ΤΕΡΜΑ ΦΡΑΓΚΟΚΛΗΣΙΑΣ
Θα ’μουν, τότε, επτά το πολύ οκτώ χρονών. Τρεις, τέσσερις χρονιές, δηλαδή, πριν το ’60.
Με το που έκλειναν τα σχολεία για τις καλοκαιρινές διακοπές, οι γονείς μας έβαζαν εμένα και την αδελφή μου στο τραίνο και μας έστελναν στους θειους μας, στην Ελευσίνα. Εκεί είχαμε τη χαρά να κάνουμε παρέα με τον γιο τους, που ήταν πιο μεγάλος από μας και να απολαμβάνουμε ένα σωρό ευχάριστα πράγματα, μπάνια, κινηματογράφο, κατασκήνωση, παρέες.
Ένας άλλος θειος μου, ο Νίκος, πέρναγε τα καλοκαίρια με τη φαμίλια του στο εξοχικό του κυρ Θύμιου, του πεθερού του, κάπου έξω από την Αθήνα. Από αγάπη και έγνοια για μένα, ήθελε και επέμενε να με φιλοξενήσει για λίγες μέρες στο εξοχικό, όταν η αδελφή μου θα έλλειπε στη κατασκήνωση.
Ήξερε, άλλωστε, ότι αυτή του η χειρονομία θα ευχαριστούσε πολύ τη μητέρα μου, την αγαπημένη του αδελφή. Αν μάλιστα κατόρθωνε με την περιποίησή του να προσθέσει λίγα δράμια στο μίζερο βάρος μου θα ένοιωθε μεγάλη ικανοποίηση που η προσπάθειά του έπιασε τόπο.
Με παρέλαβε λοιπόν μια Κυριακή, που δεν είχε υπηρεσία, από το σπίτι των άλλων θειων μου που με φιλοξενούσαν, με την υπόσχεση ότι σε πέντε, έξι μέρες το πολύ θα με γύριζε πάλι πίσω.
Από μια αφετηρία λεωφορείων μπήκαμε σ’ ένα, που έκανε δρομολόγιο προς τα κει. Ήταν από κείνα τα παλιά, που ’χαν τη μηχανή σαν τεράστιο καρούμπαλο δίπλα από τον οδηγό και έβγαζαν ξεκινώντας ένα δυνατό μουγκρητό. Η διαδρομή ήταν αρκετά μεγάλη κι εγώ πέρναγα την ώρα μου χαζεύοντας από το παράθυρο έξω, τα κτίρια και τα αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή ο εισπράκτορας, από τη θεσούλα του πλάι στην πίσω πόρτα, φώναξε «τέρμα Φραγκοκλησιάς», σήμα ότι φθάσαμε και έπρεπε να κατεβούμε.
Βρεθήκαμε σε μια ερημιά με μοναδικό ίσως κτίσμα ένα ισόγειο μαγαζάκι, κάτι σαν πέτρινο περίπτερο, κάτω από πελώριους ευκαλύπτους. Ο θειος μου μπαίνοντας χαιρετίστηκε με τον μαγαζάτορα, που φαινόταν γνωστός του και αγόρασε από κει μια φρατζόλα ψωμί. «Μήτσο, αν με ζητήσει κανείς στο τηλέφωνο σε παρακαλώ φώναξέ με», άκουσα φεύγοντας να του λέει.
Πήραμε ένα στενό χωματένιο δρομάκι, που πέρναγε ανάμεσα από αμπέλια και συκιές και περπατώντας για δεκαπέντε περίπου λεπτά φθάσαμε στην αυλόπορτα του εξοχικού. Στη διαδρομή μας το μόνο που συναντήσαμε ήταν ένα φτωχικό αγροτόσπιτο με μια αγελάδα και δυο κατσίκες να βόσκουν αμέριμνες .
Από την αυλόπορτα το πλακόστρωτο μονοπάτι έφθανε ύστερα από καμιά τριανταριά μέτρα στο σπιτάκι, που βρισκόταν στο κέντρο περίπου του κτήματος. Ήταν ένα απλό ορθογωνικό κτίσμα, πέντε, έξι σκαλιά πάνω από το χώμα. Προς τον νοτιά ήταν η μεγάλη βεράντα με μια στρογγυλή κολώνα στην γωνία της. Για σκεπή είχε, όπως τα περισσότερα τότε, τσιμεντένια πλάκα.
Γύρω από το σπίτι έριχναν τον ίσκιο τους δυο τρία πανύψηλα πεύκα ενώ στο υπόλοιπο κτήμα διάσπαρτα ήσαν διάφορα καρποφόρα, αμυγδαλιές, μηλιές, λεμονιές και αχλαδιές. Δυτικά, εκεί που τέλειωνε το κτήμα, στη μια του άκρη πλάι στον φράκτη, ήταν μια μεγάλη συκιά.
Η ξαδέλφη μου η Ζωή, το πρώτο παιδί των θειων μου, τότε ήταν μωρό ακόμα και έτσι μην έχοντας άλλο παιδάκι να μου κάνει παρέα πάσχιζα να βρω τρόπους να περνάω τη μέρα μου, όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα. Μου άρεσε να περιδιαβαίνω πολλή ώρα στο κτήμα και παριστάνοντας τον εξερευνητή να ανακαλύπτω διάφορα, που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση:
Τη μικρή αποθήκη, πίσω από το σπίτι, γεμάτη με ένα σωρό σκόρπια πράγματα, εργαλεία, παλιά έπιπλα και άδεια τελάρα.
Το βαθύ πηγάδι με τη σιδερένια ανέμη και παραδίπλα τον ψηλό ανεμόμυλο με την όμορφη φτερωτή του να γυρίζει ασταμάτητα με το φύσημα του αέρα.
Στη βεράντα το βράδυ, μετά το φαγητό έπαιρναν θέση, σε παράταξη, κρεβάτια και ράντζα για τον ύπνο μας. Η βραδινή δροσιά έκανε υποφερτή την καλοκαιρινή κάψα και κοιμόμαστε πιο ευχάριστα. Η θεια μου αγχωμένη μπας και τη νύχτα ξεσκεπαστώ και συναχωθώ έπιανε τα σκεπάσματά μου γύρω, γύρω με παραμάνες, και ήταν σαν να κοιμάμαι μέσα σε υπνόσακο.
Μια μέρα περιδιαβαίνοντας έφτασα χαζεύοντας μέχρι τη μεγάλη συκιά, μπας και βρω κανένα γινωμένο σύκο. Με έκπληξη αντίκρισα τότε μπροστά μου, λίγα μέτρα από τον φράκτη, δύο σκουριασμένες γραμμές του τραίνου που σε κείνο το σημείο έστριβαν λίγο και μετά χάνονταν στο βάθος. Έτρεξα αμέσως με λαχτάρα στον θειο μου για να τον ρωτήσω τι ώρα περνάει από κει το τραίνο. Εκείνος κατανοώντας με ένα αμυδρό χαμόγελο την παιδική μου περιέργεια, μου ’κοψε τη φόρα λέγοντας. «Το τραίνο που πέρναγε κάποτε από δω και πήγαινε στο Λαύριο, δεν περνάει πια» και συνέχισε «όλοι τώρα πάνε με τα αυτοκίνητα και το τραίνο σταμάτησε γιατί ήταν άχρηστο. Μείνανε μονάχα οι γραμμές του να σκουριάζουν μέσα στα αγριόχορτα, για να μας το θυμίζουν».
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας το 2004 είχαν σαν προϋπόθεση, μεταξύ των άλλων έργων και τη διάνοιξη της Αττικής Οδού. Ο νέος αυτοκινητόδρομος περνώντας από κει, έκοψε καταμεσής και το κτήμα του κυρ Θύμιου. Ευτυχώς για κείνον που πρόλαβε να πεθάνει και δεν είδε τον αφανισμό του.
Οι κληρονόμοι του πάντως αποζημιώθηκαν γρήγορα και πλουσιοπάροχα από την απαλλοτρίωση του ακινήτου. Στη θέση του κάποτε γαλήνιου και όμορφου κτήματος και των άλλων γειτονικών του φύτρωσε ο σημερινός δαιδαλώδης κόμβος της Δουκίσσης Πλακεντίας, με τον σταθμό του μετρό και του Προαστιακού Σιδηρόδρομου.
Ένα απόγευμα βρέθηκα εκεί να διασχίζω πεζός τη γέφυρα και στάθηκα για λίγο στο πιο ψηλό της σημείο, πλάι στο πεζοδρόμιο. Προσπάθησα τότε να εντοπίσω, μέσα σε κείνο το χάος, τη θέση που κάποτε βρισκόταν το κτήμα ρίχνοντας τη ματιά μου προς τη σωστή κατεύθυνση.
Μου συνέβηκε τότε κάτι πολύ παράξενο.
Από την εικόνα, που είχα μπροστά μου, της σημερινής Βαβέλ, άρχισαν να χάνονται ένα, ένα τα κτίρια, οι δρόμοι, τα αυτοκίνητα και τη θέση τους να παίρνουν τα παλιά λιγοστά σπιτάκια, οι λαχανόκηποι και τα περιβόλια.
Από τον τερατώδη κόμβο απόμειναν μονάχα οι διπλές γραμμές του μετρό με κατεύθυνση το αεροδρόμιο. Αλλά κι αυτές όλο και μίκραιναν για να καταλήξουν στο τέλος να γίνουν δυο στενές σκουριασμένες γραμμές. Ανάμεσα από τα αγριόχορτα, τις είδα να προσπερνάνε τη μεγάλη συκιά στην άκρη του κτήματος και στρίβοντας να χάνονται στο βάθος, τραβώντας για το Λαύριο…