Η αγάπη ως ουσία της γραφής.
Ερώτηση: “Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;” Απάντηση : “Ουσία”. Από συνέντευξη της Μαριάννας Παπουτσοπούλου στο διαδικτυακό περιοδικό Φράκταλ στις 27.10.2021.
Ας δούμε παρακάτω λίγες σκέψεις για το νέο λογοτεχνικό έργο αυτής της συγγραφέως που για να κάνει μια ιστορία, ιστορία της, έχει ανάγκη την ουσία. Θα μπορούσα για το βιβλίο αυτό της Μαριάννας, τη “Νίνα ένα κορίτσι της κατοχής”, να σας πω, απλώς, δυο τρεις πέντε λέξεις και να τα έχω πει όλα. Να μη χρειάζεται να προσθέσω τίποτ’ άλλο. Ουσία. Και αστείρευτος πλούτος. Γλωσσικός, συναισθηματικός, γνωστικός ιστορικός. Πλούτος βιωμάτων, πλούτος ζωής, πλούτος γνώσης, πλούτος συναισθημάτων, αλλά κυρίως πλούτος γραφής.
Τη Μαριάννα τη γνώρισα στο κοινό εκδοτικό μας σπίτι, τον Εύμαρο. Θυμάμαι όταν την συνάντησα πρώτη φορά σε κάποια εκδήλωση στο γραφείο του Ταύρου, πόσο με κέρδισε αμέσως αυτή η ηρεμία και η γλύκα που εκπέμπουν το πρόσωπό της και τα μάτια της. Ίσως και μια λανθάνουσα (ή εμφανή;) μελαγχολική διάθεση. Αλλά είχα αμέσως την αίσθηση ενός ανθρώπου με βάθος, με ουσία, που λέγαμε και πριν, αλλά συνάμα και λίγο φεγγαροπαρμένου. Νομίζω πως με το χρόνο, όσο τη γνώριζα καλύτερα και παρακολουθούσα το έργο της, όλα αυτά επαληθεύτηκαν ένα προς ένα.
Από την ίδια πιο πάνω συνέντευξη: “Στην πεζογραφία νομίζω πως αναμειγνύω συνήθως τον ρεαλισμό με την στοχαστική ανάλυση και κάποια ποιητικά ή εικαστικά στοιχεία”.
Μου θύμισε αυτή η φράση την εντύπωση που με διακατείχε όταν διάβαζα τον Ανεμοδείκτη της, όσο τον διάβαζα κι όταν τον τελείωσα. Είχα την εντύπωση ή την αίσθηση καλύτερα πως διάβαζα κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ένα μακροσκελές (πεζο)ποίημα.
Πολλά στοιχεία διαφοροποιούν, στη δική μου κατανόηση, τη ποίηση από τον πεζό λόγο, ένα από αυτά είναι το βάθος, το ύψος και το πλάτεμα των λέξεων. Η κάθε λέξη που από απλή βελονιά στον καμβά του κεντήματος, υψώνεται με έναν τρόπο και γίνεται κέντημα η ίδια. Κάπου εκεί αρχίζει να υψώνεται, νομίζω, κι ο λόγος και γίνεται ποίηση. Κι έρχομαι, όχι τυχαία, σε μια λέξη της Μαριάννας από τούτο το βιβλίο, προς επίρρωση της προηγούμενης σκέψης. Στη σελίδα 62, που η μικρή κάθεται στο μπαλκόνι του σπιτιού στο Παγκράτι και χαζεύει με τις ώρες κάτω στο δρόμο τον έξω κόσμο κι ανάμεσά του, τους “βραδυπορούντες γέρους”. Όχι κυρτούς, όχι ασπρομάλληδες, όχι κουρασμένους, όχι απόμαχους. Βραδυπορούντες. Πόσο μεγαλώνει τη διήγηση αυτή η λέξη. Πόσο πλουτίζει με την ανεικονική διάσταση του χρόνου την εικόνα, πόσο συμπεριλαμβάνει μέσα της κάθε άλλη λέξη, πόση, τελικά, ποίηση δεν προσδίδει στο πεζογράφημα της Μαριάννας… Βρίθει ο λόγος της από ανάλογες λέξεις που λάμπουν εδώ κι εκεί μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, όπως θα λαμπύριζαν οι σβώλοι του χρυσού στο κοσκίνισμα σ’ ένα ρυάκι στα ελατοσκέπαστα όρη της Καλιφόρνιας στα μάτια του χρυσοθήρα.
Πριν φύγω από αυτό το σημείο, αφήστε με να σας δώσω άλλη μια τέτοια λέξη. Σελίδα 133: “Ο πατέρας στάθηκε όρθιος μέχρι το τελευταίο βράδυ, όπως είχε ζήσει όλη του τη ζωή, καλοντυμένος με γιλέκο και γραβάτα, προγραμματίζοντας τις δουλειές της επομένης, “Πρέπει να πάω στην τράπεζα αύριο…” Πέθανε με ένα αχ στο κρεβάτι του, ως δίκαιος.”
Σελίδα 101. “Στήνω ίσως ένα εικόνισμα, το γνωρίζω, αλλά η υπερβολή της αγάπης είναι υπερβολή επιτρεπτή”. Λόγια της συγγραφέως Μαριάννας για τη μητέρα Νίνα.
Γνωρίζουμε πως σε πολλά μυθιστορήματα ο συγγραφέας συνειδητά ή ασυνείδητα ακουμπάει λιγότερο ή περισσότερο σε στοιχεία αυτοβιογραφικά, φανερά ή λανθάνοντα. Υπάρχει βέβαια, όπως στην περίπτωσή μας και η καθαρή επιλογή συγγραφής ενός αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος, κάτι που αποτελεί λογοτεχνικό είδος από μόνο του. Όταν ένας συγγραφέας, λοιπόν, αποφασίζει να βουτήξει στην περιπέτεια της διήγησης αυτοβιογραφικών στοιχείων ή εξιστόρησης αγαπημένων προσώπων, ελλοχεύουν δύο μεγάλοι κίνδυνοι: πρώτος, η ψυχαναλυτική προσέγγιση των διηγούμενων και δεύτερος, η “αγιοποίηση”, η στήσιμο “εικονίσματος” για το αγαπημένο πρόσωπο. Θέματα και τα δύο που αν σου ξεφύγουν, εύκολα μπορείς να χαθείς και το γραπτό σου να καταλήξει ένα κείμενο που αφορά κυρίως, αν όχι μόνο, εσένα. Ο πιο εύκολος δρόμος είναι, ίσως, να προσπαθήσεις να αποστασιοποιηθείς, να κρυφτείς πιθανόν μέσα σε έναν ήρωα, ίσως να επιμείνεις στο τρίτο ενικό, αλλά και πάλι η επιτυχία δεν είναι δεδομένη. Η Μαριάννα δεν διαλέγει αυτή την ευκολία. Μπλέκει εξ αρχής το τρίτο ενικό με το πρώτο. Και ψυχαναλυτική προσέγγιση κάνει και εικόνισμα κάνει. Δεν φοβάται και δεν κρύβεται. Έχει όμως τη γνώση, την απλωσιά, την ικανότητα και τα όπλα να το κάνει χωρίς να πέσει ούτε μια στιγμή στην αυτοαναφορικότητα. Ο τρόπος που το κάνει, ο τρόπος με τον οποίο όλα, ακόμα και τα εσώτερα, φεύγουν από το προσωπικό και απλώνονται στην ιστορία και τη μυθιστορία μέσα στο χρόνο, το χώρο και τα γεγονότα, προσδίδει μια ιδιαίτερη γοητεία στους τρυφερούς προσωπικούς αναστοχασμούς που είναι το κομμάτι αγάπης και κατάθεσης, αν θέλετε, ψυχής που προσφέρει άφοβα στον αναγνώστη και που φέρνει στο κέντρο της αφήγησης τη περιδίνηση των ατόμων μέσα στα πάθη τους, βλέπε έρωτα, αλλά και μέσα στα ιστορικά γεγονότα, καθιστώντας το άτομο, αυτό που πραγματικά είναι: πιόνι αλλά και παίκτη της ιστορίας.
Έχει έναν τρόπο η Μαριάννα ή για να το πω καλύτερα, όπως τουλάχιστον το ένοιωσα εγώ, η Μαριάννα είναι ο τρόπος της που γράφει. Μέσα από τη λογοτεχνική της γραφή, φερ’ ειπείν, συναντιέται και συνομιλεί σε όλη την ανάπτυξη του βιβλίου με άλλες τέχνες. Και κατ’ αρχήν τη μουσική, που είναι κάτι σαν δεύτερη φύση, τόσο στη Νίνα, όσο και στην κόρη της, την Αριστέα, άκα, (“λέγε με” επί το ελληνικότερον), Μαριάννα. Οι αναφορές της είναι τόσες που μοιάζει η ανάγνωσή του να συνοδεύεται, καθ’ όλη της τη διάρκεια, στο βάθος από ένα μουσικό σεντόνι. Και στις τελευταίες δυο φράσεις του βιβλίου, στίχο από ένα γκόντσπελ συναντάμε. Κορύφωση όμως της μουσικής υπόκρουσης της ιστορίας είναι η στιγμή που οι δυο τους βρίσκονται μεταχουντικά στο Ηρώδειο, και στο άκουσμα της Συμφωνίας της Ανάστασης του Γκούσταβ Μάλερ, ή στο άκουσμα του Στανισλάβ Ρίχτερ να παίζει Μπετόβεν, την Απασιονάτα, τη Σονάτα του Σεληνόφωτος, την Τρικυμία, θα ηττηθεί η θεριεμένη στη χούντα ψυχική νόσος της Νίνας, και αναγεννημένη από τη μουσική, θα “μοιάζει με φτερωτή Νίκη, από εκείνες πάνω στο θωράκειο του μικρού ναού στην είσοδο της Ακρόπολης. Όλο της το είναι κραύγαζε: Δε θα μας σκοτώσετε ποτέ! Θα ζούμε εις πείσμα των βαρβάρων.” Γιατί: (σελίδα 65) “Η γη είναι μαγική όταν τραγουδάει.”
Για τις εικαστικές αναφορές της γραφής της, δεν θα επεκταθώ. Όσοι διαβάσετε το βιβλίο, εύκολα θα καταλάβετε γιατί. Οι ίδιες οι εικόνες της είναι εικαστικά έργα, φτάνουν κάποιες φορές σε σημείο να αναδύουν τη μυρωδιά τους. Από τη περιγραφή του σαλονιού της θείας Κλεαρέτης έως αυτήν μιας παραλίας όπου ορατό στοιχείο του τοπίου είναι η ελευθερία. Δε θα πω άλλο.
Οι άνθρωποί της, παππούς, γιαγιά, θείοι, θείες, ξαδέλφια, φίλοι, και οι έρωτες ακόμα, εκτός ίσως από τη Νίνα, δεν σκιαγραφούνται περιγραφικά. Από την περιγραφή τους η συγγραφέας κρατάει και μας αφήνει ένα μόνο συνήθως χαρακτηριστικό, τα μάτια ίσως, ή κάτι άλλο, την ενδυματολογική συνήθεια ας πούμε. Οι άνθρωποί της, κυρίως, περιγράφονται από τις δράσεις και αντιδράσεις τους, από τη στάση τους στη ζωή, τη στάση τους στις σημαντικές ή ασήμαντες στιγμές, τα λόγια τους, τις σχέσεις μεταξύ τους, συναισθήματα που εξωτερικεύουν και τον τρόπο που τα εξωτερικεύουν. Μα οι άνθρωποι, όπως είπαμε πιο πάνω, είναι πιόνια αλλά και παίκτες της ιστορίας. Της μεγάλης αλλά και κάθε μικρής. Και είναι πολύ τρυφερή η Μαριάννα με τους ανθρώπους της – ήρωες των σελίδων της, όπως είναι τρυφερή με κάθε τι, ακόμα και με τα σκοτάδια που αναβλύζουν, όχι σπάνια, στη διήγησή της.
Πως να ξεχάσεις την ιστορία της Ζινέτ, κυρίας από τις πιο λαμπρές, που όρμησε απ’ τη πόρτα του αρωματοπωλείου όπου δούλευε η Νίνα, άρπαξε ένα μπουκαλάκι Σανέλ 5 κι αφού κοίταξε μην περνάει κανείς γνωστός έβαλε τρεις σταγόνες στη μέσα πλευρά και των δύο μηρών και σε τρία χρόνια ξεκοκκάλισε μετρητά, καταθέσεις, κινητά και ακίνητα στην Ελλάδα, την Ελβετία, το Παρίσι, του μεγιστάνα των πετρελαίων που ήταν ο μαυραγορίτης που στην κατοχή είχε αρπάξει από την οικογένειά της εξηνταπέντε παλιά διαμάντια ρώσικα δεμένα σε περιδέραιο, σκουλαρίκα και δυο λαμπρά μονόπετρα, αντί πινακίου φακής; Μια από τις λίγες μεταπολεμικές απονομές δικαιοσύνης, ίσως η πιο ηδονική εκδίκηση που έχω ακούσει στη ζωή μου.
Πως να μη σταθείς στη σελίδα 82, όπου “ο Γρηγόρης και η Νίνα ταξίδεψαν αρκετά εκείνα τα χρόνια για δουλειές ή τουρισμό, διώχνοντας ακόμα πιο μακριά τα σκοτάδια του πρόσφατου παρελθόντος, που ξόρκιζαν και αγωνίζονταν να ξεχάσουν”. Μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να φαίνεται ανώδυνη αυτή η πρόταση, περιέχει όμως, πραγματικά, όλη την αγωνία, όλη την απελπισία, όλη την ανάγκη για να ξαναχτιστούν ζωές μέσα από τα κάθε είδους συντρίμμια, ορατά και αόρατα, της γενιάς των γονιών μας, έτσι όπως έβγαιναν άλλοι σωματικά, άλλοι ψυχικά ακρωτηριασμένοι, κανείς αλώβητος, από τη κατοχή και τον Εμφύλιο. Είδα σ’ αυτή τη φράση και τους δικούς μου γονείς, θείους και τους φίλους τους, όπως είμαι σίγουρος πως ο καθένας της δικιάς μου γενιάς θα δει τους δικούς του.
Μα είναι τόσα πολλά τα θέματα που ακουμπάει η Μαριάννα στο βιβλίο της… Τόσες πολλές οι ενατενίσεις των εποχών, των ανθρώπων μέσα σ’ αυτές, των συναισθημάτων, των συμπεριφορών… Είναι ο πλούτος που σας έλεγα στην αρχή. Θα ήθελα σε όλα να αναφερθώ, γιατί για όλα υπάρχει κάτι που αξίζει να σημειώσεις. Μα αυτό, δυστυχώς, πρακτικά δεν είναι δυνατόν, δε μπορεί να γίνει στα πλαίσια ενός σημειώματος. Δε μπορώ όμως να μην αναφερθώ, έστω γενικόλογα, σε κάτι που με εντυπωσίασε και που μοιάζει να είναι μία από τις πολλές “διδασκαλίες” του μυθιστορήματος. Την ανοχή. Ο τρόπος με τον οποίο το ατίθασο, όλο ζωντάνια κορίτσι είναι ανοιχτό στη ζωή και στις πληγές της, χωρίς μεμψιμοιρία, χωρίς γκρίνια, χωρίς κακία και που με εφόδιο και στήριγμα μια υπέροχη μητέρα, τη Νίνα, κατανοεί, συγχωρεί, προχωράει, επιμένει να ζήσει ακόμα και σερνάμενη στα πιο βαθιά πηγάδια. Κι ύστερα, όταν έρχεται η ωριμότητα, η ανοχή γίνεται πλέον συνειδητή επιλογή. Ένας βαθύς ανθρωπισμός σκορπάει λυτρωτικά το λεπτό άρωμά του μαζί με τη θεραπευτική μυρουδιά του τυπωμένου χαρτιού.
Πηγαίνοντας προς το τέλος, δυο σκέψεις για το τελευταίο μέρος του βιβλίου, εκεί που τα φώτα ρίχνονται πάνω στο σκοτεινό, ανομολόγητο θέμα της ψυχικής υγείας σε επίπεδο προσωπικό, οικογενειακό μα και κοινωνικό, δημόσιο, όπως και στο θέμα, αν μπορούμε σε τέτοιο να το συρρικνώσουμε, της μητρικής αγάπης. Εδώ είναι και η στιγμή που η Αριστέα, πάνω από τον τάφο της μητέρας της, ξεκλειδώνει τη Νίνα. Γιατί η Νίνα είναι “η αγάπη” για όλους και για όλα, μια αγάπη χωρίς όρους και όρια, χωρίς ερωτήματα, μια αγάπη αστείρευτη, απλά προσφερόμενη, μια αγάπη που δεν ανήκει, μια αγάπη με όλα τα χρώματα, μια αγάπη απρόσωπη με πρόσωπο πανέμορφο, χαμογελαστό με δύο μεγάλα εκφραστικά μάτια.
Και μαζί με την Αριστέα ξεκλειδώνει κι ο αναγνώστης την “ουσία”, για να γυρίσουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, αυτού του βιβλίου, που το διαπνέει από τη πρώτη λέξη ως τη τελευταία, που είναι η πιο βαθειά του υπόκρουση, πίσω, στο σοττοφόντο απ’ τη μουσική υπόκρουση που αναφέραμε πιο πάνω, και που δεν είναι άλλη από την αγάπη. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο με αγάπη για τη ζωή και την αγάπη. Για τη Νίνα δηλαδή.
Ο Κώστας Ποντικόπουλος είναι συγγραφέας
Πώς να ευχαριστήσω κάποιον που διάβασε με τόση αγάπη και τόση λεπτότητα πνεύματος και αισθημάτων….