαν έναν ψηλό άντρα να κείτεται με το ένα χέρι σηκωμένο πάνω απ’ το κεφάλι, σαν να ήθελε να χαιρετήσει τον κόσμο που άφηνε πίσω του. Αυτό το παγωμένο πτώμα ήταν ο Ρόμπερτ Βάλζερ.
Η ζωή δεν χαρίστηκε ποτέ σε κανέναν- πολύ λιγότερο σ’ αυτούς που δεν την διεκδικούν για λογαριασμό τους. Ο Βάλζερ, όπως λέει ο Ελίας Κανέτι, είχε πολύ φόβο συσσωρεύσει εντός του, εξού και ο πλάνητας βίος του. ”Ένιωθε βαθιά αποστροφή για καθετί το ”υψηλό”, καθετί που είναι ανώτερο και έχει αξιώσεις, κάτι που τον καθιστά έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της εποχής μας που κοντεύει πια να σκάσει από εξουσία και δύναμη”.
Ο Βάλζερ, όπως και ο δόκτωρ Πασαβέντο, ο ήρωας του Βίλα – Μάτας, πιστεύουν πως η ταυτότητα είναι μεγάλο βάρος και πρέπει να απελευθερωθούμε από αυτήν. Το βάρος του εαυτού μπορεί να μας κάνει να κρυφτούμε και από τον θάνατο τον ίδιο. Ο Βάλζερ δεν ψάχνει μια ταυτότητα, δεν θέλει αυτή που έχει. Σιγά σιγά ολισθαίνει έξω από τον εαυτό του, χάνοντας το εγώ, γι’ αυτό νιώθει ότι ”είναι τόσο όμορφα παράμερα”. Ο Βάλζερ είναι ένας παράξενος ονειροπόλος που, όπως λέει ο Κρόμγουελ, ”φθάνει πιο μακριά εκείνος που δεν ξέρει πού πηγαίνει”.
Ο Βάλζερ γεννήθηκε στο Μπίλ (καντόνι της Βέρνης), στην Ελβετία, στις 15 Απριλίου του 1878. Ήταν το έβδομο παιδί του βιβλιοδέτη και εμπόρου Άντολφ Βάλζερ. Λίγα χρόνια αργότερα και πριν ο μικρός Ρόμπερτ τελειώσει το γυμνάσιο στην γενέτειρά του, ο πατέρας του χρεωκοπεί και η μητέρα του εμφανίζει σημάδια σοβαρής κατάθλιψης. Λίγο αργότερα πεθαίνει. Αυτός ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός, ωστόσο δουλεύει ως βοηθός λογιστή σε ασφαλιστική εταιρεία. Έτσι τα όνειρά του τινάζονται στον αέρα. Εγκαταλείπει γρήγορα την απασχόλησή του και γίνεται παιδί για όλες τις δουλειές στο γραφείο ενός μηχανικού στην Ζυρίχη, μαθητεύει σε στρατιωτική σχολή στην Βέρνη, ενώ εκτελεί χρέη υπηρέτη σ’ ένα πύργο στην Άνω Σιλεσία.
Στα είκοσί του χρόνια δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα. Ανάμεσα στο 1907 και το 1909 γράφει έξι μυθιστορήματα, από τα οποία διασώθηκαν μόλις τρία: ”Οι αδελφοί Τάννερ” (1907), ”Ο Παραγιός” (1908), ”Γιάκομπ Φον Γκούντεν” (1909). Όμως τα γραπτά αυτά δεν στάθηκαν αρκετά για να εδραιώσουν την φήμη του ως λογοτέχνη. Περνά μια περίοδο μεγάλης οικονομικής δυσχέρειας, έτσι που η υπαρξιακή κρίση είναι αναπόφευκτη. Για επτά χρόνια απ’ το 1913 μέχρι το 1920 ζει σε μια σοφίτα ξενοδοχείου διαβάζοντας και κάνοντας περιπάτους και δημοσιεύοντας άρθρα σε έντυπα, ενώ τα πεζά που γράφει -μεταξύ αυτών και ο ”Περίπατος”- τα συγκρίνει ο ίδιος με μικροκαμωμένες μπαλαρίνες οι οποίες ”χορεύουν μέχρις ότου εξαντληθούν και πέσουν χάμου από την κούραση”. Ήδη έχει πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου που κατέλιπε και, ανεξάρτητα από την περιορισμένη απήχησή του, έχει κερδίσει τον θαυμασμό του Φρανς Κάφκα, του Βάλτερ Μπένγιαμιν, του Κρίστιαν Μόργκενστερν κ.ά.
Το 1919 ο αδελφός του Χέρμαν, καθηγητής γεωγραφίας στην Βέρνη, αυτοκτονεί. Τρία χρόνια νωρίτερα ένας άλλος αδελφός του έχει πεθάνει σε ψυχιατρείο της Βέρνης. Το 1921 μετακομίζει στην Βέρνη, όπου γίνεται βοηθός βιβλιοθηκάριου στα κρατικά αρχεία του καντονιού. Παράλληλα πραγματοποιεί πλήθος δημοσιεύσεων σε εφημερίδες και περιοδικά. Το 1929 παθαίνει ισχυρό νευρικό κλονισμό και νοσηλεύεται στο ψυχιατρείο του Βαλντάου της Βέρνης, όπου ομολογεί στους γιατρούς ότι ”ακούει φωνές”. Η διάγνωση είναι σχιζοφρένεια. Μεσολαβεί ένα διάστημα αποχής από κάθε συγγραφική δραστηριότητα, ώσπου ξαναρχίζει να γράφει- κυρίως ποιήματα. Επειδή τα αδέρφια του αρνούνται να αναλάβουν την φροντίδα του, και παρά τη θέλησή του, τον μεταφέρουν στο ψυχιατρικό άσυλο του Χερισάου, από το οποίο δεν θα βγει ζωντανός. Παρά το ότι τα σημάδια της αρρώστιας είχαν υποχωρήσει αισθητά και του επιτρέπουν να πάρει εξιτήριο, εκείνος αρνείται να το κάνει. Δεν έχει πια πού να πάει.
”Θέλω να εξαφανιστώ, να χαθώ, αλλά φοβάμαι πως δεν θα λείψω σε κανέναν”, ψιθυρίζει μαζί όχι μόνο με τους δικούς του ήρωες, αλλά και τον δόκτωρα Πασαβέντο του Μάτας.
Στον ”Περίπατο”, αυτό το πολύ χαρακτηριστικό πεζό για το ύφος αλλά και την σκέψη του Βάλζερ, γράφει: ”Ω, μα είναι εξαίσια όμορφο και αγαθό, και πανάρχαιο στην απλότητά του να περπατά κανείς με τα πόδια, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι διαθέτει καλά παπούτσια ή μπότες”.
Και σ’ ένα άλλο σημείο του ίδιου έργου περιγράφει έναν ήρωα που μάλλον φαίνεται να του μοιάζει αρκετά: ”Γι’ αυτόν δεν υπήρχε ηρεμία. Ανήσυχος περιφερόταν στον κόσμο. Δεν κοιμόταν σε μαλακό κρεβάτι και στερούνταν το άνετο ζεστό σπίτι. Ζούσε παντού και πουθενά. Εστία δεν είχε, ούτε κατείχε δικαίωμα διαμονής. Ήταν χωρίς πατρίδα και ευτυχία. Ήταν αναγκασμένος να ζει χωρίς κανενός είδους αγάπη και ανθρώπινη χαρά. Δεν νοιαζόταν για κανέναν και τίποτα, και ούτε κανένας νοιαζόταν γι’ αυτόν, τις πράξεις ή τη ζωή του. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν ήταν γι’ αυτόν παρά μια άψυχη έρημος, και η ζωή του φαινόταν πολύ λίγη, μικρή και στενή. Για τον ίδιο τίποτα δεν είχε σημασία, και αυτός με τη σειρά του δεν σήμαινε τίποτα για κάποιον άλλον.” (μτφρ. Τέο Βότσος – Αγορίτσα Μπακοδήμου).
Είναι το καλύτερο, νομίζω, πορτραίτο το οποίο φιλοτέχνησε ο ίδιος για τον εαυτό του και για τη στενάχωρη και άδικη μοίρα του.
Αυτό το ”Είναι τόσο όμορφα παράμερα”, «φαίνεται να τον ακολουθεί και μετά θάνατον», επισημαίνει ο Ορτλιέμπ, αφού χρειάστηκε «να περιμένει έως και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να ανακαλυφθεί εκ νέου το έργο του, το οποίο εκδόθηκε στο σύνολό του τη δεκαετία του ’70, οπότε και καθιερώθηκε σταδιακά ως ένας από τους σημαντικότερους γερμανόφωνους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το ιδιόρρυθμο ύφος του, το οποίο είναι αδύνατον να ταξινομηθεί σε κάποια κατηγορία, συγκέντρωνε, παραδόξως, ορισμένα από τα πιο σταθερά γνωρίσματα της ρομαντικής γερμανικής παράδοσης».
Η έκδοση του έργου του οφείλεται στον εκδότη και συγγραφέα Καρλ Ζέελινγκ, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Βάλζερ αδιαφόρησε για την επανέκδοση παλιότερων έργων του καθώς και για τις πρώτες βιογραφίες που είχαν δημοσιευτεί γι’ αυτόν.
Ο Βάλζερ υπήρξε ένας εφευρετικός στυλίστας της γλώσσας, ο οποίος επέλεγε να τοποθετήσει προσεκτικά τις λέξεις του δημιουργώντας λεκτικά κομψοτεχνήματα που ξεχωρίζουν για την πρωτοτυπία αλλά και την παραδοξότητά τους. Η ιδιόμορφη ποιητική του πρόζα, αλλά και όλες οι άλλες αρετές του έκαναν τον Χέρμαν Έσσε να δηλώσει: ”Αν διέθετε εκατό χιλιάδες αναγνώστες, ο κόσμος θα ήταν ένα καλύτερο μέρος”