You are currently viewing Κώστια Κοντολέων: ένα διήγημα

Κώστια Κοντολέων: ένα διήγημα

‘ΘΑ ΜΕΙΝΩ…’ ΜΟΝΟ ΛΕΕΙ.

 

 

Μέρα σημαδιακή για την ανθρωπότητα. 

Ίσως και για κείνη -για άλλους, όμως, λόγους που η ίδια αγνοεί… Ακόμη.

Είκοσι του Ιούλη του 1969, λοιπόν, και σ’ όλα τα σπίτια οι μαυρόασπρες οθόνες των τηλεοράσεων ετοιμάζονται να αιχμαλωτίσουν  βλέμματα και να κόψουν ανάσες με τις αδιανόητες εικόνες που θα προβάλουν. 

Το μεγάλο βήμα του ανθρώπου, στις νεκρές θάλασσες και τα σβησμένα ηφαίστεια της Σελήνης διασαλεύει αιώνιες βεβαιότητες, δημιουργεί αρνητές για την αυθεντικότητα του, αλλά και φανατικούς υποστηρικτές. 

Ωστόσο όλοι ‘αρνητές και υποστηρικτές’ θα μένουν  κολλημένοι στους δέκτες τους – κάθε λεπτό της πορείας της διαδικασίας, κάθε εικόνα που θα  στέλνεται, θα δοκιμάζει την αποδοχή ή την απόρριψη της αυθεντικότητας του εγχειρήματος. 

Εκείνη δεν κατατάσσει τον εαυτό της στους μεν, μα ούτε και στους δε. Αδιάφορη παραμένει πάντα σ’ ότι υπάρχει έξω από την προσωπική της εμβέλεια. Ο δικός της κόσμος περιστρέφεται  γύρω από έναν καθρέφτη μαρτυριάρη, αυτόν που δίνει το τέμπο στην υπερφίαλη προσωπικότητα της. 

Η τηλεόραση της  σβηστή, η ντουλάπα της ανοιχτή. Κρεμάστρες φορτωμένες ρούχα εναλλάσσονται στα χέρια της, φορέματα δοκιμάζονται, επιλέγονται ή απορρίπτονται κι η ώρα τρέχει…  

Καταλήγει σ’ εκείνο του Τσεκλένη – πράσινοι δράκοι σε λευκό φόντο.  

Διαλέγει προσεκτικά τα δαχτυλίδια που θα στολίσουν τα δάχτυλα της.

Πράξεις όλες τους, όλα κοινά γνωρίσματα κάθε ναρκισσιστικής προσωπικότητας.  Υποκρύπτουν μέσα από τον αλόγιστο αυτοθαυμασμό, υπαρκτές και ηθελημένα μη ομολογημένες ανασφάλειες που επιβεβαιώνονται στις διαθλασμένες εικόνες ενός καθρέφτη μαγικού, που πλανεύει χωρίς να δείχνει πάντα την αλήθεια. Κι όμως εκείνη επιμένει να τον ρωτάει – μόνο με το βλέμμα και  πριν από κάθε της έξοδο- αν είναι η ομορφότερη, επιλέγοντας την απάντηση που θα ενδυναμώσει, εντέλει, το υπερεγώ της. 

Περιμένει κι απόψε ανυπόμονα την απάντηση -του καθρέφτη ή του εγώ της;-  πριν φύγει για το εξοχικό της κολλητής της, κάπου στα βόρεια, για να παρακολουθήσει – να σχολιάσει και να θαυμάσει, τάχα μου- μαζί με άλλους καλεσμένους, το σημαντικό γεγονός της κατάκτησης της σελήνης από τον άνθρωπο. 

Και τώρα -δεν σχολιάζει και δεν θαυμάζει- κάθεται μόνη και βαριεστημένη, σε μια από τις καφέ μπαμπού πολυθρόνες της βεράντας του εξοχικού, παίζοντας αφηρημένα με τις καλοχτενισμένες μπούκλες των μαλλιών της, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί  στις κρυστάλλινες αντανακλάσεις του ποτηριού που περιστρέφει στο χέρι της, εναλλασσόμενες φευγαλέες εκδοχές αβέβαιων εν τέλει συνειρμών για τα προσωπικά της μελλούμενα.

Από το εσωτερικό του σπιτιού ακούει φωνές και επιφωνήματα  άκρατου ενθουσιασμού, διανθισμένα με περίεργους ηλεκτρονικούς ήχους καθώς πλησιάζει η ώρα της μεγάλης στιγμής. 

Τα μάτια όλων μέσα στο σπίτι είναι θα είναι -υποθέτει- καρφωμένα στην οθόνη της τηλεόρασης. 

Τα δικά της στο ρολόι της.

Θέλει να βρει τρόπο να φύγει, το ενδεχόμενο μιας ακόμη ερωτικής βραδιάς με τον Άρη δεν έχει αποκλειστεί ακόμη από τα σχέδια της. 

Θέλει να φύγει…

Μα πρέπει για λόγους, καθαρά αποτροπής ‘αρνητικών σχολίων’, να μείνει λίγο ακόμα, μέχρι την προσσελήνωση τουλάχιστον, που αργεί απελπιστικά να συντελεστεί.

Κι είναι τότε που οι φωνές εκείνων από μέσα,  έρχονται να ενωθούν με τον ήχο κλάξον αυτοκινήτου που έχει μόλις σταματήσει στην πόρτα του κήπου. 

Στρέφεται ξαφνιασμένη προς τον άγνωστο καθυστερημένο επισκέπτη που ανεβαίνει βιαστικά τα σκαλιά της βεράντας.  Αγγίζει αμήχανα τα καλοχτενισμένα της μαλλιά σε μια προσπάθεια να επαναφέρει την ατίθαση μπούκλα που έχει ξεφύγει, την ώρα που ο ξένος την χαιρετά ευγενικά λίγο πριν χαθεί κι εκείνος στα ενδότερα του σπιτιού. 

Τις φωνές αγωνίας  ακολουθεί η απόλυτη σιωπή, καθώς η σεληνάκατος σε απόσταση πια αναπνοής από το έδαφος της Σελήνης, ολοκληρώνει αργά την αποδόμηση δοξασιών αιώνων  -η κατάργηση του φόβου της ασημένιας γητειάς θα είναι πια δεδομένη; 

Αποφασίζει τώρα να μπει κι εκείνη στο σπίτι, μα τα δικά της μάτια αλλού κλεφτά κοιτάζουν, εκείνον τον νεαρό άντρα που λίγο πριν είχε διασταυρώσει το βλέμμα του με το δικό της καθώς ανέβαινε στη βεράντα.  Αναρωτιέται αν πρόκειται για τον ίδιο άντρα, που η κολλητή της, τον είχε περιγράψει σ’ ανύποπτο χρόνο, ως μοναχικό τύπο, που περνούσε περισσότερο χρόνο με τα βιβλία του παρά με το γυναικείο φύλο. 

Ωστόσο, η υπαρξιακή ανάγκη μιας ακόμη ιδεοληπτικής επιβεβαίωσης της σαγήνης που προκαλεί στους άντρες την ωθεί να δοκιμάσει μια ελεγχόμενη επαφή μαζί του. 

Βρίσκεται, δήθεν, τυχαία κοντά του, κάτι σχολιάζει για το σημαντικό γεγονός της ημέρας, κάτι της απαντάει εκείνος, ο πάγος σπάει και η κουβέντα τους, περισσότερο διερευνητική, ξεστρατίζει σε άλλες παραμέτρους. 

Σαν παιχνίδι είχε ξεκινήσει και πάλι την επιβεβαίωση της γοητείας της, ένας ακόμη αρσενικός λαβωμένος από την ομορφιά της είχε θρέψει για άλλη μια φορά τον γνωστό ναρκισσισμό της.

Φεύγοντας από κει, το ξέρει πως ακόμη και τ’ όνομα του, θα έχει βγει από τη μνήμη της ως το επόμενο πρωί.  Σ’ ένα μήνα, άλλωστε, εκείνη θα βρίσκεται αλλού, μακριά από φιλικές βεράντες, προσσεληνώσεις και ιδιόρρυθμους πλην ενδιαφέροντες νεαρούς άντρες. 

Το μεταπτυχιακό της, σε πανεπιστήμιο του Λονδίνου, θα της προσφέρει την ευκαιρία περαιτέρω επιστημονικής εξειδίκευσης αλλά θα γίνει και αφορμή για το δικό της μεγάλο άλμα προς την ελευθερία και την οριστική αποκοπή της από  την καταπιεστική οικογένειας της. 

Είχε, τελικά, φύγει από κει όταν πια είχε κοπάσει ο θόρυβος της αποδόμησης του φεγγαριού.  Μα είχε προλάβει, ωστόσο, να εντυπωσιαστεί από την έντονη προσωπικότητα του άντρα, τις γνώσεις και την υποβλητική φωνή του, και πράγμα ασυνήθιστο για κείνη, δεν θα έχει βγει από το μυαλό της ως το επόμενο πρωί. 

Θυμώνει με την επανεμφάνιση του ευάλωτου  μέρους της προσωπικότητας της, αυτό που ακυρώνει την επίπλαστη εικόνα, της μοιραίας γυναίκας που με τόσο κόπο έχει χτίσει.

Πέφτει με τα μούτρα στις προετοιμασίες του ταξιδιού της κι ενδίδει σε σκέψεις λιγότερο επικίνδυνες.  Μέχρι το βράδυ τον έχει βγάλει εντελώς από το μυαλό της, τώρα την απασχολούν συναλλάγματα, φοιτητικές εστίες και καινούργια ζωή πάνω σε άλλες βάσεις.

Αργά το βράδυ, ο ήχος του τηλεφώνου, την ξαφνιάζει ενοχλητικά.  ‘Γαμώτο, ποιος είναι πάλι,’ μουρμουρίζει γιατί βλέπει κάτι ενδιαφέρον στην τηλεόραση, χαμηλώνει την ένταση και πηγαίνει να το σηκώσει.  Η γνώριμη φωνή, πάντα υποβλητική ζητάει συγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας, και της δηλώνει πως σχεδιάζουν μια εκδρομή με την κολλητή της και μερικούς κοινούς τους φίλους, με νοικιασμένο πουλμανάκι, στο Ναύπλιο.  Και πως θα τον χαροποιούσε και η δικιά της παρουσία στην παρέα τους, ίσως μια ευκαιρία να γνωριστούν καλύτερα και να συνεχίσουν την ενδιαφέρουσα κουβέντα που είχαν ξεκινήσει το προηγούμενο βράδυ κι είχε μείνει ανολοκλήρωτη. 

Γελάει ειρωνικά για το πόσο εύκολα είχε τυλίξει έναν ακόμη αρσενικό στην σαγήνη της, αλλά κι η εκδρομή σε μια πόλη που αγαπάει ιδιαίτερα είναι αρκούντως ελκυστική.  Λέει το ναι, και βιάζεται να κλείσει το τηλέφωνο, για να μην προδοθεί η ταραχή που παράξενο γι’ αυτήν της έχει προκαλέσει η απρόσκλητη εισβολή του στη ζωή της. 

«Δεν βαριέσαι, μια εκδρομή είναι μόνο,» μονολογεί, «κι ύστερα που με είδες που με ξέρεις.»  

Η εκδρομή έχει απ’ όλα, μπάνιο, φαγητό, Βάκχες στο θέατρο της Επιδαύρου και στο φινάλε βόλτα στα γραφικά δρομάκια της πόλης.

Εκείνος, ωστόσο, παραμένει αδικαιολόγητα απόμακρος απέναντι της κι αυτή αποφεύγει να τον κοιτάξει για να μη δείξει τον εκνευρισμό της. 

«Τελικά, είναι ο πρώτος αρσενικός, που θα διαγράψω από τη συλλογή μου,» σκέφτεται «και ποιος ήταν ο λόγος να με καλέσει;» αναρωτιέται. 

Η επιστροφή, γεμάτη ανατροπές και αποδομήσεις, θα φέρει τα πάνω κάτω, διαλύοντας σαθρές βεβαιότητες και δοτά υπερεγώ. 

Εκείνος αν και επεδίωξε να καθίσει δίπλα της, παραμένει σιωπηλός με το βλέμμα καρφωμένο έξω από το παράθυρο.  Το φεγγάρι καθώς ξεπροβάλει από το βουνό δημιουργεί περίεργες σκιές στο πρόσωπο του, ένα απότομο φρενάρισμα, κάποιος ίσως απρόσεκτος πεζός, γίνεται αφορμή να πλησιάσουν τα πρόσωπα τους, επικίνδυνα κοντά, τα χείλη του ν’ αγγίξουν σχεδόν τα δικά της που κρατάν ακόμη την αλμύρα της θάλασσας.  

 «Σε θέλω στη ζωή μου,» τον ακούει να της ψιθυρίζει στ’ αυτί, «στην καθημερινότητα μου, με κάθε μόριο του κορμιού μου σε θέλω.» 

Το κορμί του ανασαίνει γρήγορα δίπλα στο δικό της.

Κι εκείνη θέλει, ξαφνικά, να χαθεί σ’ εκείνο το κορμί, να εισβάλει στη ζωή του, ν’ ανατρέψει την καθημερινότητα του.  Μα προς Θεού, όχι! -Έρωτας άκαιρος, καταδικασμένος εν τη γενέσει. 

«Δεν μπορώ,» καταφέρνει μόνο να ψελλίσει. «Φεύγω για μεταπτυχιακό στην Αγγλία, τον άλλο μήνα.»

«Μη φύγεις,» ψιθυρίζει αυτός περισσότερο κοντά τώρα, «ούτε σ’ ένα μήνα, ούτε ποτέ, δεν αντέχω να σε χάσω…» 

Κι αυτή… Αν όχι τώρα, πότε; Αποφασίζει και τολμάει τη μεγάλη ανατροπή, προτιμάει το κάλεσμα του έρωτα από το κάλεσμα της ελευθερίας, το κάλεσμα της σάρκας από το κάλεσμα της γνώσης.

«Θα μείνω…» μόνο λέει.         

                                   

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.