You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Όνειρα Ονείρων – Αρτεμίδωρος-Φρόυντ, Μαξ Έρνστ, Περέκ, Μπρετόν, Σεφέρης

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Όνειρα Ονείρων – Αρτεμίδωρος-Φρόυντ, Μαξ Έρνστ, Περέκ, Μπρετόν, Σεφέρης

”Είμαστε φτιαγμένοι απ’ των ονείρων την ουσία. Τη ζωή μας ο ύπνος κυβερνάει”  Σαίξπηρ                                                                                                                                                 

 

.”Τα λόγια των ονείρων είναι αμετάφραστα”  Σεφέρης

 

ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΙΚΆ

 

Από την εποχή του Αρτεμίδωρου, οι άνθρωποι έθεταν δύο ερωτήματα γύρω από το όνειρο. Το πρώτο που τους απασχολούσε ήταν πώς παράγεται ”ποια δηλαδή είναι η σωματική αιτία του, και πώς ερμηνεύεται, τι σημαίνει το όνειρο, αφού αποκρυπτογραφηθεί, για το μέλλον αυτού που το ονειρεύτηκε”.(1)

Έτσι πίστευαν οι άνθρωποι στην αρχαιότητα πως τα όνειρα προβλέπουν το μέλλον. Έτσι πίστευε και μια γριά σ’ ένα κείμενο του Σεφέρη για τον Αρτεμίδωρο. Προχωρούσε, λέει, σα χαμένη μ’ ένα κουρελιασμένο βιβλίο στο ένα χέρι και ένα πυθαράκι μέλι στο άλλο και είπε σε κείνον που έδωσε το πυθαράκι με το  μέλι «’πάρε το μέλι μου, παιδί μου και εσύ άμα γυρίσεις στην Αθήνα, να μου στείλεις ένα καινούργιο ονειροκρίτη, τούτον εδώ τον είχα σ’ όλη μου τη ζωή. Χάλασε και δεν διαβάζεται πια». [2]

Έτσι πίστευε και ο πατέρας μου πριν  περπατήσει πάνω στην παγωμένη λίμνη, όταν αυτή άρχισε να παρουσιάζει ρωγμές και κείνος άρχισε να βουλιάζει. Το βάρος του βλέπεις ήταν υπερβολικό. Ήταν το βάρος ενός σπουδαίου ανθρώπου. Τέτοιοι είναι αυτοί που πιστεύουν στα όνειρα, είτε όπως τα εξηγεί ο Αρτεμίδωρος είτε όπως τα ερμηνεύει ο Ζίγκμουντ Φρόυντ.

Στο βιβλίο του «Η ερμηνεία των ονείρων», υποστηρίζει:

«Η εκτίμηση των αρχαίων λαών προς το όνειρο είναι θεμελιωμένη σε μια σωστή ψυχολογική διαίσθηση και εκφράζει το σεβασμό τους για το αδάμαστο και ακατάλυτο στην ανθρώπινη ψυχή, το ”δαιμονικό”, που παράγει την ονειρική επιθυμία και που το ξαναβρίσκουμε να λειτουργεί στο ασυνείδητό μας». Αλλά λόγω της κυριαρχίας του θετικισμού, στα τέλη του 19ου αιώνα το βιβλίο πέρασε απαρατήρητο. Αρκετά χρόνια αργότερα, όμως, έσκασε σαν βόμβα στα θεμέλια του ορθολογισμού. Μόνο που τώρα πια ο Φρόυντ προσπαθούσε να ερμηνεύσει το όνειρο με τρόπο επιστημονικό ψάχνοντας με το κλεφτοφάναρό του στις κατακόμβες και στα υπόγεια περάσματα της Βιέννης, το ασυνείδητο. Κάτι που υπήρχε πριν από την εποχή του Αρτεμίδωρου, αλλά ούτε αυτός ούτε κανένας άλλος αρχαίος σοφός το είχε με σαφήνεια προσδιορίσει. Αν και ο Φρόυντ ισχυρίζεται πως τα όνειρα δεν προσφέρονται για λογοτεχνική εκμετάλλευση, γράφει ωστόσο ένα μεγάλο δοκίμιο ίσης έκτασης με το λογοτεχνικό κείμενο του Γιένσεν, «Γκραντίβα», όπου ένας νεαρός ακολουθεί, τη μούσα του, το ερωτικό αντικείμενο του πόθου του χαμένο στα βάθη του χρόνου.

 

              ΟΝΕΙΡΑ ΟΝΕΙΡΩΝ

 

Το αντίθετο από αυτό που υποστηρίζει ο Φρόυντ θα αποδείξουμε σ’ αυτό το κείμενο χρησιμοποιώντας λογοτεχνικά και ερμηνευτικά κείμενα, «Όνειρα Ονείρων». Έτσι όπως τα αφηγείται ο Αντόνιο Ταμπούκι σ’ ένα βιβλιαράκι μ’ αυτόν τον τίτλο όπου φαντάζεται ότι μπορεί να μπει στα όνειρα των συγγραφέων που αγαπά και να τα περιγράψει.

Όπως λέει ένα παλιό κινέζικο τραγούδι:

‘Κάτω απ’ την αμυγδαλιά της αγαπημένης σου, όταν το πρώτο αυγουστιάτικο φεγγάρι προβάλλει πίσω από το σπίτι, θα μπορέσεις, αν οι θεοί σου χαμογελάσουν, να ονειρευτείς τα όνειρα κάποιου άλλου».

Και μπαίνει στο όνειρο κάποιου ασθενή του Φρόυντ λέγοντας: «Ντόρα, είπε ο αγροίκος, εγώ σε αγαπώ. Και ενώ τα έλεγε αυτά, τον αγκάλιασε. Ο δόκτωρ Φρόυντ ένιωσε να ανοίγει η γη κάτω από τα πόδια του και αφέθηκε να πέσει στο ντιβάνι. Εκείνη τη στιγμή ξύπνησε. Ήταν η τελευταία του νύχτα, αλλά εκείνος δεν το ήξερε». [3]

Σ’ ένα τελείως διαφορετικό όνειρο, αυτό του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο Ταμπούκι πάλι αφηγείται: «Εκείνη τη στιγμή άκουσε ένα γαύγισμα και είδε πίσω του ένα μικρό μαύρο σκυλί που έμοιαζε να τον περιμένει. Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα ένιωσε πως έπρεπε να το ακολουθήσει και έκανε ένα βήμα. Το σκυλί σαν να υπάκουσε σ’ ένα συμφωνημένο σύνθημα, άρχισε σιγά σιγά να τρέχει ανοίγοντας το δρόμο. (…) Ο αρχηγός τους ήταν ένας τερατώδης νάνος, μ’ ένα κεφάλι γεμάτο εξογκώματα. Είσαι ένας προδότης, είπε ο νάνος, και μεις είμαστε οι δήμιοί σου. Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα τον έφτυσε στα μούτρα ενώ οι στρατιώτες τον είχαν ήδη ακινητοποιήσει. Ο νάνος γέλασε πρόστυχα. (…) Βρωμογύναιο που ντύνεσαι σαν άντρας, είπε ο νάνος (…) Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα τον έφτυσε πάλι στα μούτρα και ο νάνος σκουπίστηκε γελώντας». [3α]

Αν δεν υπήρχε ο Λόρκα, αν δεν υπήρχαν οι συγγραφείς, οι αφηγήσεις τους, οι μύθοι, ο παγανισμός και η μαντική που ακόμα και ο Αριστοτέλης πίστευε, ίσως να μην είχε βρει ποτέ το ασυνείδητο ο Φρόυντ.

Αν εκείνο το μοιραίο βράδυ τρώγοντας μακαρόνια σε μια πιτσαρία ο Πιερπάολο Παζολίνι δεν είχε αφηγηθεί ένα πολύ εξομολογητικό του όνειρο στον νεαρό που καθόταν απέναντί του, ο νεαρός αυτός ενδεχομένως  δεν θα τον είχε εκτελέσει. Το όνειρο ήταν, με λίγα λόγια, η πράξη της δολοφονίας του μεγάλου δημιουργού την οποία δεν γνωρίζουμε πώς ακριβώς έγινε και μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ. Ο Παζολίνι βέβαια δεν ξύπνησε ποτέ απ’ το όνειρό του. Η γριούλα έμεινε με τον κουρελιασμένο ονειροκρίτη της. Και ο πατέρας μου κατάφερε να διαπεραιωθεί στην άλλη όχθη της παγωμένης λίμνης που ο πάγος της άρχισε να ραγίζει αλλά όχι για πολύ, αφού πέθανε κι αυτός στο όνειρό του.

Όλα τα όνειρα, ακόμα και οι εφιάλτες δεν μιλάνε για θάνατο αλλά ο άνθρωπος που κοιμάται είναι πολύ πιο κοντά στο θάνατο από όσο όταν είναι ξύπνιος.

        ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ

 

«Με το που κλείνεις τα μάτια σου, ξεκινάει η περιπέτεια του ύπνου. Στο γνώριμο μισόφωτο της κάμαρας, σκοτεινού όγκου που τέμνεται από λεπτομέρειες, εκεί όπου η μνήμη σου αναγνωρίζει εύκολα τους δρόμους που έχεις διατρέξει χιλιάδες φορές, ξαναπιάνοντάς τους με αφετηρία το θαμπό τετράγωνο του παραθύρου, τεκμαίροντας το νιπτήρα από μιαν ανταύγεια, την εταζέρα απ’ την ελάχιστα πιο ανοιχτή σκιά ενός βιβλίου,    διευκρινίζοντας την πιο σκοτεινή μάζα των κρεμασμένων ρούχων, αρχίζει ν’ αναδύεται, μετά από λίγο, ένας δισδιάστατος χώρος, κάτι σαν πίνακας με ασαφή όρια που σχηματίζει μια πολύ κλειστή γωνία με το επίπεδο του ύψους των ματιών σου, σαν να στηριζόταν, όχι τελείως κάθετα, στη ράχη της μύτης σου, ενός πίνακα, που μπορεί στην αρχή να σου φανεί ομοιόμορφα γκρίζος ή μάλλον ουδέτερος χωρίς χρώματα ή σχήματα» [4]

Για να γράψει βέβαια αυτός ο αλκοολικός της σχολαστικά εξαντλητικής περιγραφής αυτό το κείμενο του οποίου μόνο την αρχή παραθέσαμε έπρεπε να προηγηθεί ο Προυστ του «Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο», όπου μετά την πασίγνωστη εναρκτήρια φράση, ’’Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς’’ γράφει: «Μερικές φορές μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα ν’ αναλογιστώ: ‘’Με παίρνει ο ύπνος’’. Και, μισή ώρα αργότερα, η σκέψη πως καιρός ήταν πια ν’ αναζητήσω τον ύπνο με ξυπνούσε […] δεν είχα πάψει όσο κοιμόμουν, να κάνω συλλογισμούς πάνω σε ό,τι είχα μόλις διαβάσει, οι συλλογισμοί όμως αυτοί είχαν ακολουθήσει έναν κάπως παράξενο δρόμο, είχα την εντύπωση πως είμουν εγώ ο ίδιος αυτό για το οποίο μιλούσε το βιβλίο: μια εκκλησιά ένα κουαρτέτο».[5]

Μπορεί και τα δυο κείμενα να περιγράφουν πώς παίρνει ο ύπνος έναν άνθρωπο που ετοιμάζεται να κοιμηθεί, αλλά ο αφηγητής στον Προυστ ντύνεται ο ίδιος κάθε ανάμνηση που θα περιγράψει στη συνέχεια. Αντίθετα ο Περέκ, ένας επίγονος σίγουρα, έχοντας όμως διαμορφώσει ένα δικό του τύπο λογοτεχνικών τρόπων, μοιάζει σαν να χρησιμοποιεί τις λεπτομέρειες σαν άλλοθι για να πει πως δεν έχει και πολλά να πει ή ότι θέλει να τα πει έτσι ακριβώς αναπτύσσοντας αχανείς περιόδους χωρίς κόμματα που μοιάζουν με παραλήρημα καλά οργανωμένο, θαυμάσια διατυπωμένο.

 

       Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

 

 

Δεν ξέρω αν σου αποκαλύπτονται τα όνειρα ιδίως στις λεπτομέρειές τους. Δεν ξέρω καν αν μπορώ να τα εξηγήσω κι αν αυτό θα είχε κάποια αξία για μένα. Πάντως ο Φρόυντ στην «Ερμηνεία των ονείρων» [1900] υποστηρίζει και μάλιστα τριάντα χρόνια αργότερα, όταν πια ήταν καταξιωμένος με πολλούς μαθητές σ’ όλο τον κόσμο κι ένα τεράστιο έργο πίσω του, πως η απόπειρά του να εξηγήσει τα όνειρα και να τα σημασιοδοτήσει με τρόπο αρκετά διαφορετικό από τον Δαλδιανό Αρτεμίδωρο: «Περιέχει ακόμα και κατά τη σημερινή μου κρίση, την πιο αξιόλογη απ’ όλες τις ανακαλύψεις που είχα την τύχη να κάμω. Ενόραση σαν αυτή συμβαίνει μια φορά στη ζωή του ανθρώπου». [2α]

Το βέβαιο είναι πως η ενορατική αυτή αποκάλυψη οδήγησε τον Φρόυντ στην άλλη σπουδαία ανακάλυψή του το ασυνείδητο και τη σύνδεσή του  διά του ονείρου με το συνειδητό.

                 ΜΑΞ ΕΡΝΣΤ

 

Ο Μπρετόν που σε μεγάλο βαθμό βάσισε τη δικιά του ανακάλυψη, τον σουρεαλισμό στην ψυχανάλυση, το όνειρο, το ασυνείδητο συνδέοντας τα με την Τέχνη θυμόταν τον αγαπημένο του ζωγράφο Μαξ Έρνστ να ισχυρίζεται πως είχε δει ένα πολύ παράδοξο συμβάν, το είχε ζήσει : «…δεν θα ξεχάσω ποτέ πως, στη μακρινή κιόλας εποχή της γνωριμίας μας, μου είπε για τη βεβαιότητα που είχε πως είδε, χωρίς κανείς απολύτως να έχει συμβάλει εξωτερικά σ’ αυτό, ένα πανωφόρι ή ένα καπέλο να φεύγει από μια κρεμάστρα για να πάει σε μιαν άλλη, που βρισκόταν σε απόσταση πάνω από ένα μέτρο. Η σκηνή αυτή νομίζω, συνέβη στην Κολονία και, με τις συνθήκες που προσπαθήσαμε να την ξαναπροκαλέσουμε, δεν είχαμε κανένα αποτέλεσμα. Δεν είναι λιγότερο αληθινό ότι ο Max Ernst, μ’ αυτή την ευκαιρία, περισσότερο από την αυθεντικότητα μυστηριώδους ανυψώσεως, βεβαίωνε την αδυναμία του να προσηλώσει οτιδήποτε σε μια θέση παγία και να παραδεχθεί ότι ένα πρόσωπο που ζωγράφισε, ακόμα ότι μπορεί να φύγει από πάνω μας όπως φεύγει κι ένα ρούχο, μπόρεσε να μείνει εκεί που το είχε βάλει, να μην κατέβει από το πλαίσιό του και να το ξαναβάλει σιγά σιγά ανάλογα με τις ανάγκες του δράματος που παίζαμε».

Αυτοί παίζανε το δικό τους παιχνίδι που είχαν κληρονομήσει από το Dada ανακατεμένο με αποκρυφιστικά πειράματα, λέξεις του Λωτρεαμόν τα «πανωπόρτια» του Ρεμπώ, τα «απλοϊκά ρεφρέν, τις επαναστάσεις ηθών», ένα πεδίο που συνέδεε τον Γιούνγκ με τον Ζαρρύ και κάποιους άλλους ακόμα συνδαιτυμόνες της «Ανθολογίας του Μαυρου Χιούμορ» και τις λόξες του Μπρετόν που είχαν αρχαϊκές αφετηρίες περνούσαν από τον Γκυστάβ Μορώ, τον λυρισμό των λέξεων, την αποφυγή, εκείνη τουλάχιστον τη στιγμή όλων των χρωμάτων ενός χρωστήρα, και την υιοθέτηση των δύο βασικών τόνων του θερμού κι του ψυχρού, αλλά και την συνεννόηση με ό,τι σήμαιναν οι λέξεις «παράθυρο, δρόμος, ουρανός συνενωμένες το πολύ πολύ μ’ ένα είδος οθόνης όπως στον κινηματογράφο» [6]

 

           ΦΡΟΫΝΤ Ή ΜΠΡΕΤΟΝ

 

Στο μεταξύ βρίσκω ένα λόγο να ενδιαφερθώ για το όνειρο: να το καταγράψω, να το αναλύσω, να δω αν μου ταιριάζει. Αλλά πρέπει να πάρω  μαθήματα ερμηνείας από τον  Φρόυντ ή τον Μπρετόν; Ποιον να διαλέξω;

Είμαι ξαφνικά τόσο αφηρημένος που πιάνω τον εαυτό μου να κοιτά έξω από τη σελίδα σαν τα ανθρωπάκια που μηχανικά σχεδιάζω όταν σταθμεύω ας πούμε στη σελίδα 17 της «Νάντιας» του Μπρετόν του μεγαλομανούς που αναρωτιέται μήπως ‘’από αυτόν άρχισαν όλα’’: «Επιμένω να απαιτώ τα ονόματα, να ενδιαφέρομαι μόνο για τα βιβλία που μένουν ορθάνοιχτα σαν τις πόρτες, και δεν χρειάζεται να ψάξουμε να βρούμε τα κλειδιά». [7]. Στη «Νάντια» ο συγγραφέας ακολουθεί, μέσα σ’ ένα ονειρικό σκηνικό, αμφισημίας και σύγχυσης, μια κοπέλα που δεν φαίνεται ισορροπημένη, αλλά τον παρασύρει με την αινιγματική της γοητεία : «Είδα τα μάτια της σαν την φτέρη ν’ ανοίγουν το πρωί πάνω σ’ έναν κόσμο όπου το φτεροκόπημα της απέραντης ελπίδας μόλις ξεχωρίζει από τους άλλους θορύβους» [7α].

 

            ΕΡΝΣΤ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΟ

Ο Μαξ Έρνστ [1891-1976] γερμανικής καταγωγής πρωτοπήγε στο Παρίσι σε ηλικία 22 ετών το 1913, ενώ το 1958 πήρε την γαλλική υπηκοότητα αν και πολέμησε τους Γάλλους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δε σπούδασε ζωγραφική αλλά φιλοσοφία και ψυχολογία στη Βόννη. Γνωρίστηκε  με τον Άουγκουστ Μάκε, τον Χανς Άρπ, τον Πικάσο, τον Κλέε, τον Ντε Κίρικο. Ήταν επικεφαλής του Νταντά Κολωνίας με το ψευδώνυμο Ντάνταμαξ. Όντας έξω από το καλλιτεχνικό κατεστημένο ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την τέχνη των ψυχωσικών, τους οποίους επισκεπτόταν συχνά και συνομιλούσε μαζί τους. Αμέλησε όμως την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία και την εγκατέλειψε. Εγκαταστάθηκε οριστικά στο Παρίσι το 1922 και εντάχθηκε αργότερα στο σουρεαλιστικό κίνημα στο οποίο συνεισέφερε, εκτός των άλλων, το φροτάζ που ο ίδιος επινόησε, μια τεχνική που το αποτέλεσμά της είναι το ‘’αντικειμενικά τυχαίο’’ που ενεργοποιεί τη φαντασία του καλλιτέχνη. Δημιούργησε και τη «νουβέλα με κολάζ» που πλησιάζει τη φόρμα του κόμικ. Και παρόλο που εγκατέλειψε το σουρεαλιστικό κίνημα το 1938 συνέχισε την πορεία του χωρίς να αλλάξει το ύφος του και όταν παντρεύτηκε την Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ και μετανάστευσε στην Αμερική συνδέθηκε ξανά στενά με τον Μπρετόν. Υπήρξε ιδιαίτερα ερωτικός άνθρωπος και καλλιτέχνης. Για ένα διάστημα αποτέλεσαν τρίο με την Γκαλά και τον Ελυάρ, ενώ μετά το σοβαρό ψυχωσικό επεισόδιο  που παρουσίασε η πρώτη σύντροφός του Λεονόρα Κάρινγκτον με την οποία είχε μια θυελλώδη ερωτική σχέση, που εκδηλώθηκε όταν την εγκατέλειψε και χρειάστηκε να εγκλειστεί σε ψυχιατρική κλινική, έκανε δεσμό με την Λεονόρ Φινί μια ζωγράφο με παραισθητικό σεξουαλικό στυλ, αν και παρέμεινε στο περιθώριο του κινήματος αντίθετα με την Δωροθέα Τάννινγκ που γνώρισε το σουρεαλισμό από τον Έρνστ στην Αμερική και κατέκτησε κεντρική θέση σ’ αυτόν.

 

 

             ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

 

Συναντήθηκαν στο ίδιο καφέ, με τον τρόπο που  οι άνθρωποι συναντούσαν ο ένας τον άλλον κάποτε, αντικρίζοντας για πρώτη φορά την ειδή τους: σε ένα σταθμό, στο τραίνο, σε μια έρημη ακρογιαλιά κι προσέβλεπαν σε μια συνέχεια αναπάντεχη είτε ήταν στο νυχτερινό Παρίσι όπως στην αινιγματική, ονειρική ατμόσφαιρα της νουβέλας του Φιλίπ Σουπώ [8] ή σε όποιον άλλο τόπο. Εκείνος διψώντας για μια αγκαλιά σ’ ένα ξενοδοχείο σηκώθηκε και την ακολούθησε. Εκείνη μια πόρνη όμορφη κι εύθραυστη του ξέφυγε, κρύφτηκε, ύστερα υποσχέθηκε, ύστερα εξαφανίστηκε. Τη λέγανε Ζορζέτ. Μια τελετή παράξενη ονειρική διαδραματίζεται εμπρός του. Ακούει για ένα έγκλημα. Κι η εξαφανισμένη Ζορζέτ, όταν ξαναεμφανίζεται δεν είναι πια η ίδια…

«Του ξέφυγα μέσα στις νύχτες και μέσα στις μέρες / Του ξέφευγα κάτω από τις αψίδες των χρόνων / Του ξέφευγα μέσα στους δαιδάλους / της σκέψης μου. Και μέσα στον ατμό των δακρύων / Και κάτω από το κύμα του γέλιου κρυβόμουν απ’ αυτόν». 

Βουβές και ακίνητες οι νύχτες και ένα Παρίσι μαύρο που φούσκωνε από ανία.

        Εκεί κρυβόταν. Η γραφή. Όταν έγραφε κατόρθωνε να μην επιτίθεται καθόλου. Κρυβόταν σ’ ένα μισόφωτο όπου δύο φωνές αφηγούνταν εναλλάξ μια ιστορία μ’ αυτόν τον τίτλο. Έτοιμος να κοιμηθεί. Ξαπλωμένος. Μετρούσε προβατάκια. Ηρεμώντας αναστατώθηκε όταν σκέφτηκε πόσο απροστάτευτος ήταν εκεί έξω. Το μισόφωτο του τίτλου μέσα στο οποίο ένιωθε καλά προστατευμένος ήταν στην αποβάθρα του λιμανιού ανάμεσα σε κάτι κοντέινερ με εμπορεύματα κάθε είδους. Ακόμα και απαγορευμένα. Και όταν κάποιος γελούσε αυτός μπορούσε να κρυφτεί από το κύμα του γέλιου του, όπως μπορεί να κρυφτεί μια σμέρνα ανάμεσα σε φύκια. Όλο αυτό το κύμα του γέλιου, το κρυφτό, το Παρίσι χωρίς βλέμμα, ο Σουπώ, ο Έρνστ, ο Μπρετόν και ο πατέρας στο πάγο, η γριούλα με τον κουρελιασμένο ονειροκρίτη – όλο αυτό – μπορεί και να μην ήταν τίποτα άλλο παρά μια ονειροφαντασιά στο μισόφωτο δύο ανδρών που είχαν τη τύχη να συναντηθούν, αν και κάτι τέτοιο το έκανε αδύνατο η χρονική απόσταση που τους χώριζε. Κι όμως το μισόφωτο ήταν που βοήθησε να συναντηθούν ο  Δαλδιανός Αρτεμίδωρος και ο Ζίγκμουντ Φρόυντ.

Έτσι κάπως άρχισαν όλα όπως αρχίζουν όταν ένας άνθρωπος γείρει στο μαξιλάρι του να κοιμηθεί σ’ ένα μισοφωτισμένο δωμάτιο όπου τα πράγματα δεν διατηρούν το αρχικό τους σχήμα αλλά μεταμορφώνονται. Και το όνειρο αρχίζει.          

 

Παραπομπές:

 

[1] Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος και Φρόυντ, Ερμηνευτικές Θεωρίες και Λογοτεχνικά Όνειρα, Εκδόσεις Εξάντας, 2005.
[2 & 2α]«‘Γλώσσες’ στον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό» στις «Δοκιμές» ΙΙ, Αθήνα, 1981, σελ. 312-333
[3&3α]]Αντόνιο Ταμπούκι, Όνειρα Ονείρων, μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Άγρα, 1999
[4] Ζωρζ Περέκ, Ένας άνθρωπος που κοιμάται, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, επιμ. Λίζυ Τσιριμώκου, Ύψιλον/βιβλία, 2020, σελ. 11-12
[5] Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, Ι Από τη μεριά του Σουάν, μτφρ, Π. Α. Ζ. (Παύλου Ζάννα), εκδόσεις Ηριδανός, χ. χ. ε.
[6] Ανδρέας Μπρετόν, Υπερρεαλισμός και ζωγραφική, μτφρ. Στ. Ν. Κουμανούδης, Ύψιλον/βιβλία, 1981, σελ. 50 κ. ε.
[7&7α] Ανδρέας Μπρετόν, Νάντια, μτφρ. Στ. Ν. Κουμανούδης, πρόλογος, Νάνος Βαλαωρίτης, Ύψιλον/βιβλία, 1981
[8] Φιλίπ Σουπώ, Οι τελευταίες νύχτες του Παρισιού, μτφρ. Μαρίνα Λώμη, εκδόσεις Αρσενίδη, 1995

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.