«…να συντομευθεί η ομιλία δια της περικοπής των πολυσύλλαβων σε μονοσύλλαβες, καταργώντας και τα ρήματα και τις μετοχές, διότι στην πραγματικότητα όλα τα νοητά πράγματα είναι ονόματα ουσιαστικά». Σουίφτ
ΑΥΤΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
«Γεννήθηκα το 1903 στο Μοτιάρι της Βεγγάλης, δεύτερο τέκνο μιας οικογένειας Αγγλοϊνδών. Σπούδασα στο Ίτον, τα έτη 1917-21». Έτσι ξεκινά ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα ο Όργουελ το 1940, πριν ακόμη γράψει τα μεγάλα του μυθιστορήματα. Θεωρεί πως το Ίτον δεν έπαιξε «διαπλαστικό ρόλο» στη ζωή και την παιδεία του. Νωρίτερα σ’ ένα προπαρασκευαστικό σχολείο για τα παιδιά της ελίτ γνώρισε την λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος και την καταδίκασε σ’ ένα λίβελο που δε δημοσιεύτηκε τότε λόγω της οξύτητάς του.
«Δεν μπορεί κανείς να δείξει με χειρότερο τρόπο τη σκληρότητά του από το να τα στείλει ένα παιδί σε ένα σχολείο όπου όλα τα παιδιά είναι πλουσιότερα από αυτό».
«Από το 1922 έως το 1927 υπηρέτησα στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία στη Βιρμανία», συνεχίζει. Και παρακάτω εξηγεί πως αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε πια να υπηρετεί τον ιμπεριαλισμό, ενώ η υγεία του είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα. Ο Έρικ Μπλερ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, έπασχε από την εφηβεία του από φυματίωση και το υγρό κλίμα της Βιρμανίας ήταν ακατάλληλο γι αυτόν. Ένας τρίτος λόγος ήταν το ότι «είχα ήδη την αόριστη ιδέα, να αρχίσω να γράφω βιβλία». Πράγματι αμ’ έπος αμ’ έργον βάλθηκε να γράφει σύντομες ιστορίες και μυθιστορήματα «που κανείς δεν ήθελε να εκδώσει» στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε για ενάμιση χρόνο.
«…έζησα κάποια χρόνια αρκετά σκληρής φτώχειας, στα οποία δούλεψα μεταξύ άλλων, ως λαντζέρης […] διδάσκων σε φτηνά ιδιωτικά σχολεία», αλλά και σε ένα βιβλιοπωλείο στο Λονδίνο, το οποίο όμως απεχθανόταν. Πάντως αυτή η περίοδος τον έφερε κοντά στην αθλιότητα της ζωής των προλετάριων και της εργατικής τάξης λίγο αργότερα και του προσπόρισαν μια βαθειά εμπειρία που του χάρισε τα βιβλία «Οι Αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου» και τις «Φάμπρικες του Γουήγκαν».
«Η δουλειά στο ξενοδοχείο με δίδαξε την αληθινή αξία του ύπνου, όπως ακριβώς η πείνα μου ‘μαθε την αληθινή αξία του φαγητού. Ο ύπνος είχε πάψει να ‘ναι μια απλή φυσική ανάγκη, είχε γίνει κάτι το αισθησιακό, μια ηδονή και μια ανακούφιση».
«Γυμνοί και τρέμοντας απ’ το κρύο, στεκόμασταν στην αράδα στο διάδρομο. Δε μπορείτε να φανταστείτε τι κατάπτωση και απογοήτευση νιώθαμε και δείχναμε, στέκοντας εκεί πέρα κάτω απ’ το δίχως οίκτο φως του πρωινού». Αλλά παρά τη θλίψη και την συνειδητοποίηση των αδιεξόδων που γνώρισε κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια αυτή η αόριστη επιθυμία «να γράψει» να ευοδωθεί. Από το 1935 κι έπειτα ζούσε από τα γραπτά του. Άνοιξε κι ένα μαγαζάκι που έβγαζε ίσα ίσα τα έξοδά του, αλλά τον δίδαξε κάποια πράγματα για το εμπόριο.
ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΟΣ
«Η ζωή του», λέει ο Άρθουρ Καίστλερ το βιβλίο του οποίου «Το Μηδέν και το Άπειρο» είχε εγκωμιάσει εκείνος «ήταν μια αδιάκοπη σειρά εξεγέρσεων τόσο ενάντια στις συνθήκες της κοινωνίας γενικά, όσο και ενάντια στην προσωπική του δυστυχία». Σταθμοί των εξεγέρσεων αυτών ήταν: αστυνομικός στη Βιρμανία, αλήτης στο Λονδίνο, λαντζέρης στο Παρίσι, στρατιώτης στην Ισπανία. Όπου δεν πήγε με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες που υπηρέτησαν οι περισσότεροι αλλοδαποί αλληλέγγυοι των Δημοκρατικών αντιφασίστες, αλλά με την πολιτοφυλακή του ΠΟΥΜ για τέσσερεις μήνες ώσπου έφαγε μια σφαίρα στο λαιμό που επηρέασε τις φωνητικές του χορδές και έφυγε κυνηγημένος γιατί οι κομμουνιστές είχαν αρχίσει την εκκαθάριση του ΠΟΥΜ. Έγραψε στο «Πεθαίνοντας στην Καταλονία» για τα λάθη της δημοκρατικής κυβέρνησης, τον εμφύλιο ανάμεσα σε κομμουνιστές και αναρχικούς, την ανυπαρξία βοήθειας των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Η Βαρκελώνη έδωσε τ’ όνομά του σε μια πλατεία και σ’ ένα σάντουιτς που του άρεσε να τρώει στο παρακείμενο μπαράκι.
Κι έτσι γύρισε στην προσωπική του εξέγερση: στα βιβλία, τη δημοσιογραφία και στα λαχανικά-την αγροτοκτηνοτροφική ενασχόλησή του.
Το 1938 νοσηλεύεται για έξι μήνες σε σανατόριο εξαιτίας επιδείνωσης της φυματίωσής του και αναρρώνει για αρκετά μεγάλο διάστημα στο Μαρόκο.
Παίρνει ταυτότητα μέλους του Διεθνούς Εργατικού Κόμματος της Αγγλίας.
ΕΠΙΡΡΟΕΣ-ΟΦΕΙΛΕΣ
«Οι συγγραφείς που μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο και ποτέ δεν τους βαριέμαι είναι ο Σαίξπηρ, ο Σουίφτ, ο Φίλντινγκ, ο Ντίκενς, ο Σάμουελ Μπάτλερ, ο Ζολά, ο Φλομπέρ και μεταξύ των μοντέρνων συγγραφέων, ο Τζέιμς Τζόυς, ο Τ. Σ. Έλιοτ και ο Ντ. Χ. Λώρενς. Πιστεύω όμως ότι ο συγγραφέας που με έχει επηρεάσει περισσότερο είναι ο Σόμερσετ Μομ, τον οποίο θαυμάζω υπέρμετρα για την ικανότητά του να λέει μια ιστορία ευθέως και χωρίς περιττά λόγια».
Τον ευθύ αυτό και χωρίς αμφιλογία τρόπο τον βρίσκουμε και στις δικές του ιστορίες αλλά και τα δοκίμια.
Παρέλειψε ν’ αναφέρει τον Τολστόι και τον Κίπλινγκ που τον υπερασπίζεται παρά την πολιτική αντιδραστικότητά του.
«Να ο κόσμος στον οποίο προοριζόμαστε να κατρακυλήσουμε: ο κόσμος του μίσους και σλόγκαν. Πολύχρωμα πουκάμισα. Ξυρισμένα κεφάλια. Καουτσουκένια μαστίγια. Μυστικά κελιά όπου νύχτα- μέρα ανάβει το ηλεκτρικό φως. Ο αστυνομικός που αστυνομεύει ακόμα τον ύπνο μας. Και οι γιγαντοαφίσες με τα εκατομμύρια πλήθη που θαυμάζουν τον αρχηγό μέχρι λατρείας, ενώ παράλληλα διατηρούν γι αυτόν ένα θανάσιμο μίσος που φτάνει μέχρι την αηδία». Αυτό το απόσπασμα που προαναγγέλλει το «1984» περιέχεται σ’ ένα τελευταίο ‘ρεαλιστικό’ μυθιστόρημα σε σύγχρονο ντεκόρ και βουτηγμένο σε μια πραγματικότητα που έρχεται, γραμμένο την Άνοιξη του 1939 μετά την περιπέτεια της υγείας του με τίτλο «Βγαίνοντας στον καθαρό αέρα».
Σ’ ένα δοκίμιό του με τίτλο: «Ο Ουέλς, ο Χίτλερ και το παγκόσμιο Κράτος» [1941] επιτίθεται στον ειρηνισμό, την εχεφροσύνη και την αλαζονεία των Άγγλων παλιάς κοπής μέσω ενός κειμένου του Χ. Τζ. Ουέλς που δεν καταλαβαίνει ότι ο Χίτλερ ελαύνει να καταλάβει την Ευρώπη και πρέπει πρώτα να νικηθεί για να γίνει οτιδήποτε άλλο προτείνει ο ειρηνιστής άγγλος συγγραφέας.
ΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ-Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ
Τα δοκίμιά του κατά ένα τόμο περισσότερα από τα τρίτομα λογοτεχνικά του άπαντα είναι ρηξικέλευθα, καίρια, μαχητικά και μιλάνε για όλα τη λογοτεχνία και την πολιτική ως την κηπουρική ή το τι του αρέσει να τρώει ή να πίνει.
Δεν γίνεται δεκτός στο στρατό εξαιτίας της κλονισμένης υγείας του αλλά αρχίζει να γράφει ημερολόγιο μετά την Δουνκέρκη. Εντείνει την δημοσιογραφική του δραστηριότητα και γράφει δοκίμια για τον Σαίξπηρ, τον Τολστόι, τον Ντίκενς, τα εικονογραφημένα βιβλία, τις καρτ ποστάλ.
Τα χρόνια του πολέμου γίνεται λογοτεχνικός αρχισυντάκτης της σοσιαλιστικής Tribune και τακτικός συνεργάτης του Observer [από το 1943 ως το θάνατό του]. Την ίδια χρονιά γράφει ένα λεπτομερές σχέδιο που έχει τον τίτλο: «Ο τελευταίος άνθρωπος στην Ευρώπη» που δεν είναι άλλο από το «1984». Το 1944 κατορθώνει να ολοκληρώσει τη «Φάρμα των ζώων» που απορρίπτεται από τρεις μεγάλους εκδότες και πάνω που αποφασίζει αγανακτισμένος να το βγάλει με δικά του έξοδα βρίσκει εκδότη – αλλά για μετά τον πόλεμο. Υιοθετούν με τη γυναίκα του Αηλίν ένα αγόρι, αφού δεν έχουν δικό τους παιδί.
-
Ανταποκριτής στην Ελεύθερη Γαλλία. Γνωριμία με τον Χεμινγουέη στο Παρίσι. Θάνατος της γυναίκας του. Χριστούγεννα στο σπίτι του φίλου του Καίστλερ στην Ουαλία.
Ενώ συνεχίζει το «1984» γράφει δοκίμια για το αστυνομικό μυθιστόρημα το «ο Ληρ, ο Τολστόι κι ο τρελός», για βιβλία των Γκράχαμ Γκρην, Σαρτρ, Ουάιλντ και πολλά άλλα.
Το 1949 κυκλοφορεί το «1984». [Πρώτη έκδοση 25.000 αντίτυπα. Το 1983 11 εκατομμύρια αντίτυπα και 30 μεταφράσεις].
ΑΝΤΙΣΤΑΛΙΝΙΚΗ ΥΣΤΕΡΙΑ
Ο Όργουελ ενσαρκώνει όλα τα αντί- χαρακτηριστικά: αντι-ιμπεριαλιστής, αντι-αποικιοκράτης, αντι- κληρικαλιστής, αντι-σοβιετικός, αντι-σταλινικός.
Όλα αυτά τα [αντι] χαρακτηριστικά δεν θα μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε μια αρνητική στάση για την τύχη της ανθρωπότητας αλλά και για την ανθρώπινη μοίρα και να τον κάνουν να γράψει μια δυστοπία με κεντρικό ήρωα τον κύριο Ουίνστον Σμιθ- όταν συστήνεσαι μ’ αυτό το όνομα δεν μπορεί παρά να είσαι οποιοσδήποτε και να ζεις μέσα σε μια μάζα που χειραγωγείται αγόγγυστα από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που διαφεντεύει ο Μεγάλος Αδελφός και πίσω από το προσωπείο διακρίνεται καθαρά το πρόσωπο με το πυκνό μουστάκι, ο τότε Γ. Γ. του Κόμματος, η Αυτού Εξοχότης ο αιμοσταγής Ιωσήφ Στάλιν. Ο Ε. Μ. Φόρστερ λέει πως θα μπορούσε να είναι και ο Τσώρτσιλ, ο Τρούμαν ή και ο Γκάντι ή οποιοσδήποτε ηγέτης επιβάλλεται από την προπαγάνδα. Τα αντι-ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά τον οδηγούν και στη συγγραφή του έτερου αριστουργήματός του, της «Φάρμας των Ζώων». Ένα αλληγορικό έργο που ξεχειλίζει από σαρκασμό και όπου πρωταγωνιστούν τα ζώα, μερικά εκ των οποίων τα ισχυρότερα θέλουν να επιβληθούν στα πιο αδύναμα και να κάνουν ό, τι γουστάρουν σε αυτά.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ «1984»
Ο συγγραφέας του ”Κουρδιστού πορτοκαλιού” Άντονι Μπέρτζες είναι απ’ τους λίγους που έχει επιφυλάξεις αλλά και αιχμηρές αντιρρήσεις για το ”1984”. Και έχει τη γνώμη ότι δεν πρόκειται για προφητεία αφού έχει εντοπίσει πάρα πολλά πραγματικά σημεία που αναφέρονται στο βιβλίο και πιστεύει πως δεν αναφέρεται στο μέλλον αλλά στο παρελθόν. «Σε μια μεταπολεμική Αγγλία στην οποία μπολιάστηκαν κάποια αλλοπρόσαλλα πράγματα». Σε άλλο σημείο του κειμένου του αναφέρεται στην εργατική τάξη.
«Η εργατική τάξη είναι αδρανής, αμετάβλητη, ικανοποιημένη με τη φτηνή μπύρα, την πορνογραφία, την λοταρία του κράτους. (…) Δεν θα εξεγερθεί ποτέ, γιατί είναι τόσο αμαθής ώστε δεν μπορεί να συλλάβει μια φιλοσοφία της εξέγερσης ούτε διαθέτει επαρκή ιδανισμό για να οραματισθεί μια καλύτερη ζωή. Αυτό που θα έπρεπε να μας τρομάξει στο ”1984” δεν είναι ο Μεγάλος Αδελφός και η Αστυνομία της Σκέψης, αλλά η αποτυχία του Όργουελ να πάρει στα σοβαρά την εργατική τάξη. Το προλεταριάτο υπάρχει σε έναν κόσμο που δεν είναι ούτε ουτοπικός ούτε δυστοπικός – είναι απλώς ένας τόπος όπου η δουλειά είναι ανιαρή και όπου ανιαρές ηδονές απολαμβάνονται ανιαρά. Το τρομερό είναι ότι, αν και ελεύθερο, δεν καταλαβαίνει από ελευθερία. Είναι ελεύθερο, λόγου χάρη, να διαβάσει Σαίξπηρ αλλά προτιμά τις λαϊκές εφημερίδες τις οποίες το κόμμα αποκαλεί περιφρονητικά προλεταριο-τροφή. Στους διανοούμενους επιτρέπεται το διάβασμα αλλά σε μια ελεγχόμενη μορφή και σε μια γλώσσα που λέγεται Νεολέγειν. Αναπόφευκτα καθετί Σαιξπηρικό στον Σαίξπηρ εξαφανίζεται».
ΤΑ ΑΝΤΙ- ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ-Η ΚΑΤΑΔΟΣΗ
Πάντως αυτός ο μονομανής στόχος του Όργουελ, η Σοβιετική Ένωση, ο αντι-σταλινισμός και ο αντι-σοβιετισμός του τον οδήγησε, αφού μεταλλάχθηκε σε απέχθεια, να καταδώσει πρώην συντρόφους και φίλους σε μια Μυστική Υπηρεσία του Φόρειν Όφις. Από μια λίστα 135 ατόμων που ήταν ύποπτα για φιλοσοβιετισμό, υπέδειξε 38 εξ’ αυτών, για τα οποία είχε υποψίες ότι στρέφονταν εναντίον του καθεστώτος. Υπέδειξε, μεταξύ άλλων, τον ηθοποιό Μάικλ Ρεντγκρέιβ, τον Τσάρλιν Τσάπλιν, τον βιογράφο του Τρότσκι Ισαάκ Ντόιτσερ, τον συγγραφέα Τζον Μπόιντον Πρίστλευ, τον ιστορικό Ε.Χ. Καρ. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν φίλοι του. Η εφημερίδα Ντέιλι Τέλεγκραφ τον φωτογράφησε – όταν έγινε γνωστή αυτή ενέργεια – ως «σοσιαλιστικό ίνδαλμα που έγινε καταδότης».
Ο Όργουελ σ’ ένα δοκίμιό του για τον Σουίφτ αναγνωρίζει το αυθεντικό μίσος που τον διαπνέει γιατί διαπνέεται και ο ίδιος από όμοιας μορφής μισανθρωπία και προσωπική εχθρότητα, έχοντας απολέσει κάθε ελπίδα εισερχόμενος στην δαντική κόλαση. Και καταλήγει σ’ ένα πεσιμισμό τελείως ανάρμοστο για έναν επαναστάτη και αριστερό ουτοπιστή, αν και τα δύο του μεγάλα μυθιστορήματα είναι δυστοπίες, όχι ουτοπίες.
Μιλώντας για τον Σουίφτ ο Όργουελ, νιώθεις πως μιλά για τον εαυτό του ως συγγραφέα και για την δική του ευφυΐα αλλά και για τη δική του αρνητικότητα. Κι όταν λέει πως δεν θα βαρεθεί ποτέ τα βιβλία του εύχεται ενδόμυχα να μην βαρεθούν ποτέ κι οι αναγνώστες του και τα δικά του βιβλία.
Ο Άρθουρ Καίσλερ φτιάχνει ένα καίριο πορτραίτο του φίλου του:
«Ασυμβίβαστος και απόλυτα συνεπής στις ιδέες του ο Όργουελ φαινόταν μερικές φορές απάνθρωπος. Ένα είδος αυστηρής σκληρότητας πήγαζε από μέσα του που θα ‘λεγε κανείς ότι τη μίκραινε ανάλογα με την απόσταση αυτών που έκρινε: άσπλαχνος προς τον εαυτό του, αυστηρός προς τους φίλους του, αδιάφορος προς τους θαυμαστές του, συμπαθούσε υπερβολικά και λυπόταν ‘τα πλήθη των ανθρώπων των μεγαλουπόλεων με τα σκελετωμένα πρόσωπα, τα άσχημα δόντια μα, και με τους ευγενικούς τρόπους. Συμπαθούσε τους ανθρώπους που σχημάτιζαν ουρές μπροστά στα γραφεία εργασίας, τις ανύπαντρες γυναίκες που έτρεχαν με ποδήλατο μέσα στη φθινοπωρινή πρωινή ομίχλη για τη θεία μετάληψη’. Έτσι, όσο περισσότερο απομακρύνεται από το οικείο του περιβάλλον, τόσο πιο θερμές γίνονται οι ακτίνες της αγάπης του μοναχικού αυτού ανθρώπου. Τον εαυτό του ήταν ανίκανος να αγαπήσει και να τον ευσπλαχνιστεί. Η σκληρότητα που έδειχνε στον εαυτό του ήταν το κλειδί της προσωπικότητάς του. Η ίδια προσδιόρισε και τη στάση του προς τον εσωτερικό του εχθρό, την αρρώστια, που κατέστρεφε τα πνευμόνια του».
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Το 1949 παντρεύτηκε τη Σόνια Μπρόνγουελ την οποία είχε γνωρίσει στη σύνταξη του περιοδικού του Κόνολι Horizon όπου εργαζόταν. Έγινε δωρητής οργάνων στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Λονδίνου. Και ενώ αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να εισαχθεί σε ελβετικό σανατόριο πεθαίνει τον Γενάρη του 1950 σε ηλικία μόλις 46 ετών.
Μπορεί να μη μας έδωσε έναν καλύτερο κόσμο, αλλά δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε την άρνησή του σε κάθε μορφή καταπίεσης από άνθρωπο σε άνθρωπο. Μετά από τόσες εξεγέρσεις κατέληξε να μην είναι οπαδός καμιάς ορθοδοξίας, κανενός δόγματος.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
-Περ. Διαβάζω, τχ. 226, 15/11/1989
-περ. Χάρτης, τχ. 10, 2/1984
-Τζορτζ Όργουελ, οι Αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου, μτφρ. Δημ. Κωστελένου, Ελεύθερος Τύπος, 1978
-Τζορτζ Όργουελ, Ό,τι μου κάνει κέφι, δοκίμια για τη λογοτεχνία και την πολιτική, ανθολόγηση, Σταύρος Ζουμπουλάκης, μτφ. Οδυσσέας Πάππος, Μεταίχμιο, 2022
Ευχαριστούμε για το διαφωτιστικό άρθρο – αφιέρωμα.