ΑΣΥΜΜΕΤΡΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Καυτό το νερό που τρέχει στην μπανιέρα και γεμίζει υδρατμούς τον ολόσωμο καθρέφτη της πόρτας. Η Μαρία απλώνει το τρεμάμενο χέρι να δημιουργήσει ένα άνοιγμα, μετανιώνει, το χέρι πέφτει αδύναμο στο πλάι, καλύτερα σκέφτεται να μείνει έτσι. Οι καθρέφτες δεν λένε ποτέ ψέματα, τα είδωλα που καθρεφτίζονται σ’ αυτούς γνήσιες αποτυπώσεις της πραγματικότητας. Κι εκείνη τι περιμένει να δει στον δικό της; Το άσκημο κεφάλι που κουνιέται πέρα δώθε, το στραβό στόμα που μόνο να ψελλίζει τις λέξεις μπορεί, το γεμάτο ρυτίδες πρόσωπο;
Πώς να την αντέξει τούτη την εικόνα – την εικόνα της;
Παραδίνεται στο καυτό νερό ελπίζοντας όπως κάθε φορά πως σαν τα φίδια θ’ αλλάξει το πουκάμισο-δέρμα της και θα ενδυθεί την καινούργια φορεσιά μιας άλλης. Αλλά δεν είναι φίδι, η δικιά της φορεσιά θα την προσδιορίζει ως το τέλος. Δεν υπάρχει άλλη στα δικά της μέτρα για να την αλλάξει. Ποιος θα ήθελε ν’ αλλάξει τη φορεσιά του με εκείνη μιας ‘Σπαστικιάς;»
Το λευκό χνουδωτό μπουρνούζι αγκαλιάζει το γυμνό κορμί της σαν χάδι. Ανατριχιάζει. Αρσενικό χάδι που διαγράφει αχαρτογράφητες διαδρομές στο ανάπηρο σώμα ερεθίζοντας υποδόριες αισθήσεις, προκαλώντας εν αναμονή οργασμούς.
******************
Η Μαρία στέκεται τώρα όπως κάθε πρωί πίσω από την κουρτίνα του παραθύρου κρυμμένη στις πτυχώσεις της. Από εκεί θα ξεκινήσει, ως μη όφειλε, την καθημερινή της περιήγηση στις ζωές των άλλων της απέναντι πολυκατοικίας. Πίσω από τζάμια με τραβηγμένες κουρτίνες που επιτρέπουν την εισβολή αδιάκριτων φευγαλέων ή σταθερών βλεμμάτων ιδιοποίησης των προσωπικών στιγμών μιας οικογένειας που παίρνει γελώντας το πρωινό της, μιας άλλης που φεύγει βιαστικά από το σπίτι ξεχνώντας αναμμένα τα φώτα, ενός ζευγαριού που ξεκινάει τη μέρα του πάντα με αναμετρήσεις ισχύος και φωνές αμφισβήτησης, κι ύστερα το βλέμμα σταθερό διερευνά μέσα από τις πτυχώσεις μια διάφανης κουρτίνας το φωτισμένο εσωτερικό του απέναντι διαμερίσματος όπου διαγράφεται το γυμνό κορμί νεαρής γυναίκας. Ξαφνιασμένη παρακολουθεί τις κινήσεις της, το νωχελικό της ντύσιμο. Δεν ξέρει τίποτε γι’ αυτήν, πρώτη φορά ανιχνεύει την παρουσία της εκεί και θέλει να μάθει περισσότερα, από απλή περιέργεια ή την ασυνείδητη ανάγκη να ταυτιστεί μαζί της; Ιχνηλατώντας τη ζωή μιας νέας, άγνωστης της γυναίκας, να ζήσει η ίδια μέσα από αυτήν.
Σκέψη αρρωστημένα ερεθιστική, ίσως και γι’ αυτό την κατακυριεύει. Η παρακολούθηση της γυναίκας γίνεται πια συστηματική. Μαθαίνει τις ώρες που η άγνωστη του απέναντι διαμερίσματος φεύγει από το σπίτι, τις ώρες που γυρνάει* καταγράφει σχολαστικά τον τρόπο που ντύνεται, τον τρόπο που περπατάει.
Της λείπει ένα όνομα μα θα το μάθει κι αυτό -κάποιος από διπλανό μπαλκόνι φώναξε
«Κάτια…»
Με πληρέστερα στοιχεία πλέον, φτάνει στο σημείο να κρατάει ακόμη και καθημερινό ημερολόγιο με τις κινήσεις της, πότε μπαίνει, πότε βγαίνει, πως αλλάζει το χρώμα των μαλλιών της ανάλογα με το αν είναι λιακάδα ή αν έχει συννεφιά, φτάνει ακόμη να πιστεύει πως ακούει μέχρι και τον ήχο της φωνής της -αισθησιακό όταν μιλάει στο τηλέφωνο* ανάλαφρο καθώς σιγοτραγουδά τα πρωινά προτού αναχωρήσει.
Λοιπόν… Ναι, έχει βρει τον τρόπο να σκοτώνει την ανία της, έτσι ‘νομίζει’ ή έτσι ‘προσπαθεί’ ασυναίσθητα να δικαιολογήσει την αρρωστημένη περιέργεια της για τη ζωή μιας άλλης γυναίκας.
Ώσπου…
Ώσπου ένα βράδυ, πίσω από τις πτυχώσεις της άλλης κουρτίνας, το ένα σώμα γίνεται δύο, ελευθερωμένα από την περιστασιακή προστασία των ρούχων τους, παραδίδονται στο παιχνίδι της ερωτικής τους επιθυμίας.
Η Κάτια κι ένας άνδρας
Και τότε ξαφνικά ζηλεύει… Κι ότι ξεκίνησε σαν ασύμμετρο ‘παιχνίδι’- έτσι το είχε ηθελημένα ονομάσει- για να σκοτώνει τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς της θα πάρει τώρα διαστάσεις ψύχωσης εκ μέρους της…
Το αντρικό σώμα καθημερινά εκεί να συνδιαλέγεται φλύαρα με το άλλο σώμα, εκείνο της Κάτιας. Όχι πάντα πίσω από τις κουρτίνες ή στην αόρατη σ’ αυτήν κρεβατοκάμαρα, αλλά αρκετά συχνά στο μισοσκόταδο της βεράντας όπου κινήσεις ασαφείς αφήνουν περιθώρια σ’ αχόρταγες φαντασιώσεις να τις οριοθετήσουν και ήχοι να δώσουν περιεχόμενο στους ψιθύρους τους.
Κάπως έτσι το ‘αθώο’ παιχνίδι αργά αλλά σταθερά μεταλλάσσεται σε ‘επικίνδυνο’ που επίσης αργά αλλά σταθερά θα ενδυθεί τις ύπουλες-υπόγειες και γι’ αυτό μη αναγνωρίσιμες εξ αρχής φορεσιές της παράνοιας.
Μπαίνει ακάλεστη στις ζωές τους παρούσα φαντασιακά στις ιδιαίτερες στιγμές τους. Χωμένη κι εκείνη στη ζεστή αγκαλιά του να γεύεται τα καυτά φιλιά του, πλαστογράφος της ταυτότητας μιας άλλης.
‘Είμαι η Κάτια’ γράφει όπου υπάρχει ελεύθερος χώρος στο σπίτι της, με κόκκινο κραγιόν στους καθρέφτες της, ακόμη και στο κουδούνι της πόρτας της αλλάζει το όνομα της.
Και την επόμενη μέρα σε φάκελο από μια απόδειξη του ηλεκτρικού ρεύματος, πάντα με κόκκινο κραγιόν θα σημειώσει ‘Εκείνη η άλλη, η άσκημη απέναντι θέλει να μπει ανάμεσα μας, παλεύει για να κερδίσει την αγάπη σου. Εισβολέας των ερωτικών στιγμών μας.’
Προειδοποιεί και απειλεί.
Τα βράδια, πλέον, στην αγκαλιά του, ‘Είμαι δική σου’ τώρα του ψιθυρίζει κι εκείνος της χαϊδεύει τα μαλλιά, τα χείλη του υγρά γεμίζουν κάθε κοιλότητα του κορμιού της. Κι είναι σ’ εκείνες τις στιγμές που οι αναλαμπές του μυαλού παίρνουν το πάνω χέρι και ο διάλογος της τρέλας φτάνει στα όρια του παραληρήματος…
‘Εγώ η Μαρία είμαι δική σου’ τώρα του φωνάζει, ‘Κοίταξε με είμαι η Μαρία, η Μαρία…κοίταξε με λοιπόν,’
Αλλά αυτός με τα χέρια του τώρα δεν την αγκαλιάζει. Την τραντάζει
‘Όχι, είσαι η Κάτια μου, εκείνη είναι άσκημη, άσκημη σαν ξωτικό, ματώνει τη δικιά μου αγκαλιά. Την έχω πια αφήσει. Της ξέφυγα!’
‘Είμαι η Κάτια, τ’ ακούς η Κάτια,’ ουρλιάζει τώρα η Μαρία. ‘Κοίταξε με, είμαι η Κάτια,’ τα χέρια της απλώνονται να τον κρατήσουν, την σπρώχνει, πέφτει στο πάτωμα, σέρνεται προς το μέρος του, ‘Είμαι η Κάτια,’ του φωνάζει ‘Κοίταξε με λοιπόν,’ αυτός γυρνάει αλλού το πρόσωπο, ‘Δεν είσαι η Κάτια,’ της λέει ‘Είσαι η Μαρία το ξωτικό, αυτό είσαι, ξωτικό, ξωτικό, ξωτικό…,’
Η νύχτα γεμίζει ήχους, κι αυτός χάνεται, σαν να τον ρούφηξε λες το σκοτάδι, μόνη πάλι, εκείνη η Κάτια, η Μαρία το ξωτικό.
……………
Ένα μαχαίρι στο χέρι ποιας;
Της Κάτιας ή της Μαρίας;
Το χέρι σφίγγει τη λαβή του μαχαιριού και το καρφώνει εκεί που η ‘καρδιά’ ενεργοποιεί πράξεις, μπλέκει ονόματα και ορίζει ταυτότητες.