Στη σκιά του καταφρονεμένου έρωτα
Απ’ το γραφείον όπου είχε προσληφθεί
σε θέσι ασήμαντη και φθηνοπληρωμένη
(ώς οκτώ λίρες το μηνιάτικό του: με τα τυχερά)
(…)
Εχάζευε στον δρόμο, και στες πτωχικές
παρόδους που οδηγούσαν προς την κατοικία του.
Περνώντας εμπρός σ’ ένα μαγαζί μικρό
όπου πουλιούνταν κάτι πράγματα
(…)
Ρωτούσε για την ποιότητα των μαντιλιών
και τί κοστίζουν· με φωνή πνιγμένη,
σχεδόν σβησμένη απ’ την επιθυμία.
Κι ανάλογα ήλθαν οι απαντήσεις,
αφηρημένες, με φωνή χαμηλωμένη,
με υπολανθάνουσα συναίνεσι.
Όλο και κάτι έλεγαν για την πραγμάτεια — αλλά
μόνος σκοπός: τα χέρια των ν’ αγγίζουν
επάνω απ’ τα μαντίλια· να πλησιάζουν
τα πρόσωπα, τα χείλη σαν τυχαίως·
μια στιγμιαία στα μέλη επαφή.
Γρήγορα και κρυφά, για να μη νιώσει
ο καταστηματάρχης που στο βάθος κάθονταν.
Το ποίημα αυτό με τίτλο ”Ρωτούσε για την ποιότητα” που έγραψε το 1930 ο Κ.Π. Καβάφης (1863-1933) περιστρέφεται γύρω από την ομοφυλοφιλία του.
Το 1966 ο Νταίηβιντ Χώκνεϋ (1937-) φιλοτέχνησε γι’ αυτό το ποίημα και άλλα δεκατρία, ισάριθμα χαρακτικά. Εκτός από ζωγράφος ο Χώκνευ υπήρξε και εξαίρετος γραφίστας αν και έλεγε: ”Δεν είμαι χαράκτης, είμαι ζωγράφος που ασχολείται με μερικά χαρακτικά”, γιατί τα έργα που φιλοτέχνησε ανάμεσα στις δεκαετίες ‘60 – ‘70 τον καθιστούν έναν από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες που συνέβαλαν στην τέχνη της χαρακτικής στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Με αμείωτο ενδιαφέρον επιδίδεται διαρκώς σε πειραματισμούς, σε νέα μέσα και εξελίσσεται. Καταφέρνει να μη μείνει για πολύ δέσμιος της Pop – Art η οποία εμφανίστηκε σαν ένα αντι-ακαδημαϊκό κίνημα, αλλά μετά από κάποια χρόνια άρχισε να εκφυλίζεται.
Το έργο του διαπνέεται από έντονο ομοφυλοφιλικό περιεχόμενο το οποίο φρόντιζε να προβάλει διαρκώς, δεδομένου μάλιστα ότι οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών έπαψαν να αποτελούν ποινικό αδίκημα στη Βρετανία μόλις το 1967.
Αντίθετα με τον Καβάφη που ήταν υποχρεωμένος να κρύβει την σεξουαλική του ιδιαιτερότητα πίσω από το προσωπείο ενός σοβαρού αστού.
Δεν γνωρίζουμε αν ποιήματα, όπως αυτό που παραθέσαμε, είναι αυτοβιογραφικά, ημι-αυτοβιογραφικά ή σκηνές που είδε κατά την διάρκεια της περιπλάνησής του στην Αλεξάνδρεια – πράγμα που είναι και το πιθανότερο.
Πάντως τα ποιήματά του, ιδίως τα ομοφυλοφιλικά, είναι πλημμυρισμένα από εικόνες, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, διαδοχικές, πράγμα που φαίνεται πως ο Χώκνευ έλαβε υπόψη του. Στην απόφασή του να δημιουργήσει δικές του εικόνες πάνω σε ποιήματα του Καβάφη, έπαιξε σημαντικό ρόλο ότι οι εικόνες αυτές και τα ποιήματα είχαν ομοφυλοφιλικό χαρακτήρα.
Απ’ τες δεκάμισι ήτανε στο καφενείον,
και τον περίμενε σε λίγο να φανεί.
Πήγαν μεσάνυχτα — και τον περίμενεν ακόμη.
Πήγεν η ώρα μιάμιση· είχε αδειάσει
το καφενείον ολοτελώς σχεδόν.
(…)
Τον εξαντλούσε η τόση αναμονή. Γιατί
κιόλας μονάχος όπως ήταν για ώρες, άρχισαν
να τον καταλαμβάνουν σκέψεις οχληρές
της παραστρατημένης του ζωής.
Μα σαν είδε τον φίλο του να μπαίνει — ευθύς
η κούρασις, η ανία, οι σκέψεις φύγανε.
Ο φίλος του έφερε μια ανέλπιστη είδησι.
Είχε κερδίσει στο χαρτοπαικτείον εξήντα λίρες.
Τα έμορφά τους πρόσωπα, τα εξαίσιά τους νειάτα,
η αισθητική αγάπη που είχαν μεταξύ τους,
δροσίσθηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν
απ’ τες εξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου.
Κι όλο χαρά και δύναμις, αίσθημα κι ωραιότης
πήγαν — όχι στα σπίτια των τιμίων οικογενειών τους
(όπου, άλλωστε, μήτε τους θέλαν πια):
σ’ ένα γνωστό τους, και λίαν ειδικό,
σπίτι της διαφθοράς πήγανε και ζητήσαν
δωμάτιον ύπνου, κι ακριβά πιοτά, και ξαναήπιαν.
Και σαν σωθήκαν τ’ ακριβά πιοτά,
Και σαν πλησίαζε πια η ώρα τέσσερες,
στον έρωτα δοθήκαν ευτυχείς.
Ο Χώκνεϋ ήταν γεμάτος ζωντάνια, εξωστρέφεια, ανεμελιά. Η προσωπικότητά του τον κατέστησε αναγνωρίσιμη περσόνα, ακόμα και πέρα από το φιλότεχνο κοινό.
Αντίθετα ο Καβάφης δεν ήταν ούτε ανέμελος ούτε χαμογελαστός. Ήταν εξαιρετικά διστακτικός και πρόσεχε να μη φανεί οτιδήποτε θα τον εξέθετε στην ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας, η οποία τότε ανθούσε.
Ο Χώκνεϋ προκειμένου να φανταστεί την ατμόσφαιρα στην οποία έζησε ο ποιητής τη δεκαετία του ΄30 ταξίδεψε το Γενάρη του 1966 στη Βηρυτό, η οποία παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια της εποχής του Καβάφη.
”Ήθελα να εξαλείψω το φορμαλισμό από τους τελευταίους πίνακές μου. Αποφάσισα τώρα να σταματήσω να ζωγραφίζω για λίγο και να κάνω μερικά έργα χαρακτικής”.
Επέλεξε, λοιπόν, 14 ποιήματα και επικεντρώθηκε στην απλή γραμμή και χάραξε απευθείας σε χαλκό 20 περίπου γραμμικά σχέδια που τελικά εκδόθηκαν το 1967 από τις εκδόσεις Alecto. Δύο από αυτά απεικονίζουν τον ίδιο τον Καβάφη, σχεδιάστηκαν στη Βηρυτό και κοσμούν κάποιες πολυτελείς εκδόσεις της συλλογής, η οποία εκτέθηκε αρκετές φορές. Στην Ελλάδα εκτέθηκαν μαζί με άλλα χαρακτικά του στο Μουσείο Μπενάκη το καλοκαίρι του 2005.
Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.
Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν — πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.
Σε όλη του τη ζωή ο Καβάφης εργάζεται σε δουλειές άσχετες με την ποίηση. Στην αρχή, στο χρηματιστήριο, έπειτα στην υπηρεσία Αρδεύσεων. Καθώς ζει μακριά απ’ την Αθήνα αργεί να γίνει γνωστός στους λογοτεχνικούς της κύκλους παρά το ότι τον προσέχει σχετικά νωρίς, το 1902, ο Ξενόπουλος.
Αντίθετα, ο Χώκνεϋ έγινε διάσημος απ’ τα εικοσιπέντε του χρόνια. Στα χρόνια που σπούδαζε ζωγραφική συνάντησε τον Kitaj, θαυμαστή της εικονιστικής τότε ποίησης του Έζρα Πάουντ, ο οποίος τον κατηύθυνε στην λογοτεχνία. Διάβασε νωρίς Προυστ, αλλά χρειάστηκε να επανέλθει για να τον κατανοήσει. Μερικά χρόνια αργότερα σε μια από τις παραλλαγές πορτραίτου των γονιών του, στο οποίο κάθονται αντικριστά, έχει ζωγραφίσει επάνω στο τραπεζάκι που μεσολαβεί ανάμεσά τους, τους τόμους του ”Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο”. Το εμβληματικό αυτό έργο που είναι γεμάτο με εικόνες, αναμνήσεις, τόπους, μυρωδιές, συγκινήσεις, τις οποίες ο αφηγητής συνεχώς αναμοχλεύει, το είχε διαβάσει και ο Καβάφης.
Ο Χώκνεϋ ζωγράφισε τοπία ξένων χωρών, όμορφους ανθρώπους που ερωτεύονται, που κάνουν σεξ, αλλά και εμπνεύστηκε από σημαντικά γεγονότα της ζωής του. ”Ζωγραφίζω αυτό που μου αρέσει, όποτε μου αρέσει”, επαναλάμβανε. Από το ”Περιμένοντας τους βαρβάρους” εμπνεύστηκε ένα πίνακα με τίτλο ”Μια μεγαλειώδης παρέλαση αξιωματούχων κατά τον ημι – αιγυπτιακό τρόπο”.
Αυτή ήταν και η πρώτη του επαφή με το καβαφικό έργο.
Νωρίτερα επηρεάστηκε από την ποίηση του ελευθεριακού Ουόλτ Ουίτμαν:
Εμείς τα δυο αγόρια γατζωμένα μαζί
ο ένας τον άλλο δεν αφήνουμε…
οπλισμένοι κι ατρόμητοι, τρώμε, πίνουμε,
κοιμόμαστε, αγαπιόμαστε.
Η ποίηση του Ουίτμαν αν και διαφορετική από εκείνη του Καβάφη έχει κοινό τόπο την ομοφυλοφιλία. Ωστόσο, ο Ουίτμαν είναι δεμένος άρρηκτα με τη φύση, ενώ ο Καβάφης είναι ο ποιητής της κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας. Ο Χώκνεϋ, που κατά κάποιο τρόπο συμπληρώνει την τριάδα, είναι περισσότερο καλλιτέχνης του άστεως παρά της φύσης αν και έχει φιλοτεχνήσει άπειρα τοπία στα οποία απουσιάζουν τα πρόσωπα, όπως και το αντίθετο.
την εμορφιά των ανωμάλων έλξεων
με τα ιδεώδη χείλη του που φέρνουνε
την ηδονή εις αγαπημένο σώμα·
με τα ιδεώδη μέλη του πλασμένα για κρεβάτια
που αναίσχυντα τ’ αποκαλεί η τρεχάμενη ηθική.
Η κοινωνική απόρριψη πάντα καραδοκούσε – ιδίως στην εποχή του Καβάφη. Αλλά και ο Χώκνεϋ χρειάστηκε να επιμείνει για να επιβάλλει αυτό το ιδιαίτερο σεξουαλικό γούστο που οι κοινωνίες αρνούνται να δεχτούν μετατρέποντας τους φορείς του σε αποδιοπομπαίους τράγους.
Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.
Γιατί ήθελε — είπ’ εκείνος — ήθελε να σωθεί
απ’ την στιγματισμένη, την νοσηρά ηδονή·
απ’ την στιγματισμένη, του αίσχους ηδονή.
Ήταν καιρός ακόμη — ως είπε — να σωθεί.
Ο Καβάφης, το 1932, έπαθε καρκίνο του λάρυγγα, ήρθε στην Αθήνα και στο νοσοκομείο τον επισκέφθηκαν Έλληνες λόγιοι. Υποβλήθηκε σε τραχειοτομία. Ήταν τραγικό, δε μπορούσε πια να μιλήσει. Διάβαζε μόνο αστυνομικά μυθιστορήματα. Γυρίζοντας στην Αλεξάνδρεια μεταφέρθηκε στο Ελληνικό Νοσοκομείο. Δούλεψε το τελευταίο του ποίημα και όταν είδε μια μικρή βαλίτσα που του είχαν φέρει έβαλε τα κλάματα, πήρε ένα χαρτί κι έγραψε: ”Αυτή τη βαλίτσα την αγόρασα πριν τριάντα χρόνια, ένα βράδυ βιαστικά για να πάω στο Κάιρο, για διασκέδαση. Τότες ήμουν υγιής, νέος και όχι άσχημος”.
Ήταν φανερό πως ο ποιητής ήταν πια στα τελευταία του γι’ αυτό του έφεραν χωρίς να τον ρωτήσουν τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας για να τον μεταλάβει. Εκείνος στην αρχή αρνήθηκε, θύμωσε μάλιστα και επέμενε πως δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Ωστόσο, στο τέλος υπέκυψε αν όχι στους γύρω του αλλά ”μάλλον στην ιδέα πως θα ήταν άτοπο, καθόλου καθώς πρέπει, να μη δεχτεί έναν Πατριάρχη της μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας. Όταν ο ιεράρχης μπήκε στο δωμάτιο βρήκε ένα Καβάφη, καθιστό, κατανυκτικό, μ’ ένα πρόσωπο σοβαρό και πρόθυμο να εκτελέσει όλους τους τύπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, αφηγείται ο Ι. Α. Σαρεγιάννης. Αυτός ήταν ο Καβάφης. Λίγες μέρες αργότερα την ημέρα των γενεθλίων του, Σάββατο 29 Απριλίου, πέθανε από συμφόρηση στις 2 το πρωί και κηδεύτηκε την ίδια μέρα στις 4 το απόγευμα.
Ο Χώκνεϋ ενώ έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής και της τέχνης του στην Καλιφόρνια αν και Άγγλος, τις μέρες αυτές της εξάπλωσης του κορονοϊού προτίμησε να μετακομίσει στη Νότια Γαλλία.
Η ποίηση του Καβάφη σε πρώτη ματιά φαίνεται απλή, εύκολα προσβάσιμη, σχεδόν απλοϊκή, αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν συμβαίνει αν κάποιος εντρυφήσει σ’ αυτήν.
Από την άλλη η ζωγραφική του Χώκνεϋ μοιάζει αφελής και εύκολη, αλλά κάτι τέτοιο είναι απατηλό και όπως ο ίδιος ισχυρίζεται: ”Υποθέτω ότι παρόλο που οι άνθρωποι θεωρούν τα έργα μου δημοφιλή, συνήθως χρειάζονται αρκετό χρόνο για να κατανοήσουν τι ακριβώς κάνω, για να καταλάβουν τι εξερευνώ, και ότι δεν είναι απλώς κάτι τρελό, αλλά κάτι που γεννιέται μέσα από κάτι άλλο και θα εξελιχθεί πάλι σε κάτι άλλο”.
Βοηθήματα:
1)David Hockney, Λέξεις και εικόνες, Χαρακτικά από τη Συλλογή του Britich Council, μουσείο Μπενάκη 2005.
2)Κ.Π.Καβάφη, Άπαντα Ποιητικά, εκδόσεις Ύψιλον/Βιβλία, 1999.