Το σπίτι που μένουμε εδώ και πολλά χρόνια απέχει περίπου δώδεκα χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης, όπου ήταν το γραφείο που δούλευα. Κάθε πρωί, εκτός από τα σαββατοκύριακα, το ξυπνητήρι χτύπαγε γύρω στις εξήμισι. Αμέσως άρχιζε ένας αγώνας δρόμου για να κατορθώσω να χτυπήσω την κάρτα μου έγκαιρα στις εφτάμισι, όπως όριζε το απάνθρωπο ωράριο του Δημοσίου.
Αυτό, βέβαια, εάν πετύχαινε αποτελούσε πραγματικό άθλο, δυστυχώς όμως σπανίως συνέβαινε. Ας είναι καλά οι δυο τρεις καλοί μου συνάδελφοι, που όντας πρωινοί τύποι έκαναν την καλή πράξη, κατ’ άλλους θανάσιμο αμάρτημα, να χτυπάνε και τη δική μου κάρτα. Έφτανα με τη ψυχή στο στόμα, αγουροξυπνημένος, δίχως να προλάβω ούτε καφέ να πιω. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί εκείνο το έρμο τέταρτο της αργοπορίας μου ήταν τόσο σημαντικό για την παραγωγικότητα της δημόσιας διοίκησης.
Όλα τα χρόνια της υπαλληλίας μου ένα μεγάλο καημό είχα, το πρωινό ξύπνημα. Η σκέψη πως βγαίνοντας στη σύνταξη θα χόρταινα επιτέλους ύπνο το πρωί ήταν η μόνη μου παρηγοριά. Τα σαββατοκύριακα, που μπορούσα να σηκωθώ αργότερα, πάλι και τότε μια βασανιστική ημικρανία δεν μου το επέτρεπε και με ξύπναγε πριν την ώρα μου. Ο γιατρός έλεγε ότι αυτό ήταν επακόλουθο της πολύχρονης συνήθειας του οργανισμού μου να ξυπνάει νωρίς όλες τις άλλες μέρες.
Απέναντι από το σπίτι μας, λίγο μετά από την εκεί μετακόμισή μας, χτίστηκε ένα τριώροφο σχολείο με όμορφα χρώματα και μεγάλο προαύλιο. Φεύγοντας κάθε πρωί, γύρω στις εφτά για τη δουλειά μου, τα παιδιά δεν είχαν μαζευτεί ακόμα. Αυτό γινόταν αργότερα γύρω στις οκτώ. Το μεσημέρι, πάλι, γυρίζοντας μετά τις τρεις, το σχολείο ήταν κλειστό και τα παιδιά είχαν σχολάσει.
Το τι σημαίνει να έχεις απέναντί σου ένα σχολείο το κατάλαβα, κάπως αργά, όταν πήρα σύνταξη. Αυτό που περίμενα τόσα χρόνια και ήταν το μόνιμο απωθημένο μου, να χορτάσω δηλαδή τον πρωινό ύπνο, αποδείχθηκε τελικά όνειρο απατηλό. Ήταν αντικειμενικά αδύνατον να συμβεί, για τους τρεις παρακάτω λόγους:
Ο πρώτος λόγος ήταν ότι το βιολογικό μου, όπως αποκαλείται, ρολόι συνέχιζε το βιολί του, να με ξυπνάει δηλαδή στις εξίμισι, αγνοώντας ότι είχα πάρει σύνταξη.
Ο δεύτερος ήταν ότι χωρίς να το καταλάβω τα χρόνια πέρασαν και ανήκα πλέον στην τάξη των ηλικιωμένων, που ως γνωστόν ο ύπνος τους είναι λίγος ,αλλά και δύσκολος.
Ο τρίτος και κυριότερος λόγος, που έβαζε οριστικό τέλος στον ύπνο μου, ήταν η ύπαρξη, απέναντί μας, του σχολείου.
Το πρωί τα παιδιά άρχιζαν να συρρέουν πριν από τις οκτώ, τα μεγαλύτερα μόνα τους και τα μικρότερα με τους γονείς τους. Φωνές, γέλια, κλάματα αντιλαλούσαν στον δρόμο και στο προαύλιο, μέχρι την ώρα της προσευχής, οκτώ και τέταρτο ακριβώς. Συνήθως την έλεγε ένα κοριτσάκι κι εγώ μεταξύ ύπνου και ξύπνιου επαναλάμβανα τα λόγια του, που έβγαιναν από το μεγάφωνο.
«Άγιος ο θεός, άγιος ισχυρός, άγιος ο αθάνατος ελέησον ημάς, τρεις φορές. Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς κ.λ.π. Δι ευχών των αγίων πατέρων ημών κ.λ.π.». Ακολουθούσαν ύστερα οι νουθεσίες και οι παρατηρήσεις του κ. Διευθυντή, απαραιτήτως ειπωμένες κι αυτές στη διαπασών από το μεγάφωνο.
Το να κάθεσαι στο κρεβάτι και να μην κοιμάσαι μάλλον εκνευρισμό σου προκαλεί, παρά ευχαρίστηση. Έτσι, θέλοντας και μη, με την έναρξη των μαθημάτων μέσα στις τάξεις άρχιζε και η δική μας μέρα. Τα διαλείμματα των παιδιών και τα τρελά τους παιχνίδια στο προαύλιο, κατά κάποιο τρόπο, τα ζούσαμε από μακριά κ’ εμείς.
Όλη αυτή η βαβούρα και ο σαματάς του σχολείου για εννιά μήνες ήταν μέσα στη ζωή μας. Τους μήνες των καλοκαιρινών διακοπών, καθώς και τα δεκαπενθήμερα των Χριστουγέννων και του Πάσχα, που στο σχολείο επικρατούσε ησυχία, συνήθως λείπαμε.
Έτσι τσούλαγε η καθημερινότητά μας μέχρι που μας προέκυψε αυτός ο διάολος, με το όνομα Covid-19. Από τα πρώτα μέτρα που πάρθηκαν ήταν και το κλείσιμο των σχολείων. Τέρμα τα γέλια, τα ξεφωνητά, το ασταμάτητο εκείνο βούισμα του μελισσιού. Τέρμα και οι υστερικές επικλήσεις για ησυχία των δασκάλων, που κάπου, κάπου ξέφευγαν από τα ανοιχτά παράθυρα.
Το τριώροφο κτίριο και η μεγάλη του αυλή σε πλήρη εγκατάλειψη. Ο δυνατός προβολέας, με το άσπρο του φως, τις νύχτες μένει σβηστός. Οι μπασκέτες, ο φιλές του βόλεϋ, οι βρύσες, τα παγκάκια στέκουν εκεί χωρίς κανένα νόημα πια. Από τα δυο ξεχασμένα ανοιχτά παράθυρα οι κουρτίνες, μισοβγαλμένες έξω, ανεμοδέρνονται. Τα μαθήματα, είπανε, θα γίνονται τώρα από μακριά, με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, με τα παιδιά και τους δασκάλους τους κλεισμένους στα σπίτια τους. Τα ακούω όλα αυτά και δεν μπορώ να τα πιστέψω.
Στον έτσι κι αλλιώς χαμένο πρωινό μου ύπνο τώρα προστέθηκαν το άγχος και ο φόβος της αρρώστιας. Όλος ο κόσμος αναρωτιέται πότε και πώς αυτός ο εφιάλτης θα τελειώσει και η ζωή μας θα ξαναγίνει όπως πρώτα. Όσο, όμως, αυτό πάει σε μάκρος οι τρελές σκέψεις όλο και πληθαίνουν στο μυαλό μου.
Λες, λέω, η ιδέα αυτή με τα κλειστά σχολεία και τα μαθήματα από μακριά, να βγει πιο βολική για το κράτος και να μείνει και μετά;
Λες να ’ρθει μέρα που το σχολείο μας θα εγκαταλειφτεί και θα ρημάζει σαν άχρηστο πια;
Λες αυτή η εκκωφαντική του σιωπή και η θλιβερή ερημιά του να μείνουν για πάντα;
Οικτρά μετανοιωμένος εύχομαι και προσεύχομαι να ξανανοίξει το σχολείο όσο πιο γρήγορα γίνεται και να ξαναγεμίσει η αυλή του με παιδιά. Τα ξεφωνητά τους και τα γέλια τους να τρελαίνουν και πάλι όλη τη γειτονιά μας. Όσο για μένα δεν πειράζει, ας με ξυπνάνε πιο νωρίς και ας μου χαλάνε τον πρωινό μου ύπνο. Πιστέψτε με, από κείνη τη μαυρίλα, τούτο το προτιμώ χίλιες φορές …