Κοπεγχάγη
Από την ώρα που προσγειώθηκε το αεροπλάνο στο Ελευθέριος Βενιζέλος άρχισε να νιώθει ένα σφίξιμο στο στομάχι. Φυσικό ήταν, αφού αναγκάστηκε να ξυπνήσει από τ’ αξημέρωτα, προκειμένου να προλάβει την πρωινή πτήση από Κοπεγχάγη, χωρίς μάλιστα να καταφέρει να βάλει μπουκιά στο στόμα του. Ήταν πράγματι αυτός ο λόγος της ξαφνικής αδιαθεσίας του; Ας μη γελιόμαστε. Το ήξερε καλά ότι αυτός ο κόμπος που έσφιγγε τα σωθικά του θα τον συντρόφευε σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα. Πλάκα-πλάκα ήταν η πρώτη φορά που επέστρεφε στην πατρίδα από τότε που… Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια!
-Πασχάλη!
Η τσιριχτή φωνή της αδερφής του τον βοήθησε να την εντοπίσει μέσα στο πλήθος, καθώς, έτσι μικροκαμωμένη που ήταν, μπορούσε να διακρίνει μόνο τα χέρια της που κουνιούνταν πέρα-δώθε.
-Καλώς ήρθες, αδερφέ! Χρόνια και ζαμάνια…
Τον αγκάλιασε σφιχτά, το κορμί του όμως παρέμεινε άκαμπτο, αρνούμενο να νιώσει τη ζεστασιά του αδερφικού αγγίγματος. Ούτε καν έσκυψε λιγάκι, ενώ η καημενούλα πάσχιζε να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της να τον φιλήσει στο μάγουλο.
-Οι αποσκευές σου;
-Μόνο αυτό το μπάκπαγκ έχω. Δε θα μείνω πολύ… Τι ώρα είναι η κηδεία;
-Στις δώδεκα. Έλα, πρέπει να βιαστούμε. Να προλάβουμε την κίνηση. Περιμένει κι η μαμά…
Ο ήλιος πάλευε με τα σύννεφα μπας και καταφέρει να ξεπροβάλει και να ζεστάνει το ανοιξιάτικο πρωινό. Τόσο καθαρό ουρανό σίγουρα δεν έβλεπε στη Δανία τέτοια εποχή. Του έλειπε; Το αυτοκίνητο έτρεχε στην εθνική οδό με κατεύθυνση βόρεια. Η αδερφή του οδηγούσε σιωπηλή, εμφανώς αμήχανη.
-Αδυνάτισες, του είπε ρίχνοντάς του μια φευγαλέα ματιά.
-Δουλεύω πολλές ώρες, βλέπεις.
-Πληρώνεσαι καλά όμως, ε;
-Δεν έχω παράπονο.
Παρατήρησε ότι το βλέμμα της διαρκώς ήταν προσηλωμένο στο παρμπρίζ. Απέφευγε συνειδητά να τον κοιτάξει. Του φάνηκε κουρασμένη, γερασμένη πρόωρα.
-Εσύ πώς είσαι; Τα παιδιά;
-Άστα να πάνε… Πολύ τρέξιμο. Δεν έχω και βοήθεια. Τον Κώστα τον ξέρεις, στην κοσμάρα του. Ούτε το πιάτο του δεν σηκώνει να το πάει στο νεροχύτη. Η μαμά από τότε που άρχισε να φροντίζει τον μπαμπά έπαψε να κρατάει τα παιδιά. Τι να κάνει κι αυτή η φουκαριάρα; Ερείπιο έγινε. Θα την δεις και θα τρομάξεις. Τον αγαπούσε πολύ τον μπαμπά. Τόσα χρόνια μαζί! Και τα παιδιά τον λάτρευαν. Ειδικά η μικρή. Να ’ξερες πόσο έκλαψε χτες, όταν της είπα ότι ο παππούς πέθανε. Κι εκείνος όμως είχε αδυναμία στα εγγόνια του. Του έδιναν τόση χαρά, τόση δύναμη να αντέξει την αρρώστια…
-Να βάλω λίγη μουσική;
-Πασχάλη, τι είναι αυτά που λες; Τέτοια μέρα θα ακούσουμε μουσική;
Δεν άντεχε να την ακούει να μιλάει για τον πατέρα τους. Για τον αξιαγάπητο, τον καημένο τον πατερούλη τους που τόσο αγαπούσε τα εγγόνια του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του…
-Τουλάχιστον μπορώ να καπνίσω;
-Ξέρεις, το αποφεύγω μέσα στο αμάξι, επειδή τα παιδιά…
-Τότε κάνε μια στάση για τσιγάρο!
-Δε θα προλάβουμε…
-Σταμάτα, σου είπα! Θέλω να κάνω ένα τσιγάρο!
Το λιμάνι του Αγίου Κωνσταντίνου ήταν το τέλειο μέρος για μια μικρή παράκαμψη που τόσο είχε ανάγκη ο Πασχάλης. Κοίταζε το φέριμποτ που περνούσε απέναντι στην Εύβοια φυσώντας τον καπνό από το τσιγάρο του, ενώ το θαλασσινό αεράκι χτυπούσε το πρόσωπό του τόσο, ώστε να διώχνει τις κακές σκέψεις που είχαν φωλιάσει στο μυαλό του. Αμέσως μεταφέρθηκε νοερά στο λιμάνι της Κοπεγχάγης. Του έλειπε αφάνταστα, κι ας είχαν περάσει μόνο λίγες ώρες που είχε φύγει, κι ας ήταν ο δανέζικος ουρανός μονίμως συννεφιασμένος και γκρίζος, κι ας μην αποχωριζόταν ποτέ το ολόμαλλο κασκόλ του. Τόσο που απόρησε, όταν γύρισε στο πλάι και δεν βρήκε το ποδήλατό του. Αντ’ αυτού είδε την αδερφή του να τον κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα, γεμάτα απορία.
-Το κρατάς ακόμα, ε;
-Τι είπες; τη ρώτησε μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που μόλις είχε ξεστομίσει.
-Είσαι ακόμα θυμωμένος με τον μπαμπά; Δε νομίζεις ότι πρέπει να αφήσεις στην άκρη ό,τι έγινε; Τώρα πια δεν ωφελεί…
-Δήμητρα, ακούς τι μου λες;
-Θέλω να πω… είναι κρίμα… Εννοώ που έφυγε και δεν είχες την ευκαιρία να τον δεις, να του μιλήσεις, να ζητήσεις συγγνώμη…
-Πλάκα μου κάνεις, έτσι; Ξεχνάς μάλλον ότι εκείνος με έδιωξε από το σπίτι.
-Δε σ’ έδιωξε… εσύ έφυγες…
-Δήμητρα, ήσουν εκεί, τον άκουσες με τα ίδια σου τ’ αυτιά. «Να φύγεις απ’ το σπίτι μου! Δεν έχω γιο, μόνο κόρη έχω πια».
-Κι εσύ έπρεπε να πάρεις τοις μετρητοίς τα λόγια του; Μεγάλος άνθρωπος ήταν, αγράμματος. Όλη τη ζωή του την έφαγε στα μαντριά με τις κατσίκες. Είχες την απαίτηση να δεχτεί ότι ο γιος του θα γίνει…
-Θα γίνει τι; Τι, Δήμητρα; Καμιά «αδερφή χορεύτρια», αυτό δεν είπε; «Θα πληρώνω εγώ για να σε σπουδάσω να χορεύεις σαν μπαλαρίνα;» Δεν το θυμάσαι; Εγώ όμως το θυμάμαι πολύ καλά. Όπως και το ότι δεν είπες τίποτα, ούτε εσύ ούτε η μαμά.
Ούτε τώρα είπε τίποτα η Δήμητρα. Τι να έλεγε; Ότι δεν στάθηκε στον μικρό της αδερφό; Ότι δεν σήκωσε το ανάστημά της στον οπισθοδρομικό πατέρα της, για να υποστηρίξει το ταλαντούχο και γεμάτο όνειρα και φιλοδοξίες νεαρό μέλος της οικογένειας; Ότι με τη στάση της κούνησε στην ουσία το μαντήλι στον Πασχάλη συναινώντας σιωπηρά στο φευγιό του; Και καλά αυτή. Η μάνα του; Η ίδια του η μάνα; Πώς μπόρεσε;
Ο ήχος μιας νταλίκας, η οποία έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, αν και μέσα σε κατοικημένη περιοχή, πέρασε από δίπλα τους καλύπτοντας τις βρισιές του Πασχάλη. Ίσως να τις είπε και από μέσα του. Δεν ήταν σίγουρος. Η οργή του όμως δεν κρυβόταν. Δεν μπορούσε να κάνει ότι δεν τρέχει τίποτα, ότι όλα ανήκουν πια στο παρελθόν, ότι είναι ξανά μια αγαπημένη οικογένεια. Γιατί απλά δεν είναι. Το μετάνιωσε που ήρθε στην Ελλάδα. Τι δουλειά έχει σ’ αυτόν τον τόπο; Τι σχέση έχει μ’ αυτούς τους ανθρώπους, με αυτή τη γυναίκα που στέκεται δίπλα του και λέει ότι είναι αδερφή του; Και ούτε στην κηδεία θέλει να πάει…
-Πάντως να ξέρεις ότι ο μπαμπάς ήταν περήφανος για σένα. Κι ας μην το έδειχνε…
Φύσηξε τη μύτη της μ’ ένα χαρτομάντιλο. Πάλευε να κρατήσει τη φωνή της σταθερή και ψύχραιμη.
-Όταν ο ανιψιός σου έδειξε στον παππού του τη φωτογραφία σου που χορεύεις στο Βασιλικό Θέατρο της Δανίας, εκείνος την κοίταξε σοβαρός-σοβαρός. Από μέσα του όμως καμάρωνε, το κατάλαβα εγώ. Είπε στον Βασιλάκη, «Είδες πόσο ψηλά έφτασε ο θείος σου ο Πασχάλης; Έτσι κι εσύ, να διαβάζεις, να γίνεις σπουδαίος σαν τον θείο σου. Να του μοιάσεις…»
Σαν να δυνάμωσε ο αέρας στα στενά του Μαλιακού. Κούμπωσε το δερμάτινο μπουφάν του σηκώνοντας τον γιακά. Του έλειπε το αγαπημένο του κασκόλ που τον είχε ξελασπώσει τους βαρείς δανέζικους χειμώνες. Πού είναι κι αυτό το ποδήλατο, να το καβαλήσει και οδηγώντας στους αμέτρητους ποδηλατοδρόμους της Κοπεγχάγης να συναντήσει τον Τόμας και να απολαύσει τον καφέ του στο αγαπημένο τους στέκι; Ο ήχος του μηνύματος στο κινητό του διέκοψε τις σκέψεις του. Ήταν γραμμένο σε άπταιστα ελληνικά. «Όλα καλά;» Το χαμόγελο μαλάκωσε τη σκληράδα που είχε αποκτήσει το πρόσωπό του.
-Αν δε γίνομαι αδιάκριτη, τον ρώτησε η αδερφή του κοιτάζοντάς τον με στεγνά μάτια αυτή τη φορά, ο άντρας που είδα στη φωτογραφία στο φέισμπουκ είναι ο… ο φίλος σου;
Ο Πασχάλης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Το χαμόγελο δεν έλεγε να σβήσει.
-Σκεφτόμαστε να παντρευτούμε.
Η Δήμητρα τού χάιδεψε τα μαλλιά. Ήταν η σειρά της να χαμογελάσει.
-Μόνο μην το πεις στη μαμά. Μην έχουμε κι άλλη κηδεία…
Σύντομο βιογραφικό
Ο Κώστας Τερζανίδης γεννήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1976 στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε και μένει στην Ξάνθη, όπου και διδάσκει σε Γυμνάσιο του νομού Ξάνθης ως φιλόλογος. Δεν κάνει ιδιαίτερα, αλλά κάνει ιταλικά, χορό και ντραμς. Παιδιά δεν έχει, αλλά έχει δύο ανίψια και ένα βαφτιστήρι. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και σε ανθολογίες διηγημάτων. «Η Εκδρομή» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μέθεξις (2021).