Η Ίμα στις αυλές της ανέχειας
Ανάμεσα στην πλατεία Βάθη και στο σταθμό Λαρίσης βρίσκεται η γειτονιά που μεγάλωσε.
Σήμερα την διεκδικούν πολυκατοικίες, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων μετανάστες και πολυφυλετικές κοινωνίες κυκλοφορούν στους δρόμους και γεμίζουν τα στενόχωρα διαμερίσματα, εκεί που, άλλοτε, υπήρχαν μονώροφα μ’ αυλές, δυο τρία τριώροφα κι ένα γωνιακό προπολεμικό τετραώροφο με καταφύγιο στο υπόγειο του, απομεινάρι μιας εποχής που τη διαφέντευε ο πόλεμος.
Ήξεραν ποιος έμενε τρία τετράγωνα πio κάτω, ποιος πέθανε, ποιος γέννησε. Οι καβγάδες και τα γέλια τους μπλέκονταν με τις φωνές του καρβουνιάρη, του παγοπώλη και του πλανόδιου μανάβη.
Ο Άγιος Παύλος, όριζε αυστηρός τη ζωή όλων τους. Εκεί οι γάμοι, οι κηδείες, τα βαφτίσια, το κατηχητικό και τ’ αυστηρά κηρύγματα του πάτερ Σεβαστιανού.
Εκεί και η εικόνα που είχε γίνει εφιάλτης της, ο Σαούλ πεσμένος στο χώμα, να κλείνει τα μάτια με την ανάποδη του χεριού του θαμπωμένος από τη λάμψη Εκείνου, κι αυτή να το βάζει στα πόδια πριν τ’ αυτιά της προλάβουν πάλι ν’ ακούσουν τη φοβερή ερώτηση.
ΣΑΟΥΛ, ΣΑΟΥΛ, τι με διώκεις;
Στη μεγάλη πλατεία της εκκλησίας, άπλωναν τα καφενεία σιδερένια τραπέζια και πλιάν πολυθρόνες. Και τα παιδιά σμάρι ολάκερο, έπαιζαν μέχρι αργά τις νύχτες του καλοκαιριού ‘‘Μέλισσα, μέλισσα, μέλι γλυκύτατο σε ποιον παραδίνετε;’’ Έπεφταν, γόνατα μάτωναν στα μυτερά χαλίκια της πλατείας, το δάχτυλο σάλιωνε την πληγή και το παιχνίδι συνεχίζονταν.
Σε μια από εκείνες τις αυλές, την επονομαζόμενη ‘‘αυλή των θαυμάτων’’, σε δυο συνεχόμενες κάμαρες με σπασμένα κεραμίδια στη στέγη, έμενε με τη μητέρα της.
Η κουζίνα τους, χώρια από το σπίτι, μακρόστενη και σκοτεινή, είχε δυο βρύσες πάνω από τον νεροχύτη που δεν τρέχανε νερό. Η μόνη που έτρεχε, ήταν μια άλλη στην άκρη της αυλής. Δυο γκαζοτενεκέδες, ένας πράσινος κι ένας κόκκινος, γέμιζαν μια, δυο και τρεις φορές τη μέρα, ανάλογα με τις ανάγκες. Για τη λάτρα τις καθημερινές, για το μπάνιο το Σάββατο.
Η μεγάλη σιδερένια σκάφη στήνονταν στη μέση του δωματίου, πλάι στη μικρή σόμπα που έκαιγε ανθρακίτη. Οι κατσαρόλες άδειαζαν ζεστό νερό, πρώτα για το σαπούνισμα, ύστερα για το ξέβγαλμα, σε κορμιά που μάταια λαχταρούσαν να ζεσταθούν μα ποτέ δεν κατόρθωναν-ήτανε, βλέπεις, εκείνες οι πόρτες που χάσκανε από παντού κι άφηναν τους βοριάδες να μπαίνουν από κάτω.
Κολλητά δίπλα στην κουζίνα τους, ήταν η κάμαρη που κρατούσαν ο Λευτέρης, γεροντοπαλίκαρο από πεποίθηση, και η αδελφή του η Αφρούλα, γεροντοκόρη εξ ανάγκης. Μια δίφυλλη ξύλινη πόρτα τη χώριζε από τις δικές τους, κι ένα παλιό κλαρωτό σεντόνι είχε πάρει τη θέση της φευγάτης από καιρό πόρτας, στην καμαρούλα που χρησιμοποιούσαν για κουζίνα. Η Αφρούλα σκυμμένη πάνω από γραβάτες, στο στενόχωρο δωματιάκι της, περνούσε τις μέρες, τους μήνες, τα χρόνια, στην ίδια πάντα θέση, με τα ίδια πάντα όνειρα, τους ίδιους φόβους. Φοβόταν τη δασκάλα της, όπως την έλεγε, μια χοντρή μεσόκοπη γυναίκα μονίμως βλοσυρή κι απότομη, αυτή που της είχε μάθει να ράβει γραβάτες, αυτή που της έδινε δουλειά. Η Αφρούλα υποταγμένη, ευχαριστημένη με το λιγοστό της μεροκάματο, δε ρώτησε ποτέ, δε ζήτησε να μάθει τα δικαιώματα της, ο βιωμένος φόβος της δασκάλας κυριαρχούσε εξουσιαστικά πάνω στον εύθραυστο της ψυχισμό της.
Και καθώς ο καιρός περνούσε βρήκε παρηγοριά στα όνειρα, το περιορισμένο της μυαλό άρχισε να πλάθει πρίγκιπες, ευέλπιδες, ριγμένους στα πόδια της καθώς κατέβαινε τη μαρμάρινη σκάλα μ’ όλα τα μάτια καρφωμένα πάνω της, και… στην πιο κρίσιμη ώρα, εκείνη άρχιζε τις ερωτήσεις:
Τι φορούσες Αφρούλα;
Ήταν όμορφος ο καβαλιέρος σου;
Κι η Αφρούλα βυθιζόταν ξανά στο όνειρο. Περιέγραφε αέρινες μουσελίνες σε τόνους παστέλ, κομψά σουέτ γοβάκια και το γυαλιστερό σπαθάκι του εύελπι καβαλιέρου της, μα η σκληρότητα των παιδιών με μια κίνηση μπορεί να γκρεμίσει τα είδωλα, το ανασήκωμα μιας φούστας και η αποκάλυψη ενός ξεθωριασμένου εσώρουχου, ήταν η μέγιστη ντροπή της Αφρούλας για τον κομψό κύριο που τις είχε πάρει από πίσω.
Τι ντροπή, έλεγε ξανά και ξανά η Αφρούλα, κι εκείνη γελούσε, είχε η άκαρδη από καιρό πάψει να πιστεύει στους πρίγκιπες, να την εντυπωσιάζουν τα χρυσά κουμπιά και τα σπαθάκια των ευέλπιδων, οι κομψευόμενοι αρσενικοί, οι πούλιες και τα φανταχτερά πλουμίδια.
Και τα χρόνια περνούσαν κι η Αφρούλα έπαψε πια να περιμένει τον πρίγκιπα των παραμυθιών, τα όνειρα ξεθώριασαν και τα μάτια κουράστηκαν να καρικώνουν γραβάτες. Οι επισκέπτες των ονείρων έδωσαν τη θέση τους σε άλλους επισκέπτες, με φουντωτές ουρές και μακριά μουστάκια. Δυο γατιά, το ένα γατί μετά το άλλο ήρθαν και στάθηκαν νιαουρίζοντας μπροστά στην κλαρωτή κουρτίνα της, κι εκείνη τα χόρτασε χάδια και γλυκόλογα. Είχε μπόλικο απόθεμα κι από τα δυο η Αφρούλα. Τα δυο γατιά έγιναν τέσσερα, οι ομηρικοί καυγάδες τους ξεχαρβάλωσαν και τα υπόλοιπα ετοιμόρροπα κεραμίδια, έρωτες, γέννες και απαγορευμένη γνώση η ερωτική συνουσία. Πίσω από κατεβασμένες γρίλιες παρακολουθούσε τη μάχη της επικράτησης στον έρωτα, νικητής πάντα εκείνος, εκείνη πάντα από κάτω, γιομάτη την ικανοποίηση της υποταγής, κι ύστερα να παίρνει να φουσκώνει η κοιλιά της. Κι η ώρα της γέννας, αγώνας και πόνος, τα μωρά να βγαίνουν ματωμένα, βρώμικα, κι η Αφρούλα να τους δίνει ονόματα, να τα ταΐζει ψάρια και πλεμόνια κι όταν ακόμη τα χρήματα δεν έφταναν για να γεμίσει το δικό της στομάχι και το στομάχι του Λευτέρη.
Τα γατιά της ήταν όλος ο κόσμος της, μέσα από τη δικιά τους ζωή έδινε νόημα στη δικιά της, έπνιγε όνειρα και επιθυμίες, επιτέλους υπήρχε κάποιος που την λάτρευε, που ήταν σε τέλεια εξάρτηση απ’ αυτήν.
Το αντρικό χέρι που δεν ένιωσε, τη σερνικιά σάρκα που δεν άγγιξε, όλα τα ξεχνούσε-μήπως λιγότερη χαρά της έδιναν οι γάτες της κάθε φορά που της έγλειφαν τα χέρια από ευχαρίστηση ή τρίβονταν στα πόδια της γουργουρίζοντας.
Μόνο εκείνος ο Λευτέρης, του κλότσου και του μπάτσου τα είχε τα καημένα κι εκείνη την κότα που κανείς δεν έμαθε πούθε κρατούσε η σκούφια της, όταν μπήκε με το έτσι θέλω ένα βράδυ στην αυλή των θαυμάτων και δεν ξανάφυγε ποτέ.
Ο Λευτέρης-κλασσικός τεμπέλης-έβγαινε συχνά προς άγρα δουλειάς, μπογιατζής το επάγγελμα, μα πάντα όλο κάτι συνέβαινε και γυρνούσε με άδεια χέρια και την ταβανόβουρτσα παραμάσχαλα για να την αράξει στην αυλή και να επιδοθεί στις γνωστές χιλιοειπωμένες αμπελοφιλοσοφίες του, για την κακούργα κοινωνία που του απομυζούσε τα νιάτα, και την κούραση από την σκληρή δουλειά που τον είχε σακατέψει, κι ας είχε δουλέψει ελάχιστα στη ζωή του. Μόνο δυο πράγματα, δυο μεγάλες αγάπες, κατάφερναν να τον σηκώσουν τελικά από την καρέκλα, η πρώτη και μεγαλύτερη ο Παναθηναϊκός, η δεύτερη και μικρότερη η Βαγγελιώ του, η μεσόκοπη αρτίστα που διατηρούσε βεστιάριο με θεατρικά κουστούμια από δεύτερο χέρι, για να καλύπτει τις ανάγκες των μπουλουκιών στις περιοδείες τους στην επαρχία. Παινεμένη τη φώναζε ο Λευτέρης, κατά το γνωστό άσμα, και παινεμένη έμεινε στον κόσμο της αυλής.
Κανείς τους, δεν ξέχασε, ωστόσο, εκείνη την ημέρα που ένα ολοκαίνουργιο μαύρο ραδιόφωνο, μάρκας ‘‘Μπλάουπουνκτ’’, μεγάλο κι αστραφτερό με πέντε ολόασπρα πλήκτρα και σκούρο καντράν γεμάτο παράξενα ονόματα, περήφανο απόκτημα, του συνταξιούχου ταχυδρομικού που κρατούσε δυο δωμάτια δίπλα στην καγκελόπορτα, έκανε ξαφνικά την εμφάνιση του προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στον κόσμο της αυλής, που έσπευσε αμέσως για συστάσεις και πιπεράτα σχόλια.
Η Αφρούλα ήθελε ν’ ακούσει την Ίμα Σουμάκ: ‘‘Καλέ, τι φωνή, σκέτο αηδόνι! Ανοίξτε το, να δούμε πόσο δυνατά πάει.’’
Ο Λευτέρης θαύμαζε τα ονόματα στο σκούρο γυαλί. ‘‘Καλέ δείτε, τι γράφει εδώ, Ράτις και τα τοιαύτα, άκου Ράτις, τι σου είναι αυτοί οι ξένοι λοιπόν!’’
Εκείνη ήξερε όλες κι όλες καμιά εικοσαριά γαλλικές λέξεις, όλες με το ‘‘Voici’’ και το ‘‘Voila’’. Όμως έπρεπε να τους δείξει πως ήξερε περισσότερα από αυτούς. Κυρίως όμως για να βουλώσει το στόμα του Λευτέρη και να πάψει πια να την φωνάζει ‘‘σκατομπέμπεκο.’’
‘Όχι, Λευτέρη,’’ μπήκε στη μέση, ‘‘δεν λέει Ράτις, Πάτις λέει και Μουνχ και Βέηρουτ.’’
‘‘Καλέ κοιτάτε το μπεμπέκι τι ωραία που τα λέει,’’ αναφώνησε ενθουσιασμένη η Αφρούλα, ‘‘πες μας κι άλλα,’’ επέμενε.
‘‘Την Κυριακή να βάλεις το ποδόσφαιρο, έτσι;’’ Καλόπιανε τον συνταξιούχο ταχυδρομικό ο Λευτέρης.
Κι εκείνη συνεπαρμένη πάταγε συνέχεια τα πλήκτρα, ‘‘σε ηγάπων σε…, φτερό στον άνεμο γυναί…, σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά.’’
‘‘Σιγά, μπεμπέκι, θα το χαλάσεις,’’ παραπονιότανε η Αφρούλα.
Άλλος ζήταγε να του βάλουν το Δεύτερο Πρόγραμμα, έχει κάτι ευρωπαϊκά μούρλια, και η θεούσα της αυλής κάτι ψέλλιζε για την Κυριακάτικη Λειτουργία.
Για λίγο φωνάζανε όλοι μαζί, ύστερα τα πνεύματα ησύχασαν κι άρχισαν να τραβάνε ένας, ένας για τις χαμοκέλες τους. Τελευταία από όλους η Αφρούλα και πίσω της οι γάτες της.
‘‘Αν ακούσεις την Ίμα Σουμάκ, μπεμπέκι, να με φωνάξεις,’’ της είπε και χάθηκε πίσω από την κλαρωτή κουρτίνα.
Σε λίγο την άκουσε να κάνει κάτι περίεργους λαρυγγισμούς, παράφωνες κορώνες, αποτυχημένες προσπάθειες να μιμηθεί το ίνδαλμα της, την Ίμα της.
Πήγε κι έχωσε το κεφάλι της μέσα από την κουρτίνα. Την είδε να έχει μισόκλειστα τα μάτια, το στόμα ανοιχτό, με μια γκριμάτσα που ήθελε να μιμηθεί τα χείλια της γυναίκας για την οποία μιλούσε όλη η υφήλιος.
Και δεν γέλασε. Μήτε δάκρυσε. Μόνο πλησίασε τη φτωχή γυναίκα, την άγγιξε στον ώμο κι όπως εκείνη τινάχτηκε αλαφιασμένη κι ένα κοκκίνισμα ντροπής κάλυψε τα ρυτιδιασμένα της μάγουλα, εκείνη την τράβηξε κοντά της, πάνω στην κοιλιά της ακούμπησε το κεφάλι της-ως εκεί την έφτανε-και…‘‘Γιατί ζηλεύεις την Ίμα Σουμάκ;’’ Δίστασε και μετά συνέχισε: ‘‘Εσύ πιο όμορφα τραγουδάς… Στη δικιά μας την αυλή, εσύ είσαι το αηδόνι!’’ της είπε.
Η Αφρούλα χαμογέλασε. Κι έσκυψε και την φίλησε στην κορφή του κεφαλιού της. Το πιο περίεργο φιλί που κάποιος της είχε δώσει. Ίσως και το πιο πολύτιμο.