Ο χώρος και τα χαρακτηριστικά του
Υγρασία. Υψηλή υγρασία. Τόση που να εισχωρεί μέσα σου βαθιά. Να διεισδύει στο μυαλό σου και να μπερδεύει τις σκέψεις σου. Η υγρασία μπορεί να σε κάνει να τρέμεις κι ας κάνει ζέστη. Πολλή ζέστη. Πάνω από 40 βαθμούς. Η υγρασία μπορεί να σε τρελάνει. Και δεν μπορείς να την αντιμετωπίσεις. Συλλαβίζεις μια ιδέα τόσο αργά όπως ένα κινηματογραφικό πλάνο στο ρελαντί.
Μεσημεριανή σιέστα. Γρίλιες κατεβασμένες. Ένοχες σκέψεις. Το χθεσινοβραδινό όνειρό να τριγυρνάει γυμνό μέσα στο δωμάτιο. Καμιά φορά τρίζει το κάθισμα απέναντί σου σαν να κάθισε ένας αόρατος άνθρωπος που προσπαθεί να βολευτεί. Μιλάει αλλά η φωνή του δεν ακούγεται . Το φάντασμα ενός ήρωα. Του Βαλ ίσως που πρωταγωνιστεί στο «Ορφέας στον Άδη» και γνωρίζει την Ευριδίκη- Πριγκιπέσσα, μια παντρεμένη νεαρή και την ερωτεύεται και προσπαθεί φεύγοντας από το κατάλυμα που εκείνη του παραχώρησε όταν κατάλαβε πως τον κυνηγάνε, να την πάρει μαζί του, αλλά ο γηραιός σύζυγός της τη σκοτώνει υποδυόμενος τον Πλούτωνα και τη φυλακίζει για πάντα στον Άδη, ή στη μικρή τους πόλη πράγμα που κάνει το ίδιο.
Το δράμα κι οι ηρωίδες
Το δράμα ξετυλίγεται σιγά σιγά ως την κορύφωση που παρά την καθιερωμένη ορολογία δεν είναι τίποτα λιγότερο από την πτώση.
Αλεξάντρα ντε Λάνγκο, Μάγκυ, Λάουρα, Άλμα, Μπλανς Ντυμπουά, Άννα, Κάθρην – οι ηρωίδες του που τις κατανοεί καλύτερα από όλους και για τον εαυτό του κρατά το ρόλο της «καθαρής πόρνης» (όπως αυτοαποκαλείται) και φυσικά το ρόλο του εξομολόγου, του ψυχαναλυτή, του δημιουργού τους. Αν και δεν ήταν παρενδυτικός, ντύνεται γυναικεία για να μοιάζει και εξωτερικά με τις ηρωίδες του για να τον εμπιστευθούν και για να τις έχει στο χέρι.
Όλες οι ηρωίδες του είναι «όλες εκείνες που πέφτουν», όταν το δράμα βρίσκεται στην κορύφωσή του κι όταν πλησιάζει στο τέλος εγκαταλείπονται, απελπίζονται πίνουν, εξαπατώνται, καταφεύγουν στα ναρκωτικά, τρελαίνονται, δολοφονούνται, καταρρέουν, συντρίβονται… … Αντιμετωπίζουν όλα τα αδιέξοδα ως τον αφανισμό τους.
Ο Νότος
Ο Τέννεσση Ουίλλιαμς γνωρίζει καλά το Νότο, είναι ο πιο νότιος απ’ όλους, ξέρει τα ήθη και τα πάθη του, γνωρίζει την υποκρισία του, κατάλοιπο της βικτωριανής εποχής, την αλλοτρίωση και την κακία των ανθρώπων που είναι ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο. Στον Νότο δεν μπορείς να πάρεις ανάσα κι όχι μόνο εξαιτίας της ζέστης. Αν διαβάσει κανείς τον άλλο μεγάλο νότιο συγγραφέα τον Φώκνερ θα καταλάβει τι είναι κείνο που σ’ εμποδίζει ν’ ανασάνεις, δηλαδή να ζήσεις όπως θέλεις.
«Λεωφορείο ο πόθος»
Υγρασία, αποπνικτική ατμόσφαιρα, σίτες στα παράθυρα για τα κουνούπια. Σ’ ένα λαϊκό διαμέρισμα που βρίσκεται σε μια μίζερη παραποτάμια συνοικία της Ορλεάνης που φέρει το ένδοξο όνομα Ηλύσια Πεδία, μια παρέα ανδρών παίζει χαρτιά θορυβώντας. Ο Μάρλον Μπράντο φοράει κασκορσέ ταλαιπωρημένο. Είναι ένας άξεστος Πολωνός, ο Στάνλεϋ Κοβάλσκι. Πάνω στην ώρα καταφθάνει με τις αποσκευές της η νύφη του, η Μπλανς ντυ Μπουά, κυνηγημένη από το παρελθόν της, τα λάθη και τις ενοχές της. Είναι πια ένα ναυάγιο η ίδια, μια ξεπεσμένη, ξιπασμένη «αριστοκράτισσα» που δεν μιλάει για τίποτα άλλο παρά για τα κλέη του παρελθόντος και την ευγενική της καταγωγή, προσπαθώντας να υψωθεί πάνω από τους λαϊκούς τύπους που την περιτριγυρίζουν. Το ερωτικό παιχνίδι που παίζει μαζί της ο άξεστος γαμπρός της την οδηγεί στην τρέλα.
Από τον «Γυάλινο κόσμο» στον θρυμματισμένο κόσμο
Μετά το αποτυχημένο, αλλά για τεχνικούς λόγους, «Η Μάχη των Αγγέλων» [1940] που έγινε το 1957 «Ο Ορφέας στον Άδη» πραγματοποίησε τον πρώτο θρίαμβο, πέντε χρόνια αργότερα, στο Broadway με το πρώτο σπουδαίο δράμα του- ίσως όχι το καλύτερό , αλλά σίγουρα το πιο δημοφιλές –Ο «Γυάλινος κόσμος» που έκανε 561 παραστάσεις.
Η Αμάντα, η μητέρα, έχει μόνο παρελθόν και φλυαρεί ασύστολα γι αυτό φορτώνοντάς το δόξες που μάλλον δεν είχε. Κωμικοτραγική φιγούρα. Ο γιος δουλεύει σε παπουτσάδικο, όπως ο συγγραφέας του τα πρώτα χρόνια στο Σαιν Λούις, ζώντας μέσα από τις περιπέτειες των άλλων στις σκοτεινές αίθουσες των κινηματογράφων.
Η Λώρα δεν έχει ζήσει ακόμα τίποτα, αλλά μη ελπίζοντας τίποτα όντας ανάπηρη, φροντίζει το γυάλινο κόσμο της και είναι εξίσου εύθραυστη μ’ αυτόν. Κι όταν την απογοητεύει ένας συνάδελφος του Τομ που εκείνη προλαβαίνει να ερωτευθεί, σπάει το πόδι από ένα γυάλινο αλογάκι. Αυτό είναι και το μοναδικό αξιοσημείωτο περιστατικό.
Η αποτυχία εγκαθίσταται, ωστόσο η αμετροέπεια, η φαντασιοπληξία, οι ανεδαφικοί στόχοι, οι φρούδες ελπίδες, οι ανικανοποίητοι πόθοι τυραννούν όλους τους χαρακτήρες των έργων του Ουίλλιαμς.
Ενώ στο «Καλοκαίρι και Καταχνιά» – ίσως το πιο τσεχωφικό δράμα του- κυριαρχεί ο πουριτανισμός κι η ψευτοαξιοπρέπεια που καταστρέφουν το μεγάλο έρωτα της ηρωίδας η οποία καταλήγει στο πεζοδρόμιο.
Ο ίδιος ο συγγραφέας, απόγονος Κουάκερων του Νότου, παλεύει με τον πουριτανισμό του που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αισθησιακή του φύση ενώ κατατρύχεται από ενοχές για την ομοφυλοφιλία του.
«Θύμα του περιβάλλοντος και της εποχής», όπως αναγνωρίζει ο Καρυωτάκης που καθόρισε εν πολλοίς και την ευαισθησία του και τα έργα του που ξεχειλίζουν από κάθε λογής πάθη και διαστροφές: ομοφυλοφιλία, καταπίεση του ερωτικού ενστίκτου, ασέλγεια, αλκοολισμός, παράνοια, νευρώσεις, σεξουαλική υστερία, φετιχισμός, νυμφομανία, ακολασία, παράνοια, ακόμα και κανιβαλισμός.
Όλα είναι διαποτισμένα από τη απόγνωση, την αποτυχία και την απελπισία της οποίας διάλεξε να γίνει ο ποιητής της.
«Δεν είμαι περισσότερο αξιοκατάκριτος από το ακτινοσκοπικό μηχάνημα ή τη σύριγγα που χρησιμεύει στη λήψη αίματος. Νομίζω πως έκανα ό,τι μπορούσα για να επισημάνω τα υγιή κύτταρα και τους ανέπαφους ιστούς του σύγχρονου κόσμου μας, φωτίζοντας ταυτόχρονα τις ύποπτες κηλίδες και τους νοσογόνους μικροοργανισμούς».
Έριξε εξπρεσιονιστικό φως πάνω στον κόσμο που δημιούργησε με μια γοτθική πινελιά, αλλά σίγουρα και με μια ποιητικότητα αστείρευτη.
Ρεαλισμός, εξπρεσιονισμός και συμβολισμοί συμπλέκονται.
Αυτοκαθοριζόταν ως ρομαντικός, αλλά και στο ρεαλισμό είχε γερά θεμέλια ενώ οι κριτικοί τον είχαν κατατάξει στον ‘’ποιητικό ρεαλισμό’’, κάτι με το οποίο ο ίδιος δεν συμφωνούσε. Τον είδαν και σαν ηθογράφο – με την υποτιμητική έννοια του όρου – ιδίως κατά την τελευταία 20ετία των αποτυχιών του, όταν, θαρρείς, πηδούσε από γκρεμό σε γκρεμό με την ίδια ελαφράδα που η μπάλα του φλίπερ ενάντια στη θέληση του παίκτη εξαφανίζεται σε μια τρύπα. Αντίθετα από τον παίκτη του μπιλιάρδου ή του γκολφ που εύχεται να ρουφήξει η τρύπα τις μπάλες που σπρώχνει με τη στέκα ή το μπαστούνι. Όπως συνέβη στην πρώτη ευτυχισμένη περίοδο της διαδρομής του ανάμεσα στα 1940 και 1961, οπότε έγραψε το τελευταίο επιτυχημένο έργο του τη «Νύχτα της Ιγκουάνα» που μετέφερε με τη γνωστή μαεστρία του στο σινεμά, τρία χρόνια αργότερα, ο Τζων Χιούστον.
Τα πρόσωπα του δράματος ενσαρκώνουν οι: Ρίτσαρντ Μπάρτον (ένας αποσχηματισμένος ιερέας, τώρα ξεναγός ενός παρθεναγωγείου), η Άβα Γκάρτνερ (ιδιοκτήτρια ενός μεξικάνικου ξενοδοχείου χαμένου στην ερημιά), η Ντέμπορα Κερ {η υστερική διευθύντρια της εκδρομικής ομάδας) κι ένα προκλητικό νυμφίδιο που βάζει στόχο τον ξεναγό (Σου Λάϊον).
Οι δύο σεξουαλικά υστερικοί και σεξουαλικά πεινασμένοι πρωταγωνιστές, ο πρώην παπάς κι η όμορφη γεροντοκόρη ξενοδόχα θυμίζουν όπως επισημαίνει ο μεταφραστής και μελετητής του Ουίλλιαμς, Μάριος Πλωρίτης: «πολλά κομμάτια της παλιότερης πινακοθήκης του συγγραφέα», μιας πινακοθήκης σακατεμένων υπάρξεων που θα αμαρτάνουν και δεν θα σκέφτονται τη συγχώρεση. Θα τιμωρούνται μόνο χωρίς να εξιλεώνονται. Άλλωστε η κοινωνία τους ανέχεται επειδή είναι μεμονωμένες περιπτώσεις που υποκύπτουν διαρκώς στις αδυναμίες τους και δεν έχουν τη δύναμη να ξανασηκωθούν. Οι γονατισμένοι δεν διασώζονται, οι καθημαγμένοι δεν μπορούν να επιστρέψουν πουθενά αφού από το πουθενά προέρχονται. Η κατρακύλα είναι απότομη και κανείς δεν θα τους βοηθήσει καθώς οι νότες ενός μπλουζ και τα πρόσωπα που στάζουν ιδρώτα όχι από την προσπάθεια αλλά από την αδράνεια σημαδεύουν το φινάλε.
«Ουαί αυτώ τω ενί, όταν πέση και μη η δεύτερος εγείραι αυτόν», μας θυμίζει με τον καίριο λόγο του ο «Εκκλησιαστής».
Το ξεκίνημα
Ο Τόμας Λάνιερ Ουίλλιαμς γεννήθηκε μια Κυριακή των Βαΐων, 26 Μαρτίου του 1911 στο Κολόμπους του Μισισιπή. Σπούδασε δημοσιογραφία και θεατρολογία. Το πρώτο έργο του είναι μια φάρσα που παρουσιάστηκε στο Μέμφις, ενώ τα πρώτα του διηγήματα δεν δημοσιεύτηκαν. ( Αλλά και γενικότερα η πεζογραφική του παραγωγή δε βρίσκεται στο ίδιο ύψος με τη θεατρική). Το 1939 βραβεύεται για την πρώιμη παραγωγή του από το Γκρουπ Θήατερ με 100 δολάρια. Τον επόμενο χρόνο κερδίζει υποτροφία 1000 δολαρίων από το Ίδρυμα Ροκφέλερ και το 1947 κερδίζει το Πούλιτζερ, το Βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης, ενώ έχει εισπράξει άλλα 1000 δολάρια από την Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών.
Όσο η επιτροπή Μακάρθυ διασύρει τους καλλιτέχνες απολύοντας ή φυλακίζοντάς τους για να «εξυγιάνει» την Αμερική και να τη σώσει από τα νύχια του διεθνούς κομμουνισμού, ο Ουίλλιαμς, που στο μεταξύ έχει υιοθετήσει το όνομα του τόπου καταγωγής του, θριαμβεύει στις σκηνές του Σικάγο και της Νέας Υόρκης απολαμβάνοντας τις διαδοχικές επιτυχίες του.
«Το σοβαρό έργο πρέπει να είναι λιτό και οστεώδες. Αν το παραγεμίσεις δείχνει απαίσιο.Το καλό αποτέλεσμα το έχεις χρησιμοποιώντας λιγότερα λόγια απ’ όσα θα ήθελες», γράφει,λίγο μετά το ξεκίνημά του, το 1942.
Ο Ουίλλιαμς ξεκίνησε χωρίς βοήθεια ή καθοδήγηση και χωρίς αποσκευές, χωρίς ιδεολογικές ή αισθητικές βλέψεις. Ωστόσο ακολούθησε μια εκπληκτική πορεία γρήγορης ανόδου κι αργής κι οδυνηρής πτώσης: Ξεκίνησε στα 28. Στα 34 βρήκε το βηματισμό του. Στα 36 έφτασε στην κορυφή. Ήταν ο κορυφαίος συγγραφέας της γενιάς του μαζί με το Άρθουρ Μίλλερ. Στα 44 γεύτηκε την τελευταία μεγάλη επιτυχία και στα 72 του πέθανε ολομόναχος στο άξενο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, αφού προηγουμένως προσπαθούσε να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, έχοντας κόψει τα ναρκωτικά που ξεκίνησε όταν έχασε το μόνιμο δεσμό του τον Φρανκ Μέρλο, αν και συνέχισε να πίνει. Τα έργα που σημάδεψαν την άνοδό του στην κορυφή ήταν: ο «Γυάλινος κόσμος», το «Λεωφορείο ο πόθος», «Η νύχτα της Ιγκουάνα». 1944, 1947, 1961.
Μετά το Σαιν Λούις και το τέλος των σπουδών του βρίσκεται στην Ορλεάνη, όπου προσπαθεί να επιβιώσει με κάποια μικροποσά που του στέλνει η γιαγιά του.
Στο μεταξύ ο πατέρας του έχει εγκαταλείψει την οικογένειά του. Η αδελφή του διαγιγνώσκεται με σχιζοφρένεια και υποβάλλεται με την άδεια της μητέρας της σε λοβοτομή, η οποία αποτυγχάνει και της αφήνει κουσούρι, γεγονός που σημαδεύει τον Ουίλλιαμς δια βίου. Δεν ξαναβλέπει ποτέ τις δύο γυναίκες, ενώ ο πόνος του για την κατάσταση της αδελφής του μετατρέπεται σε άσβεστο μίσος προς τη μητέρα του.
Μια φράση του Δάντη πιστεύει πως αφηγείται τη δική του περιπέτεια: «Στη μέση του ταξιδιού της ζωής μου, βρέθηκα σ’ ένα σκοτεινό δάσος, όπου ο δρόμος χανόταν».
Το τέλος
Εκείνο το παιδί που ήταν τόσο ντροπαλό που κάθε τόσο κοκκίνιζε, τώρα είναι ένας μεγάλος άντρας γεμάτος πικρία και παρόλο που επιμένει να συνεχίζει, ξέρει πως δεν ωφελεί και ξέρει ακόμα πως «η αληθινή ζωή είναι πολύ αργή» γι αυτό πρέπει να παρουσιάζεις «τη ζωή σε στιγμές κρίσης, σε στιγμές ηλεκτρικής εκκένωσης».
Τα έργα του δεν έχουν καμιά σπουδαία πλοκή, το τέλος τους είναι μάλλον προβλέψιμο, τα θέματά του κάθε άλλο παρά πρωτότυπα είναι και κάποιοι χαρακτήρες του είναι τόσο χαμηλότονοι που χάνονται στο δρόμο προς την κουίντα. Παρόλα αυτά η ποιητική του ευαισθησία, ο άκρατος ρεαλισμός, τα σύμβολα κι ο λυρισμός που δεν ξεπέφτουν σε μελόδραμα καθώς κι ο μαγικός, περίτεχνος τρόπος που χειρίζεται το υλικό του κάνουν τα έργα του, παρά τις αδυναμίες τους, να στέκονται ψηλά, μερικά μάλιστα πιο ψηλά από άλλα, όπως το πιο ώριμο, το πιο τολμηρό, το πιο ολοκληρωμένο και μακριά από το ρεαλισμό των άλλων έργων του, το «Ξαφνικά πέρυσι το Καλοκαίρι», ένα ρέκβιεμ μια ελεγεία, όπως γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ένας λυρικός στοχασμός πάνω στην έννοια του χρόνου ενορχηστρωμένο με υψηλή ποιητική ευαισθησία.
Η «Λυσσασμένη γάτα» (1955), πορτραίτο μιας οικογένειας του Νότου γεμάτο απογοητεύσεις, ωμότητες, απληστία, απωθημένες επιθυμίες και ομοφυλοφιλικά συμπλέγματα και το «Γλυκό πουλί της νιότης» (1959) με δύο αστραφτερούς ήρωες, μια παρακμασμένη σταρ του Χόλυγουντ κι ένα νεαρό – γνωστό κι επαναλαμβανόμενο δίδυμο στα έργα του -συμπληρώνουν την εικόνα της υψηλού επιπέδου παραγωγής του.
Η Αμερική είναι χώρα χωρίς ιστορία, επομένως χωρίς μύθο που δίνει μεν ευκαιρίες, αλλά δεν συγχωρεί την αποτυχία. Ο Τέννεσση Ουίλλιαμς όχι μόνο τόλμησε ν’ αποτύχει αφού προηγουμένως πέτυχε, αλλά πρόσθεσε κι ένα κομμάτι μύθου στην ανύπαρκτη μυθολογία της.
«Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να φύγω από τη ζωή», έλεγε «και ποιος θα γράψει το τελευταίο μου κεφάλαιο» Το τελευταίο κεφάλαιο όμως κανείς δε μπορεί να το γράψει ο ίδιος.
Όλες οι ζωές είναι ανολοκλήρωτες, όσα κεφάλαια και να κλείσει κανείς το τελευταίο θα παραμείνει άγραφο ή μισοτελειωμένο.
Βοηθήματα:
περ. Διαβάζω, τχ, 139, 12/3/1986
Τέννεσση Ουίλλιαμς, σελ. 123-144 από το:
Μάριου Πλωρίτη, Πρόσωπα του Νεωτέρου Δράματος, εκδόσεις Γαλαξίας/ Ερμείας, 1978