«Βρισκόμαστε εννιά χιλιόμετρα πίσω από το μέτωπο. Ήρθαν και μας αντικαταστήσανε χτες. Για την ώρα η κοιλιά μας είναι γεμάτη άσπρα φασόλια και χοιρινό κι είμαστε χορτάτοι κι ευχαριστημένοι. Ακόμα και για το βράδυ κατάφερε ο καθένας μας να εξασφαλίσει μια ξέχειλη καραβάνα. Ξέχωρα μας δώσανε διπλή μερίδα λουκάνικα και ψωμί […]. Καιρό είχαμε να δούμε τέτοια περιποίηση. Ο κατακόκκινος σαν ντομάτα μάγειρας έφτασε στο σημείο να μας μοιράζει ο ίδιος το φαγητό. Στον καθένα, που περνάει μπροστά του, του κάνει νόημα με την κουτάλα και του δίνει μια καλή μερίδα».
Έτσι άρχιζε ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ [1898-1970] σε πρώτο πρόσωπο την εξιστόρηση του για τη ζωή μέσα στα χαρακώματα, τις μάχες, την ωμή βία τα αέρια, τον εχθρό απέναντι να πεινάει, να πονάει, να τρέμει από το κρύο, όπως κι οι σύντροφοί του στο μοναδικό αντιπολεμικό έπος Ουδέν Nεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον όπως μεταφράστηκε καθαρευουσιάνικα στα ελληνικά το Im Westen Nichts Neues [1929] που πούλησε τις πρώτες μέρες της κυκλοφορίας του 150 000 αντίτυπα.
Ο ‘αμφίπλευρος’ ζωγράφος Ότο Ντιξ [λόγω του μικρού του ονόματος που διαβάζεται και ανάποδα] [1891-1969] έζησε και αυτός το μακελειό του πολύνεκρου Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που όταν τελείωσε βρήκε τις αντίπαλες πλευρές να βρίσκονται στο σημείο που βρίσκονταν όταν άρχισε η σύρραξη. Για τους νικητές η νίκη ήταν πύρρειος για τους ηττημένους ταπεινωτική.
Προερχόμενος από εργατική οικογένεια ο Ρεμάρκ επιστρατεύθηκε στα 18 του χρόνια. Υπηρέτησε μαζί με τον Χίτλερ, αλλά δεν του γέμιζε το μάτι και δεν τον πλησίασε.
Ο Τζούλιο Κάρλο Αργκάν στο βιβλίο του η Μοντέρνα Τέχνη επισημαίνει κατηγορηματικά στη μικρή αναφορά που αφορά τον Ντιξ: «Ο Ντιξ ήταν για τη ζωγραφική αυτό που για την πεζογραφία ήταν ο Ρεμάρκ, ο συγγραφέας του Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο: ο σαφής, ανελέητος, σχεδόν φωτογραφικός αφηγητής των αθλιοτήτων, των αχρειοτήτων, της καταφανούς βλακείας του πολέμου».
Ο Ντιξ δεν είναι βέβαια ρεαλιστής, έτσι η οπτική του έχει άλλη βάση. Ξεκινάει από την πικρή και ανατρεπτική ειρωνεία του ντανταϊσμού και τη βίαιη παραμόρφωση του εξπρεσιονισμού έχοντας υποστεί και την επίδραση της γερμανικής ζωγραφικής του 15ου και του 16ου αιώνα. Το βλέμμα του είναι ανελέητο πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, τον πόλεμο και έντονα κριτικό απέναντι στην υποκρισία και την αθλιότητα που κυριαρχεί γύρω του στο γερμανικό μεσοπόλεμο.
«Ανοίγω τα μάτια μου. Τα χέρια μου έχουν αγκιστρωθεί γύρω από ένα μανίκι, ένα μπράτσο. Είναι τραυματισμένος; Του φωνάζω δυνατά. Δεν παίρνω απάντηση. Είναι πεθαμένος. Το χέρι μου συνεχίζει το πασπάτεμα, πιάνω ξύλο και τότε καταλαβαίνω πως βρίσκομαι στο νεκροταφείο.
»Η κόλαση της φωτιάς εκμηδενίζει τα πάντα. Το μυαλό σταματάει να δουλεύει. Χώνομαι ακόμα πιο βαθιά κάτω από το φέρετρο, αυτό θα με σώσει, έστω κι αν έχει μέσα του τον θάνατο». Η απλή γλώσσα της αφήγησης της φρίκης στο μυθιστόρημα του Ρεμάρκ συναντά το συγκλονιστικό Τρίπτυχο του Πολέμου [1929-1932], στο οποίο ο ζωγράφος έχει δημιουργήσει ένα συνονθύλευμα όπου αποτυπώνονται εικόνες που φέρνουν στο νου την αποκάλυψη. Ακόμα στις πενήντα οξυγραφίες που φιλοτέχνησε το 1924 με τίτλο Πόλεμος έχουμε «ίσως την πιο δυνατή αλλά και την πιο δυσάρεστη αντιπολεμική έκφραση της σύγχρονης τέχνης».
Ο Ντιξ πριν και μετά την καταλυτική εμπειρία που έζησε στα χαρακώματα σπούδασε στις Ακαδημίες της Δρέσδης και του Ντύσελντορφ [1908-14 και 1919-22]. Υπήρξε μαζί με τον Φέλιξμύλερ το 1919 της ομάδας της Απόσχισης της Δρέσδης και το 1923 μαζί με τον Γκέοργκ Γκρος ιδρύει το κίνημα της Νέας Αντικειμενικότητας που διαδέχτηκε τον εξπρεσιονισμό και αντανακλούσε την παθητικότητα και τον κυνισμό της μεταπολεμικής εποχής με βασική κατεύθυνση τη σχολαστική λεπτομέρεια ως μέσο απεικόνισης του κακού και τη βίαιη κοινωνική σάτιρα. Από το 1927 ως την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 δίδαξε στην Ακαδημία της Δρέσδης. Το 1939 μεγάλο μέρος των έργων του καταστράφηκε αφού θεωρήθηκε «εκφυλισμένη τέχνη». Το Ουδέν νεώτερον… του Ρεμάρκ επικρίθηκε με σφοδρότητα από τους εθνικιστές επειδή αποτύπωνε με ενάργεια και σαφήνεια μια εικόνα αποστροφής προς τον πόλεμο που τόσο επιθύμησαν και επιδίωξαν οι συντηρητικοί Γερμανοί, οι θαυμαστές του Μπίσμαρκ και αντίθετοι προς τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Τα βιβλία του απαγορεύτηκαν και κάηκαν από του ναζί.
Το 1939 ο Ντιξ κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε σε συνομωσία εναντίον της ζωής του Χίτλερ και φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα.
«Γίναμε μανιασμένα θηρία. Δεν πολεμάμε, διαφεντεύουμε τον εαυτό μας από την εκμηδένιση. Δε ρίχνουμε τις χειροβομβίδες μας σε ανθρώπους, τί μας ενδιαφέρουν οι άνθρωποι αυτή τη στιγμή, που ο θάνατος με χέρια και κράνη μάς κυνηγάει και μας ξαπλώνει στη γη; Τώρα για πρώτη φορά μέσα σε τρεις μέρες μπορούμε ν’ αντικρύζουμε τα πρόσωπά τους, τώρα, που για πρώτη φορά, ύστερα από τρεις μέρες, μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, να τους αντισταθούμε, νιώθουμε μια αλόγιστη μανία. Δεν τους προσμένουμε πια απελπισμένοι, μπορούμε να αφανίζουμε, να σκοτώνουμε, ν’ αμυνθούμε, να σωθούμε και να πάρουμε εκδίκηση».
Ο Ρεμάρκ κατέφυγε το 1939 και μεταπολεμικά έζησε στην Ελβετία. Το 1943 η αδελφή του κατηγορήθηκε για ηττοπάθεια και αποκεφαλίστηκε.
Την Ελβετία διάλεξε κι ο Ότο Ντιξ για να εγκατασταθεί και να ολοκληρώσει την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία. Το έργο του όμως είχε χάσει πια τη δυναμική του. Εξάλλου ζωγράφιζε βιβλικές εικόνες επηρεασμένος από τον θρησκευτικό μυστικισμό.
«Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20· από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ΄αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους. Βλέπω πως οι δυναμικότεροι εγκέφαλοι του κόσμου εφευρίσκουν όπλα και λόγια για να γίνονται όλ’ αυτά μ’ έναν τρόπο ακόμα πιο ραφιναρισμένο και να διαρκούν όσο γίνεται περισσότερο. Και όλοι οι συνομήλικοί μου εδώ, στην αντικρυνή παράταξη, σ’ ολόκληρο τον κόσμο το βλέπουν όπως εγώ. Αυτή είναι η ζωή της γενιάς μου και η δική μας. Τί θα κάνουν άραγε οι πατεράδες μας αν μια μέρα σηκωθούμε και παρουσιαστούμε μπροστά τους για να τους ζητήσουμε λογαριασμό; Τί περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Χρόνια ολόκληρα σκοτώναμε μόνο. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα στη ζωή. Για μας η επιστήμη της ζωής περιορίζεται στο θάνατο. Τί θα συμβεί άραγε ύστερα; Και τί θ’ απογίνουμε εμείς;»
Αυτή η χαμένη γενιά που επέζησε ήταν μοιραίο να ζήσει κι άλλες συμφορές στη συνέχεια κουρασμένη, τσακισμένη, ψυχικά κατεστραμμένη. Ή όπως το διατυπώνει πάλι ο Ρεμάρκ στο μότο του μυθιστορήματός του:
«Αυτό το βιβλίο δεν είναι ούτε κατηγορητήριο ούτε εξομολόγηση. Είναι κάτι περισσότερο: μια προσπάθεια να μιλήσουμε για μια γενιά, που καταστράφηκε μέσα στη δίνη του πολέμου. Κι ας γλίτωσε τελικά από τις οβίδες».
Και οι δύο, συγγραφέας και ζωγράφος, υπήρξαν μέλη και μάρτυρες αυτής της γενιάς που προσπάθησαν καθένας με την τέχνη του να απαθανατίσουν.