You are currently viewing Κώστας Ποντικόπουλος Λαύριο – Κέα. Μιας ώρας πέρασμα.

Κώστας Ποντικόπουλος Λαύριο – Κέα. Μιας ώρας πέρασμα.

Κανα εικοσάλεπτο που είχαν βγει από τη μπούκα του λιμανιού του Λαυρίου. Αριστερά στο ξερόβραχο φαινόντουσαν, επίμονα σαν βουβή κραυγή ηττημένης ιστορίας, τ’ απομεινάρια του ΑΕΤΟ, της Διοίκησης, του ΓΕΤΟ. Έξω από το φανάρι στο νότιο κάβο της Μακρονήσου, το οχηματαγωγό πήρε αργή στροφή κι έβαλε ρότα προς τη Κέα. Το νησί φάνηκε στο βάθος. Βόρεια έβλεπες την Εύβοια και λίγο πιο κει την Άνδρο. Ανάμεσά τους το μπουγάζι του Καβοντόρου. Θάλασσα παντού.
Πλήθος πολύβουο στο κατάστρωμα. Έκρυψε σε μια γωνιά της ψυχής του τη μελαγχολία που πάντα του προξενούσαν εκείνα τα σιωπηλά χαλάσματα και σηκώθηκε απ’ τη θέση του.  Προχώρησε ανάμεσα από παρέες, μπαγκάζια, χυμένους καφέδες και σκυλιά. Έφτασε σε μιαν άκρη στη κουπαστή, άναψε τσιγάρο, ρούφηξε με ενοχική απόλαυση. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ένα ελαφρύ βοριαδάκι που ερχόταν απ’ το Αιγαίο του δρόσισε το πρόσωπο, ένα τρυφερό χάδι. Ευχάριστα, λυτρωτικά, χάιδεψε και το βλέμμα του την επιφάνεια του νερού που σκούραινε με το γέρμα του ήλιου κι έπαιρνε ένα μπλε, βαθύ σαν την ήρεμη αγάπη. Πόσες πλώρες, καρίνες, δεν το έσκιζαν κάθε μέρα, αιώνες τώρα. Πέρναγαν τα σκαριά, σηκώνανε τ’ απόνερα, αφήναν πίσω τους μια ίσια γραμμή λευκού αφρού που λίγο-λίγο έσβηνε, κι ύστερα όλα επανέρχονταν στην πρότερη κατάσταση, στην πρότερη ησυχία ή φουρτούνα σα να μην είχε περάσει ποτέ το πλοίο από κει. Όπως κι οι άνθρωποι, που περνούν απ’ τη ζωή σου, την αναταράζουνε, κι ύστερα φεύγουν, αφήνουν πίσω τους μια γραμμή λευκού αφρού που λίγο-λίγο σβήνει κι ύστερα όλα επανέρχονται στην πρότερη κατάσταση, στην πρότερη ησυχία ή φουρτούνα σα να μην πέρασαν ποτέ από κει.
Τριήρεις, γαλέρες, σκούνες, σακολέβες, πολεμικά, εμπορικά, πειρατικά, μπρίκια και μπριγαντίνια, φρεγάτες και μπαρκομπέστια, «Αθηνά της Άρκτου», λέγανε του Κατσώνη, «Κάμπριαν», λέγανε του Χάμιλτον, «Άρη», του Τσαμαδού, πολεμικόν βρίκιον «Αθηνά», του Σαχτούρη, «Καρτερία», του Άστιγα και η μοιραία «Ελλάς», η καμαρωτή φρεγάτα του Κοχράνη, με πλοίαρχο τον ίδιο της το φονιά, τον καπετάν Αντρέα, τον τραγικό ήρωα, πλεύσανε αυτά τα νερά, χαϊδεύτηκαν μαζί τους. Και πόσα δεν ησυχάζουν γυρτά, διαλυμένα στην άμμο του βυθού. Εδώ, σ’ αυτά τα νερά τ’ αμίλητα, τα ελληνικά πλοία, μια μέρα, εβιζιτάρανε  «τά ιμπεριάλικα πλοία ΒΕΤΕΡΑΝΟ, ὑπό πλοίαρχον τόν Καπ. Ιωάννην Κάρλο Φλώριον, ΚΡΟΝΟΣ ὑπό τόν καπ. Νικολάου Μίσβιτζ, καί ΑΣΤΡΙΕΝΑΝΤΕ, ὑπό τόν καπ. Κ. Νικολ. Σμαγαβία, ἀντιστοίχως, συλληφθέντα ὑπό τῆς δευτέρας μοίρας τοῦ ἑλληνικού στόλου μεταξύ  Ἄνδρου καί Γιούρων, κατά τήν τότε συναφθεῖσαν μεταξύ τοῦ τουρκικοῦ καί τοῦ ἑλληνικού στόλου ναυμαχίαν, ὡς μετακομίζοντα ἐχθρικά τρόφιμα, πολεμοφόδια κλπ. Τά τε πλοία καί τά ἐν γένει φορτία κηρύσσονται νόμιμοι λείαι καί διατάσσεται ἡ ἐν δημοπρασίᾳ πώλησίς των καί ἡ διανομή τοῦ ἐκπλειστηριάσματος κατά 15% εἰς δικαίωμα τῆς Διοικήσεως τά δ’ υπόλοιπα 85% εἰς ὄποιον ανήκει, ἐν ταυτῷ δ’ οἱ πλοίαρχοι καί ναύται τῶν ἐν λόγῳ πλοίων ἀφίενται ἐλεύθεροι (καίτοι κρινόμενοι ὑπεύθυνοι ὡς καταπατῶντες τό δικαίωμα τῶν ἐθνῶν καί τήν παρά τοῦ Μονάρχου των διακηρυχθείσαν οὐδετερότητα…) διά νά μετακομισθῶσιν ἀνεξόδως εἰς Σύραν, νά παραδοθῶσιν εἰς τόν ἐκεῖ ἀντιπρόξενον τῆς Ἀουστρίας, ἀνακαλούμενοι ἔμπροσθεν τῶν ἀδεκάστων κριτηρίων τῆς Αὐτοῦ Καισαροβασιλικῆς Μεγαλειότητος…»(1) Των αδεκάστων κριτηρίων… Σιγά μην τους δικάσανε ποτέ οι ίδιοι οι Αυστριακοί, κολεγιά είχανε, οι καλύτεροι πελάτες τους ήταν οι Τούρκοι.
Κοίταξε ένα μεγάλο φορτηγό με βίτζια σαν πελώριες κρεμάλες, σα να ‘χαν βγάλει βαρκάδα τον θάνατο, που ερχόταν κάθετα στη δικιά τους ρότα από Όστρια. Γλίστραγε αργά, νωχελικά πάνω στο νερό. Άδειο, η γραμμή από τα ίσαλα, εκεί που αλλάζει το χρώμα της λαμαρίνας, ήταν πολύ έξω, ψηλά απ’ την επιφάνεια, ο όγκος του τεράστιος. Είχε ήδη ανάψει τα φώτα πορείας, αχνά φώτα, αδύναμα, όπως και οι λάμπες στη πλώρη, στο κατάρτι και στη γέφυρα. Λίγα φώτα, ξέπνοα. Ήταν από εκείνα τα χοντροκομμένα, άκομψα, χωρίς γωνίες, παλιάς σοβιετικής ναυπηγικής σκαριά, που όλα, ακόμα και η πλεύση τους, ο τρόπος που ακουμπούσαν στο νερό, απέπνεαν παρακμή, παρελθόν, ήττα. Πατρίδες είναι τα καράβια, που ταξιδεύουν, και τα τσούρμα τους λαοί που χτυπιούνται στα κύματα και στ’ αντιμάμαλα του χρόνου και των ανέμων που αλλάζουν. Το κοίταξε με κρυφή ζήλεια. «Ποιός ξέρει» σκέφτηκε, «που πάει, που θα πιάσει… Βάρνα, Οδησσό… θα περάσει το Βόσπορο… Κωστάντζα ίσως».
Όταν ήταν μικρός ονειρευόταν να γίνει ναυτικός σαν τον μεγάλο ξάδελφο, τον συνονόματο, που ταξίδευε στα πέρατα της γης κι όταν επέστρεφε του έφερνε ένα σωρό παιχνίδια που κανένα άλλο παιδί στη γειτονιά δεν είχε τέτοια. Όχι απλά ναυτικός, καπετάνιος. Όταν είσαι παιδί, δεν υπάρχει για σένα καμιά άλλη θέση εκτός από την πρώτη. Ποτέ, κανένα παιδί δεν είπε «Θέλω να γίνω μούτσος, θερμαστής». Καπετάνιοι θέλουν όλα να γίνουν. Κι είν’ η ζωή, αυτή η άτιμη φουρτούνα, που έρχεται ύστερα και σε βάζει, με το δικό της ζύγι, στη σωστή σου θέση. Έτσι κι αυτός. «Θά πάγω σ’ ἄλλη γῆ, θά πάγω σ’ ἄλλη θάλασσα»(2). Καπετάνιος ήθελε να γίνει. Να ταξιδεύει στις θάλασσες του κόσμου, να παλεύει με κύματα βουνά και σπηλιάδες, να σκοτώνει τέρατα του βυθού και του αφρού, να ξιφομαχεί με πειρατές γύρω από το ξύλινο κιβώτιο του θησαυρού κι ύστερα να οδηγεί το πλοίο σε απάνεμα λιμάνια του νότου να ξεφορτώσει τις πρέζες και να χαρεί γύρω από την πυρά στην παραλία, πίνοντας ρούμι μέσα σε μια καρύδα, αγκαλιά με μια θεσπέσια κρεολή.
 Όμως, το ξέρουμ’ όλοι, όταν κάνει σχέδια και όνειρα ο άνθρωπος, η μοίρα του γελάει. Δεν αξιώθηκε ποτέ να ταξιδέψει στις φουρτουνιασμένες θάλασσες των παιδικών του ονείρων. Μα τρικυμίες, όπως κάθε άνθρωπος, δεν αντιμετώπισε λίγες στη μαύρη φουσκωθαλασσιά που είναι ο βίος. Πόσες φορές δε ναυάγησε με τα καρυδότσουφλα που μπάρκαρε τη ζωή του. Μα πάντα κάτι, μια τυχαία σανίδα, ένα ξύλο, ένας κουβάς που το κύμα έφερε από το πουθενά, πάντα κάτι βρισκότανε εκεί γύρω να του κρατήσει το κεφάλι έξω απ’ το νερό, ίσα για την ανάσα, και μισοπνιγμένο να τον βγάζει ζωντανό σε μια αμμουδιά να ξαναρχίσει.
Είχε μάθει με τα χρόνια, σε όλα μαθαίνεις, και δεν παραπονιότανε. Τουλάχιστον απ’ έξω του. Μα τ’ όνειρο δε σβήνει ποτέ. Αλλά όσες φορές ξυπνούσε μέσα του έντονη η εκείνη η παρόρμηση του ταξιδιού, εκείνο το άσβηστο απωθημένο του ναυτικού, «δέν ἒχει πλοῖο γιά σέ, δέν ἒχει ὁδό»(3), είχε με το καιρό πειστεί. Και συμμορφωθεί. Είναι και που γύρναγαν πάντα, καρφωμένα στο μυαλό του, τα λόγια που του ‘πε μια μέρα, καθισμένοι στο καφενείο του γιαλού, χειμώνας ήτανε έξω φυσομανούσε το κύμα κι έβλεπαν τη θάλασσα απ’ τα θολά παράθυρα, ένας γερο-μαρκόνης, απόμαχος του ΝΑΤ, έτσι όπως πιάσανε κουβέντα σιγορουφώντας τον καφέ στα διπλανά τραπέζια. Του είπε πως «στα νειάτα του, τον είχε πιάσει μια άγρια δίψα να γνωρίσει άγνωστους τόπους και άγνωστους ανθρώπους. Μπαρκάρησε λοιπόν σε φορτηγό και ταξίδεψε σαράντα ολόκληρα χρόνια. Γνώρισε όλους τους τόπους και όλους τους ανθρώπους της γης, όμως αυτό δεν τον ωφέλησε σε τίποτα κι άδικα ξόδεψε τη ζωή του σ’ αυτή την κουταμάρα. Γιατί, ακούς, δεν υπάρχουν άγνωστοι άνθρωποι κι άγνωστοι τόποι. Όλα πάνω στη μικρή μας γη είναι ίδια, απελπιστικά ίδια, και μπορείς θαυμάσια να γίνεις σοφός χωρίς να ταξιδέψεις καθόλου. Φτάνει μονάχα, να σηκώσεις μια φορά τα μάτια σου κατά τον ουρανό και να κυτάξεις προσεχτικά τ’ αστέρια, ή να σκύψεις μια φορά απ’ το παράθυρό σου και να παρακολουθήσεις προσεκτικά μια κηδεία που περνάει στο δρόμο».(4)
Κοίταξε πάλι το μουντό, χοντροκομμένο φορτηγό. Τα δύο πλοία, στο διασταύρωμα τους, είχαν πλησιάσει πολύ και οι μπουρούδες χαιρετήσανε η μια την άλλη, έτσι, σαν μια στιγμιαία χειραψία, τίμια, αληθινή, συντροφική, αλλά φευγαλέα όπως τα αγκαλιάσματα των ναυτικών, «που φιλάν και φεύγουν, σε κάθε λιμάνι μια γυναίκα τους περιμένει, αλλά οι ναυτικοί φιλάν και φεύγουν».(5) Μπορούσε τώρα να δει τις σκουριές και τα ματσακώνια στις θαλασσοδαρμένες λαμαρίνες του φορτηγού. Είδε και το όνομα, γραμμένο άτεχνα με ξεθυμασμένη λευκή μπογιά πάνω από άλλο, παλαιώτερο, που φανερωνότανε ανάγλυφο στην πρύμη, σε κυριλλικό αλφάβητο: «Μόπε – Οντέσσα». Κάτι τέτοια ονόματα θα έγραφαν στη πρύμη τους και τα σκάφη του Ορλώφ. Και τα ντελίνια του Χέϋδεν. Να θυμηθώ να δω τι σημαίνει «Μόπε», σκέφτηκε.
Ένα σκούντηγμα στον ώμο, από βαρύ χέρι, τον ξάφνιασε από τις φυγές του.
– Πάλι χαμένος είσαι, ρε; Που ταξιδεύει ο νους σου;
– Που ταξιδεύει; Δε ταξιδεύει. Καμένος είναι… Απάντησε πριν γυρίσει να κοιτάξει ποιος ήταν.

 

 

(1) Ελευθερίου Τρ. Ράφτη: ΠΕΡΙ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΛΑΟΔΙΚΕΙΩΝ ΔΙΑΡΚΟΥΝΤΩΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΑΓΩΝΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (1821-1830), Εκδοτικός οίκος Αφων Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1980, σελ 127.
(2), (3) Κ.Π. Καβάφη, Η πόλις.
(4) Σωτ. Πατατζή, Ο Ανέστος γυρεύει την ευτυχία, ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ, διηγήματα, εκδ. “Γιαννόκος” 1965, σελ 42.
(5) Πάμπλο Νερούδα: Οι ναυτικοί φιλάν και φεύγουν.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.