Ο Πωλ Ντελβώ και ο Ίταλο Σβέβο
Ο Πωλ Ντελβώ (1897-1994) Βέλγος ζωγράφος με ακαδημαϊκές περγαμηνές, καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών των Βρυξελλών με επιρροές από τους μεταφυσικούς πίνακες του Ντε Κίρικο, τους ειρωνικούς πίνακες του Ένσορ και το τολμηρό χιούμορ και τα αινιγματικά σύμβολα του Μαγκρίτ άρχισε να ζωγραφίζει το 1935, όταν εγκατέλειψε τις νομικές σπουδές που είχε ξεκινήσει υπακούοντας τον πατέρα του.
Ο Ίταλο Σβέβο (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ettore Schmitz) [1861-1928] υπάκουσε κι αυτός στην επιθυμία του πατέρα του ν’ ακολουθήσει οικονομικές σπουδές και ν’ ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις. Γεννημένος στην Τεργέστη που τότε ανήκε στην Αυστρία, αφού έκανε τις σπουδές του στη Γερμανία-άλλωστε ήταν γερμανοεβραϊκής και ιταλικής καταγωγής- ενώ έγινε ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας ανακάλυψε την κλίση του στο γράψιμο. Το αριστούργημά του είναι «η Συνείδηση του Ζήνωνα» [1923]. Έγραψε ακόμα το «Γέρασμα» [1896], το «Μια Ζωή» κ. ά. Υπήρξε φίλος και προστατευόμενος του Τζόυς. Όπως και του ποιητή Ευγένιου Μοντάλε.
Ο Σβέβο διχασμένος ανάμεσα σε δύο κουλτούρες και δύο εντελώς διαφορετικές δουλειές ήταν κατά βάθος ένας εσωστρεφής χαρακτήρας, όπως κι ο λιγομίλητος Ντελβώ και έβρισκε την κοινωνικότητά του όταν χρειαζόταν ν’ ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις του κρατώντας την άλλη του ιδιότητα στη σιωπή του γραφείου του.
Κι οι δυο είχαν ψυχαναλυτικά ενδιαφέροντα κι ήταν μοντερνιστές.
Ο Ντελβώ αναμείχθηκε με τον σουρεαλισμό χωρίς ποτέ να προσχωρήσει επίσημα σ’ αυτόν δημιουργώντας έναν πολύ κλειστό προσωπικό κόσμο που πλησίαζε περισσότερο στον μαγικό ρεαλισμό.
Ο Σβέβο αν και ρεαλιστής κατά βάσιν χρησιμοποίησε μακροπερίοδο λόγο με πολλές συνειρμικές παρεκβάσεις κι ένα είδος μάλλον συγκρατημένου εσωτερικού μονολόγου.
Η τέχνη του ζωγράφου
Ο Ντελβώ από τη μεριά του κατεχόταν από ένα μάλλον καταπιεσμένο ερωτισμό που χαρακτηρίζει κατά κύριο λόγο τους πίνακές του, στους οποίους εμφανίζονται γυναίκες νεαρής ηλικίας σ’ ένα σκηνικό αρχαιοπρεπές αρχαιοελληνικό και ρωμαϊκό, οι οποίες όταν δεν είναι γυμνές φορούν εσθήτες βικτωριανής αισθητικής, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, αλλά ούτε με τους ντροπαλούς κι απόμακρους άντρες, μάλλον σπουδαστές που μελετούν βιβλία ή εφημερίδες χωρίς να ενδιαφέρονται γι αυτές. Το σύνολο είναι ονειρικό, μάλλον ψυχρό, παράξενα ποιητικό και τα ετερόκλητα στοιχεία δένουν θαυμάσια μεταξύ τους. Σ’ αυτόν τον περίκλειστο, αδιάφορο κόσμο που έχει θεατρικό στήσιμο όλοι θαρρείς υπνοβατούν. Οι πίνακες παρ’ όλα αυτά δεν είναι εντέλει ψυχροί εξαιτίας των χρωμάτων τους: μπλε, γαλάζιο, κόκκινο, ώχρες, φυσικό ‘σάρκινο’ για τα σώματα, μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο για τα νυχτερινά του. Είναι το κυρίαρχο χρώμα που έχει κι η σειρά με τους σταθμούς των τρένων που είναι εντελώς άδειοι ή έχουν ένα κοριτσάκι που βλέπουμε την πλάτη του, ή ένα δυσανάλογο σε μέγεθος γυναικείο προφίλ. Πάντως, βασιλεύει η ησυχία κι η αδειοσύνη της νύχτας. Αλλά σ’ αυτή τη νύχτα δεν πετούν ούτε κρώζουν δυσοίωνα πουλιά ούτε αναμένονται παρόμοια γεγονότα. Οι σταθμοί είναι έρημοι, σιωπηλοί, χωρίς μέλλον, θαρρείς.
Το αισθηματικό ταξίδι του συγγραφέα
Από αυτούς τους σταθμούς, στατικούς κι εγκαταλειμμένους σαν ακίνητα καρέ κινηματογραφικής ταινίας εποχής ξεκινά ο Ίταλο Σβέβο το αισθηματικό ταξίδι του-αναφορά στο ομότιτλο ημιτελές μυθιστόρημα του συγγραφέα του αριστουργηματικού «Τρίστραμ Σάντι» Λώρενς Στερν- όπου ο γηραιός κύριος Άγιος-λατινική μεταγραφή της ελληνικής λέξης- ταξιδεύει από το Μιλάνο στην Τεργέστη.
«Με διακριτική βιασύνη ο κύριος Άγιος απομακρύνθηκε από τη γυναίκα του και επιταχύνοντας το βήμα φρόντισε να χαθεί μέσα στο πλήθος που όλο και πύκνωνε στην είσοδο του σταθμού. (…) Βρισκότανε, είναι η αλήθεια, σ’ ένα χώρο όπου όλοι είναι βιαστικοί και δε διαθέτουν χρόνο ούτε για να παρατηρήσουν το διπλανό τους, ούτε καν για να γελάσουν εις βάρος του. Όμως ο κύριος Άγιος αισθανότανε ότι είχε αρχίσει να πλάθει μέσα του αυτόν τον διπλανό του, ο οποίος τον περιγελούσε. Κι ολάκερο το είναι του μεταμορφωνότανε σ’ αυτόν το διπλανό».
Ο κύριος Άγιος απομακρύνεται πρώτη φορά από τη σύζυγό του για λίγες μόλις μέρες ώσπου κι εκείνη να τον συναντήσει. Κάθε κεφάλαιο έχει για τίτλο έναν ενδιάμεσο σταθμό και τον επόμενο.
‘Τώρα έπρεπε να προσπαθήσει να εξασφαλίσει μια θέση. Δεν ήταν εύκολο, γέρος άνθρωπος, να κινείται πάνω κάτω στο διάδρομο την ώρα που το τρένο έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, αναπηδούσε κι έπαιρνε με τέτοιον τρόπο τις στροφές, που ‘κανε το σώμα να αισθάνεται μια ακατανίκητη έλξη μια προς τη μια και μια προς την άλλη. (…) Με μιας βρέθηκε αντιμέτωπος με την πρώτη αισθηματική περιπέτεια. Μια χαριτωμένη νεαρή παραμέρισε, κάνοντάς του χώρο, μέχρι του σημείου που της το επέτρεπε το διαχωριστικό. Ο κύριος Άγιος την κοίταξε μ’ ένα υποτιθέμενο πατρικό χαμόγελο, αναλογιζόμενος, ωστόσο, πως δεν θα ‘ταν κι άσχημα αν μέσα στην όλη αναταραχή, στο στενό εκείνο χώρο, είχε κατά λάθος πέσει πάνω της. Όμως η κίνηση του τρένου, σχεδόν σαν να ‘γινε επί τούτου, τον καθήλωσε στο αντικρινό διαχωριστικό. Συνέχισε να χαμογελά στη δεσποινιδούλα που τον κοιτούσε ανήσυχη με κείνα τα μεγάλα, γαλάζια μάτια της, γεμάτη φόβο μη τυχόν και καταλήξει πάνω της αυτός ο παχύς και ασταθής άντρας».
Αφού βολεύτηκε στο κάθισμά του και πριν φθάσουν στη Βερόνα ο κύριος Άγιος άρχισε ν’ αναλογίζεται γεγονότα της ζωής του ταξιδεύοντας αντίθετα από την κατεύθυνση του τρένου-προς τα πίσω κι αντί για τους σταθμούς, αυτός χρησιμοποιούσε μηχανικά σχεδόν τους κόμβους των συνειρμών του.
Σημείωσε τα τελευταία λόγια που άκουσε:
”Η ασθένεια έχει τις πρωταρχικές της ρίζες σ’ ένα ηθικό τραύμα που επιδέχεται το άτομο κατά το στάδιο μιας πρώιμης βρεφικής ηλικίας, και του οποίου τη μνήμη απωθεί, προκειμένου να μην υποφέρει εξαιτίας του. Για να έχει ουσιαστική σημασία ένα τέτοιου είδους τραύμα θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει επέλθει κατά την πρώιμη βρεφική ηλικία”.
Αυτούσια τα λόγια του Φρόυντ από ένα κείμενο του 1818, το οποίο γνώριζε ο κύριος Άγιος και μιλούσε για την προέλευση και την ίαση των νευρικών ασθενειών μετά από ψυχανάλυση. Έτσι το μυαλό του στράφηκε μοιραία στην ερμηνεία και την κατανόηση αυτού του ψυχαναλυτικού αποσπάσματος.
Τα εξωτερικά ερεθίσματα δίνουν αφορμές για τη συνέχιση του εσωτερικού ταξιδιού που διακόπτεται από το κάπνισμα ενός πούρου και μια συζήτηση για το κάπνισμα.
«Ο κύριος Άγιος υπέστη τη διακοπή δίχως εκνευρισμό. Τώρα, εκείνος βρισκότανε ήδη με το νου του σ’ ένα μικρό μέρος (…) ένα μέρος που για κείνον, που τύχαινε να βρίσκεται για πρώτη φορά (…) δεν έμοιαζε διόλου φριουλάνικο ούτε καν ιταλικό. Οι λοξές σκεπές των σπιτιών, σχεδόν κάθετες με το έδαφος, ταίριαζαν μάλλον σε σπίτια βορειότερων περιοχών. Ο κύριος Άγιος δε θυμόταν λεπτομέρειες, αλλά θυμόταν την όλη εικόνα του μέρους: χαρούμενο και τακτοποιημένο, με μπόλικο ιταλικό χρώμα πάνω στο γοτθικό σχεδόν περίγραμμα. Πλάι του ο ζωγράφος κοιτούσε με τα μάτια μισόκλειστα κι αμφότεροι μοιράζονταν το θαυμασμό του, την πλέον ενδότατη ανθρώπινη επικοινωνία. Εκεί υπήρχε κι ένα εκπληκτικό ρυάκι με τα γαλανά νερά του που βάθαιναν κατά τόπους, πέφτοντας ορμητικά απ’ το βουνό, γεμάτα δροσιά και ζωντάνια. Όλα αυτά ο κύριος Άγιος τα απέκρυψε σιωπώντας».
«Και τώρα, κάνοντας μια αναδρομή στα παλιά και κοιτάζοντας πίσω έμοιαζε παντελώς ακίνητος σαν σε φωτογραφία. Φαίνεται πως η ανάμνηση δεν αποτελεί πραγματική πράξη. Η ανάμνηση υποβάλλει τα πράγματα σε ακινησία. Όποιος θυμάται κι όποιος γίνεται αντικείμενο ανάμνησης ακινητοποιείται.»
Και θαρρείς πως και το τρένο είναι ακινητοποιημένο συμβαδίζοντας με τον ακίνητο κύριο Άγιο και τους χωρίς μέλλον σταθμούς του Ντελβώ. Σαν το σταθμό του Μπουαφόρ όπου ζούσε ο Ντελβώ και τον ζωγραφίζει τόσο ρεαλιστικά που μπορείς να τον αναγνωρίσεις αν τον έχεις επισκεφτεί. Στο βάθος στο στενό σημείο της προοπτικής το πίσω μέρος ενός τρένου με τα στενόμακρα παράθυρα, δεξιά τα κτίσματα του σταθμού και το σταθμαρχείο. Σε πρώτο πλάνο οι ράγες κι επάνω μια ελλειπτική ίνα, το φεγγάρι στο γαλάζιο περιβάλλον του.
« Ο αναστεναγμός αποτελεί τον πιο οικείο ήχο που θα μπορούσε να απευθύνει ένας άνθρωπος σ’ έναν άλλο. Τον αντιλαμβάνεται κανείς ευθύς αμέσως. Είναι πιο εύληπτος και απ’ τις ίδιες τις λέξεις, αφού ξεφεύγει απ’ τον ίδιο τον οργανισμό που τον παράγει και τον εξαπολύει, όπως κάνει και με τις υπόλοιπες λειτουργίες. Έτσι, ο πνεύμονας αναπνέει και η καρδιά χτυπάει και ο ήχος του αναστεναγμού πάει κατευθείαν στην καρδιά των άλλων που κι αυτοί γνωρίζουν πολύ καλά τον τρόπο της δημιουργίας του και γι’ αυτό και τον αντιλαμβάνονται».
Σ’ ένα σταθμό τραβάει την προσοχή του ένα κοριτσάκι κι οι γονείς του και μάλλον τους συναντάει μέσα στο τρένο αργότερα, αλλά δεν είναι σίγουρος και πασκίζει να καταλάβει αν είναι οι ίδιοι ή άλλοι. Ωστόσο, όσο το τρένο τρέχει προς τη Βενετία απολαμβάνει την εξής σκηνή:
«Η μικρούλα κοίταζε την εξοχή που τους προσπερνούσε και για μερικά λεπτά παρέμεινε εντελώς σιωπηλή. Στη συνέχεια κόλλησε τελείως το πρόσωπό της στο τζάμι κι ο κύριος Άγιος χαμογέλασε γιατί κατάλαβε ότι το ‘κανε για να δει καλύτερα. Μετά από λίγο γύρισε προς τον πατέρα της μυξοκλαίγοντας: ”Θέλω να γλέπω”.»
Εδώ η σύμπτωση με την εικόνα είναι καταπληκτική: το κοριτσάκι πλάτη προς εμάς ολοζώντανο, με μακριά ξανθά μαλλιά στην δεξιά άκρη της εικόνας βλέπει, υποθέτουμε μαγεμένο, το σκηνικό με τη γέφυρα που συνδέει τα κτίσματα του σταθμού και το ακίνητο τρένο ενώ δεσπόζει περήφανη η πανσέληνος.
«Δεν έπρεπε όμως να κάνει το παραμικρό λάθος, γιατί τα λάθη που κάνουμε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είναι ανεπανόρθωτα. Τα πρόσωπα που συναντάμε δε τα συναντάμε ποτέ ξανά και γι’ αυτό δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα να επανορθώσουμε».
Αλλά συνήθως αυτά είναι τα λάθη που κάνουμε συχνότερα.
Μερικές σελίδες μετά, ο κύριος Άγιος κοιμήθηκε του καλού καιρού. Αυτό ήταν το λάθος του. Γιατί ο τελευταίος συνομιλητής του που του είχε αφηγηθεί μια περίπλοκη ιστορία βρήκε την ευκαιρία να του κλέψει το πορτοφόλι.
Όταν ξύπνησε είχε πια φθάσει στον προορισμό του.
Το μισοτελειωμένο ταξίδι
«Έχε γεια αίσθημα της ελευθερίας του ταξιδιού (…) Εκείνος δε θυμότανε ούτε τα σύννεφα, ούτε τα σκυλιά, ούτε καν τις όμορφες γυναίκες, ή τις βουνοκορφές που αποτελούσαν προσφιλή συντροφιά στο ταξίδι του. Στο σταθμό της Τεργέσ»
Έτσι απότομα χωρίς να ολοκληρώσει καν την πόλη τελειώνει αυτό το σύντομο αισθηματικό ταξίδι κι έτσι κάπως απότομα χωρίς συμπέρασμα τελειώνουμε και μεις αφού απολαύσαμε μαζί σας το ταξίδι.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα αποσπάσματα προέρχονται από το «Σύντομο αισθηματικό ταξίδι του Ίταλο Σβέβο σε μετάφραση: Ήβη Καζαντζή, εκδόσεις Σοκόλη, 2007