‘‘Από το ναι στο όχι, πόσα ίσως;” Χούλιο Κορτάσαρ
Τώρα που συμπληρώνονται σχεδόν εκατό πορτραίτα στο νερό και στο λάδι, είναι ίσως καιρός να τοποθετήσουμε κάπως τα πράγματα. Στα πορτραίτα του νερού τα πράγματα είναι ξεκαθαρισμένα: προσπαθούμε να φιλοτεχνήσουμε σε λίγες σχετικά λέξεις το πορτραίτο ενός συγγραφέα, δηλαδή έχουμε να κάνουμε με τη τέχνη της γραφής, τη λογοτεχνία. Μια τέχνη αυτόνομη όπως και οι περισσότερες των τεχνών.
Αν και βρίσκω πιο ολοκληρωμένη τη ζωγραφική γιατί είναι ολοφάνερο πόσο η εικόνα επηρεάζει με τη βοήθεια των χρωμάτων και των συνδυασμών τους, καθώς και το ρυθμό της, έτσι που αφηγείται μια ιστορία ολόκληρη αφήνοντας μια ανεξίτηλη εντύπωση στο θεατή.
Οι δύο τέχνες στην ουσία θα μπορούσε να πει κανείς ότι αλληλλοαποκλείονται. Κι όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στη σειρά πορτραίτα στο λάδι, όπου προσπαθούμε να παντρέψουμε τις δύο τέχνες μέσα από τις δραστηριότητες δύο καλλιτεχνών φτιάχνοντας έτσι ένα διπλό πορτραίτο με την επικουρία ενός λογοτεχνικού κειμένου και ορισμένων ζωγραφικών έργων που πολλές φορές αυθαίρετα συνδυάζουμε.
Μια απ’ αυτές τις φορές είναι και η σύζευξη δύο διαφορετικών καλλιτεχνών διαφορετικής εποχής και εθνικότητας:
Του Μαρκ Σαγκάλ [1887-1985] και του Χούλιο Κορτάσαρ. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε μ’ έναν καλλιτέχνη που δεν ασχολήθηκε μόνο με τη ζωγραφική αλλά και με την τέχνη της εικονογράφησης μεγάλων λογοτεχνικών έργων. Να, λοιπόν, που καμιά φορά η μία τέχνη ζητά τη βοήθεια της άλλης. Ο Σαγκάλ, λοιπόν, εκτός από τις εικονογραφήσεις των ‘’ Μύθων” του Λα Φονταίν του ”Δάφνις και Χλόη”, και των ”Νεκρών Ψυχών” του Ν. Γκόγκολ, ασχολήθηκε με το θέατρο σε όλες τις εκφάνσεις του: σκηνοθεσία, ενδυματολογία, σκηνικά. Βεβαίως η βασική του ενασχόληση υπήρξε η ζωγραφική του καβαλέτου. Ωστόσο για κάποιους μάλλον αδιευκρίνιστους λόγους για πολλά χρόνια ιδίως στη γενέτειρά του τη Λευκορωσία αντιμετωπίζονταν αδιάφορα και εν πολλοίς απαξιωτικά ως ένας καλλιτέχνης απλοϊκός, χωρίς βάθος. Το γιατί μπορεί να αναζητήσει κανείς στο ότι δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στη τέχνη που ζητούσε η επανάσταση του 1917, έναν αναχρονιστικό ρεαλισμό, και μετανάστευσε διασχίζοντας την Ευρώπη με κύριους σταθμούς το Παρίσι και το Βερολίνο όπου εξέθεσε έργα του στη βερολινέζικη γκαλερί ”Θύελλα” ενώ αναμείχθηκε με τη Σχολή του Παρισιού και την ομάδα της πρωτοπορίας που αποτελούσαν ο Απολλιναίρ, ο Σουτίν και ο Μοντιλιάνι. Αυτά γύρω στα 1914. Ο δρόμος τον ξαναοδήγησε πίσω στη Ρωσία όπου ίδρυσε μια σχολή τέχνης στο Βιτέμπσκ το 1917 την οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει χάριν της πρωτοπορίας που του προσέφερε το Παρίσι που βρισκόταν τότε γύρω στη δεκαετία του ’20 σε μια οργιαστική δημιουργικότητα που ανακάτευε κυβισμό, ορφισμό, φουτουρισμό ακόμα και σουρεαλισμό. Έκανε μάλιστα τον Μπρετόν να τον θεωρήσει πρωτοπόρο του σουρεαλισμού. Η ονειρικότητα, η φαντασία, η θρησκευτικότητα, η πίστη στην εβραϊκή του παράδοση, η παράδοση της γεννέτειράς του, τον έκαναν να δηλώσει στην αυτοβιογραφία του ότι οι φανταστικοί και ονειρικοί πίνακές του εμπνέονται απευθείας και αποκλειστικά από τις αναμνήσεις των πρώτων χρόνων του στη Ρωσία.
Ο Χούλιο Κορτάσαρ (1914-1985), Αργεντινός, ένας απ’ τους τρεις σημαντικότερους συγγραφείς της χώρας του (οι άλλοι δύο είναι ο Σάμπατο και ο Μπόρχες) με τους οποίους δεν είχε καθόλου καλές σχέσεις αφού ο καθένας προσπαθούσε να χτίσει το δικό του προσωπικό ύφος – κάτι που ο Σαγκάλ το είχε από νωρίς καταφέρει- δημιούργησε και αυτός το δικό του στυλ στο Παρίσι όπου εργαζόταν ως μεταφραστής στην Ουνέσκο. Το μεγάλο του έργο ήταν το ”Κουτσό” (1963) που τον κατέταξε στην αβανγκάρντ της εποχής. Μερικά μόνο σπαράγματα, αποφθέγματα, γνωμικά, εξυπνάδες, σημειώσεις, μικρά ποιήματα αποτελούν το ‘Εξ όνυχος τον λέοντα’ και πλησιάζουν πολύ τον ερωτιάρη Σαγκάλ με τον αθώο – αν μπορεί να ειπωθεί – ερωτισμό του:
”Κοιταζόμαστε και νιώθαμε πως αυτός ήταν ο χρόνος”.
”Δεν μπορεί να βρισκόμαστε εδώ για να μη μπορεί να υπάρξουμε”
”Αυτό που μου αρέσει από το κορμί σου είναι το φύλο.
Αυτό που μου αρέσει από το φύλο σου είναι το στόμα.
Αυτό που μου αρέσει από το στόμα σου είναι η γλώσσα.
Αυτό που μου αρέσει από τη γλώσσα σου είναι η λέξη”.
Το αποκαλυπτικό τέλος αυτού του μικρού ποιήματος, θαρρώ, πως συνδέει τη ζωγραφική, το σώμα, ζωγραφικό και ανθρώπινο με το στοχασμό και τη λογοτεχνία. Άλλη μια φορά καταρρίπτεται η αυτονομία των τεχνών.
”Άσε με να μπω, άσε με να δω κάποια μέρα πως βλέπουν τα μάτια σου”. Η ταύτιση δυο ερωτευμένων φέρνει στο νου τους ιπτάμενους εραστές και τους εραστές που αγκαλιάζονται κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο, ένα επίμονο μοτίβο του Σαγκάλ, για το οποίο κατηγορήθηκε για ελαφρότητα.
”Υπάρχουν μεταφυσικά ποτάμια, αυτή τα κολυμπάει όπως αυτό το χελιδόνι κολυμπάει στον αέρα, γυρίζοντας μαγεμένο γύρω από το καμπαναριό, αφήνεται να πέσει για να υψωθεί καλύτερα με την ώθηση. Εγώ περιγράφω και καθορίζω και επιθυμώ αυτά τα ποτάμια, αυτή το κολυμπάει. Εγώ τα ψάχνω, τα βρίσκω, τα κοιτάζω από τη γέφυρα, αυτή τα κολυμπάει”.
Αυτός ο ύμνος στη γυναίκα που αγαπούσε ή στις γυναίκες γενικά μπορεί να καλύψει και τον έρωτα για τη σύντροφο του Σαγκάλ.
Ο Κορτάσαρ φαντάστηκε και έγραψε τη γυναίκα που κολυμπάει σαν το χελιδόνι στον αέρα, σαν το ποτάμι και εκείνος που την κοιτάει και τη ζωγραφίζει απ΄τη γέφυρα είναι βέβαια ο Σαγκάλ και οι δύο την υμνούν μέσα απ΄την τέχνη τους.
Βοηθήματα:
1) Λεξικό τέχνης και καλλιτεχνών, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μτφρ. Κατερίνα Φρουζάκη, Νεφέλη 1998
2) Χούλιο Κορτάσαρ, Εξ όνυχος τον Λέοντα και Ποιήματα για την Κρις, μτφρ. Βασίλης Λαλιώτης, Bibliotheque 2021.