Διαβάζοντας το υπέροχο “Παντοπωλείο” της Έφης Φρυδά σκέφθηκα να σας θυμήσω εικόνες και μυρουδιές από ένα μικρό μπακάλικο μιας μικρής κωμόπολης…
Εδώδιμα και αποικιακά
Ο Διαμαντής, ο επονομαζόμενος και «φιλόσοφος», είχε ένα μικρό μπακάλικο στον κεντρικό δρόμο, στην αγορά του χωριού.
Πάνω από την πόρτα κρεμόταν, πάντα, η μικρή ταμπέλα με την επιγραφή: Παντοπωλείον ”η αφθονία”, με καλλιγραφικά γράμματα. Ήταν έργο του Γρηγόρη, του δεξιού ψάλτη της εκκλησίας μας, που εκτός από την ψαλτική τέχνη ασκούσε και το επάγγελμα του επιγραφοποιού.
Κάθε μέρα, ο Διαμαντής, από το πρωί που άνοιγε, έκανε τις ίδιες κινήσεις σαν να ακολουθούσε μια καθορισμένη τελετουργία. Ξεκλείδωνε πρώτα το χοντρό λουκέτο και μετά έσερνε, με δυσκολία προς τα πάνω, το βαρύ ρολό. Στη συνέχεια μοστράριζε, κρεμώντας τα στη φάτσα, δεξιά και αριστερά από την εισόδου, διάφορα εμπορεύματα, όπως κατσαρολικά, σκούπες, τσίγκινους κουβάδες, κ.ά. Τα Σάββατα είχε μιαν ακόμη υποχρέωση, να ασβεστώσει με την ταβανόβουρτσα, το ρείθρο και την άκρη του πεζοδρομίου, όπως το απαιτούσε η αγορανομία.
Ύστερα φόραγε τη μακριά ρόμπα της δουλειάς και περίμενε τον πρώτο πελάτη, που θα του έκανε σεφτέ. Του άρεσε να ανταλλάσσει απόψεις με τους συγχωριανούς του, για διάφορα θέματα και να καταλήγει, φιλοσοφώντας, πάντα με την ίδια προσφιλή του φράση: «τι είναι ο άνθρωπος, ένα τίποτα»…Εξ ου και το παρατσούκλι «φιλόσοφος».
Μόλις πέρναγες την πόρτα και έμπαινες στο μαγαζί, σ’ έπαιρνε μια ανάκατη μυρουδιά από τον αλατισμένο μπακαλιάρο, στο λινατσένιο τσουβάλι, από τα ξερά χταπόδια και τα σαλάμια αέρος, που κρέμονταν από το ταβάνι, από τις παστωμένες αντζούγιες στη μισόλατα και τις ρέγκες στο ξύλινο κασελάκι, βαλμένες μπροστά, πάνω στον πάγκο. Προχωρώντας πιο μέσα, νέες τώρα μυρουδιές, όπως εκείνη των μπαχαρικών, αλλά και της ναφθαλίνης σου γαργάλαγαν τη μύτη.
Αριστερά και δεξιά, παράλληλα με τους πλαϊνούς τοίχους και σε κάποια απόσταση από αυτούς, για να μπορεί να κυκλοφορεί πίσω τους ο μπακάλης, ήσαν δύο ίδιοι ξύλινοι πάγκοι, ενώ ακριβώς απέναντι από την είσοδο, στο βάθος του μαγαζιού, έβλεπες ένα τραπέζι, κάτι σα γραφείο, με συρτάρι για τις εισπράξεις και τα τεφτέρια, που πάνω του έστεκε η παλάντζα με τα δράμια για το ζύγισμα και πιο πέρα ο πάκος με τις χαρτοσακούλες. Ο ένας πάγκος είχε πάνω του μια τζαμένια βιτρίνα, όπου μέσα έμπαιναν τα πιο ευπαθή προϊόντα, η λακέρδα, ο χαλβάς, ο ταραμάς, το τουρσί κ.ά.
Πίσω από το γραφείο μια πόρτα οδηγούσε σε μια αθέατη αποθήκη. Ακριβώς πάνω από την πόρτα της αποθήκης δέσποζε η γνωστή λαϊκή ζωγραφιά, με τους δύο εμπόρους, τον ξύπνιο, που πουλάει πάντα τοις μετρητοίς και τον χαζό, που πουλάει επί πιστώσει. Μπροστά από τους πάγκους, στο πάτωμα, ο Διαμαντής είχε παρατάξει τα τσουβάλια, μισογεμάτα με ρύζι, ζάχαρη, φασόλια, φακές και αλεύρι και με τις σέσουλες μισοβυθισμένες στο περιεχόμενό τους.
Στους τοίχους, πίσω από τους πάγκους, στα ξύλινα ράφια ήσαν αραδιασμένα όλα τα προϊόντα, που τότε κυκλοφορούσαν συσκευασμένα: Γάλατα εβαπορέ και ζαχαρούχα, κονσέρβες, μπαχαρικά, μακαρόνια, λουκούμια, τσάι, πράσινο σαπούνι σε πλάκες, οδοντόπαστες Κολυνός κ.ά. Όταν το μαγαζί αργότερα εφοδιάστηκε με το πρώτο του ψυγείο, άρχισε να διαθέτει βαρελίσια φέτα, κασέρι και νωπό βούτυρο.
Μια ψάθινη καρέκλα βρισκόταν μόνιμα πίσω από το γραφείο για να ξεκουράζει κάπου-κάπου ο Διαμαντής το κορμί του από την ορθοστασία, ενώ μπροστά από το γραφείο υπήρχε άλλη μία ίδια καρέκλα για να κάθεται όποιος ήθελε, για λίγο, να του κάνει παρέα. Ένας τέτοιος τακτικός επισκέπτης και συνομιλητής του Διαμαντή ήταν και ο κύριος Χαρίλαος. Χαρακτηριστικό γεροντοπαλίκαρο με τιράντες, που διατηρούσε ένα μικρό εμπορικό κατάστημα, λίγα μέτρα πιο πέρα από το μπακάλικο, όπου πουλούσε υφάσματα μάλλινα ή βαμβακερά σε τόπια.
Μπορεί να πέρναγε ολόκληρη βδομάδα και πελάτης να μην έμπαινε στο εμπορικό του. Αυτός όμως δεν ήταν λόγος για να μην κάνει ο κύριος Χαρίλαος τη συνηθισμένη του βίζιτα στον γείτονά του, πάντα την ίδια ώρα. Ποτέ δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε την αφγαστή συνύπαρξη των δύο αυτών ανθρώπων, που ο μεν ένας, ο Διαμαντής, ήταν κρυφοκουκουές, ο δε άλλος, διάβαζε καθημερινά τον «Εθνικό Κή-ρυκα», ως ακραιφνής δεξιός και φιλοβασιλικός.
Αυτούς τους δύο κυρίους βρήκε ο Νικολάκης να τα λένε, εκείνο το απόγευμα, όταν μπήκε στο μαγαζί. Ο Νικολάκης, ήταν ένα αδύνατο και πανέξυπνο παιδάκι, αεικίνητο, που έτρεχε από δω κι από κει κάνοντας, πρόθυμα, θελήματα στη μητέρα του αλλά και σε άλλους, συνήθως ηλικιωμένους, όταν του το ζητούσαν. Ο μπακάλης, αν και σοβαρός τύπος, πάντα έβρισκε κάτι να πει στον Νικολάκη, πότε για τα μαθήματα του σχολείου και πότε για την ομάδα του, τον Ολυμπιακό, όντας ο ίδιος φανατικός Παναθηναϊκός. Βλέποντάς τον λοιπόν δεν έχασαν την ευκαιρία να τον πειράξουν.
Λέει ο κύριος Χαρίλαος υπομειδιώντας:
«Βρε Νικολάκη, πως τρέχεις έτσι βρε παιδί μου, από δω κι από κει, νέφτι σου έχουν βάλει»; Ακούγοντας την εξυπνάδα του φίλου του ο Διαμαντής σκάει στα γέλια και απευθυνόμενος στον μικρό την επικροτεί και σχολιάζει : «Νικολάκη, είδες πώς τα λέει ο κύριος Χαρίλαος, μας κάνει και πεθαίνουμε από τα γέλια».
Το παιδάκι νοιώθει βαριά θιγμένο και εντελώς αυθόρμητα απαντάει: «Ναι, βέβαια, ο κύριος Χαρίλαος είναι πολύ γελοίος τύπος», θέλοντας να πει ότι είναι καλαμπουρτζής. Ακούγοντας την ατάκα του οι άλλοι παγώνουν και κοιτάζονται ενεοί. Έξαλλος ο μπακάλης σπεύδει να αποκαταστήσει τη χαμένη υπόληψη του φίλου του. «Νικολάκη, ντροπή σου, τι κουβέντα ήταν αυτή που είπες για τον κύριο Χαρίλαο, δεν ντρέπεσαι; Κρίμα τους γονείς που έχεις».
Ο Νικολάκης ζεματίζεται και αυτοστιγμεί γίνεται σαν παντζάρι από την ντροπή, καθώς καταλαβαίνει ότι, άθελά του, μόλις είχε ξεστομίσει μια «πατάτα». Με χαμηλωμένο το κεφάλι, ψελλίζει ένα «συγγνώμη», κάνει μεταβολή και το βάζει στα πόδια.
Υ.Γ. Τα αναφερόμενα πρόσωπα είναι φανταστικά και δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.
—