Το πελώριο κορμί του Θανάση κείτεται έξω από το ρινγκ, πεσμένο πάνω στα χαλίκια. Ο διαιτητής , σκυμμένος πάνω του, αρχίζει να μετράει και να τον ρωτά αν εγκαταλείπει. Εκείνος σφαδάζοντας από τον πόνο, με όση δύναμη του απομένει ουρλιάζει: «Όχι, στην πατρίδα μου ποτέ».
Εκείνον τον μακρινό Αύγουστο, μεσούσης της Χούντας των συνταγματαρχών, έμελλε στη μικρή μας πόλη να ζήσουμε ιστορικές και ανεπανάληπτες στιγμές. Ο μηχανικός του ΟΛΥΜΠΙΑ, του θερινού μας σινεμά, ο δαιμόνιος Βαγγέλης είχε τη φαεινή ιδέα να διοργανώσει ένα μικρό πρωτάθλημα ελεύθερης πάλης (κατς), κάτι ανάλογο με εκείνο που κάθε καλοκαίρι λάβαινε χώρα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Αφορμή πήρε από το γεγονός ότι ένας συμπολίτης μας είχε γίνει σπουδαίος αθλητής της πάλης. Επρόκειτο για τον Θανάση, με το παρατσούκλι Γατζούνης, μακαρίτη τώρα πια. Ο Θανάσης ήταν ο μεγαλύτερος γιος μιας πολυμελούς και φτωχιάς οικογένειας, που ζούσε σε μια χαμοκέλα, κοντά στο δάσος του Καϊάφα. Είχε μπει, σαν αστυφύλακας, στην Αστυνομία Πόλεων, αλλά λόγω των αξιοζήλευτων σωματικών του διαστάσεων επιδόθηκε και στην Ελληνορωμαϊκή πάλη, με εντυπωσιακές επιδόσεις, μέχρι που μια χρονιά, έφτασε να γίνει πρωταθλητής Ελλάδος στα βαρέα βάρη. Του άρεσε όμως και η ελεύθερη πάλη. Ένα Σάββατο πρωί, λοιπόν, είδαμε κολλημένες στις κολώνες της ΔΕΗ μεγάλες χρωματιστές αφίσες, που διαλαλούσαν το μελλούμενο πρωτάθλημα. Τέσσερις παλαιστές, τέσσερα αγριωπά πρόσωπα φορώντας μαγιό, διαφορετικού χρώματος, πόζαραν δείχνοντας τα τεράστια κορμιά τους. Με μεγάλα γράμματα καλούσαν τον κόσμο να παραστεί την Κυριακή το βράδυ, στις οκτώ, στο σινεμά για να δει από κοντά αυτούς τους γίγαντες να παλεύουν μεταξύ τους. Με ονόματα όπως Αιμοβόρος, Τιτάνας, Άτλαντας, και Μολοσσός υπόσχονταν τιτανομαχίες μέχρις εξοντώσεως. Ο δικός μας, ο Θανάσης είχε το ψευδώνυμο Άτλαντας. Περιττό να πω ότι ο κόσμος, επειδή δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο, «είχε πάθει την πλάκα του». Η φράση στην αφίσα -μέχρις εξοντώσεως- ανέβασε στα ύψη το ενδιαφέρον και την περιέργειά μας, τρομάζοντάς μας κάπως, είναι αλήθεια. Οι τέσσερις μονομάχοι από την άφιξή τους και λίγο πριν την ώρα των αγώνων βρίσκονταν σε διαφορετικά σημεία της πόλης, αποφεύγοντας λόγω θανάσιμου μίσους, να έλθουν σε επαφή. Ο Αιμοβόρος στρώθηκε στο καφενείο του Καρδαρά, στην πάνω αγορά. Ο Μολοσσός βολτάριζε στην κάτω αγορά, απέναντι από το σινεμά. Ο Τιτάνας μάθαμε ότι πήγε στον γειτονικό μας Καϊάφα, για να χορτάσει οξυγόνο από το δάσος του. Ο δικός μας, ο Θανάσης, ο Άτλαντας, προτίμησε τη θάλασσά μας. Σουλατσάριζε επιδεικτικά, με το μπλε μαγιό του, κατά μήκος της παραλίας, με τη μαρίδα ξετρελαμένη να τον έχει πάρει από πίσω. Από τα λεγόμενα και τις χειρονομίες τους ήταν ολοφάνερο ότι το επόμενο βράδυ της Κυριακής τα μάτια μας θα ’βλεπαν σκηνές πρωτόγνωρες, τρομερές και φοβερές. Ο καθένας τους, από την πλευρά του, ήταν σίγουρος για την νίκη του. Την άλλη μέρα, με το που έπεσε ο ήλιος, κατηφορίσαμε στο σινεμά για να πιάσουμε θέση όσο πιο μπροστά γινόταν. Δεν άργησε να δημιουργηθεί το αδιαχώρητο. Λόγω του Θανάση, όλοι μας είχαμε ένα λόγο παραπάνω να δώσουμε εκείνη τη βραδιά το παρόν. Μπροστά από την οθόνη είχε στηθεί το ρινγκ με τα σχοινιά, ένα μέτρο και, πάνω από τα χαλίκια. Πίσω, το πανί της οθόνης γεμάτο απ’ άκρη σ’ άκρη με τη γνωστή αφίσα. Στη πρώτη σειρά, των καθισμάτων, τιμητικά, παρατάσσεται όλη η φαμίλια του Θανάση. Ο πατέρας του, ένα κοντό συμπαθητικό ανθρωπάκι, δίπλα η μάνα του, μια αντρογυναίκα και παραδίπλα τα αδέλφια του, όλα τα Γατζουνόπουλα, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο. Για διαιτητής προσφέρθηκε να είναι ο ίδιος ο Βαγγέλης. Ως Αθηναίος αυτός είχε παρακολουθήσει αγώνες πάλης και ήξερε κουτσά στραβά τα βασικά των κανονισμών της. Κάποια στιγμή τα φώτα χαμηλώνουν και ένας δυνατός προβολέας λούζει με το φως του το ρινγκ. Ο διαιτητής, παρουσία των τεσσάρων μονομάχων, κάνει την κλήρωση για τα δύο ζευγάρια των ημιτελικών. Οι νικητές των δύο πρώτων αγώνων θα αγωνιστούν στον μεγάλο τελικό. Ο Θανάσης κληρώθηκε να αγωνιστεί στον δεύτερο ημιτελικό. Ο πρώτος αγώνας μεταξύ των αγνώστων μας Αιμοβόρου και Μολοσσού δεν έχει καμιά σημασία για μας και αδιαφορούμε πλήρως για το ποιος θα βγει νικητής. Έρχεται, όμως, η σειρά του δεύτερου ημιτελικού, μεταξύ του Θανάση ( Άτλαντα) και του Τυφώνα. Ενθουσιασμός, φωνές, χειροκροτήματα. Οι αντίπαλοι ισοδύναμοι. Τη μια στιγμή σωριάζεται ο ένας στο καναβάτσο και την άλλη ο άλλος. Το ξύλο πέφτει σύννεφο και τα βογκητά του πόνου ακούγονται μέχρι τις πίσω σειρές. Για καλή μας τύχη, προς το τέλος του αγώνα, ο αντίπαλος του Θανάση τραυματίζεται και εγκαταλείπει. Ο Θανάσης μας είναι στον τελικό. Κάτω πανζουρλισμός. Όλη η οικογένεια όρθια χειροκροτεί και καμαρώνει το βλαστάρι της. Περασμένες πια εννιά φτάνει η μεγάλη στιγμή του τελικού. Πάνω στο ρινγκ, διαγωνίως απέναντι, τα δυο θηρία ο Αιμοβόρος και ο Άτλαντας (Θανάσης) με βρυχηθμούς, πιασμένοι από τα σχοινιά, περιμένουν πως και πως τον Βαγγέλη να σφυρίξει την έναρξη. Και ο αγώνας κάποτε αρχίζει. Τα δυο πελώρια κορμιά αγκαλιάζονται, κτυπιούνται με φοβερή δύναμη, βγάζοντας κραυγές πόνου. Ο Θανάσης παραπατάει και την άλλη στιγμή βρίσκεται στο καναβάτσο ακινητοποιημένος από τον αντίπαλό του. Ο διαιτητής αρχίζει το μέτρημα, αλλά πριν φτάσει στο τρία με μια ύστατη προσπάθεια σηκώνεται και πάλι όρθιος. Τώρα είναι η σειρά του αντίπαλου να φάει το ξύλο της χρονιά του, στριμωγμένος στη μια γωνιά από τον Θανάση. Το παλικάρι μας έχει ξαναβρεί τη δύναμη και τη σιγουριά για τη νίκη του, που απ’ ό,τι φαίνεται δεν θ’ αργήσει να ’ρθει. Δυστυχώς όμως για κείνον και για όλους μας έρχονται, μετά, τα πάνω κάτω. Το πόσο ξύλο έφαγε στα επόμενα λεπτά ο Θανάσης από τον Αιμοβόρο δεν περιγράφεται. Βογκώντας προσπαθεί να αποφύγει τα κτυπήματα του αντιπάλου του και να πάρει μιαν ανάσα. Αντί όμως γι αυτό βλέπουμε τον Αιμοβόρο με ένα απίθανο αεροπλανικό κόλπο να τον σηκώνει ψηλά και με απίστευτη δύναμη να τον πετάει έξω από το ρινγκ πάνω στα χαλίκια. Τραγωδία. Όλη η φαμίλια κλαίει μ’ αναφιλητά. Η έρμη μάνα του τραβάει τα μαλλιά της μονολογώντας «τι σου ’κανε παιδάκι μου». Στον κόσμο βουβαμάρα. Κρατάμε την αναπνοή μας, αγωνιώντας για το μετά. Ο Βαγγέλης, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, ρωτάει για τελευταία φορά τον Θανάση αν εγκαταλείπει. «Όχι, στην πατρίδα μου ποτέ» βγαίνει σαν ουρλιαχτό η απάντηση από το στόμα του. Και το θαύμα του Άγιου Σπυρίδωνα, του πολιούχου μας, γίνεται. Ο Θανάσης μας, πριν το μέτρημα του Βαγγέλη τελειώσει, σηκώνεται και σκαρφαλώνει στο ρινγκ. Ορθώνει το τεράστιο κορμί του κα με σηκωμένα τα χέρια του είναι σαν να δίνει όρκο στη σημαία. Τώρα οι δυνάμεις του είναι διπλάσιες. Με μια φοβερή λαβή ρίχνει τον Αιμοβόρο στο καναβάτσο και ξαπλώνει πάνω του, για να μη μπορεί να κάνει την παραμικρή κίνηση. Ο διαιτητής αρχίζει να μετράει. Ο χρόνος τελειώνει. Ο Θανάσης είναι ο μεγάλος νικητής, ο θριαμβευτής των αγώνων. Ο διαιτητής, ο Βαγγέλης, τον φέρνει στο κέντρο του ρινγκ και του σηκώνει το χέρι του ψηλά. Όλοι μας όρθιοι ζητωκραυγάζουμε, επευφημούμε τον ήρωά μας. Η φαμίλια αγάλλεται, κλαίει και πάλι, αλλά τώρα από χαρά και υπερηφάνεια. Ο Θανάσης σκεπασμένος με την γαλανόλευκη κάνει γύρους θριάμβου στο ρινγκ χαιρετώντας το πλήθος, που τον αποθεώνει.
Τελειώνοντας νομίζω ότι είναι απαραίτητη μια διευκρίνιση: Πιστεύω να έχει γίνει αντιληπτό ότι εκείνο το μικρό πρωτάθλημα ελεύθερης πάλης (κατς) ήταν στην πραγματικότητα μια καλοστημένη θεατρική παράσταση, με πολύ μίσος, εντυπωσιακά κόλπα, δύσκολες φάσεις και πολύ ξύλο. Όλα ήσαν κανονισμένα και σκηνοθετημένα από πριν, όπως βέβαια και το ποιος θα ήταν ο μεγάλος νικητής του πρωταθλήματος. Άλλωστε ο Βαγγέλης, για τους δικούς του αγώνες, είχε σαν πρότυπο εκείνους που κάθε καλοκαίρι, όπως είπαμε, γινόντουσαν στο γήπεδο του Παναθηναϊκού με μεγάλη επιτυχία…